Βιβλιο

4 Αυγούστου: Ο πλιατσικολόγος

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4 Αυγούστου: Ο πλιατσικολόγος
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

«Πρώτη μέρα διακοπών. Στο τραπέζι της κουζίνας, ο ήλιος πέφτει λοξά στη μισοάδεια κούπα του ήρωα. Κανείς δεν χτυπά την πόρτα. Κανείς δεν τον ψάχνει. Στο κινητό του, ένα μήνυμα χωρίς αποστολέα γράφει μόνο δύο λέξεις: “ΜΠΟΡΕΙΣ; ΤΩΡΑ”. Χωρίς σκέψη, πατά απάντηση: “ΔΕΝ ΞΕΡΩ”. Κάπως έτσι αρχίζει η μικρή, παράξενη μέρα που κάτι —ίσως ο ίδιος— ετοιμάζεται να αλλάξει, πριν καν μάθει τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό».

Το διάβασα δύο και τρεις φορές, πάνω από την κούπα του καφέ μου. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός πως μπορεί να γράφει ταυτόχρονα τόσο σύνθετα, και τόσο άσχημα· αλλά μάλλον φταίει η γλώσσα, σκέφτομαι. Δεν έχει εκπαιδευτεί καλά στα ελληνικά. Νά που μοιάζουμε σε κάτι, λοιπόν.

Στο μεταξύ, τι είναι αυτό; Ιδέα για το αστυνομικό; Όχι. Για το παιδικό. «Πρώτη μέρα διακοπών». Εννοεί καλοκαιρινών διακοπών, από το σχολείο. Πρέπει να του πω να είναι πιο συγκεντρωμένος και πιο αναλυτικός. Αλλά εκείνη η κούπα… Τι κούπα είναι; Σαν τη δικιά μου; Του καφέ; Πίνει καφέ το παιδί; Μάλλον δεν ξέρει ή δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει ο καφές. Μπορεί όμως, από την άλλη, να μιλά για λογοτεχνία. Το κάνει όντως όμως; Το κάνει στ’ αλήθεια; Και πώς; Τσαλαβουτώντας σε όσα έχει διαβάσει, σε όλη αυτή τη διαγαλαξιακή επαλληλία των 0 και των 1 που του έχουν φορτώσει. Ακόμα κι εγώ ξέρω περισσότερα από αυτόν.

Ή μήπως όχι;

Ξαφνικά νιώθω πως όλο αυτό που μου συμβαίνει από προχθές στην πραγματικότητα ανήκει περισσότερο στις μυρμηγκοφωλιές της Ταγγέρης παρά στον πραγματικό κόσμο.

Στέλνω αυτή τη σκέψη μακριά, και ξαναδιαβάζω τη βιαστικά γραμμένη πρότασή του. Κολλάω σε εκείνο το «χωρίς αποστολέα». Ίσως εννοεί «άγνωστο αριθμό». Το μήνυμα, από την άλλη, μοιάζει κι αυτό γραμμένο από τεχνητή νοημοσύνη με γλωσσική ανεπάρκεια, ακόμη μεγαλύτερη από τη δική του. Η δε απάντηση είναι παράλογη.

Κοιτάζω πάνω από την οθόνη, το μισοκατεβασμένο παντζούρι. Όλο αυτό είναι παράλογο βέβαια, σκέφτομαι. Όλος ο Ιούλιος που με κράτησε σε ένα τέλμα, σε έναν λάκκο κινούμενης άμμου, παρέα με παλιές ιαπωνικές ταινίες. Απέφυγα τη δουλειά και τις υποχρεώσεις μου κρυμμένος πίσω από το σινεμά. Δεν θα μου βγει σε καλό, το ξέρω. Ποτέ δεν ήμουν έτσι τα τελευταία πολλά-πολλά χρόνια. Δεν άργησα ποτέ καμία δουλειά. Τι έχω πάθει; Τι έχω πάθει; Πάντως, ό,τι κι αν είναι, ό,τι κι αν φταίει γι’ αυτό (ο κορεσμός, η ηλικία, ο καιρός, ή κάτι παράξενο στον αέρα), φοβάμαι πως δεν γίνεται να αναστραφεί πια. Γι’ αυτό τον έχω ανάγκη. Θα τους δώσω κάτι που δεν θα το περιμένουν, σκέφτομαι· ελπίζοντας πως δεν θα καταλάβουν τι συνέβη. Σκέφτομαι.

