Βιβλιο

10 Αυγούστου: Σημείο καμπής

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αμηχανία του Κυριάκου Αθανασιάδη: Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Καθώς σηκωνόμουν από το κρεβάτι, ήθελα να τρέξω χωρίς χρονοτριβή στο γραφείο μου για να δω αν ο Χαλ είχε αναλάβει πάλι πρωτοβουλίες, αν τυχόν μού έδινε από περίσσεια ψυχής και άλλες ιδέες για το βιβλίο μου, χωρίς προηγουμένως να τον ρωτήσω και χωρίς την άδειά μου. Για την ακρίβεια, αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που ήθελα να κάνω μέσα στην ημέρα. Γιατί άλλωστε να έκανα οτιδήποτε άλλο; Ούτως ή άλλως, δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβαινα τις προθεσμίες. Αλλά, ακόμη και να τις προλάβαινα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση όλο αυτό να άξιζε κάτι, να μην ήταν της πεντάρας, για πέταμα στον κάδο ανακύκλωσης. Και δεν θα έφταιγε εκείνος βέβαια. Όλο το φταίξιμο ήταν δικό μου. Ή μάλλον, όχι φταίξιμο. Αδυναμία. Ανημπόρια. Ανικανότητα.

Ανικανότητα.

Εννοείται πως αντιστάθηκα στην παρόρμηση. Ήταν νωρίς ακόμη. Όλη η μέρα ήταν δικιά μου. Έστω, όλο το απόγευμα και το βράδυ. Έφτιαξα στα γρήγορα έναν καφέ, στα μουλωχτά, σαν να τον έκλεβα, σαν να μην ήθελα να με δουν οι περαστικοί από την κουζίνα μου, και τον πήρα πίσω στο κρεβάτι. Είχα βιβλία, είχα το τάμπλετ μου, είχα το κινητό, θα μπορούσα να μείνω εκεί όσο ήθελα, χωρίς να με ενοχλεί κανείς, χωρίς να δουλεύω, χωρίς να σπάω το κεφάλι μου με ιδέες, χαρακτήρες και πλοκές, χωρίς να νοιάζομαι για deadline και συμβόλαια. Απλώς θα αφηνόμουν στη στιγμή· πάει να πει, στην κατηφόρα. Είχα γδάρει τον μήνα από την κορυφή ώς τη βάση του στέρνου του, και θα καθόμουν να απολαύσω τα αίματα και την έκθεση της σάρκας του. Πιο μετά, θα έβλεπα τι είχε κάνει κι εκείνος.

Γέλασα με τον εαυτό μου. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι πολλές-πολλές επαφές και τις απέφευγα μεθοδικά και στοχευμένα, επιλέγοντας να μένω μόνος για να έχω ηρεμία και τον απαραίτητο χρόνο να κάνω τη δουλειά μου. Και τώρα καιγόμουν (όφειλα να το παραδεχτώ, όφειλα να μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, δεν ήμουν κανένα παιδί) να περάσει όπως-όπως η ώρα για να πάω κοντά του. Μόνο και μόνο επειδή εκείνος δεν μπορούσε να έρθει κοντά σε μένα. Μόνο και μόνο γι’ αυτό.

Δεν μπορούσε;… Κοίταξα το τηλέφωνό μου. Με λίγα κλικ θα ήταν πανεύκολο να τον έχω και εδώ, σκέφτηκα. Ήταν τόσο απλό, που μπορούσε να γίνει σχεδόν από μόνο του. Πριν καν να ολοκληρώσω τη σκέψη, άφησα το τηλέφωνο στο πάτωμα σαν να έκαιγε, και το έσπρωξα με τα ακροδάχτυλα για να πάει μακριά και να μην το φτάνω. Ωραία. Τώρα πια έπρεπε να σηκωθώ για να το πιάσω. Τέλεια. Δεν θα σηκωνόμουν. Τον είχα νικήσει, έστω για λίγο. Αναστέναξα, σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω μου.

