Βιβλιο

Μυρσίνη Ζορμπά: Ένα κλείσιμο των ματιών και σκοτάδι

Μερικές λέξεις για ένα από τα πιο συγκινητικά κείμενα των τελευταίων χρόνων, τις «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών»

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 897
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ζορμπά: Σκέψεις για το βιβλίο της, «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις με εισαγωγή και επιμέλεια από τον σύντροφό της, Αντώνη Λιάκο

Μυρσίνη Ζορμπά: Σκέψεις για το βιβλίο της, «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις με εισαγωγή και επιμέλεια από τον σύντροφό της, Αντώνη Λιάκο

Όχι, δεν έτυχε να γνωρίσω τη Μυρσίνη Ζορμπά. Όμως με κάποιον μαγικό τρόπο… συνυπήρξαμε. Στα Πετράλωνα, ας πούμε, όπου μεγαλώσαμε κι οι δύο έχοντας 15 ακριβώς χρόνια διαφορά. «Μεγάλωσα στα Πετράλωνα» γράφει, «μια λαϊκή συνοικία με χωμάτινους δρόμους γεμάτους πέτρες και λακκούβες, που τον χειμώνα γέμιζαν λασπόνερα». Εκείνη είχε ήδη φύγει για το Κουκάκι όταν μεγάλωνα. Θυμάμαι σαν σε όνειρο τους χωμάτινους δρόμους, θυμάμαι και τη σκόνη που σήκωναν οι μπουλντόζες όταν έφτασε η άσφαλτος.

Συνυπήρξαμε στα βιβλία του Οδυσσέα, τα πολιτικά αλλά και τα λογοτεχνικά. Τις πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του Μπουκόφσκι για παράδειγμα, τις κόκκινες «Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας», το μπλε «Ταχυδρομείο» κι ύστερα (στο μικρό μέγεθος) τις «Γυναίκες» ή τις «Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής». Συνυπήρξαμε σε δύο βιβλία που με καθορίζουν μέχρι σήμερα: Το «Underground» του Μάριο Μάφι και το άλλο «Underground», αυτό του Λούις Ραθιονέρο. Και ήταν για μένα μια κομβική εποχή: πάνω που τελείωνα το σχολείο κι ετοιμαζόμουν για το πανεπιστήμιο.

Στον δικό μου καιρό τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα, όμως για να μπορέσεις να ξεφύγεις από το στενό πλαίσιο μιας οικογένειας με το λίγο πολύ προδιαγεγραμμένο μέλλον –ξέρεις... στρατός, δουλειά, γάμος, παιδιά, σύνταξη– δεν είχες, όπως και στον δικό της καιρό, παρά να βρεις έναν τρόπο να διαβάζεις. Να φτιάξεις για τον εαυτό σου ένα «πορτραίτο του… καλλιτέχνη ως νέου μιας νέας εποχής». Και το πάλευες.

Με τη Μυρσίνη συναντηθήκαμε και σε κάτι ακόμα: σ’ αυτό που τόσο εύστοχα ονομάζει «γραμμή τροφοδοσίας του φαντασιακού». Και για τους δυο μας ήταν η αριστερά. Συνυπήρξαμε στα βιβλία του Αντόνιο Γκράμσι, που κυκλοφορούσαν από τις εκδόσεις Στοχαστής, στα κείμενα του Πουλαντζά και του Αλτουσέρ από το Θεμέλιο, σ’ έναν κόσμο που μας τραβούσε σαν μαγνήτης. Ναι, ακόμη και η δική μου εποχή ήταν «εποχή των προσδοκιών» και αυτό δεν έχει να κάνει με το πόσες από αυτές τις προσδοκίες διαψεύστηκαν. Αρκεί που ακόμη υπήρχαν.

Η Μυρσίνη Ζορμπά γράφει ανάμεσα στα άλλα για την Ντροπή, για παράδειγμα, του να περνάει ένα κορίτσι ή μια γυναίκα μπροστά από ένα καφενείο γεμάτο άντρες, αλλά και για μια σειρά από τελετουργίες, όπως αυτή της κατασκευής των επίπλων μαζί με τον πατέρα της. Η ανάγκη απόλυτης ακρίβειας στη συναρμογή των μερών των επίπλων ήταν αυτή που την οδήγησε στην αναζήτηση της τελειότητας σε κάθε εργασία. Μιλώντας προσωπικά, νιώθω ότι αναπτύσσει τόσο την έννοια της ντροπής, όσο και της τελετουργίας με πολύ μεγαλύτερη διεισδυτικότητα από αυτήν της Annie Ernaux στην «Ντροπή» (μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο). Και όχι, δεν νομίζω ότι αυτή μου η σκέψη προκύπτει εξαιτίας του ότι μεγάλωσα στην Ελλάδα και όχι στη Γαλλία.

