Ο Sanuki αποκαλύπτει την anime πλευρά της Τέχνης
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
19°

Ξενοφών Μπρουντζάκης vs Αλεξάνδρα Μπρουντζάκη
Η Αλεξάνδρα Μπρουντζάκη διαβάζει για πρώτη φορά βιβλίο του πατέρα της και μ' αυτή την αφορμή «ξαναγνωρίζονται»
Θα ξεκινήσω με μια παραδοχή. Δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο του πατέρα μου. Το «Καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα» είναι το πρώτο. Η εξήγηση είναι απλή – λίγο κουλή, αλλά απλή. Τα βιβλία τα έχει γράψει ο Ξενοφών Μπρουντζάκης, συγγραφέας, δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός. Γνωρίζω ότι όλα αυτά είναι μέρος του πατέρα μου, όμως δεν τα νιώθω οικεία, καθώς πρόκειται για πτυχές που τις μοιράζεται με τον υπόλοιπο κόσμο, ειδικότερα τα βιβλία του στα οποία καταθέτει όλο το μεράκι του και κομμάτια του εαυτού του που εγώ ίσως δεν έχω ανακαλύψει. Διαβάζοντας το βιβλίο, κάπως… ξαναγνωριζόμαστε κι αυτή η εκ νέου γνωριμία με φόβιζε ανέκαθεν. Τελικά, αποφάσισα ότι διατηρώ την αποκλειστικότητα του πατέρα μου αδιαπραγμάτευτα: ναι, είμαι μοναχοκόρη!
Ξεκίνησα λοιπόν να διαβάζω το βιβλίο του, που με πήγε σε γνώριμα μέρη και οι περιγραφές κάτι μου θύμιζαν. Βλέπετε, το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από τα Εξάρχεια και ο πατέρας μου μοιράστηκε μαζί μου αυτό το κομμάτι της ζωής του. Οι χαρακτήρες μοιάζουν γνωστοί και μπήκα στη διαδικασία να… μαντέψω – μάταιο, καθώς αυτοί οι χαρακτήρες δεν αφορούν κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά «καλούπια» ανθρώπων που είχα γνωρίσει. Η εποχή του ’80 ήταν αφόρητα ανέμελη και λέω αφόρητα, καθώς ήταν οι πρώτες γενιές που γνώρισαν ειρήνη και αφθονία, πράγμα που οι millenials γευτήκαμε μόνο στην παιδική μας ηλικία. Ουσιαστικά, είδαμε τις προοπτικές των εποχών ΠΑΣΟΚ, μεγαλώσαμε σε μια ψευδαίσθηση κι έπειτα ήρθαν 5-6 κρίσεις και πόλεμοι, ακρίβεια και covid!
Η γενιά του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη έζησε το πώς είναι να μεγαλώνεις χωρίς να βιάζεσαι ιδιαίτερα για κάτι, χωρίς να σε απασχολεί η καθημερινότητα. Πώς είναι άραγε να περνάει κανείς όλες τις ημέρες του ως επαγγελματίας ιδεολόγος; Εποχές ΠΑΣΟΚ.
Έχουμε κάνει πολλές συζητήσεις για τη μεταπολίτευση, για το πώς εξελίχθηκε η κοινωνία μας, πώς η λογική κατέληξε παρίας της κοινωνίας, πώς η Αριστερά έχει την αποκλειστικότητα του «ηθικού πλεονεκτήματος», για τα σύνδρομα, για την Αθήνα – και όλα αυτά εμπεριέχονται στο βιβλίο του «Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Θέλησα να τα συζητήσω ακόμα μια φορά μαζί του, αλλά ως μια συζήτηση δημοσιογράφων που συμπαθούνται μεταξύ τους!
Ξενοφών Μπρουντζάκης: Ο πατέρας μου, ο συγγραφέας
— Στο βιβλίο περιγράφεις μια ανέμελη για τους ήρωές σου εποχή. Ο ίδιος επίσης έχεις πει ότι η δεκαετία του ’80 είναι μακράν η αγαπημένη σου.
Έχω την αίσθηση, Αλεξάνδρα, ότι η δεκαετία του ’80 ίσως πρέπει να είναι η πιο ανέμελη και ευτυχής δεκαετία από συστάσεως νεοελληνικού κράτους!