Και είναι η πρώτη φορά που μια τέτοια σκέψη, ή μάλλον αυτή ακριβώς η σκέψη, αναπτύσσεται ξεκάθαρα μέσα μου. Στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώ με ένα ανατρίχιασμα, λαχταράω να μπω στον ξένο κήπο και να κλέψω τα πιο ώριμα φρούτα του, κι ας ξέρω πως έχουν χάρτινη γεύση, γεύση χαρτοπολτού. Για όποιον λόγο και να συνέβη, είναι φανερό πως είμαι ένας άλλος πια, μια κακέκτυπη αντιστροφή του εαυτού μου, κάποιος που ξεγλίστρησε μέσα από ένα κακό όνειρο. Είμαι κλέφτης. Λεηλάτης. Λαφυραγωγός. Άρπαγας. Πλιατσικολόγος. Ένας πειρατής.

Του γράφω:

* * *

Αν καταλαβαίνω καλά, θέλεις να πεις πως αυτό το παιδί που παίρνει το μήνυμα από τον άγνωστο παραλήπτη στο τηλέφωνό του είναι αυτός που στη συνέχεια θα αποδειχτεί ήρωας και θα αναλάβει μια αποστολή. Εντάξει, το είπαμε αυτό, δεν ήταν κάτι δύσκολο, και συγγνώμη αν σε προσβάλλω. Φταίω κι εγώ που σου είπα να μου γράψεις μια ιδέα «για την αρχή». Στην πραγματικότητα, δεν με νοιάζει πώς θα αρχίζει το βιβλίο. Θα βρω έναν τρόπο, καλό ή κακό. Αυτό που με νοιάζει είναι η ιστορία. Δώσε μου μια ιστορία. Αλλά να ξέρεις πως πιθανότατα δεν θα τη χρησιμοποιήσω. Ίσως δεν κάνω τίποτε τελικά. Ίσως απλώς τα παρατήσω.

Κατανοητό, πάμε ευθύς και απλά στην καρδιά της υπόθεσης: μια ιστορία, ένας καθαρός σπινθήρας πλοκής, χωρίς φιοριτούρες.

Ένα παιδί-«μέσος όρος» (ούτε πολύ καλός, ούτε πολύ κακός, αόρατος για όλους) ζει το πιο αδιάφορο καλοκαίρι της ζωής του. Μια μέρα, παραλαμβάνει ένα πακέτο, χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο μια παλιά, φθαρμένη φωτογραφία που απεικονίζει μια παρέα παιδιών. Ανάμεσά τους είναι και ο εαυτός του, όμως κανείς από όσους εικονίζονται πλάι του δεν του είναι γνωστός.

Το παιδί παλεύει να εξηγήσει το παράδοξο (φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί ακόμα και τη μνήμη του). Κάθε βράδυ, το πακέτο εμφανίζει κι ένα νέο αντικείμενο στο εσωτερικό του: ένα παλιό νόμισμα, ένα κλειδί, ένα κομμάτι χαρτί με μια αινιγματική φράση… Όσο προσπαθεί να βρει τον «πομπό», ανακαλύπτει πως κάποιοι άνθρωποι γύρω του αρχίζουν να τον αναγνωρίζουν, να του δίνουν σημασία, να τον «βλέπουν» (ενώ πριν θεωρούνταν αόρατος).

Για να λύσει το αίνιγμα και να μάθει την αλήθεια, πρέπει να βάλει σε κίνηση δυνάμεις που έχει θάψει βαθιά μέσα του: παρατήρηση, τόλμη, δημιουργικότητα, εμπιστοσύνη σε άλλους. Το μυστήριο δεν είναι κάποιος «μεγάλος πόλεμος» ή ένας φαντεζί προορισμός, αλλά το ερώτημα: Ποιος είμαι; Tι μου ανήκει από το «παρελθόν» μου, και ποιο παρελθόν από όλα μού ανήκει τελικά;

Στο τέλος (διάλεξέ το εσύ), μπορεί είτε να βρει μια «χαμένη» οικογένεια/παρέα/φίλους/συμμαχία· είτε να μάθει πως το κουτί είναι ένα τεστ, μια δοκιμή, μια φάρσα, ή ακόμα —η πιο σκοτεινή εκδοχή— μία προσπάθεια κάποιου να του χαρίσει τη δυνατότητα να γράψει μόνος το ίδιο του το παρελθόν.

