Βιβλιο

«Ο τελευταίος λευκός»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Αποπνέοντας λυρισμό, o «Τελευταίος λευκός» μας κάνει πιο ικανούς να δείχνουμε ενσυναίσθηση, ξεπερνώντας τη μισαλλοδοξία, τον θυμό, τον φόβο

62222-137653.jpg
A.V. Team
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ο τελευταίος λευκός» του Μοχσίν Χαμίντ (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός)
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Tome.

«Ο τελευταίος λευκός»: Το μυθιστόρημα του Μοχσίν Χαμίντ (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός), που κυκλοφορεί στις 8 Φεβρουαρίου

Αλήθεια, πώς θα μας φαινόταν εάν ένα πρωί ξυπνούσαμε —όπως ο πρωταγωνιστής αυτού του ευφάνταστου βιβλίου— και διαπιστώναμε πως είχαμε αλλάξει χρώμα; Πώς δεν ήμασταν πια λευκοί; Απλό δέος; Εύλογο φόβο; Τρόμο, μήπως; Θα πιστεύαμε πως ήμασταν πια ένας άλλος, ένας ξένος, ένας διαφορετικός; Πώς δεν ήμασταν πια εμείς; Και, ακόμη περισσότερο, πώς θα συμπεριφερόμασταν εμείς στους άλλους, εάν άλλαζαν και εκείνοι; Τι θα ήταν για εμάς, και τι θα ήμασταν εμείς γι’ αυτούς; Νά ένα μυθιστόρημα που θέτει αυτά τα ερωτήματα, ερωτήματα για την κοινωνική, πολιτική και φυλετική αδικία που βιώνουν καθημερινά άπειροι συνάνθρωποί μας. Μια πολυεπίπεδη αφήγηση, με δύο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, από την οποία έχει σχολαστικά αφαιρεθεί οτιδήποτε περιττό: εδώ, κάθε λέξη έχει σημασία.

Το μυθιστόρημα του Μοχσίν Χαμίντ, «Ο τελευταίος λευκός» (168 σελίδες, μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος) κυκλοφορεί στις 8 Φεβρουαρίου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Διαβάστε παρακάτω τις πρώτες σελίδες — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:

* * *

«Ο τελευταίος λευκός»: Το μυθιστόρημα του Μοχσίν Χαμίντ σε αποκλειστική προδημοσίευση

Ένα πρωί ο Άντερς, λευκός άρρην, ξύπνησε κι ανακάλυψε πως είχε πάρει ένα βαθύ, αναμφίβολα καστανό χρώμα. Το συνειδητοποίησε σταδιακά στην αρχή, κι έπειτα αιφνίδια, πρώτα σαν αίσθηση, καθώς έκανε να πιάσει το τηλέφωνό του, πως το πρωινό φως έκανε κάτι παράξενο στο χρώμα του πήχη του, και κατόπιν μ’ ένα ξάφνιασμα, σαν στιγμιαία σιγουριά ότι υπήρχε κάποιος άλλος στο κρεβάτι μαζί του, επίσης άρρην, πιο σκουρόχρωμος, όμως αυτό, όσο κι αν ήταν τρομακτικό, σίγουρα ήταν επίσης αδύνατον, και ησύχασε με τη σκέψη πως ο άλλος που κινούνταν ταυτόχρονα με τον ίδιο δεν ήταν χωριστό άτομο αλλά απλώς αυτός, ο Άντερς, και ανακούφιση τον πλημμύρισε, γιατί αν η ιδέα πως κάποιος άλλος υπήρχε εκεί ήταν μόνο αποκύημα της φαντασίας του, τότε φυσικά και η ιδέα ότι ’χε αλλάξει χρώμα ήταν επίσης ένα τέχνασμα, μια ψευδαίσθηση, ένα κατασκεύασμα του νου γεννημένο στα ολισθηρά μισά του δρόμου ανάμεσα στα όνειρα και στον ξύπνο, μονάχα που τώρα πλέον είχε το τηλέφωνό του στα χέρια του κι είχε αντιστρέψει την κάμερα, έτσι είδε πως το πρόσωπο που τον κοιτούσε δεν ήταν διόλου το δικό του πρόσωπο.

«Ο τελευταίος λευκός»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Σηκώθηκε όπως όπως απ’ το κρεβάτι κι έκανε να ορμήσει στο μπάνιο, αλλά έπειτα ανάγκασε τον εαυτό του να ηρεμήσει και το βήμα του έγινε πιο βραδύ, πιο μετρημένο και υπολογισμένο, κι ας μην ήξερε αν το έκανε αυτό για να πάρει στα χέρια του τον έλεγχο της κατάστασης, να αναγκάσει με τη δύναμη του νου και μόνο την πραγματικότητα να επανέλθει, ή επειδή το να τρέξει θα τον είχε φοβίσει περισσότερο, θα τον είχε μετατρέψει για πάντα σε κυνηγημένο θήραμα.