— Κάπου το έχω ξανακούσει αυτό το «από συστάσεως νεοελληνικού κράτους».
Ναι, από τον Τσίπρα και τον Παπαγγελόπουλο για το σκάνδαλο Novartis.
— Μήπως είστε γενικά όλοι σας κάπως υπερβολικοί στις εκφράσεις σας;
Ίσως, πολύ πιθανό. Αλλά είμαστε η κοινωνία που μεγάλωσε με μεγαλοστομίες και παραληρήματα. Ωστόσο, αν κάτσει και ψάξει κανείς μία μία ξεχωριστά τις δεκαετίες αυτών των τελευταίων δύο αιώνων ελληνικής ιστορίας, άνετα θα διαπιστώσει ότι η δεκαετία του ’80 ήταν η πιο χαλαρή. Φτάσαμε ως αυτή φορτωμένοι με κάθε είδους συμπλέγματα, τα οποία τα λύσαμε δωρεάν μέσα από την προοδευτική ψυχανάλυση του ΠΑΣΟΚ. Με δυο λόγια, ασήμαντοι άνθρωποι με συνοπτικές διαδικασίες έγιναν σημαντικοί. Έτσι επικράτησε η κενότητα, η αξία δίχως αντίκρισμα, η αριστερή χρυσή κάρτα που χρέωνε τη χώρα.
— Οι ήρωές σου είναι υπαρκτά πρόσωπα; Βασίζονται σε αληθινούς ανθρώπους;
Οι χαρακτήρες του βιβλίου βασίζονται σε πολλούς ανθρώπους, ωστόσο, το βασικό μοντέλο για μένα δεν ήταν τα πρόσωπα, γι’ αυτό και βλέπεις τους ήρωες κάπως επίπεδους, σαν να βρίσκονται σε μια διαρκή χαύνωση. Δεν πήρα, με δυο λόγια, μερικούς ανθρώπους ως πρότυπα, άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, αποσπασματικά, κι έφτιαξα ήρωες της εποχής τους. Η εποχή τους και η νοοτροπία που καλλιεργήθηκε με ενδιέφερε. Στην ουσία στο βιβλίο υπάρχει ένας ήρωας: η δεκαετία του ’80. Εγώ εστίασα το βάρος της πλοκής στον πολιτιστικό τομέα, όχι γιατί τον ήξερα καλύτερα και είχα πιο άμεση εποπτεία, αλλά γιατί εκεί καλλιεργήθηκαν προβληματικές συνειδήσεις. Οι άνθρωποι έπλασαν λάθος εικόνα του εαυτού τους. Όλη η σημερινή έκπτωση και ασυναρτησία της καθημερινότητας είναι αποτέλεσμα της πλαστής μας ταυτότητας. Είμαστε εντελώς άλλοι από αυτό που νομίζουμε.
— Θες να πεις, εκτός των άλλων, ότι δεν ωρίμασε η ελληνική κοινωνία, ότι έχει πρόβλημα ενηλικίωσης; Αλήθεια, πώς ήταν το πέρασμα από την τρέλα της νιότης και της ανευθυνότητας στις υποχρεώσεις;
Ανεπιτυχές.
— Δηλαδή, τι θες να πεις;
Να το πω αλλιώς: μεγαλώνουμε δίχως να ωριμάζουμε. Ακόμα και στην Ιστορία μας, για κάθε αποτυχία ή λάθος φταίνε οι ξένοι, όπως και ατομικά φταίει πάντα ο άλλος. Δεν φέρουμε το βάρος της ευθύνης των πράξεών μας.
— Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, εμφανίζεται αυτός ο φυλακισμένος που θέλει να σπουδάσει και δεν τον αφήνουν…
Συναυλίες αλληλεγγύης, απεργίες πείνας, όλα αυτά μάς ακούγονται γνωστά. Η Αριστερά του ’80 ήταν ίσως πιο ριζοσπαστική λόγω των ιστορικών συγκυριών – ή έστω διατηρούσε ακόμα το δικαίωμά της στην αφέλεια. Η αλήθεια είναι πάντως ότι έχει δώσει υπόσταση σε πολλούς... ανυπόστατους. Ποιο είναι το σύμπλεγμά μας ως χώρας με την Αριστερά και μας αρέσει να τρεφόμαστε συνειδητά από τις αυταπάτες της; Είναι ερώτημα εξαιρετικά ενδιαφέρον, που δύσκολα αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο μιας κουβέντας. Σίγουρα οι λόγοι είναι πολλοί. Ένας απ’ αυτούς είναι ότι η Αριστερά λειτουργεί καθαρά σαν θρησκευτικό σύστημα. Δηλαδή, με απολυτότητες, βεβαιότητες, πίστη και προσδοκία ανάστασης νεκρών (ενός τέλειου κόσμου). Αυτό είναι κάτι ευχάριστο για όλους. Αν σε ρωτήσει κάποιος «Θέλεις μια μετά θάνατον ζωή;» δύσκολα θα το αρνηθείς. Αυτό και μόνο κάνει τις θρησκείες ακλόνητες. Βλέπεις έναν καλό χριστιανό και κάποια στιγμή μαθαίνεις ότι ήταν βιαστής.
Μα ήταν χριστιανός, πώς είναι δυνατόν, είναι η πρώτη αντίδραση. Βλέπεις έναν απατεώνα αριστερό που νοικιάζει καμιά εξηνταριά διαμερίσματα στους μετανάστες μέσω ενός περίεργου προγράμματος, όντας ευρωβουλευτής, και δεν τρέχει τίποτα. Αν το ίδιο συνέβαινε με έναν δεξιό, θα γινόταν ο μαύρος χαμός. Αυτό είναι το ηθικό πλεονέκτημα. Φαντάσου κάτι απλό: αν ο Τραμπ είχε φερθεί σε έναν Παλαιστίνιο ηγέτη έτσι όπως φέρθηκε στον Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, στην ευαίσθητη Ελλάδα θα γινόταν χαμός. Η Αριστερά σ’ αυτά είναι μανούλα. Ένας άλλος λόγος είναι ότι παράγει, καλλιεργεί και ξέρει να χειρίζεται τις ενοχές αδίστακτα.
Έτσι, σε μια χώρα ασυνάρτητη και συναισθηματικά ανώριμη, όπου το συναίσθημα παίρνει φαλάγγι τη λογική, η Αριστερά κατάφερε να αιματοκυλίσει τον τόπο, να τον καταστρέψει κυριολεκτικά, υπονομεύοντας το μέλλον του, με στόχο να γίνει η Ελλάδα μια σταλινική επαρχία, κι έστειλε τον λογαριασμό του αίματος στους απέναντι, σ’ αυτούς που τον υπερασπίστηκαν. Και αυτοί πληρώνουν μέχρι σήμερα αδιαμαρτύρητα, μέχρι που εμφανίστηκε ο Τσίπρας και μας άνοιξε τα μάτια!
— «Ήταν θυμωμένοι γιατί ήταν ασήμαντοι», λες στο βιβλίο αναφερόμενος στα τρομοκρατικά κινήματα της εποχής. Ο Νικόλας, για παράδειγμα, έχει κανονικοποιήσει την τρομοκρατία και θαυμάζει τους τρομοκράτες. Πιστεύεις ότι αυτή η αφελής επαναστατικότητα έχει εξελιχθεί στις μέρες μας; Πώς εκφράζεται;
Στο «Καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα», οι αριστερές δολοφονίες των τρομοκρατών είχαν την ευλογία του ηθικού πλεονεκτήματος. Δολοφονούσαν για έναν ανώτερο σκοπό. Αυτό, σε πληροφορώ, το μάσησε ολόκληρη η κοινωνία τότε. Η τρομοκρατία είχε τη σιωπηλή αποδοχή (ναι μεν άλλα…) της πλειοψηφίας του λαού, που φυσικά δεν ήταν με τους τρομοκράτες ούτε ανήκε στην Αριστερά. Όλο αυτό, όπως καταβαίνεις, δημιουργούσε μια σχιζοφρενική κατάσταση.