Μυρσίνη Ζορμπά, «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών», εκδόσεις Πόλις

Θα χώριζα τις «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών» σε τρία μέρη: το πρώτο αφορά στην προσωπική διαδρομή από τα παιδικά χρόνια μέχρι και το τέλος της διδακτορικής διατριβής της Μυρσίνης Ζορμπά. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο αντίστοιχο με τα εξομολογητικά κείμενα της Ernaux για παράδειγμα, μόνο που η κοινωνικές συνθήκες παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από τις προσωπικές στην περίπτωση της Ζορμπά. Είναι η κίνηση της κοινωνικής πραγματικότητας που φωτίζει τις προσωπικές επιλογές και όχι το αντίθετο. Το δεύτερο μέρος αφορά στις σκέψεις της Μυρσίνης Ζορμπά μέσα από την πορεία της στο ευρύτερο πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο. Από το ΕΚΕΒΙ στο Ευρωκοινοβούλιο, στο περιβάλλον των εκσυγχρονιστών, το δίκτυο για τα δικαιώματα του παιδιού και το Υπουργείο Πολιτισμού. Πρόκειται για ένα είδος πολιτισμικής και πολιτικής παρακαταθήκης από μια γυναίκα στον δημόσιο χώρο που πίστεψε βαθιά σε ό,τι κι αν ανέλαβε. Το τρίτο μέρος είναι το προσωπικό της ημερολόγιο που καλύπτει το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 2021 μέχρι τον Ιανουάριο του 2023, από τη στιγμή που γνώριζε ότι απομένουν ελάχιστοι μήνες ζωής έως το τέλος. Εγγραφές που συγκλονίζουν με την αμεσότητα, την τρυφερότητα, τη συνειδητότητα, το βάθος και τη γενναία στάση μπροστά στον επερχόμενο θάνατο. Ο Αντώνης Λιάκος χαρακτηρίζει στην Εισαγωγή του βιβλίου το ημερολόγιο της Μυρσίνης Ζορμπά ως «στοχασμό πάνω στο θνήσκειν, αυτοθανατογραφία, νέκυια του εαυτού». Και κανείς δεν θα μπορούσε να το θέσει πιο εύστοχα.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται το τελευταίο αλλά πιο σημαντικό διπλό σημείο εκείνης της σχεδόν μεταφυσικής μου συνάντησης με τη Μυρσίνη Ζορμπά: στον θάνατο της μητέρας μου με παρόμοιο τρόπο αλλά και στην προσωπική μου θέαση –ακόμα και σήμερα– της ζωής: «Νομίζαμε ότι θα μέναμε για πάντα νέοι. Τότε, γύρω στα 1970. Μετά, ξέχασα να μεγαλώνω». Φαίνεται πως όταν βλέπει κανείς το τέλος να πλησιάζει με γοργά βήματα, συνειδητοποιεί τα σημαντικά πράγματα στη ζωή: την αγάπη, ας πούμε, που παίρνει και δίνει στα οικεία του πρόσωπα. Αλλά και τα πιο απλά: το κελάιδισμα των πουλιών, τη μυρωδιά των λουλουδιών και του καφέ, την αίσθηση της θάλασσας όταν αγγίζει το σώμα, τη γεύση μιας τυρόπιτας, τα ταξίδια που έγιναν, τα βιβλία που διαβάστηκαν, τα τραγούδια, τους χορούς, τα γέλια. Είναι μερικές φράσεις που καρφώνονται στο μυαλό σου και τις νιώθεις να χτυπούν στον απέναντι τοίχο σαν κραυγές. Κρατάω σφιχτά μερικές: «Κερδίσαμε το καλοκαίρι» ή «Πού κρύβεται το σκοτάδι μου, τόσο βαθύ μήπως που μεταμφιέζεται σε φως;» ή «αγαπώ τα πράγματα, τα μικρά πράγματα που μου θυμίζουν ένα ταξίδι στο Αλγέρι» ή λίγο πριν το τέλος, «το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες, οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ’ όλα, η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από τον χρόνο».