Το μπάνιο ήταν καθησυχαστικά οικείο κι άθλιο, με τα ραγίσματα στα πλακάκια, τη βρόμα στον στόκο, την ξεραμένη οδοντόπαστα που ’χε κυλήσει στην έξω μεριά του νιπτήρα. Το εσωτερικό του ντουλαπιού με τα φάρμακα ήταν ορατό, το πορτάκι με τον καθρέφτη μισάνοιχτο, κι ο Άντερς σήκωσε το χέρι κι έφερε το είδωλό του μπροστά στα μάτια του. Δεν ήταν ο Άντερς που ήξερε.

Κατακλύστηκε από ένα συναίσθημα που δεν ήταν τόσο σοκ ή θλίψη, αν και υπήρχαν κι αυτά, αλλά πάνω απ’ όλα το πρόσωπο που ’χε αντικαταστήσει το δικό του τον γέμισε με θυμό, ή, μάλλον, πιο πολύ από θυμό, με μια αναπάντεχη, φονική οργή. Ήθελε να σκοτώσει τον έγχρωμο που έστεκε αντίκρυ του εδώ πέρα, στο σπιτικό του, να εξαφανίσει τη ζωή που ζωντάνευε το κορμί αυτού του άλλου, να μην αφήσει τίποτα πέρα από τον εαυτό του τον ίδιο όπως ήταν πρωτύτερα, και κατέβασε με ορμή τη γροθιά του στο πρόσωπο, ραγίζοντάς το λιγάκι και στραβώνοντας το ντουλαπάκι, τον καθρέφτη, τα πάντα, σαν πίνακα έπειτα από σεισμό.

Απέμεινε να στέκεται, με τον πόνο στο χέρι του πνιχτό μες στην ένταση που τον είχε κυριέψει, κι ένιωσε να τρέμει, μια δόνηση τόσο αμυδρή ώστε μετά βίας γινόταν αισθητή, όμως έπειτα πιο ισχυρή, σαν επικίνδυνο χειμωνιάτικο ρίγος, λες κι ήταν απροφύλαχτος έξω και πάγωνε, έτσι που σπρώχτηκε πίσω στο κρεβάτι του και κάτω απ’ τα σεντόνια, κι έμεινε ξαπλωμένος πολλή ώρα εκεί, κρυμμένος, προστάζοντας τούτη τη μέρα που μόλις άρχιζε, αχ, παρακαλώ, να μην αρχίσει.

¤

Περίμενε για μια επαναφορά, μια επαναφορά που δεν ήρθε, και οι ώρες πέρασαν ώσπου συνειδητοποίησε πως τον είχαν ληστέψει, πως ήταν το θύμα ενός εγκλήματος η φρίκη του οποίου μονάχα μεγάλωνε, ενός εγκλήματος που του ’χε στερήσει τα πάντα, που του ’χε στερήσει τον εαυτό του τον ίδιο, γιατί πώς μπορούσε να πει τώρα πως ήταν ο Άντερς, πώς μπορούσε να ’ναι ο Άντερς, μ’ αυτόν τον άλλο άντρα να τον κοιτάζει στο τηλέφωνό του, στον καθρέφτη, και προσπαθούσε να μην το τσεκάρει ολοένα, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι το τσέκαρε ξανά κι έβλεπε πάλι την κλοπή, κι όταν δεν το τσέκαρε, και πάλι δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη θέα των μπράτσων του, των χεριών του, που ήταν σκούρα και τρομακτικά επιπλέον, γιατί ενώ βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του, δεν υπήρχε καμιά εγγύηση πως θα παρέμεναν έτσι, κι ούτε ήξερε αν η ιδέα πως θα τον στραγγάλιζαν, που ξεπηδούσε ολοένα στο μυαλό του σαν κακή ανάμνηση, ήταν κάτι που το φοβόταν ή ό,τι ήθελε πιο πολύ να κάνει.

Προσπάθησε ανόρεχτα να φάει ένα σάντουιτς, να ’ναι πιο ήρεμος, πιο σταθερός, κι έλεγε μέσα του ότι όλα θα πήγαιναν καλά, αν και δεν ήταν διόλου βέβαιος. Ήθελε να πιστέψει ότι κάπως θα επανερχόταν στην προηγούμενή του όψη, ότι τα πράγματα θα διορθώνονταν, αλλά αμφέβαλλε ήδη, δεν το πίστευε, κι όταν αναρωτήθηκε μήπως ήταν ολότελα στη φαντασία του και το τσέκαρε τραβώντας μια φωτογραφία και βάζοντάς τη σ’ ένα ψηφιακό άλμπουμ, ο αλγόριθμος που στο παρελθόν πρότεινε σταθερά το όνομά του κι ήταν τόσο σίγουρος κι αξιόπιστος, δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει.

Γενικά δεν τον ένοιαζε να είναι μόνος, όμως στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε να μην είναι μόνος, αλλά να ’χει έναν νευρικό και εχθρικό σύντροφο, παγιδευμένος μέσα γιατί δεν τολμούσε να βγει έξω, κι έτσι από τον υπολογιστή του πήγαινε στο ψυγείο του, στο κρεβάτι του, στον καναπέ, κινούμενος μέσα στον μικρό χώρο όταν δεν άντεχε πια να σταθεί ούτε λεπτό ακόμα στο ίδιο σημείο, όμως δεν υπήρχε διαφυγή για τον Άντερς, από τον Άντερς, εκείνη τη μέρα. Η δυσφορία ήλθε απλώς κατόπιν.

Άθελά του άρχισε να ερευνά τον εαυτό του, την υφή των μαλλιών του, το γένι του, την επιδερμίδα στα χέρια που ήταν ξερή και τα αιμοφόρα αγγεία που φαίνονταν λιγότερο, το χρώμα των νυχιών του, τους μυς στις γάμπες και, αφού έβγαλε καταταραγμένος το εσώρουχό του, το πέος του, που στο μέγεθος και το βάρος ήταν ολόιδιο, μονάχα που δεν ήταν το δικό του, κι έτσι ήταν αλλόκοτο, απαράδεκτο, σαν θαλάσσιο πλάσμα που δεν θα ’πρεπε να υπάρχει.

«Ο τελευταίος λευκός» του Μοχσίν Χαμίντ (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός)
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Tome.

* * *

«Ο τελευταίος λευκός» του Μοχσίν Χαμίντ (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός): Υπόθεση του βιβλίου

Ένα πρωί, ένας άντρας ξυπνά και διαπιστώνει πως έχει μεταμορφωθεί. Μες στη νύχτα, το δέρμα του Άντερς έχει σκουρύνει και τώρα το είδωλό του στον καθρέφτη είναι αυτό ενός ξένου. Στην αρχή μοιράζεται το μυστικό του με μια παλιά του φίλη, και ερωμένη τώρα, την Ούνα. Σύντομα, ειδήσεις για παρόμοια συμβάντα αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Παντού, άνθρωποι ξυπνούν μεταμορφωμένοι κι αβέβαιοι για το πώς θα τους δεχτούν οι συγγενείς τους, οι γείτονες, οι φίλοι. Κάποιοι βλέπουν τούτες τις μεταμορφώσεις ως την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης που έτρεμαν ανέκαθεν ότι μπορούσε να συμβεί και που πρέπει να της αντισταθούν μέχρι τέλους. Σε πολλούς, όπως στον πατέρα του Άντερς και στη μητέρα της Ούνα, μια αίσθηση βαθιάς απώλειας κι ανησυχίας αντιμάχεται τη βαθιά αγάπη. Καθώς ο δεσμός ανάμεσα στον Άντερς και στην Ούνα βαθαίνει, η αλλαγή μεταβάλλεται σε ευκαιρία για αναγέννηση ꟷ μια ευκαιρία να αντικρίσουμε εκ νέου τον εαυτό μας καταπρόσωπο.

Μοχσίν Χαμίντ - βιογραφικό

O Μοχσίν Χαμίντ είναι συγγραφέας πέντε μυθιστορημάτων, μεταξύ των οποίων τα «Έξοδος προς δυσμάς» και «The Reluctant Fundamentalist», τα οποία βρέθηκαν στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Booker. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες, έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και έχουν λάβει πλήθος διακρίσεων. Αρθρογραφεί τακτικά στα έντυπα The New York Times, The Guardian, The New York Review of Books, ενώ δίνει διαλέξεις για θέματα σύγχρονου προβληματισμού σε πανεπιστήμια και συνέδρια σε όλο τον κόσμο. Σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις στο Πρίνστον και Νομική στο Χάρβαρντ και εργάστηκε ως σύμβουλος μάνατζμεντ. Έζησε τη μισή ζωή του στη Λαχώρη, όπου γεννήθηκε, και την υπόλοιπη στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του «Έξοδος προς δυσμάς».

«Ο τελευταίος λευκός»: Αποκλειστική προδημοσίευση
Ο Μοχσίν Χαμίντ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