Γιώργος Πισσάνης, «Οι ανώνυμοι»: Αποκλειστική προδημοσίευση
Η νουβέλα «Οι ανώνυμοι», του Γιώργου Πισσάνη, κυκλοφορεί την Δευτέρα 24 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ιωλκός
Γιώργος Πισσάνης, «Οι ανώνυμοι»: Τρεις ιστορίες τόσο ξεχωριστές όσο και μπλεγμένες μεταξύ τους, τόσο αληθινές όσο ανώνυμοι είναι και οι πρωταγωνιστές τους
Πόσο κουτός είμαι; — αναρωτιόταν μες στη φασαρία και το πλήθος. Το κεφάλι του βούιζε. Πώς μου ήρθε να δεχτώ; Την αναζήτησε με το βλέμμα του, πάσχιζε να την εντοπίσει. Ήταν ανέφικτο μέσα σε τόσο κόσμο. Το ραντεβού ήταν στις δύο, όμως εκείνος είχε φτάσει έξω από το μαγαζί σχεδόν μία ώρα νωρίτερα. Να έστελνε μήνυμα; Θα φαινόταν ηλίθιος. Ένιωθε ότι πράγματι ήταν, αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Από το σπίτι του είχε φύγει νωρίς προκειμένου να προλάβει το μετρό πριν τραβήξει χειρόφρενο. Δεν του περίσσευαν χρήματα για ταξί. Ήταν ήδη αγχωμένος σχετικά με το κόστος της συνεισφοράς του στο λογαριασμό, αν και το πιο πιθανό, από όσα είχε καταλάβει, ήταν ότι θα κερνούσε το παιδί για το οποίο γινόταν το πάρτι. Βέβαια, είχε προβάρει στον καθρέφτη πώς θα αρνιόταν με στυλ το κέρασμα και θα επέμενε να πληρώσει. Και ας ήταν φτωχός, δεν ήθελε να το δείχνει.
Κατέβηκε στο Σύνταγμα. Από εκεί θα ανηφόριζε ώς το Κολωνάκι. Στο διαδίκτυο έγραφαν ότι απόψε, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, θα συνέβαινε η μεγαλύτερη σε διάρκεια ολική έκλειψη Σελήνης του 21ου αιώνα. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και αγνάντεψε την πλατεία από ψηλά. Ήταν μεγαλοπρεπώς φωτισμένη. Τα κτίρια τριγύρω φωτισμένα κι αυτά. Όλη η Αθήνα φαινόταν να είναι φωτισμένη. Πόσος κόσμος περνούσε εκείνη την ώρα από την πλατεία; Πόσες σκέψεις ανάβλυζαν από τα κεφάλια των ανθρώπων σαν κοιτούσαν τα αναδυόμενα νερά του σιντριβανιού να αλλάζουν χρώματα; Πόσα φώτα χρειάζεται μια πόλη για να κρύψει τα λερά θεμέλιά της;
Συνέχισε αργά, είχε πολύ χρόνο μπροστά του. Για μια στιγμή τον προβλημάτισε το πού κοιμούνται τα περιστέρια όταν νυχτώνει, αλλά φτερούγισε γρήγορα μακριά. Προχωρώντας στη Βασιλίσσης Σοφίας υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ματωμένης Σελήνης, όπως είχε ονομαστεί το φαινόμενο, παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του. Ίσως το αγαπημένο του παιχνίδι. Τα αυτοκίνητα ανυπόμονα, τα λεωφορεία βαριεστημένα, οι πεζοί ανέμελοι. Ένα σκυλί κατουράει έξω από το φυλάκιο στην είσοδο του Κοινοβουλίου, ο σκοπός αδειάζει ένα μπουκάλι νερό σε ένα πλαστικό κεσεδάκι γιαουρτιού. Τα μέλη μιας φιλαρμονικής κατηφορίζουν με τα όργανα στις θήκες τους. Κάποια γιορτή είχε τελειώσει. Ένας αστυνομικός πυροβολεί ένα διαδηλωτή τυλιγμένο με μια σημαία. Από μακριά δεν μπορεί να διακρίνει αν ήταν κόκκινη εξαρχής ή βάφτηκε από το αίμα του. Ένα ζευγάρι τρέχει να μπει σε μια στοά. Οι ερωτευμένοι, σύμφωνα με μια μεσαιωνική πίστη, πρέπει να κρύβονται από το φεγγάρι. Η Σελήνη μισεί τους ερωτευμένους, τους συνθέτες και τους ποιητές. Καταδικασμένη σε αιώνια μοναξιά, κάθε φορά που ένας άνδρας λέει «Σ’ αγαπώ ώς το φεγγάρι», εκείνη ξερνάει αστέρια στον ουρανό. Κάθε φορά που ένας συνθέτης εμπνέεται υπό το φως της, συγκρούεται ζαλισμένη με κομήτες. Και κάθε φορά που ένας ποιητής γράφει στίχους γι’ αυτήν, η Σελήνη αποχωρεί από τη σκηνή συγκινημένη και αποσύρεται στο καμαρίνι της μέχρι το επόμενο βράδυ. Όλες τις φορές όμως, σαν παλιά αρτίστα, κάνει μια πιρουέτα γύρω από τον εαυτό της και μια βαθιά υπόκλιση στο κοινό.