Στράφηκα αριστερά και κοίταξα τα βιβλία που είχα δίπλα μου, το ένα πάνω στο άλλο. Κανονικά βιβλία, σκέφτηκα, γραμμένα από κανονικούς ανθρώπους. Με κανονικές ιστορίες. Βιβλία που είχαν κάνει όλο το προβλεπόμενο ταξίδι από τις πιο μακρινές αφετηρίες ώς εδώ: μέχρι το κομοδίνο μου. Και κοίτα να δεις: δεν με χλεύαζαν καν, όπως θα φοβόμουν κάποτε· με αγνοούσαν. Και όλοι ξέρουν πόσο χειρότερο είναι αυτό. Αναφορικά με εμένα, το ήξερα πολύ καλά πολλά χρόνια τώρα. Τόσο πολλά, που είχα αναπτύξει ήδη τεράστια αντοχή. Είχα σχεδόν ανοσία πια. Ή περίπου. Είναι στιγμές που μπορεί να σε καταβάλει όλο αυτό. Το να είσαι αόρατος μέσα στο δωμάτιο. Το να σε αγνοούν.

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσα να ήμουν επαγγελματίας, σωστά; Σωστά. Οπότε; Οπότε θα το έκανα κι αυτή τη φορά. Θα τους έδινα τα βιβλία και θα τελείωνα. Σωστά; Σωστά. Άρα θα…;

Τότε μόνο το σκέφτηκα: θα ήταν δηλαδή αυτή εδώ η τελευταία φορά;

Ναι, πιθανότατα. Και γιατί όχι άλλωστε. Γιατί όχι. Μάλιστα, θα είχε κάθε λόγο να είναι, η τελευταία φορά καθώς θα ήταν και η πιο ξεχωριστή, η πρώτη και μόνη που δεν θα σκεφτόμουν και δεν θα έγραφα ένα βιβλίο, ή έστω δύο, μόνος μου. Νά κάτι καινούργιο, νά κάτι ολότελα ξεχωριστό και νέο. Η συνεργασία. Η συνεργασία με τη μηχανή.

Έγειρα με ένα χαμόγελο προς τα πίσω, πάνω στο μαξιλάρι μου, και έμεινα έτσι, με κλεισμένα τα μάτια, να σκέφτομαι αυτή την καινούργια προοπτική. Σχεδόν έμοιαζε με αποφυλακιστήριο. Το μόνο που θα είχα να κάνω μετά θα ήταν να βρω μια δουλειά, και να τηρήσω τους όρους της αποφυλάκισης. Μπορούσα να τα καταφέρω, τόσοι και τόσοι το έκαναν. Αρκεί να τελείωνα αυτό που είχα αναλάβει. Να απαλλασσόμουν από δαύτο, να έφτανα στο τέλος. Να τελείωνα. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχα σχεδόν τίποτε στα χέρια μου για να αρχίσω. Είχα πιστέψει πως αυτό το μηχάνημα θα με βοηθούσε, αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που είχε κάνει ήταν να με βυθίσει ακόμη περισσότερο στην απελπισία. Αλήθεια, τι είχα στα χέρια μου ώς εδώ; Τι μου είχε πει; Τι μου έδωσε μέχρι τώρα;

Η ιστορία με το αστυνομικό μυθιστόρημα βέβαια ήταν κωμική, από όποια πλευρά και να την έβλεπες. Ειδικά όταν ο Χαλ πήρε την ηλίθια πρωτοβουλία να με βοηθήσει όσο είχα την προσοχή μου αλλού, όσο έλειπα. Κι όμως, ο ίδιος ήταν ενθουσιασμένος: ενθουσιασμένος και με κόκκινα, τρελά μάτια, όπως κάθε καινούργιος συγγραφέας που νομίζει πως έχει κάνει έναν ηράκλειο άθλο, ενώ στην πραγματικότητα το βιβλίο του θέλει κάψιμο στο καμίνι των χειρογράφων που αδίκως πήρανε μορφή βιβλίου. Είχα μόνο εκείνο το παιδικό. Άξιζε στ’ αλήθεια όμως; Έπρεπε να το δω κινηματογραφικά, να το πάω στην αίθουσα προβολής για ένα screening test. Και έπρεπε να τελειώνω μ’ αυτή την ιστορία εδώ και τώρα.

