Θεματα

Γλυκιές αθωότητες

Η κοινωνία της γεύσης από τον Κώστα Τσίγκα

62552-138482.jpg
Κώστας Τσίγκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
77849-157023.jpg

Tο σώμα μας είναι πεπερασμένο γεωγραφικά αλλά σε μόνιμη βάση δένεται με μεγαλύτερους χώρους κατανάλωσης για να δικαιολογήσει την πολιτιστική του ύπαρξη. Σαν τέτοιο χρησιμοποιεί μόνιμα σχεδόν, συνειδητούς ή ασυνείδητους μηχανισμούς αυτοελέγχου ή την ίδια στιγμή «παρασύρεται» από άλλους μηχανισμούς ευχαρίστησης σαν ζωντανός ιστός που είναι.

Το σώμα μας είναι πεδίο σύγκρουσης και προϊόν ταυτόχρονα μιας σειράς από «ιστορίες» ή μηχανισμούς ελέγχου στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα πολύπλοκους, προϊόντα των γενικότερων κοινωνικών σχέσεων, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από άλλα σώματα, το σπίτι και την δουλειά για παράδειγμα, οι οποίοι όμως δεν έχουν μια ομοιογένεια ή λογική κάνοντας το σώμα «ελαστικό» κοινωνικά, ειδικά σε σχέση με το φαγητό και αυτά που αφορούν άμεσα το σώμα, με όχι καθορισμένα όρια, υποχρεώσεις, ευχαρίστηση ή αδιαφορία στο τέλος-τέλος.

n

Έτσι το σώμα αντιμετωπίζεται τόσο από τους μηχανισμούς ελέγχου της κατανάλωσης όσο και από εμάς τους ίδιους σαν μια ατομική υπόσταση και όχι σαν ένας χώρος τον οποίο μοιραζόμαστε μαζί με άλλους, όπως ακριβώς το φαγητό που αυτό το σώμα καταναλώνει. Έτσι καταλήγουμε να ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη εξατομικευμένες δίαιτες για παράδειγμα, ή κοινωνικές δίαιτες οι οποίες συνήθως αγγίζουν τα όρια της υστερίας. Απλά φτάνει να θυμηθούμε τον «δαιμονισμό» του αβγού μέχρι πριν από λίγα χρόνια και τον εξαγνισμό του πολύ πρόσφατα.

Συνήθως οι επεμβάσεις στο σώμα έχουν μια ηθική υπόσταση έτσι ώστε να μπορούν να ιδεολογικοποιηθούν στο μυαλό μας και να συντηρηθούν, με το αζημίωτο βέβαια. Πώς ξαφνικά δηλαδή το πρότυπο του σώματος είναι το κοκαλιάρικο και όχι το παχουλό; Πως αυτοί οι μηχανισμοί «αυτο-ελέγχου» και «αυτο-διακυβέρνησης» όπως θα έλεγε ο Φουκώ, έγιναν «τεχνολογίες» ελέγχου του εαυτού μας και μάλιστα με σχετική έλλειψη αμφισβήτησης.

Παλιά τον ρόλο αυτό έπαιζε η εκκλησία, τώρα τα «ινστιτούτα» -ακόμη και ο όρος εμπεριέχει την πιθανότητα της γνώσης και της επιστήμης-ομορφιάς και διαίτης. Μάλιστα αυτή την στιγμή έχουν και σύμμαχο την συγχορδία των media που αφορούν το φαγητό και την μαγειρική. Από τη μια όλοι μας έχουμε γίνει κοιλιόδουλοι κατά κάποιο τρόπο και από την άλλη κυριευόμαστε από ενοχές.

n

Την ίδια στιγμή που όλοι μας μαθαίνουμε να μαγειρεύουμε, παραγγέλνουμε φαγητό από τα deliverάδικα, γράφουμε κριτικές για εστιατόρια στο foursquare, αλλά σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά δεν γνωρίζουμε να μαγειρεύουμε ή απλά δεν μαγειρεύουμε. Στεναχωριόμαστε αφόρητα για την εξαφάνιση των σπιτικών γεύσεων αλλά αγοράζουμε βιβλία για την ινδική μαγειρική και στο τέλος καταλήγουμε να είμαστε σε δίαιτα, η οποία μάλιστα δίαιτα αν δεν γίνει μας φέρνει αντιμέτωπους με την απειλή ότι δεν θα έχουμε πια κοινωνική ζωή, δεν έχει πια sex, δεν έχει πια χαρά.

Μάλιστα συμβαίνει και το εξής τραγελαφικό, να συνδέουμε όλοι μεταφορικά και πρακτικά το φαγητό με το sex αλλά να φοβόμαστε να το φάμε.

