Βιβλιο

Οι μαγικές ιδιότητες του «Γιάντες» της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Με την ευκαιρία της επανακυκλοφορίας του πρώτου της μυθιστορήματος, θυμάμαι μια βιβλιοπαρουσίαση από το μακρινό 1996

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αμάντα Μιχαλοπούλου

Αμάντα Μιχαλοπούλου: Η επανακυκλοφορία του μυθιστορήματος «Γιάντες» από τις εκδόσεις Καστανιώτη και μια βιβλιοπαρουσίαση από το 1996

«Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ασχολείται συνεχώς με αυτό το βιβλίο. Το διαβάζει απ’ την αρχή προς το τέλος, κατόπιν απ’ το τέλος προς την αρχή. Το ανοίγει στην τύχη σε μια σελίδα και μερικές φορές το χτυπάει στο τραπέζι. Ίσως πιστεύει πως τα γράμματα θα ζαλιστούν και θα κυλήσουν στο τραπέζι σαν μικρά, μαύρα δαχτυλίδια. Μια μέρα έριξε το βιβλίο στο βραστό νερό. Η μητέρα της το ψάρεψε την τελευταία στιγμή, φανερά συγχυσμένη.»

Διαβάζοντας το Γιάντες, έκανα σχεδόν αυτά που γράφει η Αμάντα Μιχαλοπούλου στη σελίδα 254: ήθελα να δω αν το βιβλίο είχε μαγικές ιδιότητες: και είχε. Το Γιάντες, πρώτο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου, είναι ένα επίτευγμα: όχι ένα «μικρό» επίτευγμα όπως λένε με συγκρατημένη αισιοδοξία οι πρεσβύτεροι χτυπώντας συγχρόνως με φιλικά πατ-πατ την πλάτη του νεαρού συγγραφέαˑ ένα επίτευγμα μεγάλο και περίτεχνο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που πρέπει να ζηλέψουν οι περισσότεροι νεοέλληνες συγγραφείς —αν όχι όλοι— και να διαβάσουν οι κριτικοί που έχουν ξεμάθει να διαβάζουν επειδή έχουν συνηθίσει να ξεφυλλίζουν. Δεν είναι ωστόσο ένα «ελληνικό» μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα της ελληνοπρεπούς παράδοσης: ευτυχώς, γιατί όσο περνάει ο καιρός, τόσο ευτελίζεται ο όρος και η ελληνικότητα, τόσο ξεθωριάζουν τα τοπικά χαρακτηριστικά και γελοιοποιούνται. Το Γιάντες μοιάζει γραμμένο  από κάποιον που διασχίζει τον κόσμο, τις γλώσσες, τις κουλτούρες και τις εποχές  όπως διασχίζει τη λεωφόρο Μεσογείων (όπου βρίσκεται το σπίτι της ηρωίδας) με την ίδια φυσικότητα, την ίδια οικειότητα και περιέργεια. Ομοίως, διασχίζει τις σελίδες, βρίσκει αντιστοιχίες ανάμεσα στους αληθινούς ήρωες (την Καρ, τον Ηρακλή, τον Ηλία) και τους ήρωες των βιβλίων (τον Λεοπόλδο Μπλουμ, τη Μόλλυ) που είναι από τους ήρωες οι πιο αληθινοί. «Ο Τζέιμς Τζόυς έχει πεθάνει. Δεν θα γράψει άλλα βιβλία. Βιβλία θα γράψουν στο εξής εκείνοι που θα ήθελαν να του μοιάσουν.»)

Η ιστορία δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διήγησης: εκτυλίσσεται σε πολλά επίπεδα, με πολλά φλας-μπακ, με πρόσωπα που εναλλάσσονται·  θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ανάγνωση απαιτεί αυτοσυγκέντρωση, επιμέλεια και αφοσίωση. Επίσης, απαιτεί ήθος, που είναι προφανώς και συστατικό της συγγραφής του. Τέλος, απαιτεί αναγνώστες που να ζουν στον σημερινό κόσμο, που να συμμετέχουν στη δημιουργία του και που να αγαπούν τα βιβλία και τις λέξεις. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, αν και αυτό το πρώτο πρόσωπο αλλάζει: άλλοτε είναι η Αθηνά, μια δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Νέα Μέρα», άλλοτε είναι τα… φαγητά που παίζουν καταλυτικό ρόλο στην ιστορία και παρατηρούν τον κόσμο με ακρίβεια, με ευσπλαχνία· με ειρωνεία,  χιούμορ και σαρκασμό. Η Αθηνά μεταφράζει στα ελληνικά το βιβλίο που έγραψε ο αδελφός της με θέμα την οικογένειά τους: καθώς κάνει αυτή τη δουλειά, η ζωή της περνάει από διάφορες κρίσεις, περιπέτειες και αποκαλύψεις. Μαζί με το βιβλίο μεταφράζει τον κόσμο, τις λέξεις, τους ανθρώπους που την περιβάλλουν, τους συγγενείς, τους εραστές και τους συναδέλφους. Εργαλεία της μετάφρασης είναι η μαγειρική (κάτι που θυμίζει τόσο το Θάλασσα, Θάλασσα της Άιρις Μέρντοχ όσο και το Heartburn της Νόρα Έφρον) η γλωσσολογία (ο Τσόμσκι), ο κινηματογράφος, η μουσική, η ψυχανάλυση, η ζωγραφική. Καθώς προχωρεί η δράση —ένας πατέρας πεθαίνει, ένας έρωτας γεννιέται, δύο έρωτες, μετά πεθαίνουν κι αυτοί— η Αθηνά εξιστορεί τα γεγονότα και στοχάζεται: τα γεγονότα δεν είναι συνταρακτικά (αν και από μία άποψη είναι πολύ συνταρακτικά) κ aι οι στοχασμοί που ενσωματώνονται με σοφία και εξυπνάδα στο κείμενο, μοιάζουν με τις μεγάλες αλήθειες που θα έπρεπε να ξέρουμε αλλά δεν ξέρουμε αρκετά.     

Αμάντα Μιχαλοπούλου - Γιάντες, εκδ. Καστανιώτης

Οι αναφορές της Αμάντας Μιχαλοπούλου στη λογοτεχνία (στον Τ.Σ. Έλιοτ ή στον Παβέζε) και στη ζωγραφική (στον Σεζάν, στον Τιντορέττο) είναι συμπληρωματικές σαν τη γαρνιτούρα στα φαγητά που περιγράφει: καθώς το μυθιστόρημα μοιάζει με έδεσμα (σου έρχεται να το φας, να το καταβροχθίσεις, να κρατήσεις μια κουταλιά για αργότερα) μοιάζει λες κι όλη η λογοτεχνία, που έχει διαβάσει κι έχει αφομοιώσει η συγγραφέας, να συμβάλλει στον εμπλουτισμό του.  Πράγματι, ο Τ.Σ. Έλιοτ μάς κλείνει το μάτι όσο περίπου και οι ήρωες από τις «Επικίνδυνες αποστολές», όχι με την ευκολία των τσιτάτων, αλλά διότι, αναμφισβήτητα, όλες οι πολιτισμικές εμπειρίες έχουν παίξει κάποιο ρόλο σ’ αυτό το οικουμενικό είδος γραφής, που κρύβει ένα σωρό παιχνίδια και υπαινιγμούς, που είναι κάτι περισσότερο από ό,τι φαίνεται. Αυτό το είδος γραφής εικονίζει εξάλλου έναν μη συμβατικό κόσμο, υπονομεύοντας την τάξη των πραγμάτων, ανατρέποντάς την, ενώ ταυτοχρόνω; αυτοαναιρείται. («Πίστευα πως αν τους καταπίεζα, αν τους κρατούσα στο σπίτι, τα αισθήματα θα φούντωναν όπως στην περίπτωση της πάπισσας Ιωάννας και του Βενεδικτίνου της. Η απαγόρευση είμαι μια από τις καλύτερες εγγυήσεις του πάθους. Αργότερα, έμαθα ότι η ελευθερία είναι ακόμη καλύτερη εγγύηση.»)  

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι σήμερα τριάντα ετών και φαίνεται ότι τα ξέρει όλα για τις σχέσεις, για τον θάνατο, για τον έρωτα, την προδοσία και τη φιλία· όλα για το τι σημαίνει να γράφεις βιβλία και για το τι σημαίνει να απολαμβάνεις το σώμα, το μυαλό και τα καλύτερα παιχνίδια. Άρα, η ύπαρξή της προκαλεί ανακούφιση. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι διαθέτει απόθεμα έμπνευσης και ταλέντου, κι ότι πλήθος βιβλία την περιμένουν στο μακρύ της μέλλονˑ  αλλά κι αν αυτό δεν ισχύει, δεν πειράζει. Το Γιάντες είναι κιόλας μια μεγάλη συνεισφορά στην ελληνική λογοτεχνία, στη λογοτεχνία γενικά, στην απόλαυση των κειμένων, στην περιπέτεια του homo ludens.

Το βιβλίο κυκλοφορεί αναθεωρημένo από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