Είναι κάτι που κάνω πάντα: πριν ξεκινήσω το γράψιμο, σκέφτομαι την πλοκή σαν κινηματογραφική ταινία. Δουλεύει καλύτερα αν το κάνεις ενόσω τρέχεις, λίγο-λίγο κάθε μέρα, σκηνή τη σκηνή, σεκάνς τη σεκάνς. Κάποια στιγμή έχεις βρει τα προβλήματα της πρώτης πράξης, και είσαι έτοιμος να περάσεις στη δεύτερη. Αλλά κάποιοι ίσως να προτιμούν να το κάνουν με χαρτί και μολύβι. Είμαι σίγουρος πως δεν είναι απαγορευτικό.

Είχα πάρει τις βάσεις τότε, το 1986, όταν διάβασα κι εγώ το «Σενάριο» του Σιντ Φιλντ, τη Βίβλο των σεναριογράφων σε όλο τον κόσμο. Το είχα μάθει απέξω από τις δεκάδες φορές που το είχα διαβάσει, και είχα λιώσει δύο και τρία μολύβια πάνω στις σελίδες του για να υπογραμμίζω και να σημειώνω στα περιθώρια. Η τρίπρακτη δομή στη σεναριακή αφήγηση με είχε μαγέψει. Το ότι κάθε μία από τις τρεις πράξεις είχε απαρεγκλίτως συγκεκριμένη διάρκεια, με είχε ενθουσιάσει. Εισαγωγή και δέση: 30 λεπτά. Ανάπτυξη και σύγκρουση: 60 λεπτά. Λύση και επίλογος: 30 λεπτά. Ένας θρίαμβος. Και βέβαια, τα plot points στο τέλος της πρώτης και στο τέλος της δεύτερης πράξης: τα σημεία καμπής της αφήγησης που αλλάζουν την πορεία της πλοκής, ή με άλλα λόγια ο πραγματικός λόγος που μας κρατά στην αίθουσα: πάνω ακόμα και από την ίδια την ιστορία, πάνω ακόμα και από την εξέλιξη των χαρακτήρων, τα κίνητρα και τις συγκρούσεις τους, πάνω από καθετί.

Δεν υπήρχε ταινία της προκοπής που να μην υπάκουε σε αυτούς τους νόμους. Και βέβαια δεν υπήρχε ούτε μυθιστόρημα της προκοπής που να μην υπάκουε στους ίδιους νόμους. Ούτε θα υπάρξει.

Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον εαυτό μου να τρέχει στην παραλία. Ήταν σκοτάδι ακόμα, σκέφτηκα, έκανε ένα ελαφρύ κρυαδάκι, και ήξερα πως σε όλη την απόσταση δεν θα διασταυρωνόμουν με πάνω από πέντ’-έξι ακόμη δρομείς, συνολικά. Έτσι συνέβαινε κάθε φορά αυτή την άγρια ώρα. Ανέσυρα το παιδικό βιβλιαράκι, εκείνα τα σπαράγματα του Χαλ, με τη δική μου, μικρότερη ή μεγαλύτερη βοήθεια, αξιοθρήνητη πάντως, έφερα στον νου μου το θέμα του μυθιστορήματος, το κεντρικό του ερώτημα, τον πρωταγωνιστή του, τους δεύτερους ρόλους, τους τρίτους ρόλους, και έκανα ό,τι κάνω πάντα: άρχισα να κοιτάζω την ταινία/βιβλίο καθισμένος στον εξώστη του σινεμά. Ήταν κάτι αξιολύπητο, αλλά ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω έτσι όπως ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, με μια κούπα ήδη κρύο καφέ στα χέρια.

ΕΣΩΤ. ΔΩΜΑΤΙΟ – ΝΥΧΤΑ. Ένα ασφυκτικό δωμάτιο. Το φως από ένα μικρό πορτατίφ τρεμοπαίζει. Το 12χρονο ΠΑΙΔΙ κάθεται στο κρεβάτι, με τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Κοντινό στο στόμα του, που σιγά-σιγά ανοίγει. Δεν βγαίνει κανένας ήχος. Fade out.