Όλες αυτές οι σκέψεις μου ήρθαν στο νου καθώς διάβαζα πρόσφατα μια μελέτη-όχι βέβαια χρηματοδοτούμενη από κάποια εταιρεία- η οποία αφορούσε την χρήση υποκατάστατων ζάχαρης σε μια προσπάθεια να κρατήσουμε την γλυκύτητα στη γλώσσα μας, χωρίς όμως τα αποτελέσματα της ζάχαρης στο σώμα μας. Δυστυχώς η σύγχρονη ιστορία της διατροφής μας είναι μια συγκλονιστική πραγματικά ιστορία υποκατάστατων. Υποκατάστατο κρέατος, υποκατάστατο λίπους, υποκατάστατο γλυκύτητας κλπ. Δεν αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα μέσα από μια ελεγχόμενη κατανάλωση αλλά αυξάνουμε την κατανάλωση μέσα από τα υποκατάστατα. Faux ευχαρίστηση και αυξημένη κατανάλωση.

Η μελέτη λοιπόν αυτή που δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό στο περιοδικό Nature καταλήγει στο συμπέρασμα πως η χρήση υποκατάστατων ζάχαρης γλυκαντικών ουσιών ίσως να δημιουργεί μεγαλύτερη αδυναμία επεξεργασίας της γλυκόζης στο αίμα απ' ότι ακόμη και η ίδια η ζάχαρη.

(Για μια μεγαλύτερη και λεπτομερειακή ερμηνεία της μελέτης διαβάστε το άρθρο του Kenneth Chang στους NYTimes στις 14 Σεπτεμβρίου.)Ο μηχανισμός είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος για να τον εξηγήσω εδώ αλλά το συμπέρασμα δεν παύει να είναι ανησυχητικό. Από τη μία υποκαθιστούμε τη ζάχαρη και από την άλλη δημιουργούμε μια νέα μορφή διαβητικών μέσα από το υποκατάστατο. Τελικά πιθανά το πρόβλημα είναι η εμμονή της δυτικής κοινωνίας με την γλυκύτητα και όχι η ζάχαρη καθεαυτή.

n

Η ζάχαρη όταν πρωτομπήκε στην δυτική καθημερινότητα είχε συνδυαστική χρήση με τα μπαχαρικά και αντιμετωπίζονταν σαν τέτοια στην κουζίνα. Όμως όταν η γεύση της γλυκύτητας έγινε αντικείμενο εμπορικού κέρδους και μάλιστα μεγάλου, τότε η ζάχαρη έγινε τρόπος ζωής και η γλυκύτητα κομμάτι της δυτικής κουλτούρας, προστατευόμενη με πολλούς και διάφορους τρόπους.

Η αλήθεια είναι πως η ζάχαρη σε μαγειρικό επίπεδο έγινε και η αιτία της ολοκληρωτικής υποβάθμισης των μπαχαρικών από τις κουζίνες της Δύσης μέχρι την επανεμφάνισή τους την δεκαετία του '60. Τα υποκατάστατα είναι ένας από τους μηχανισμούς που προστατεύουν την γλυκύτητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέλι σαν εναλλακτική πηγή γλυκύτητας έγινε αποδεκτό σχετικά πρόσφατα.

Η ζάχαρη είναι λευκή, γεμάτη «λογοτεχνικού» ύφους εξομοιώσεις με την καθαρότητα και το ίδιο συμβαίνει με τα υποκατάστατα. Βέβαια η αποδοχή τους από τους γευστικούς μας μηχανισμούς είναι σχετικά δύσκολη, αλλά ποιος νοιάζεται μπροστά στην πιθανότητα ενός τέλειου κορμιού; Με την συνεχή χρήση το συνηθίζεις και παρά τα περίεργα που διαβάζεις κάθε λίγο και λιγάκι στο διαδύκτιο για τις «τερατομορφικές» τους επιδράσεις, τις θεωρείς εκφοβιστικές και σκοταδιστικές και συνεχίζεις τη «χρήση».

Η γλυκύτητα στην κοινωνία μας είναι γένους θηλυκού ή ίσως πιο σωστά «μη ανδρική». Η γλυκύτητα σιγά-σιγά έχει κατορθώσει να αποσπασθεί από την ζάχαρη και έχει μείνει αλώβητη από την ζαχαροφοβία που έχει πλήξει την κουλτούρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν έχασε την σεξουαλικότητά της σε αντίθεση με την ζάχαρη που έγινε η «πουτάνα» των πουριτανών του φαγητού.

Η γλυκύτητα είναι τα παιδικά μας χρόνια, η πρώτη αίσθηση που ξεπερνούσε το «μητρικό» και ίσως αυτό είναι το ζήτημα που πρέπει να συζητάμε και όχι η ζάχαρη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