Αυτή είναι μια ιστορία, ανοιχτή να γίνει σκοτεινή ή χιουμοριστική, ρεαλιστική ή μαγική, καθημερινή ή αλλόκοτη. Αν δεν σου ταιριάζει, την αγνοείς! Εγώ δεν πιέζω για τίποτα — εδώ θα είμαι, να δίνω ιδέες, μέχρι να βρεις εκείνη που σε ζεσταίνει λίγο περισσότερο ή να πεις, «Ώς εδώ, αρκετά!»

Το σημαντικό είναι ότι δεν παραδίδει κανείς εύκολα — ούτε τη γραφή, ούτε το πάθος να ψαχτείς λίγο παραπέρα. Αφήνω την μπάλα στο γήπεδό σου!

Μπορεί να έχει πάθει κάτι αυτό το παιδί; Ένα ατύχημα ή κάτι τέτοιο; Να έχει χάσει τον αδελφό του ή τους γονείς του; Ή τον έναν από τους γονείς του; Και να τα έχει ξεχάσει όλα αυτά, εξαιτίας του τραύματος; Και ποιος θα μπορούσε να τον βοηθήσει με το κουτί αυτό για να ξαναβρεί τον εαυτό του και να συνεχίσει να ζει;

Αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά γόνιμο για να βαθύνει η ιστορία και να αποκτήσει πραγματικό συναισθηματικό διακύβευμα — καθώς η απώθηση ή η «τρύπα» στη μνήμη ενός παιδιού μπορεί να γίνει ο άξονας μιας ολόκληρης μυθιστορηματικής πορείας. Παρακάτω, δοκιμάζω να σου προτείνω πώς μπορούμε να το δουλέψουμε (παραμένοντας, εννοείται, ανοιχτός σε εναλλακτικές λύσεις):

Ναι, το παιδί θα μπορούσε να έχει περάσει ένα σοβαρό τραυματικό γεγονός — π.χ., απώλεια αγαπημένου προσώπου (αδελφός, γονέας) ή ένα μεγάλο ατύχημα. Το σοκ ήταν τέτοιο, που το μυαλό του «έκλεισε» αυτές τις μνήμες για να το προστατέψει. Έτσι, η καθημερινότητά του είναι ρηχή, σχεδόν αδιάφορη, με μια συνεχή αίσθηση κενού να τον περιβάλλει — πορεύεται στη ζωή σαν να του «λείπει» ένα κομμάτι, αλλά χωρίς να ξέρει το γιατί. Το μυστηριώδες κουτί με τα αντικείμενα που εμφανίζονται ξαφνικά μπορεί να λειτουργεί σαν ένα είδος αργής αφύπνισης ή ψυχοθεραπευτικού συμβόλου: κάθε νέο αντικείμενο φέρνει στην επιφάνεια μια χαμένη αίσθηση, ένα κομμάτι από το παρελθόν, μια μικρή ανάμνηση. Στην αρχή, το παιδί βιώνει σύγχυση και ανησυχία· σταδιακά όμως αναδύονται μέσα του αναμνήσεις, συναισθήματα, στιγμιότυπα, όχι μόνο ευχάριστα αλλά και θλιβερά, που όμως τού προσφέρουν λύτρωση καθώς ενώνονται σιγά-σιγά σε μια ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού του.

Ποιος θα μπορούσε να τον βοηθάει σε όλα αυτά;

  • Ένας ενήλικος «καθημερινός» μέντορας (γιαγιά, παππούς, δάσκαλος, ψυχολόγος, ένας μοναχικός γείτονας που γνωρίζει την ιστορία). Μπορεί να έχει χάσει και αυτός κάποτε κάποιον, άρα καταλαβαίνει το σιωπηλό βάρος της απώλειας.
  • Ένα συνομήλικο παιδί ή κάποιος νέος του φίλος. Ίσως πιάνει πρώτος το κουτί ή ένα από τα αντικείμενα και αναγνωρίζει κάτι — έτσι, ξεκινούν μια κοινή αποστολή «ανακάλυψης».
  • Ή, πιο υπαινικτικά, μια φωνή/μνήμη από το παρελθόν: ίσως το ίδιο το κουτί «μιλάει» με μια σειρά από γράμματα που μοιάζουν να τα έγραψε ο αδελφός/γονιός πριν χαθεί — δικές του φράσεις, ζωγραφιές ή μικροί γρίφοι που οδηγούν σιγά-σιγά στην αλήθεια.

