Βιβλιο

«Αλήθεια, δεν κατάλαβα γιατί έμεινες μόνος στον δρόμο»: Διαβάζοντας το «Chevreuse» του Πατρίκ Μοντιανό

Το μυθιστόρημα του νομπελίστα λογοτέχνη

Τζέμη Τασάκου
Τζέμη Τασάκου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Αλήθεια, δεν κατάλαβα γιατί έμεινες μόνος στον δρόμο»: Διαβάζοντας το «Chevreuse» του Πατρίκ Μοντιανό
© Ulf Andersen/Getty Images/Ideal Image

Πατρίκ Μοντιανό - «Chevreuse»: Το μυθιστόρημα του νομπελίστα λογοτέχνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Οσμές χρόνου. Κι οδοί Μαντλέν να διακλαδίζονται στους χάρτες των νευρώνων μας. Γυρνάμε πάντα «στα ίδια και στα ίδια μέρη». Στη γειτονιά, στο καφέ της χαμένης μας νιότης, στην κοιλάδα Chevreuse. Με μια «μαύρη δερμάτινη βαλίτσα» όμοια μ’ αυτή που κουβαλάμε στους εφιάλτες μας. «Όπως βλέπετε δεν έχω πολλές αποσκευές», θα πει η Μαρτίν, μια ηρωίδα του Μοντιανό και θα καθίσει «στην άκρη του ντιβανιού». «Είναι η τελευταία φορά που βρίσκομαι σ’ αυτό το δωμάτιο»…

Το ίδιο ακριβώς μάλλον ποθεί και ο Ζαν Μποσνάν, ο συγγραφέας, ο «υπνοβάτης», ο οποίος πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα «Chevreuse» του νομπελίστα Πατρίκ Μοντιανό: να βρεθεί για τελευταία (;) φορά σε δωμάτια της παιδικής του ηλικίας. Ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα του Οτέιγι, ένα άλλο, στο σπίτι της οδού Ντοκτέρ - Κιρζέν.

«Καταγόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια όπως καταγόμαστε από μια χώρα», είχε γράψει κάποτε, κάποιος. Ο «κάποιος» είναι προφανώς εκείνος που εξημερώθηκε από μια αλεπού, ο κανένας που πολλούς πλανήτες γύρισε και γνώρισε ανθρώπους, και συντρίφθηκε εντέλει με το αεροπλάνο του στην έρημο. Και συμπληρώνει ο Μοντιανό καθώς ανάφερεται σ’ αυτόν τον κάποιο στο Chevreuse: «…αλλά θα έπρεπε να διευκρινίσει από ποια παιδική ηλικία και από ποια χώρα. Κι αυτό θα του ‘ταν δύσκολο.»

Κάθετο ταξίδι επιχειρεί ο Ζαν Μποζνάν. Εβδομήντα ετών γυρνά πενήντα χρόνια πίσω, τότε που με την Καμίλ Λυκά, την επονομαζόμενη «Νεκροκεφαλή» και την Μαρτίν Χέιγουορντ κυλούν με αυτοκίνητο μες την κοιλάδα της Σεβρέζ, «…έχοντας την εντύπωση ότι δε γλιστρούσε μέσα της με αυτοκίνητο αλλά κατέβαινε ένα ποτάμι με μονόξυλο…» (σελ87)

Κι έπειτα (ή μήπως πριν;) είκοσι ετών γυρνά δείκτες ρολογιού κι επιστρέφει στον πεντάχρονο εαυτό του. «τα παιδιά μας κοιτάζουν». Και θυμάται πως και τότε… «Ο ήλιος ήταν αρκετά δυνατός…», τότε «όταν έπαιζε στο μεγάλο άχτιστο οικόπεδο με τα ψηλά αγριόχορτα, γύρω από τον ερειπωμένο πύργο, και μετά έπαιρνε το δρόμο να γυρίσει σπίτι. Εκείνη την ώρα, η σιωπή γύρω του ήταν τόσο βαθιά, που άκουγε τα σανδάλια του να χτυπάνε ρυθμικά στο πεζοδρόμιο.»

