Οι Ιστοριες σας

Ξεθυμασμένο κέφι

«Έκλεισα τα μάτια και ονειρεύτηκα μια λυτρωτική παραλία που θα είναι προσβάσιμη και δροσερή κάθε εποχή»

32014-72458.jpg
A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Διαγωνισμός μικρού διηγήματος της ATHENS VOICE για το ιδιαίτερο καλοκαίρι του 2020
© Nathan Hobbs / Unsplash

Διαγωνισμός μικρού διηγήματος της ATHENS VOICE: Ο Βαγγέλης Βαϊάννης γράφει τη δική του ιστορία για το ιδιαίτερο καλοκαίρι του 2020

Αν κάτι θυμάμαι ευχάριστα από τα προ του 2020 καλοκαίρια είναι ότι συνήθως έσπευδα στη παραλία αποκλειστικά για να παίζω μπάλα και αυτή η προσμονή −μαζί με τον ενθουσιασμό που τη συνόδευε− έγινε ο ομφαλός της ημέρας μου για αρκετά τρίμηνα. Τις σπάνιες δε περιπτώσεις όταν βουτούσα στη θάλασσα, αρκούμουν στο να βρέχω απλώς το τα πόδια μου χωρίς να φωλιάζει στην παιδική μου ψυχή κανένας ενθουσιασμός για κολύμπι. Και ουδέποτε βούλιαξα στη δυστυχία.

Είχα, εν ολίγοις, απομυθοποιήσει το καλοκαίρι από την παιδική ηλικία, κάτι που δεν συνέβη ούτε επώδυνα ούτε συνειδητά. Εξάλλου γιατί η ανεμελιά και η δροσερή αύρα να μονοπωλείται από μια εποχή; Η ομορφιά −και η ζωή− βρίσκεται παντού. Στους κόκκους άμμου των παραλιών, στα κατάλευκα  όρη, σε ένα ποτήρι με ούζο και εξίσου στο ουίσκι τις ψυχρότερες μέρες.

Διέσχισα τις πρώτες ζεστές μέρες μέσα από αλλεπάλληλες αντιφατικές οδούς. Βγήκα σε γλέντια, ρίζωσα σπίτι, κράτησα τις αποστάσεις μα πήρα τις θερμότερες αγκαλιές. Κανόνιζα και ξε-κανόνιζα, πηλαλούσα στην οδό Σίνα μέχρι να φτάσω στο μετρό και έστρωνα και τον κώλο μου σπίτι προς αποφυγήν του συνωστισμού. Το αλάτι και η ανυπόφορη ζέστη εξακολούθησαν πάντως να μη με συγκινούν.

Από τις αρχές του Ιουνίου το θέρος είχε την οσμή ξεθυμασμένου κεφιού. Αναμνήσεις παλαιών ετών βρικολάκιαζαν και μας συντρόφευαν στις παραλίες και τις καφετέριες. Αναμνήσεις θολές και συγκεχυμένες, ευχάριστες στη πλειοψηφία τους, που όμως ήταν  αβέβαιο αν μπορούν να ξεπατικωθούν στο άμεσο μέλλον.

Ευεργετική είναι όμως η αφορμή για ταξίδια που σου προσφέρει το καλοκαίρι .Ο χρόνος που είχα για σκέψη −ή και μιζέρια− μου έδωσε την ευκαιρία να θυμηθώ εκείνον τον παλιό συμφοιτητή που κάναμε παρέα στα πρώτα έτη, τον δύστυχο εκείνον φίλο που έχασε τους γονείς του πρόσφατα − ποιος ξέρει αν αυτό οφειλόταν στην αρρώστια της επικαιρότητας, ντρεπόμουν να ρωτήσω. Και ο παλιόφιλος εκείνος επέστρεψε στο ονειρικό νησί της καταγωγής του, την Κρήτη, βάζοντας τα όνειρα και τις σπουδές του σε ένα συρτάρι που θα τα ανέσυρε σε μια άλλη στιγμή, πιο κατάλληλη, ζωσμένος με ψυχικά αποθέματα πιο ανθεκτικά. Αποφάσισα, λοιπόν, να τον επισκεφτώ στα Χανιά, τον Αύγουστο! Σχεδίασα μια απροειδοποίητη επίσκεψη, από την οποία λαχταρούσα πως εκείνος θα αντλούσε μια κάποια ευτυχία. Ήλπιζα −αλήθεια!− πως η παρέα μου θα επούλωνε έστω και για λίγα δευτερόλεπτα το βαθύ του πένθος.

Έφτασα με ταξί στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Τα τρεμάμενα χέρια μου ίσα που κράτησαν αλώβητα τα εισιτήρια από τον ισχυρό αέρα. Ατμόσφαιρα βουβή −τα πάντα ήταν τρομακτικά ήρεμα και ήσυχα− καίτοι αισθανόσουν τον απόηχο από κραυγές αισιοδοξίας εκατομμυρίων ανθρώπων. Ήμουν κατηφής και ζαλιζόμουν, ενώ τα μυωπικά γυαλιά μου θόλωσαν από τη μάχη ανάσας-μάσκας και έκαναν δυσδιάκριτη τη θύρα από την οποία θα επέβαινα στο αεροπλάνο.

Φτάσαμε τμηματικά, σε γκρουπάκια, στις αεροπορικές μας θέσεις. Γράπωσα το περιοδικό που βρισκόταν στο μάρσιπο του μπροστινού μου καθίσματος για να σπάσω το άγχος της απογείωσης. Αμέσως μόλις άνοιξα την πρώτη σελίδα αντίκρισα τους στίχους του Ερωτόκριτου σε ένα πολιτιστικό αφιέρωμα:

«Εγώ είμαι εκείνο το πουλί
Που στη φωτιά σιμώνω
Καίγομαι, στάχτη γίνομαι
Μα πάλι ξανανιώνω...»

Από τα μεγάφωνα ηχούσε η σπηλαιώδης φωνή του κυβερνήτη. Έκλεισα τα μάτια και ονειρεύτηκα μια λυτρωτική παραλία που θα είναι προσβάσιμη και δροσερή κάθε εποχή. Ανακουφίστηκα και πέταξα επιβλητικά στους αιθέρες. Και πάλι ξανανιώνω...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