Εγώ, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε στην επιφάνεια τη φράση «ηθικό πλεονέκτημα», πραγματικά πανικοβλήθηκα. «Το ηθικό πλεονέκτημα» είναι η ιδεολογία της άριας φυλής: ο ένας είναι «καθαρός» ηθικά να εγκληματεί κι ο άλλος φυλετικά. Γι’ αυτό και ο ναζισμός αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι ο κομμουνισμός. Γιατί η Αριστερά δουλεύει μεταφυσικά. Οι εκκλησίες έχουν τους αγίους και οι κομμουνιστές τους αγωνιστές. Επίσης το βαρύ πυροβολικό είναι οι ενοχές. Κάθε σου κίνηση εκτός πλαισίου είναι κυρίως ηθικό παράπτωμα. Μια από τις πλέον απάνθρωπες αρετές των κανόνων του χριστιανικού ενάρετου βίου είναι ότι «και με τη σκέψη ακόμα, αμαρτάνεις». Ο καλός και έντιμος αριστερός, αν σκεφτεί ή δράσει εκτός ιδεολογικού πλαισίου, έρχεται αντιμέτωπος με την «καθαρή» του συνείδηση.
Το θέμα της αφέλειας που θέτεις είναι ακριβώς το κλειδί. Ο αφελής, μέσω της ιδεολογίας, αποκτά δανεικό χαρακτήρα, χτισμένο από βεβαιότητες. Ο τύπος που έχει διαπλάσει τη συνείδησή του με βεβαιότητες δεν έχει δυνατότητα εξέλιξης και αυτό είναι θλιβερό και ταυτόχρονα επικίνδυνο.
Σε αυτή την επιδέξια διαχείριση του συναισθήματος, η Αριστερά είναι ανίκητη ακόμα. Δες τη διαχείριση πένθους στο Μάτι και στα Τέμπη. Στο μεταξύ, σου έχουν την απάντηση στην άκρη της γλώσσας. Αν πεις κάτι, αμέσως «Μα τι συμψηφισμός είναι αυτός;» απαντά με αγανακτισμένο ύφος η πονηρή φοιτητριούλα στον βλάκα πολιτευτή...
— Αν το μυθιστόρημα το έγραφες με αναφορά στην τωρινή δεκαετία, ποια είναι τα σημεία που δεν θα άλλαζες; Δηλαδή, τα κοινά χαρακτηριστικά της κοινωνίας του ’80 με αυτήν του σήμερα.
Θα προσπαθήσω να απαντήσω με ένα παράδειγμα. Στο μυθιστόρημα έχω έναν τύπο που διάβαζε στο καφενείο, συγκεντρωμένος, με θεατρικά σκηνοθετημένο περισπούδαστο ύφος, τον Ρακίνα, (μιλάμε για αρχαία γαλλικά!) δίχως να ξέρει γαλλικά, έχοντας εν μέρει πείσει τον εαυτό του πως ξέρει. Μήπως δεν το είδαμε αυτό χρόνια αργότερα σε πρωθυπουργική εκδοχή, στον Τσίπρα να μιλά –υποτίθεται– αγγλικά και να παριστάνει, σε απευθείας σύνδεση με την οικούμενη, μπροστά στον πρόεδρο Κλίντον και σε Αμερικανούς επιχειρηματίες, ότι μιλά και καταλαβαίνει αγγλικά; Όλη η Ελλάδα έκλαιγε από ντροπή και αυτός χασκογελούσε. Φαντάσου πόσο επικίνδυνο άτομο ήταν αυτό το καλό παιδάκι που επέλεξαν οι ανανεωτικοί αριστεροί των γραμμάτων και των τεχνών. Έτσι διαπλάστηκε η προοδευτική συνείδηση: «Τα αγγλικά δεν τα μαθαίνουμε. Τα δικαιούμαστε!» Η σημερινή πραγματικότητα είναι η προβολή εκείνης της δεκαετίας. Σήμερα δρέπουμε τους καρπούς της. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της πολιτιστικής μας επιδοτούμενης επανάστασης. Ο κάθε ρεμπεσκές θεωρούσε ότι δικαιούται να σιτίζεται από το πρυτανείο δημοσία δαπάνη και δόξη.
Η λογοτεχνία συμπορεύτηκε με την ιστορία των πόλεων. H ίδια η πόλη είναι η πρώτη υλη της λογοτεχνίας.
— Η Αθήνα του καύσωνα λειτουργεί σχεδόν ως ένας ζωντανός χαρακτήρας στο βιβλίο σου. Τι είναι αυτό που ζωντανεύει λογοτεχνικά μια πόλη;
Τι ωραία παρατήρηση, Αλεξάνδρα! Δεν το είχα σκεφτεί, αλλά όντως έχεις δίκιο κι ίσως να μην είναι η πρώτη φορά που η Αθήνα λειτουργεί για μένα ως μια ζωντανή ύπαρξη. Η λογοτεχνία συμπορεύτηκε με την ιστορία των πόλεων. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ίδια η πόλη είναι η πρώτη υλη της λογοτεχνίας. Αυτό που τη ζωντανεύει λογοτεχνικά είναι όλες εκείνες οι αμέτρητες εκδοχές ζωής που δημιουργεί, φάρσες και δράματα, μέσα στην οποία αυτοσχεδιάζουν οι συνειδήσεις δημιουργώντας άπειρες αφηγήσεις.
— Πόσο έχει πλήξει το woke τη λογοτεχνία;
Έχω γράψει άπειρα κείμενα γι’ αυτό το θέμα. Πιστεύω ακράδαντα ότι πρόκειται για την πλέον φασιστική κι επικίνδυνη μορφή λογοκρισίας που έχει επινοηθεί. Δεν περιορίζεται μόνο στο κείμενο, για το πώς πρέπει να σκέφτεται και να εκφράζεται κανείς, τι λέξεις να χρησιμοποιεί (σκέψου ότι η λογοτεχνία είναι λέξεις), αλλά επιβάλλει ένα συγκεκριμένο σύστημα συμπεριφοράς μέσα από έναν κατάλογο απαγορεύσεων. Εάν παίρναμε τοις μετρητοίς αυτές τις γελοιότητες, δεν θα έμενε γραμμή από την παγκόσμια λογοτεχνία. Θα χορταίναμε προοδευτική woke λογοτεχνία. Για παράδειγμα, αντί να γράψουμε «Όλοι μαζί έδειχναν ευτυχισμένοι» θα επιβαλλόταν να γράψουμε «Όλοι/ες/α μαζί έδειχναν ευτυχισμένοι/ες/α». Δηλαδή μιλάμε για φαιδρότητες ανήκουστες.
Ήδη, τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε ένα νέο είδος επαγγέλματος, οι λεγόμενοι «sensitivity readers». Αυτοί οι «αναγνώστες ευαισθησίας» προσλαμβάνονται από τους εκδοτικούς οίκους και τους αναθέτουν την ανάγνωση ενός έργου προτού αυτό εκδοθεί, για να εντοπίσουν τυχόν «προσβλητικά» σημεία! Ανήκουν συνήθως σε μια συγκεκριμένη «κοινότητα» όπως Αφροαμερικανοί, μουσουλμάνοι, LGBTQ+ κ.λπ., οι οποίοι, αφού διαβάσουν διεξοδικά τα κείμενα για να εντοπίσουν τυχόν προκαταλήψεις, στερεότυπα, επιθετικότητα, ρατσισμό, σεξισμό κ.λπ., δημιουργούν μιαν αναφορά που περιγράφει τα «προβληματικά σημεία» και προτείνουν τροποποιήσεις. Η «αφύπνιση» μισεί και ενοχοποιεί τη μνήμη – και η λογοτεχνία είναι κυρίως μνήμη. Η «αφύπνιση» αντί να γράφει, σβήνει.
Ήδη τα Νόμπελ λογοτεχνίας και άλλα σχετικά με τη λογοτεχνία διεθνή βραβεία επιβραβεύουν όσους προωθούν τη woke ατζέντα. Βέβαια, εδώ εμείς στη χώρα μας είμαστε πρωτοπόροι σε παρόμοιες πρακτικές, πολύ πριν από το woke, καθώς η λογοτεχνία που κυριαρχεί και επιβραβεύεται από επιτροπές και διάφορες πνευματικές συλλογικότητες είναι κυρίως η προοδευτική, η αγωνιστική, του συλλογικού τραύματος του βουνού και του λόγγου. Όσοι είναι «αντιδραστικοί» συγγραφείς τη βάψανε! Πρέπει ν’ ακούς τις φωνές των όπου γης καταπιεσμένων σκλάβων για να πιάσει η παραστιά σου στάχτη.
— Πώς σου ήρθε η ιδέα με τα flashbacks; Μοιάζει περισσότερο με κινηματογραφική αφήγηση...
Έχω δει τόσο Netflix, που δύσκολα θα γλίτωνα. Ωστόσο, παραμένει μια κοινή αφηγηματική τεχνική τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο, που παραβιάζει τη χρονική σειρά της αφήγησης. Στο «Καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα» με βόλεψε πολλαπλώς, καθώς έπρεπε να φανεί από τι περιβάλλον προέρχονταν οι ήρωές μου για να γίνει κατανοητή η απότομη μετάβαση από ένα συντηρητικό περιβάλλον στον ακραίο αντίποδά του. Ξαφνικά είχαμε βγει από μια υπερσυντηρητική κοινωνία, σφραγισμένη από τη χούντα, και βρεθήκαμε με ένα άλμα στην… αιχμή του δόρατος της πρωτοπορίας. Αυτό που ακολούθησε ήταν όντως ένας εντυπωσιακός τραγέλαφος, τον οποίο γλεντήσαμε δωρεάν και επιχορηγούμενοι – μάλλον από το ιμπεριαλιστικό πλεόνασμα των μονοπωλίων.
Με δυο λόγια, η ελληνική κοινωνία, δίχως κανέναν κόπο, ξεπέζεψε μέσα σε μια δεκαετία από τα μουλάρια στα Cayenne. Το ατύχημα ήταν προδιαγεγραμμένο.
— Πόσο πιστεύεις ότι έχω εξοργιστεί, από το 1 μέχρι το 10, με την προκλητική σου δήλωση ότι η δεκαετία του ’80 είναι η ευτυχέστερη της ζωής σου, ενώ εγώ γεννήθηκα στη δεκαετία του ’90;
(γέλια) Μου τη φυλούσες από την πρώτη ερώτηση... Σίγουρα 10 με τόνο, και απορώ πώς δεν μου έχεις κάνει θέμα μέχρι τώρα. Εγκαταλείπομαι στη μεγαλοψυχία σου για την ατυχή δήλωση – και συγγνώμη που υπήρξα ευτυχής πριν από σένα! Ήταν, ωστόσο, μια προετοιμασία ευτυχίας που σκόπευα να σου κληρονομήσω, κι ίσως λίγο, ελπίζω, να τα κατάφερα.
— Γιατί, ενώ εσύ πήγαινες σε «κωλάδικα», όπως τα αναφέρεις –εξαιρετικοί τρόποι btw–, εμένα με έκραζες;
Γιατί αυτός είναι ο ρόλος ενός πατέρα. Όταν, λοιπόν, σε έκραζα, δεν ήμουν εγώ, αλλά ο πατέρας. Έτσι συνέβαλα στο να γίνεις και πολιτικά ορθή.
— Τι ελπίζεις να κρατήσει ο αναγνώστης αφού κλείσει το βιβλίο;
Ότι ο μπαμπάς της Αλεξάνδρας έγραψε ένα ωραίο λογοτεχνικό βιβλίο!
→ Η φωτογράφιση έγινε στο Lost Athens, Αρχελάου 7
Δειτε περισσοτερα
Μιλήσαμε με τις Ελευθερία και Βασιλική Πλευρίτου, Έλενα Ξενάκη και Αλεξία-Ευγενία Τζούρκα
Ένα ταξιδιωτικό ιστόρημα
Πολυαναμενόμενες πρεμιέρες και έργα που παίρνουν παράταση μέχρι τον Μάιο ή τον Ιούνιο
Οι Γιώργης Τσουρής, Τζούλια Διαμαντοπούλου, Νεφέλη Μαϊστράλη, Τάσος Ιορδανίδης και Άρης Ασπρούλης μας μιλούν για το πώς η ελληνική πένα βρίσκεται στο επίκεντρο της θεατρικής δημιουργίας
Aπό το Λίβερπουλ στο Παρίσι, από τον Dior στον Μικ Τζάγκερ. Τα καπέλα του έχουν γίνει τα πιο αναγνωρίσιμα αξεσουάρ της παγκόσμιας μόδας.