«Και τώρα είχε επιστρέψει κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο και μες στην ίδια σιωπή». I bambini ci guardano. Και μια φράση της Καμίλ που τη θυμόταν αυτολεξεί: «Αλήθεια, δεν κατάλαβα γιατί έμεινες μόνος στο δρόμο». Αυτές οι λέξεις (…) αντηχούσαν στη μνήμη του κι αντιστοιχούσαν απόλυτα σε μια στάση ή, μάλλον, σ’ έναν τρόπο ζωής που ήταν ο δικός του απ’ όταν ήταν παιδί, αλλά και για πολύ καιρό αργότερα, ίσως ακόμα και μέχρι σήμερα.» (σελ.25)

Μοναξιά λοιπόν για το πεντάχρονο που παίζει με κηλίδες ήλιου και σκιές, μοναξιά για τον εικοσάχρονο που τον καταδιώκουνε φαντάσματα κι ασκείται στην σιωπή, μοναξιά για τον εβδομηντάρη «…που ‘λεγε και ξανάλεγε μέσα του: ‘‘Αρκετά κράτησε το αστείο’’ και, κυρίως: ‘‘Πρέπει να κόψω τις γέφυρες’’».

«Ήταν όντως μοναξιά;» αναρωτιέται ο εικοσάχρονος ή ο εβδομηντάρης. Και πώς κόβει κανείς τις γέφυρες; Ε, η απάντηση είναι απλή: Κάνοντας τα φαντάσματα, μελάνι και χαρτί. «Μπορεί στα χρόνια που έμελλε να ‘ρθουν, αυτά τα πρόσωπα να του ξυπνούσαν ακόμα αναμνήσεις, όπως κάνουν οι σπουδαίοι τραγουδιστές. (Μήπως εδώ, δίνεται μια απάντηση για την παρουσία του Σερζ Λατούρ στις πρώτες σελίδες του βιβλίου;) Κι αφού δε θα μπορούσε να ξαναζήσει το παρελθόν για να το διορθώσει, ο καλύτερος τρόπος να τα καταστήσει μια για πάντα ακίνδυνα και να τα κρατήσει σε απόσταση θα ‘ταν να τα μεταμορφώσει σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.»  Κάπως όμοια δεν σκέφτεται και ο Ζαν Νταραγκάν  στο «Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά» του Πατρίκ Μοντιανό; Και κάπως έτσι, ο Ζαν Μποσνάν της Chevreuse και ο Ζαν Νταραγκάν γράφουν το πρώτο τους βιβλίο: «Το μαύρο του καλοκαιριού». Δεν είναι βέβαιο ότι οι δυο συγγραφείς του Μοντιανό, οι δύο Ζαν, γράφοντας το πρώτο τους βιβλίο έγιναν ευτυχέστεροι. Εκείνο που μάλλον βέβαιο είναι, πως γράφοντάς το, κάποια απ’ τα φαντάσματά τους, εξαφανίστηκαν.

Πατρίκ Μοντιανό - «Chevreuse»: Το μυθιστόρημα του νομπελίστα λογοτέχνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Η Μνήμη. Ο χαμένος χρόνος. Η χαμένη γειτονιά. Η χαμένη νιότη. Και κάπου εκεί κι εμείς, χαμένοι σε μια κοιλάδα, να τραγουδάμε: «Douce dame/  je reve souvent de vous…»  Ή ακόμη καλύτερα, να συνεννοούμαστε με στίχους: «Viens, les vins vont aux plages». Και το παιδί που κάποτε υπήρξαμε, πάντα να μας εποπτεύει. Και να διαβαίνουμε παράλληλους κόσμους και να κάνουμε ένα «φούιιιι» στα φαντάσματα και να τα εξαφανίζουμε. Και να ξέρουμε: πως οι θησαυροί που βρίσκονται «θαμμένοι αιωνίως» πίσω από τοίχους είναι απλώς: «Ράβδοι χρυσού που αν τους έξυνες την επιφάνεια δεν ήταν παρά μόλυβδος.»

Και να στρέφουμε ψηλά το βλέμμα στο γαλανό ουρανό και να βλέπουμε τη λευκή γραμμή που αφήνει ένα αεροπλάνο. «Ένα αεροπλάνο γλιστρούσε σιωπηλά στον γαλανό ουρανό κι άφηνε πίσω του μια λευκή γραμμή, αλλά δεν μπορούσες να πεις αν είχε χαθεί, αν ερχόταν από το παρελθόν ή αν επέστρεφε σ’ αυτό.»

Σε ποιoν ανήκε άραγε, το αεροπλάνο;

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