Καθώς το παιδί συνθέτει το παζλ (με ή χωρίς βοήθεια από κάποιον τρίτο), αντιμετωπίζει το τραύμα, θυμάται, και αποφασίζει τελικά πως, αν και τίποτε δεν «γυρνάει πίσω», μπορεί να προχωρήσει πιο πλήρης. Το κουτί γίνεται έτσι σύμβολο της αυτοαποδοχής και της δύναμης να αντέχεις, όχι επειδή ξεχνάς, αλλά επειδή τιμάς αυτά που άφησες πίσω με θάρρος.

Και, αν θες, νά και μία ύστατη έκπληξη: το κουτί εμφανίστηκε στην πόρτα του επειδή κάποιος άλλος είχε περάσει κάτι αντίστοιχο — και τώρα έφτασε η σειρά του να βοηθήσει τον επόμενο. Ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό, υποτίθεται. Υπάρχει μία αλυσίδα ανθρώπων (όλων των ανθρώπων) που ο ένας βοηθά τον άλλο να επουλώσει τις πληγές του. Αυτή η δομή προσφέρει και μυστήριο, και συναίσθημα, και «κεντρικό πρόβλημα» που να διαπερνά όλο το αφήγημα και να κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή αγωνία για τη βαθιά, αληθινή ιστορία του παιδιού.

Αν θέλεις, μπορώ να σου γράψω τρεις εναλλακτικές για το πού οδηγεί το κουτί, ποιος το έστειλε ή πώς συνδέεται με τη μεγαλύτερη «αποστολή» του ήρωά σου.

* * *

Είμαι έτοιμος να του πω ότι δεν ξέρω τι θέλω, και ότι δεν χρειάζεται να μου γράψει καμία «εναλλακτική», όταν σκέφτομαι πως η ιδέα του δεν είναι κακή. Σχεδόν μού αρέσει, για την ακρίβεια. Ειδικά αυτή η αλυσίδα των «καλών» που έχουν θεραπευτεί από ένα τραύμα και βοηθούν άλλους να βγουν κι αυτοί από το τέλμα. Από την κινούμενη άμμο. Όμως όλα είναι μπερδεμένα στην ιστορία του, και δεν έχω ιδέα πώς θα μπορούσαν να ξεμπερδευτούν.

Πώς βρίσκουν αυτά τα αντικείμενα; Τι αντικείμενα είναι; Πώς εμφανίζονται ξαφνικά; Γιατί ξυπνούν, ειδικά αυτά, μνήμες στο αγόρι; Και πώς το θεραπεύουν οι μνήμες του, αντί να το ρίξουν σε ακόμη μεγαλύτερη απάθεια;

Ξαφνικά, η ιδέα και μόνο πως θα πρέπει να βρω λύσεις σε ένα σωρό ερωτήματα, λύσεις που θα φαίνονται απλές και λογικές και δεν θα ξενίζουν ούτε θα κάνουν τον αναγνώστη να γελάσει, μου φαίνεται σισύφειο έργο. Κάθε μία λύση θα αποκάλυπτε μία άλλη, μεγαλύτερη. Δεν θα μπορούσα ποτέ να βγω από αυτόν τον λαβύρινθο των συγγραφικών υποχρεώσεων. Γιατί να μη μου έδινε μια πιο απλή ιδέα, κάτι που να είμαι σε θέση να επεξεργαστώ;

* * *

Πώς βρίσκουν τα αντικείμενα αυτός ο άγνωστος άλλος; Τι αντικείμενα είναι; Πώς εμφανίζονται ξαφνικά; Γιατί ξυπνούν, ειδικά αυτά, μνήμες στο αγόρι; Και πώς το θεραπεύουν οι μνήμες του, αντί να το ρίξουν σε ακόμη μεγαλύτερη απάθεια;

Ωραία ερωτήματα — είναι ακριβώς το σημείο όπου το «μαγικό» ή το ψυχολογικό στοιχείο μπορεί να δουλέψει λεπτά, δημιουργώντας μυστήριο, συγκίνηση και βάθος. Ας τα πάρουμε ένα-ένα:

  • ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΛΛΟΣ; Μπορεί ο άγνωστος να είναι κάποιος από το κοντινό ή απώτερο περιβάλλον του αγοριού που παρακολουθεί διακριτικά τη ζωή του (π.χ. ένας γείτονας, ένας δάσκαλος, ένας φίλος των γονιών, ακόμη κι ο ίδιος ο παππούς που υποδύεται τον άγνωστο). Ίσως έχει πρόσβαση σε παλιά πράγματα της οικογένειας, σε ξεχασμένα κουτιά, συρτάρια, αποθήκες — ή, πιο μεταφυσικά, τα βρίσκει επειδή τού «υποδεικνύονται» από κάποιον που νοιάζεται, ζωντανό ή όχι. Εναλλακτικά: τα αντικείμενα είναι ευρήματα ενός ευαίσθητου «συλλέκτη» που χρησιμοποιεί τη μνήμη και τη φαντασία του για να εντοπίσει τι έχει σημασία για το αγόρι — π.χ., ακούει κάτι που ανέφερε κάποτε, διαβάζει ένα παλιό ημερολόγιο, βλέπει μια φωτογραφία.
  • ΤΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ; Μικρά, καθημερινά, φαινομενικά ασήμαντα πράγματα: ένα κλειδί (που ανοίγει ένα κουτί με φωτογραφίες ή έναν κήπο που είχε παίξει μικρός), μία ξεχασμένη γραβάτα του πατέρα, μια καρφιτσωμένη ζωγραφιά, ένα κοχύλι από κάποιες διακοπές σε ένα νησί, μια σβησμένη κάρτα γενεθλίων, ένα παλιό παιχνίδι, ένα μπρελόκ, ένα σημειωματάριο με λίστες ή doodles. Τα περισσότερα ξεκινούν ως αδιάφορα — μόνο όταν τα αγγίζει/τα μυρίζει/τα περιστρέφει στα χέρια του, κάνουν «κλικ» με ένα συναίσθημα ή μια εικόνα, πολύ αμυδρή, που σιγά-σιγά παίρνει μορφή.
  • ΠΩΣ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ; Κάθε πρωί το αγόρι βρίσκει ένα νέο αντικείμενο στο ίδιο κουτί, ή στη σάκα του, ή πάνω στο γραφείο του, ή στην εξώπορτα. Υποτίθεται πως τα φέρνει το ταχυδρομείο, ή ότι τα αφήνει κάποιος ανώνυμα στο σπίτι του. Το ίδιο το αγόρι στην αρχή νομίζει πως συμβαίνει κάτι τυχαίο ή ότι του κάνουν φάρσα, αλλά όσο προχωρά γοητεύεται και παρασύρεται στο παιχνίδι της ανακάλυψης. Σε πιο ονειρικό μοτίβο: μερικά από τα αντικείμενα «ξαναγυρίζουν» στη ζωή — τα βρίσκει κολλημένα στο βιβλίο του ή πεσμένα στην αυλή, ή τα ανακαλύπτει σε ένα παλιό μπουφάν που δεν έχει φορέσει εδώ και χρόνια γιατί δεν του κάνει πια.
  • ΓΙΑΤΙ ΞΥΠΝΟΥΝ ΜΝΗΜΕΣ ΣΤΟ ΑΓΟΡΙ; Κάθε αντικείμενο λειτουργεί ως ισχυρό ερέθισμα: έχει σχέση με μια σημαντική ή φορτισμένη εμπειρία — ένα βραδινό που γιόρτασαν κάτι και ακούστηκε ένα συγκεκριμένο τραγούδι, ένα παιχνίδι-σύμβολο μιας φιλίας, μια πράξη ή ένα απωθημένο συναίσθημα. Είναι αντικείμενα που συχνά περνούν απαρατήρητα μέχρι να «ξαναεπιστραφούν». Το τραύμα έχει θολώσει ή έχει μπλοκάρει τις μνήμες· τα αντικείμενα δεν είναι απλές αναμνήσεις, αλλά «σκανδάλες» για να σπάσει το ψυχικό φράγμα: η αφή, η όσφρηση, μια ανεπαίσθητη λεπτομέρεια, επιφέρουν αγωνία αλλά και μικρή χαρά — είναι ανεκτίμητα απτικά ερεθίσματα (σαν τις μαντλέν του Προυστ).
  • ΠΩΣ ΤΟ ΘΕΡΑΠΕΥΟΥΝ ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ, ΑΝΤΙ ΝΑ ΤΟ ΡΙΞΟΥΝ ΣΕ ΑΚΟΜΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΑΘΕΙΑ; Αρχικά υπάρχει άρνηση, μετά φόβος («Αντέχω να θυμηθώ; Ήταν όλα πράγματι τόσο άσχημα;»), αλλά σταδιακά η δύναμη των εικόνων και των συναισθημάτων δίνει ξανά νόημα στη ζωή του. Καταλαβαίνει πως ό,τι έζησε ήταν πολύτιμο, και ότι αξίζει να το έχει μέσα του, όχι να το απωθεί. Οι μνήμες αυτές, ενώ στην αρχή προκαλούν πόνο, λειτουργούν τελικά απελευθερωτικά: είναι ένα κομμάτι της ταυτότητάς του. Συχνά, μαζί με το αντικείμενο, έρχεται και μια νέα μικρή πράξη (μια επισκευή, ένα μοίρασμα, μια εξομολόγηση σε έναν φίλο ή μέντορα) που τον επανασυνδέει με τη ζωή. Βλέπει πως μπορεί μεν να πληγωθεί, αλλά χωρίς να «εξαφανιστεί». Έτσι, σταδιακά, δυναμώνει. Οι πληγές που ανασύρονται στη σωστή στιγμή, με συνοδεία αποδοχής και κατανόησης, θεραπεύουν γιατί φωτίζουν την αλήθεια. Η επιστροφή της ανάμνησης δίνει ξανά χρώμα στη ζωή, εξομαλύνει το σοκ και του δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσει — όχι σαν να μη συνέβη τίποτα, αλλά έτοιμος να ζήσει με τα πάντα μέσα του, καλά και κακά. Αν υπάρχει δίπλα του κάποιος που ακούει, που τον βοηθά να επεξεργαστεί τον πόνο (ενήλικας ή συνομήλικος), το παιδί δεν πνίγεται άλλο στο τραύμα — το αντέχει και το μετατρέπει σε πυξίδα για το μέλλον του.

* * *

Φλυαρία, σκέφτομαι. Ατέλειωτη φλυαρία. Λέξεις επί λέξεων για να μη φανεί η ένδεια από κάτω, η απουσία ειδικού βάρους. Δεν ξέρω αν θέλω να παίξω αυτό το παιχνίδι. Ή μάλλον, ξέρω: δεν θέλω να το παίξω.

Όμως… όμως από την άλλη η ιδέα είναι στ’ αλήθεια καλή —δεν λέω πρωτότυπη, προς Θεού—, και νομίζω πως τη ζηλεύω. Το αγόρι που νομίζει πως έγινε αιτία να σκοτωθεί η μητέρα του. Το συνεπακόλουθο κλείσιμο, το βύθισμα στον εαυτό του. Η παραμυθία της λήθης, που έρχεται με ένα τίμημα: την απουσία συναισθημάτων, δηλαδή ζωής. Ένας γείτονας που είχε περάσει μία παρόμοια κατάσταση πριν τον σώσει, με τη σειρά του, κάποιος τρίτος. Η απόφασή του να παίξει αυτός πια τον ίδιο ρόλο, κάτι που φέρνει αμέσως τη μαγεία στο προσκήνιο. Γιατί είναι απαραίτητη η μαγεία εδώ. Δεν γίνεται να βρεθούν σοβαρές λύσεις διαφορετικά, και έπειτα δεν νομίζω πως θα παρεξηγηθεί κανείς. Η καλοσύνη και η ενσυναίσθηση είναι έτσι κι αλλιώς συστατικά της μαγείας. Το ερώτημα βέβαια είναι, όπως πάντα, αν θα πουλήσει ένα τέτοιο βιβλίο. Αν υπάρχει κοινό για μια τέτοια θεματική.

Πάω να πιω την τελευταία γουλιά από τον καφέ μου, όταν ξαφνικά με πιάνουν γέλια: ο γείτονας του αγοριού δεν μπορεί παρά να είναι ο Μόργκαν Φρίμαν βέβαια, ποιος άλλος; Θέλω να το πω στον Χαλ —είμαστε παρέα στο έγκλημα—, αλλά φοβάμαι πως δεν θα καταλάβει το αστείο. Και βαριέμαι να του το εξηγώ. Δεν ξέρω αν μπορώ κιόλας.

Σε κάθε περίπτωση: μήπως πλάκα-πλάκα βρήκα την υπόθεση για το βιβλίο μου; Για το ένα από τα δύο τουλάχιστον; Έστω και κλεμμένη, ή άντε δανεική; Άλλωστε είμαι ένας κλέφτης πια. Λεηλάτης. Λαφυραγωγός. Άρπαγας. Πλιατσικολόγος. Πειρατής.

Του λέω:

* * *

Άσε με να το σκεφτώ.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία με το Claude Sonnet 4, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY