Βιβλιο

Βασίλης Βαμβακάς: «Η πολιτική μάγευση και απομάγευση είναι πιο γρήγορη στην Ελλάδα από ό,τι αλλού»

Ο καθηγητής του ΑΠΘ χαρτογραφεί τα αποτυπώματα των διαδοχικών κρίσεων στο νέο του βιβλίο, «Το εκκρεμές»

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 897
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βασίλης Βαμβακάς: Συνέντευξη με τον συγγραφέα του βιβλίου «Το εκκρεμές. Πολιτική, κουλτούρα και κοινωνία στην Ελλάδα των διαρκών κρίσεων» (εκδόσεις Archive)
Ο Βασίλης Βαμβακάς μίλησε στην ATHENS VOICE για το «Εκκρεμές» © Γιώργος Αγγελούδης

Βασίλης Βαμβακάς: Συνέντευξη με τον συγγραφέα του βιβλίου «Το εκκρεμές. Πολιτική, κουλτούρα και κοινωνία στην Ελλάδα των διαρκών κρίσεων» (εκδόσεις Archive)

Τα αποτυπώματα των συνεχών κρίσεων στην ελληνική κοινωνία χαρτογραφεί στο νέο του βιβλίο ο Βασίλης Βαμβακάς. Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καταθέτει ένα από τα σημαντικότερα πρόσφατα έργα πολιτικού προβληματισμού στο βιβλίο «Το εκκρεμές. Πολιτική, κουλτούρα και κοινωνία στην Ελλάδα των διαρκών κρίσεων» (εκδόσεις Archive - Brainfood Εκδοτική).

Αντλώντας από τις εξελίξεις οι οποίες σημάδεψαν την επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, εξετάζοντας τα φαινόμενα, τις τάσεις και τα πρόσωπα που απασχόλησαν τη δημόσια ζωή, ο Βασίλης Βαμβακάς ανιχνεύει τις διεργασίες μιας Ελλάδας που δεν παύει να κινείται μεταξύ αναχρονισμού και εκσυγχρονισμού, λαϊκισμού και μεταμοντερνισμού, άναρχου και οργανωμένου εκδημοκρατισμού. Η ταλάντωση του εκκρεμούς είναι αέναη, όπως εξηγεί ο ίδιος στη συνέντευξη που παραχώρησε στην ATHENS VOICE.

Βασίλης Βαμβακάς: Συνέντευξη με τον συγγραφέα για το βιβλίο «Το εκκρεμές» 

Το βιβλίο σας εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους οι διαδοχικές κρίσεις που έπληξαν την Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 επηρέασαν την πολιτική, την κουλτούρα και τις κοινωνικές σχέσεις. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο η χώρα ωρίμασε μέσα από τις διεργασίες.

Είναι δύσκολο και παρακινδυνευμένο να μιλήσει κανείς γενικά για την ελληνική κοινωνία, όπως για κάθε άλλη. Ένα μεγάλο μέρος της κατάλαβε ότι τα χρόνια της οικονομικής κρίσης κινηθήκαμε στην άκρη του γκρεμού, νομίζοντας ότι μπορούμε να πετάξουμε και να προσγειωθούμε ζωντανοί.

Το ότι τελικά δεν πηδήξαμε στον γκρεμό αλλά κάναμε την περιβόητη «κωλοτούμπα» οφείλεται σε ένα ένστικτο πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής αυτοσυντήρησης που αποδείχτηκε σωτήριο αλλά και πολλαπλώς δαπανηρό. Οφείλεται επίσης στο ότι το ελληνικό φαντασιακό ποτέ δεν βγήκε από της δυτικές του ορίζουσες, παρά το όραμα ορισμένων να γίνει η Ελλάδα χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Για να χρησιμοποιήσω τη μεταφορά του βιβλίου, το εκκρεμές έκανε απότομη αλλαγή από τον ανέξοδο ριζοσπαστισμό στον πολιτικό ρεαλισμό το 2015, αλλά οι συνέπειες υπήρξαν υπόγειες και τεκτονικές. Το εισοδηματικό και συναισθηματικό κόστος που πληρώσαμε την περίοδο της μεγάλης πολιτικής πόλωσης και βίας, λειτουργεί ως ένα συλλογικό τραύμα που θέλουμε με κάθε τρόπο να ξεχάσουμε.

Βέβαια υπάρχει ένα άλλο, σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που αντιστέκεται στην πραγματικότητα και βλέπει παραδείσους στον ακροδεξιό ή ακροαριστερό πολιτικό υπερρεαλισμό. Στην περίοδο της πανδημίας επιχείρησε να κάνει αισθητή την παρουσία της, αλλά βασικά απέτυχε. Ακόμη κι αυτή, η αποδυναμωμένη πια αντισυστημική κουλτούρα, δεν εδράζεται μόνο σε αναχρονισμούς και παραδοσιακές δοξασίες αλλά και σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σύγχρονη «ποπ αντιστασιακή κουλτούρα».

Στον αγώνα ανάμεσα στην εσωστρεφή, πελατειακή Ελλάδα και τις νεωτερικές εκδηλώσεις της, θεωρείτε πιθανό να επικρατήσει μία από τις δύο τάσεις;

Το βιβλίο υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν δύο Ελλάδες. Κι αν υπάρχουν, αυτές βρίσκονται μέσα στον καθένα μας.  Όλοι αμφιταλαντευόμαστε μεταξύ τάσεων αναχρονισμού ή εκσυγχρονισμού, το πού θα γύρει η πλάστιγγα ή αν θα προκύψει ένα μεταμοντέρνο μείγμα δεν είναι ποτέ σίγουρο, γιατί επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, εσωτερικούς και διεθνείς.

Αν βάλουμε μάλιστα μέσα στην εξίσωση και την επιστροφή απειλών μεγάλης κλίμακας –πόλεμοι, πανδημίες, κλιματική αλλαγή– καταλαβαίνουμε ότι το ελληνικό εκκρεμές, όπως και των υπόλοιπων μετανεωτερικών κοινωνιών, θα συνεχίσει να κινείται μάλλον απρόβλεπτα.

Tο ιδιαίτερο στην ελληνική περίπτωση ίσως να είναι μόνο η ταχύτητα κίνησης του ατομικού και συλλογικού εκκρεμούς. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ το φαινόμενο του τραμπισμού φαίνεται να έχει διάρκεια και ένταση μεγάλη. Στην Ελλάδα ο προάγγελος του τραμπισμού και συγκυβερνήτης της ριζοσπαστικής αριστεράς, Πάνος Καμμένος, έχει γίνει μια γραφική φιγούρα. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τον Αλέξη Τσίπρα, που τον συναντάμε πια σε ταβέρνες στο νεοκαραμανλικό πρότυπο απόσυρσης από το πολιτικό προσκήνιο. Η πολιτική μάγευση και απομάγευση είναι πιο γρήγορη στην Ελλάδα από ό,τι αλλού. Το φαινόμενο Κασσελάκη μάλλον έσπασε κάθε ρεκόρ…

Σημαντικό μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στον μισαλλόδοξο λόγο και τη ρητορική του πολιτικού μίσους. Έχουν υποχωρήσει αυτές οι δυνάμεις μετά την ήττα της εθνικολαϊκιστικής ηγεμονίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή τελούν σε νάρκη;

Υπάρχουν φορείς μισαλλόδοξου πολιτικού λόγου και σήμερα. Για παράδειγμα, ο Παύλος Πολάκης παραμένει ένας από τους βασικούς, αλλά κι αυτός έχει κάνει μια ενδιαφέρουσα μετατόπιση από την επιθετική ανδροπρεπή του συμπεριφορά με τη στήριξη του Στέφανου Κασσελάκη και ό,τι αυτός εκφράζει. Η κα Κωσταντοπούλου επίσης από τη ρητορική της εχθροπάθειας, μοίραζε προεκλογικές καρδούλες. Η ρητορική του μίσους στο πολιτικό προσωπικό δεν είναι πια της μόδας όπως ήταν στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Αφιερώνετε μεγάλο μέρος του βιβλίου στην ελληνική ποπ κουλτούρα, τις αντιφάσεις και συγκρούσεις της. Ποιο είναι το προφίλ του σύγχρονου συμπατριώτη μας που σκιαγραφούν το χιούμορ, η σάτιρα, το τραγούδι, η τηλεόραση, τα σπορ;

Στο βιβλίο γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής και ανάλυσης πολιτισμικών πεδίων που είτε ταλαντεύονται μεταξύ μοντερνισμού και αναχρονισμού είτε συγκροτούν μεταμοντέρνα μείγματα. Στη σατιρική, μουσική, τηλεοπτική και αθλητική κουλτούρα της σύγχρονης Ελλάδας εντοπίζονται πολλά παραδείγματα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν αυτά που είτε σχολιάζουν την αμφισημία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας είτε αποτελούν ιδανικά παραδείγματα της σχιζοειδούς μας κατάστασης.

Το μη πολιτικό χιούμορ που βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις σύγχρονων κωμικών –ένα από τα δημοφιλέστερα παραδείγματα σήμερα ο Αλέξανδρος Τσουβέλας– είναι ενδεικτικό μιας πολύ πλούσιας διακωμώδησης των σύγχρονων διπολικών ηθών μας. Το «Μουσικό Κουτί» του Πορτοκάλογλου είναι πρόταση υπέρβασης των μουσικών διπόλων μέσα από τη δημιουργική και όχι απλά νοσταλγική ανασύνθεσή τους.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο Στέφανος Τσιτσιπάς, ο παγκόσμιος υπεραθλητής και celebrity που διστάζει να ακούσει επιλεκτικά την επιστήμη και ευτυχώς προσωρινά συντάσσεται με το αντιεμβολιαστικό πνεύμα. Όπως και ο φανατικός φίλαθλος του Ολυμπιακού Τάκης Τσουκαλάς, που από τη μία γίνεται φορέας οπαδικής μισαλλοδοξίας, από την άλλη πρωτοστατεί στον εμβολιασμό για να πάει να δει την ομάδα του στο γήπεδο. Για να επανέλθω στο ερώτημά σας, αντί για ένα πρότυπο Έλληνα, αυτό που προκύπτει σε πολιτισμικό επίπεδο είναι συναιρέσεις αντιφάσεων που σε κάθε περίπτωση παράγουν διαφορετικό αποτέλεσμα.

Μένοντας στο σκέλος του χιούμορ και της γελοιογραφίας: Γιατί πολώνει τόσους πολλούς σχεδόν εξακολουθητικά ο Αρκάς;

Ο Αρκάς είναι ένας εμβληματικός γελοιογράφος που εξαιτίας του αιρετικού χιούμορ του στο παρελθόν είχε γίνει αγαπητός σε αναγνώστες κυρίως αριστερούς ή ευρύτερα αντισυστημικούς. Στην περίοδο της ηγεμονίας του αριστερού λαϊκισμού στρέφει τα βέλη του ξεκάθαρα εναντίον της ιδεολογίας των μέχρι πρότινος θαυμαστών του. Αυτό είχε αποτέλεσμα την προσπάθεια να αποδοκιμαστεί με διάφορους τρόπους, που ήταν από προσβλητικοί μέχρι ανόητοι. Εντούτοις αυτό που φαίνεται να είναι η διαχρονική πηγή χιούμορ και σάτιρας του Αρκά είναι η απομυθοποίηση κάθε αθωότητας, η διακωμώδηση του παλιμπαιδισμού, της αιώνιας εφηβείας, του διάχυτου κυνισμού της σύγχρονης ζωής. Με κάποιους όρους ο Αρκάς –όπως και άλλοι πια σύγχρονοι γελοιογράφοι και κωμικοί– εμπαίζει το ελληνικό εκκρεμές. Κι αυτό δημιουργεί άλλοτε γέλιο άλλοτε ενόχληση.

Βασίλης Βαμβακάς, «Το εκκρεμές. Πολιτική, κουλτούρα και κοινωνία στην Ελλάδα των διαρκών κρίσεων» (εκδόσεις Archive)

H άνθηση της μουσικής τραπ είναι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν το «Εκκρεμές». Θα έπρεπε να μας ανησυχεί μια υποκουλτούρα που εξυμνεί την επιδεικτική χλιδή και τη βία, και μάλιστα σε μια χώρα της οποίας σημαντική μερίδα των νέων δεν έχει γνωρίσει άλλη εποχή πέρα από την κρίση;

Ανεξάρτητα από το όποιο αισθητικό στοιχείο της τραπ, το γεγονός ότι έχει γίνει το πιο δημοφιλές άκουσμα ειδικά στις νεότερες ηλικίες, είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει χωρίς διάθεση δαιμονοποίησης. Είναι πραγματικά ασυνήθιστο μια μουσική νεανικής υποκουλτούρας να έρχεται όχι να αμφισβητήσει τα στοιχεία της κυρίαρχης κουλτούρας, αλλά με κάποιο τρόπο να εξυμνήσει τις πιο επιδεικτικές και ανομικές της διαστάσεις. Σημαντικό στοιχείο της τραπ είναι η αργκό της, η οποία μυεί τους νέους όχι μόνο σε μια διεθνή γλώσσα με τις δικές της κωδικοποιήσεις, αλλά και σε μια αθυροστομία και σεξουαλικά υπονοούμενα που τους δίνουν την αίσθηση της πρόσβασης στην «ενήλικη» ή «απαγορευμένη» ζωή. Είναι ταυτόχρονα αξιοσημείωτο ότι σε μια εποχή ρευστοποίησης των ταυτοτήτων έρχεται να τραγουδήσει μάλλον σκληρές έμφυλες ταυτότητες. Προβάλλει ένα –συχνά βίαιο– παραδοσιακό πρότυπο ανδροπρέπειας. Οι στίχοι της τραπ εκλαμβάνονται από πολλούς ως σεξιστικοί, ενώ οι ίδιοι οι τράπερς δηλώνουν ότι «θαυμάζουν» τις γυναίκες μέσα από τη στιχουργικοί υποτίμησή τους.

Δεν έχουμε επαρκείς έρευνες για το πώς προσλαμβάνουν οι σημερινοί νέοι αυτή τη μουσική. Ύμνος σε κάτι που δεν είναι εύκολο να αποκτηθεί; Ύμνος απενοχοποίησης της φαλλοκρατίας; Ύμνος στην υλική πεζότητα ή κενότητα της σημερινής ζωής; Μένει να απαντηθεί. Εάν υπάρχει πάντως, σήμερα, ένα είδος «λαϊκής» μουσικής που ανθεί αυτή είναι η τραπ.

Οι Prodigy αλλάζουν τους στίχους του «Smack My Bitch Up» και ο Σταμάτης Κραουνάκης κοντράρεται με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη για το «Άδωνις». Πώς θα κινηθεί το εκκρεμές της πολιτικής ορθότητας διεθνώς αλλά και στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια;

Επανέρχομαι στο προηγούμενο ερώτημα. Έχουμε σκεφτεί μήπως το τραπ είναι ένα είδος αντίδρασης στην πολιτική ορθότητα της εποχής; Πάντως η συνεύρεσή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς τυχαία. Η εποχή του cancel culture, ο καλλιτεχνικός αναθεωρητισμός του παρελθόντος είναι μια διεθνής τάση, ιδιαίτερα προβληματική.

Όχι μόνο γιατί οδηγεί σε μια λογοκρισία και συλλογική αμνησία, όχι μόνο γιατί επαναφέρει από την πίσω πόρτα τη στρατευμένη τέχνη, αλλά γιατί φοβάμαι ότι αναζωπυρώνει μια αντίθετη τάση που έχει να κάνει με τη ριζοσπαστική επαναφορά του μη πολιτικά ορθού.

Πηγαίνει το πολιτισμικό εκκρεμές στα δύο του άκρα και ακυρώνει άθελά του σημαντικά βήματα που γίνονται προς τη δημοσιοποίηση και συνειδητοποίηση της βίας κατά των γυναικών ή μειονοτικών ομάδων. Ευτυχώς στην Ελλάδα ακόμη δεν έχει γίνει τόσο ισχυρό το cancel όσο στο εξωτερικό. Φοβάμαι όμως ότι θα γίνει. Η ελευθερία της τέχνης και η τέχνη της ελευθερίας θα πρέπει να επαναεφευρεθούν.

Στον επίλογο του βιβλίου αναδεικνύονται ξανά οι παθογένειες του δυϊσμού μέσα από την τραγωδία των Τεμπών, μαζί και η απογοήτευση των νέων από το πολιτικό σύστημα. Είναι άραγε αέναη η ταλάντωση του εκκρεμούς;

Ακριβώς επειδή είναι αέναη η ταλάντωση του εκκρεμούς, την απογοήτευση την διαδέχεται γρήγορα η αισιοδοξία και το ανάποδο. Δεν υπάρχει τίποτα προδικασμένο.

Σε κάθε στιγμή, σε κάθε συγκυρία, σε κάθε παράδειγμα κρίνονται πολλά. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες βρίσκονται σε περιβάλλον πρωτόγνωρης διακινδύνευσης (βλ. αυταρχικές δημοκρατίες, τρομοκρατία, νεοφυλετισμοί κ.α.). Η δημοκρατική μας ταυτότητα είναι και θα είναι σε διαρκή εκκρεμότητα. Ας το αποδεχτούμε χωρίς μελαγχολία αλλά και χωρίς αφέλεια. Ας είμαστε σε εγρήγορση. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