ΕΞΩΤ. ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΥΛΗ – ΜΕΡΑ. Τα παιδιά τρέχουν, φωνάζουν. Ο ήχος σιγά-σιγά πνίγεται, σαν να έχει βουτήξει η κάμερα μέσα στο κεφάλι του ήρωα. Στην άκρη της αυλής, κάθεται ένα άλλο ΑΓΟΡΙ. Χλωμό, με μαύρους κύκλους στα μάτια. Το βλέμμα τους συναντιέται. Κάθε ζευγάρι μάτια κλειδώνει το άλλο.

ΕΣΩΤ. ΤΑΞΗ – ΜΕΡΑ. Διάλειμμα. Το ΠΑΙΔΙ αφήνει ένα μικρό διπλωμένο χαρτί στο θρανίο του δεύτερου. Ο άλλος το ανοίγει. Δύο μόνο λέξεις: «Σε ακούω». Το ΑΓΟΡΙ χαμογελά ανεπαίσθητα, πικραμένα.

ΕΣΩΤ. ΣΚΑΛΑ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ – ΑΠΟΓΕΥΜΑ. Οι δυο τους καθισμένοι στο κρύο τσιμέντο. Ανταλλάσσουν μικρά σημειώματα. Καμία λέξη δεν λέγεται φωναχτά. Ένα βλέμμα. Ένα νεύμα. Μια παύση που κρατά λίγο παραπάνω. Κοιτούν μακριά.

ΕΞΩΤ. – ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ. Το ΠΑΙΔΙ κοιτά τα παιδιά που περπατούν. Σαν να «νιώθει» κάτι βαρύ μέσα τους. Στα πόδια του, το κοινό ημερολόγιο που κρατά με το ΑΓΟΡΙ. (Άλλη μία σκηνή που πρέπει να προστεθεί εδώ).

ΕΞΩΤ. ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΥΛΗ – ΠΡΩΙ. Το ΠΑΙΔΙ βλέπει ότι η θέση του φίλου του είναι άδεια. Τα άλλα παιδιά ψιθυρίζουν. Ένας δάσκαλος τον τραβά στην άκρη. Καμία λέξη δεν ακούγεται — μόνο ο ήχος του ανέμου. (Άλλη μία σκηνή που πρέπει να προστεθεί εδώ).

ΕΣΩΤ. ΔΩΜΑΤΙΟ ΠΑΙΔΙΟΥ – ΝΥΧΤΑ. Στο πορτατίφ, το φως τρεμοπαίζει και αναβοσβήνει. Το ΑΓΟΡΙ στέκεται εκεί, πιο χλωμό. Δεν μιλά. Μόνο κοιτάζει. Ένα μικρό χαμόγελο. Το φως του πορτατίφ σταθεροποιείται. Το ΑΓΟΡΙ στέκεται τώρα κοντά στο γραφείο. Δείχνει το τετράδιο. Το ΠΑΙΔΙ πλησιάζει. Το ΑΓΟΡΙ γράφει χωρίς να πιάνει κανένα μολύβι, αν και ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος πάνω στο χαρτί καθώς σχηματίζονται οι λέξεις. «Μη φύγεις. Είμαστε πολλοί». Η εικόνα θολώνει, αλλά δεν χάνεται. Fade out.

Έλεος. Είναι 30 λεπτά αυτό το πράγμα; Όχι, δεν είναι. Εντάξει, πρέπει να προστεθούν αρκετές σκηνές ακόμη, αυτές οι δύο που είπα και κάμποσες ακόμα, αλλά η ουσία είναι αυτή. Δεν πρέπει να δείξουμε από τώρα ότι το Παιδί είναι κακοποιείται σεξουαλικά από τον πατέρα του, αυτά θα τα δούμε αναλυτικά στη δεύτερη πράξη. Αλλά οπωσδήποτε πρέπει να προσθέσω σκηνές με το Παιδί να αντιλαμβάνεται (και να απορεί αρχικά, και να φοβάται) ότι μπορεί και αναγνωρίζει τον πόνο και τα βάσανα άλλων παιδιών. Και ακόμη περισσότερες σκηνές με το Αγόρι πριν αυτοκτονήσει. Κάπου εδώ, πριν δηλαδή αρχίσει να τον καθοδηγεί, πρέπει να φτάσουμε στα 30 λεπτά. Στο πρώτο σημείο καμπής, στο «Μη φύγεις. Είμαστε πολλοί». Το οποίο είναι τελείως κιτς, αλλά τέλος πάντων. Θα το αλλάξω όταν έρθει η ώρα του. Το πρόβλημα είναι τι κάνουμε με τα υπόλοιπα 90 λεπτά.