Ένα επερχόμενο τέλος –κάθε τέλος– σε κάνει ποιητή. «Μετράω τα πενηνταράκια μου, τις τρύπιες δεκάρες / ξεχασμένες στην τσέπη ενός ευτυχισμένου παλτού μήπως και καταφέρω να αγοράσω μια εφήμερη μετοχή» γράφει η Ζορμπά. Και χωρίς να το θέλω έρχεται στο μυαλό μου «Ο χωρισμός» από τις «Ωδές στον πρίγκιπα» του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου: «Πρίγκιπα, δε μιλάς και λέω η ώρααργεί ακόμα. Βάζω το χέρι στον ώμο σου και λέω στ’ αποκαΐδια των ζεστών σπιτιών που υπήρξαμε, είσαι ακόμα ένας χτύπος αγάπης. Στη μαλακή φωνή σου τρέμει η ελπίδα μου, για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει, λέω αυτό το σώμα είναι η καρδιά μου σωστή». Ο χωρισμός του Ασλάνογλου είναι ζωντανός. Μα το συναίσθημα σχεδόν το ίδιο: «Ένα Κλείσιμο των ματιών και σκοτάδι» γράφει η Ζορμπά. «Και τώρα έρχεται η ατέλειωτη νύχτα» γράφει ο Ασλάνογλου.

Οι «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών» με συγκλόνισαν. Είναι όσα έγραψα πιο πάνω κι επιπλέον κι εκείνη η υπέροχη οπτική του –επίσης χτυπημένου από την ίδια ασθένεια– Νίκου Θέμελη: οι διαδοχικές ζωές που μπορεί να ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο ένας άνθρωπος όπως τις περιγράφει στο «Μια ζωή, δυο ζωές» (εκδ. Κέδρος) και που φαίνεται να ενστερνίζεται και η Μυρσίνη Ζορμπά μιλώντας για τον σύντροφό της: «Συνεχίζουμε με τον Αντώνη τη μαγνητοφώνηση. Ο καλύτερος σύντροφος σ’ αυτή την αναδρομή των πολλών επάλληλων και πολύ διαφορετικών ζωών που έχω διατρέξει μέσα στις δεκαετίες». Δεν είναι η μοναδική αναφορά της στον Θέμελη αλλά είναι ίσως η πιο συγκινητική. Και φυσικά δεν είναι η μοναδική της αναφορά στον Αντώνη Λιάκο.

Διαβάζοντας τις τελευταίες λέξεις της τελευταίας εγγραφής του ημερολογίου της Μυρσίνης Ζορμπά, γραμμένες λίγο καιρό πριν από το τέλος και με δεδομένες τις τεράστιες διαφορές της «γραμμής τροφοδοσίας του φαντασιακού» αλλά και ολόκληρου του παραδείγματος ζωής, δεν μπορώ παρά να παραθέσω, για κλείσιμο, τις τελευταίες λέξεις της Κατερίνας Γώγου στην αντίστοιχη ακριβώς στιγμή της, επειδή ακριβώς η αίσθηση είναι η ίδια και η συγκίνηση το ίδιο βαθιά: «Πατέρα, πήρα όλα τα χάπια μου και ξέρω απ’ έξω τις κυριακάτικες βόλτες και τα αρχαία κείμενα στις επιτύμβιες ρήσεις των νεκροταφείων. Τώρα πρέπει να σας αφήσω κι εσύ, πατέρα, σ’ εσένα μιλάω, μπορείς να πάρεις πίσω την κατάρα που μου ’δωσες, να γαληνέψεις εκεί πέρα μακριά, να μπορέσω να σε συγχωρήσω… Θα κοιτάξω να κοιμηθώ, αφού προσευχηθώ για όλους: “Πιστεύω εις ένα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα, και πολύ αγαπώ τη ζωή”». Ναι, η γραμμή τροφοδοσίας του φαντασιακού διαφέρει πολύ. Όμως, εκείνο το «πολύ αγαπώ τη ζωή» είναι σαν να βγαίνει κι από τα χείλη της Μυρσίνης. Κι αν σταματήσεις για λίγο ό,τι κάνεις και καταφέρεις πραγματικά να επιβραδύνεις και να το συνειδητοποιήσεις για τον εαυτό σου, θα είναι για σένα μια σκέψη πολύτιμη. Όπως ακριβώς ολόκληρο αυτό το βιβλίο.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