Σκέφτηκε μήπως ήταν και ο Γιάννης καλεσμένος. Προσπάθησε να τον εντοπίσει μέσα στο χώρο. Μάταια. Ο μυώδης κύριος απέναντί του τον κοιτούσε καχύποπτα. Βγήκε έξω και έπαιζε νευρικά με το κινητό του. Μόλις από τη γωνία, με την άκρη του ματιού του, τη διέκρινε να έρχεται μαζί με μιαν άλλη κοπέλα, έκανε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο. Με ποιον θα μπορούσε να μιλάει μέσα στην άγρια νύχτα ούτε που το σκέφτηκε στον πανικό του. Στον πανικό που δημιουργεί σε όλους η έλευση του κάλλους.
Ο Διονύσης, το παιδί για το οποίο γινόταν το πάρτι, ύστερα από δύο μέρες θα παρουσιαζόταν σε κάποιο κέντρο για τη θητεία του. Έδινε την εντύπωση καλού παιδιού. Ψηλός και άγαρμπος. Την όλη έκπληξη είχε οργανώσει η μικρότερη αδερφή του, η Ελένη. Είχε μάλιστα παροτρύνει τους προσκεκλημένους να καλέσουν με τη σειρά τους κι άλλους, ακόμη και άσχετους. Έτσι βρέθηκε κι εκείνος, ξένος μες στους ξένους, να προσπαθεί να διασκεδάσει σ’ αυτό το μακρόστενο ημιυπόγειο μαγαζί του Κολωνακίου, μα πάνω απ’ όλα να προσπαθεί να έρθει πιο κοντά σ’ εκείνη. Σ’ εκείνη που τόσο ανέλπιστα τον είχε καλέσει.
Κάποια παιδιά από την ομήγυρη του συστήθηκαν υπό τους δυνατούς ήχους της μουσικής και των ακατάληπτων τραγουδιών που έπαιζαν στη διαπασών, φέρνοντας το στόμα τους τόσο κοντά στο αυτί του ώστε να του προκαλούν πόνο. Κάποιοι ανήκαν στα βασικά μέλη της παρέας του Διονύση ή της αδερφής του ενώ άλλοι ήταν παράταιροι, όπως κι αυτός. Από τη σχετικά ικανοποιητική εμπειρία σ’ αυτούς τους χώρους –η φοιτητική ζωή τον είχε βοηθήσει στο να την αποκτήσει– ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να επιδείξει τα όποια ταλέντα του εκεί ή να εντυπωσιάσει τους συνομιλητές του. Πίστευε ότι σε ένα καφέ ή σε ένα εστιατόριο θα μπορούσε να φανεί πιο γοητευτικός. Ωστόσο κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να σπάσει τον πάγο και να συναναστραφεί τους υπόλοιπους.
Παράλληλα κοιτούσε και παρατηρούσε τους πάντες. Νεανικά πρόσωπα ως επί το πλείστον. Αναρωτιόταν αν όλοι αυτοί εργάζονταν, κι αν όχι, πού έβρισκαν τα χρήματα για να εκτονώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ποια κοινωνική δικαιοσύνη και μαλακίες; Σκέφτηκε, ξέροντας ότι σε λίγες ώρες θα έπρεπε να βρίσκεται στο μαγαζί του πατέρα του για να κερδίσει το χαρτζιλίκι του. Το μάτι του εστίασε σε δυο κοπέλες μόνες, απέναντι, στο μπαρ. Η μία, ψηλή και ευθυτενής, μελαχρινή, χόρευε με το βλέμμα βυθισμένο στο κινητό της. Η άλλη, μια δόση πιο κοντή και πιο γεμάτη, φορούσε μπορντό μπλούζα σαν από αυτοκρατορική πορφύρα. Εκείνο που τον εντυπωσίασε ήταν ένα κενό στα μάτια της, που όσο και να προσπαθούσαν να καλύψουν τα μοντέρνα μυωπικά γυαλιά της και το μακιγιάζ, ήταν έκδηλο. Θα ήθελα να μάθω την ιστορία της, σκέφτηκε. Την κοιτούσε επίμονα για ώρα. Δεν τον κατέλαβε όμως καμία επιθυμία να πάει να της μιλήσει. Είχε το μυαλό του στην άλλη, αυτή με την οποία είχε μόλις δυο μέρες πριν γνωριστεί και μολαταύτα τον καλούσε σε νυχτερινή έξοδο και που μέχρι τώρα δεν του είχε δώσει σημασία. Έπαιζε λίγο με όλους, σαν αερικό πλανιόταν μέσα στο χώρο, γελούσε, χόρευε, αγκαλιαζόταν. «Δεν είναι για χόρταση, είναι για πρόφταση» ακουγόταν στα αυτιά του η φωνή του φίλου του. Κάποια στιγμή και ενώ η κοπέλα από απέναντι ανταποκρινόταν με ματιές στο βλέμμα του, στράφηκε στη φίλη της και της είπε –μάλλον– πως κάποιος την κοιτάζει. Η άλλη με τη σειρά της –μάλλον– τη ρώτησε ποιος, γιατί τότε κατάφερε να διαβάσει τα χείλη της, «Αυτός εκεί με το μαύρο πουκάμισο». Γέλασαν κι οι δύο. Άλλη μια γυναίκα κέρδισε την επιβεβαίωσή της και άλλος ένας άνδρας θυσίασε ένα κομμάτι του είναι του.
Απογοητευμένος, γύρισε προς τη μεριά του Διονύση που είχε σταθεί δίπλα του, κάνοντας τη διαφορά ύψους αρκετά αισθητή. Τον παρακολουθούσε να κοιτάζει επίμονα το κινητό του. Το άνοιγε, το έκλεινε, το άνοιγε, το έκλεινε. Ανά δευτερόλεπτο.
— Τι κοιτάζεις το τηλέφωνο συνέχεια;
— Περιμένω ένα μήνυμα, που μάλλον δεν θα έρθει ποτέ.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Τρεις ιστορίες τόσο ξεχωριστές όσο και μπλεγμένες μεταξύ τους, τόσο αληθινές όσο ανώνυμοι είναι και οι πρωταγωνιστές τους. Θα τους συναντήσεις παντού: από τις καφετέριες ως τα δικαστήρια, από τα εστιατόρια ως τα πανεπιστήμια και από την αλλόκοτη φαντασία του συγγραφέα ως τις σελίδες τούτου του βιβλίου. Όλοι τους ανώνυμοι, αδέσποτοι μέσα στη βοή και το πλήθος της πόλης. Η Αθήνα, μια πόλη τόσο απρόσωπη, μπορεί να είναι παρηγορά για τους αδέσποτους, το βιβλίο μπορεί να είναι παρηγοριά για τον αναγνώστη.
«Ανώνυμοι ήρωες, σας χαιρετώ».
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Ο Γιώργος Πισσάνης γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες. Έχει λάβει μέρος με διηγήματά του σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τα οποία μεταφράστηκαν στα Ισπανικά και στα Αγγλικά. Το 2022 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ο ελαιοχρωματιστής», από τις εκδόσεις Ιωλκός. Ήταν στη βραχεία λίστα υποψηφιοτήτων για το βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης» έτους 2023 για πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές της Εταιρείας Συγγραφέων και στην δεκάδα υποψηφιοτήτων των Βραβείων Βιβλίου Public στην κατηγορία Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. «Οι ανώνυμοι» είναι το δεύτερο βιβλίο του.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ο συγγραφέας αναδεικνύει τους δεσμούς ανάμεσα στον Γάλλο συγγραφέα και τον Έλληνα ποιητή
Ο συγγραφέας διερευνά πώς ο σύγχρονος άνθρωπος, υπό την πίεση της επιβίωσης, γίνεται «μηχανιστικός» και χάνει την επαφή με τον εαυτό του
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.