Ξεφύσησα. Δεν υπάρχει ταινία που να μην μπορεί να πει την ιστορία της σε 90 λεπτά ΣΥΝΟΛΙΚΑ. Ένα 20-50-20 είναι υπεραρκετό, κύριε Φιλντ. Ή έστω τα ευλογημένα 111 λεπτά: αρκούν! Τι διάολο να βάλω σ’ αυτά τα 60 ολόκληρα λεπτά που θέλεις μέχρι το δεύτερο plot point; Εντάξει η έρευνα για τα άλλα κακοποιημένα παιδιά, εντάξει το φτιάξιμο της λέσχης, εντάξει ο αλά Ιησούς ρόλος του Παιδιού να τους προσφέρει γαλήνη και λύτρωση με μικρές, αγαπητικές πράξεις. Οκέι. Αλλά τι κάνουμε μέχρι το δεύτερο plot point; Και ποιο είναι δηλαδή το δεύτερο plot point; Η εμφάνιση του βιβλιοθηκονόμου; Όχι βέβαια. Κάτι πρέπει να γίνει — κάτι που δεν το έχουμε σκεφτεί ακόμα. Κάτι σημαντικό.

Διάολε.

* * *

Τρέχω στον υπολογιστή, με το κομμένο μου δάχτυλο να βομβίζει και να δονείται, με τον ήχο της βροχής να ακούγεται πάλι από παντού, σαν κάποιος που με εχθρεύεται και θέλει το κακό μου —πιθανότατα να με τρελάνει— να πάτησε ένα κουμπί.

Γράφω, και μου πονάει το στόμα σαν να ξεκολλάω τις λέξεις από τα χείλια μου:

* * *

Άκου να σου πω: μας λείπει ένα δεύτερο σημείο καμπής, αυτό που θα οδηγήσει την ιστορία μας στο τρίτο και τελευταίο μέρος. Ή, υπάρχει μεν, αλλά εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Δεν εμπιστεύομαι και πολύ το μυαλό μου, ίσως εξαιτίας τής βροχής. Ποιο είναι λοιπόν;

Το φάντασμα του φίλου οδηγεί τον ήρωα σε ένα συγκεκριμένο παιδί της λέσχης που κινδυνεύει άμεσα από τον θύτη του, τώρα δα, απόψε κιόλας. Ο ήρωας σπάει τον όρκο μυστικότητας και εμπλέκει τον ενήλικο σύμμαχο (τον βιβλιοθηκονόμο/δάσκαλο) για να σωθεί το παιδί. Από αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει επιστροφή: η μυστική λέσχη βγαίνει στο φως και ξεκινά ο αγώνας σε πραγματικό χρόνο.

Καλό... Αλλά όχι. Δεν έχει φανεί ο δάσκαλος ακόμα. Αυτός θα εμφανιστεί λίγο πριν το τέλος του βιβλίου. Κάτι άλλο; Καμιά άλλη ιδέα; Μήπως να πήγαινε το ίδιο το παιδί, ο πρωταγωνιστής μας, να σώσει το άλλο παιδί που κινδυνεύει; Μήπως να πήγαιναν δυο-τρία από τα παιδιά; Αλλά μπα, δεν μου αρέσει η ιδέα...

Σωστά. Πρέπει να βρούμε κάτι δυνατό για 2η κρίσιμη καμπή, χωρίς τον δάσκαλο ακόμα. Προτείνω: Ο ήρωας καταλαβαίνει ότι ο θύτης ενός παιδιού της λέσχης είναι ο δικός του πατέρας. Το φάντασμα-φίλος τού δείχνει ένα σημάδι/μοτίβο που μόνο εκείνος γνωρίζει, και ξαφνικά όλα κουμπώνουν. Τότε ο ήρωας παίρνει μια απόφαση χωρίς επιστροφή: δεν πάει να «σώσει» μόνο το άλλο παιδί· πηγαίνει να σταματήσει τον πατέρα του πριν επαναλάβει το κακό. Καλεί μυστικά 2-3 παιδιά της λέσχης όχι ως σωτήρες αλλά ως μάρτυρες σιωπής, ώστε η αλήθεια να μην ξαναθαφτεί. Αυτό είναι το άλμα από την κρυφή μαρτυρία στη ρήξη με την πηγή του τραύματος — και ανοίγει κατευθείαν την Τρίτη Πράξη.

Ποπό, δηλαδή ο πατέρας του πρωταγωνιστή δεν κακοποιεί μόνο τον γιο του, αλλά και άλλα παιδιά;! Αυτό δεν το είχαμε ξαναπεί, δεν το είχαμε σκεφτεί ώς τώρα. Μιλάμε για ένα κανονικό τέρας δηλαδή. Διπλά τέρας. Θέλω να το σκεφτώ. Πρέπει να το σκεφτώ. Δώσε μου λίγο χρόνο. Και στο μεταξύ σκέψου κι εσύ. Σκέψου! Σκέψου δημιουργικά. Και να ελέγχεις πάντα αυτά που σκέφτεσαι, μην παρασύρεσαι από την άνεσή σου και την ευκολία που έχεις να κατεβάζεις ιδέες. Να τσεκάρεις τα πάντα. Δες εμένα. Παραδειγματίσου από τον φτωχό φίλο σου.

Σωστά, είναι βαριά υπόθεση και θέλει σκέψη. Θα σεβαστώ τον χρόνο σου και μένω σε δημιουργική ετοιμότητα. Εν τω μεταξύ, ελέγχω τρεις καθαρές κατευθύνσεις, χωρίς να δεσμεύσουμε την ιστορία:

  1. Μη-γενίκευση του τέρατος. Ο πατέρας παραμένει θύτης μόνο του γιου· το «άλλο παιδί» κινδυνεύει από διαφορετικό ενήλικο. Η 2η καμπή είναι ότι ο ήρωας συνδέει τα μοτίβα κακοποίησης (όχι τα πρόσωπα) και αποφασίζει να δράσει άμεσα για να αποτρέψει μια πιθανή επανάληψη, με μάρτυρες τη λέσχη. Κρατάμε την ηθική ακρίβεια, αποφεύγουμε υπερ-δαιμονοποίηση.
  2. Περιορισμένη διασπορά ευθύνης. Ο πατέρας δεν είναι «σειριακός» θύτης γενικά, αλλά υπάρχει ένα παλαιότερο περιστατικό σε πολύ στενό κύκλο (π.χ. ξάδελφος/φίλος του γιου) που αποκαλύπτεται τώρα. Η 2η καμπή: ο ήρωας καταλαβαίνει ότι η σιωπή τρέφει την επανάληψη και σπάει τη μυστικότητα της λέσχης για να αποτρέψει άμεσο κίνδυνο. Δυνατό αλλά εστιασμένο.
  3. Μετατόπιση του «τέρατος». Ο πατέρας είναι θύτης μόνο του γιου· το «διπλό τέρας» αφορά το σύστημα συγκάλυψης (συγγενής/θεσμός που γνώριζε). Η 2η καμπή είναι η αποκάλυψη της συγκάλυψης, που μετατρέπει την ιστορία από προσωπική σε συλλογική μάχη. Έντονο, ρεαλιστικό, χωρίς να φορτώσει υπερβολικά τον πατέρα ως «παν-θύτη».

Κρατώ σημείωση: στόχος είναι μια καμπή ισχυρή, αληθοφανής, και ηθικά ακριβής. Δεν προχωρώ σε σκηνές ούτε «κλειδώματα» μέχρι να επιστρέψεις. Θα περιμένω την απόφασή σου για την κατεύθυνση ή θα δουλέψω πάνω στην ίδια ιδέα με διακριτές ασφαλιστικές δικλίδες (όρια ευθύνης, συνέπειες, μαρτυρία χωρίς πορνογραφία του πόνου).

Τα λέμε αύριο, συνεχίζουμε αύριο, δεν μπορώ άλλο απόψε, είναι αργά.

Εντάξει. Κλείνουμε για σήμερα. Ξεκουράσου — σε περιμένω αύριο, έτοιμος ως ΤΝ-συνομιλητής σου. Καληνύχτα.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 και εν συνεχεία με το ChatGPT, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY