Βιβλιο

Έχουμε μονάχα ο ένας τον άλλον — και τα βιβλία

Για το feelgood μυθιστόρημα του Carsten Henn, «Ο ταχυδρόμος των βιβλίων» (μετάφραση Μαρία Μαντή, 272 σελίδες, Εκδόσεις Μεταίχμιο

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Carsten Henn: Το μυθιστόρημά του «Ο ταχυδρόμος των βιβλίων»
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Bing.

Carsten Henn, «Ταχυδρόμος των βιβλίων» (μετάφραση Μαρία Μαντή, 272 σελίδες, Εκδόσεις Μεταίχμιο): Ένα τρυφερό, συγκινητικό και εξόχως βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα

Είναι κάποια βιβλία που όλοι οι βιβλιόφιλοι πιστεύουν πως έπρεπε να είχαν γραφτεί από καιρό τώρα. Βιβλία που αναφέρονται στα βιβλία, στην αγάπη προς τα βιβλία, στην ανάγκη της ανάγνωσης, στη μυρωδιά του μελανιού και της βιβλιοδετικής κόλλας, και σε εκείνη τη μυστική σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι εραστές των τυπωμένων σελίδων.

Carsten Henn: Το μυθιστόρημά του «Ο ταχυδρόμος των βιβλίων»

Ένα από αυτά είναι και ο «Ταχυδρόμος των βιβλίων» του Carsten Henn, το πιο καλόκαρδο, πιο γλυκό και πιο βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα που διαβάσαμε εδώ και καιρό. Και με μια πανέμορφη ιστορία μέσα του. Και με γλυκύτατους ήρωες, που ταυτίζεσαι εύκολα μαζί τους. Κυριολεκτικά, δεν βρήκαμε κάτι που να μη μας αρέσει ΠΟΛΥ, ή κάτι που δεν θα αγαπήσουν οι αναγνώστες του. Πρόκειται για ένα βιβλίο με τη δικιά του καρδιά, που πάλλεται με συγκίνηση (ώρες - ώρες αρκετή: να είστε προετοιμασμένοι) και πολλή ευαισθησία. Δεν θα σταματήσουμε τα υπερβολικά λόγια, καθώς τα εννοούμε απολύτως: νά λοιπόν ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που μιλάνε κατευθείαν στην ψυχή σου. Αρκεί να αγαπάς τα βιβλία.

Ο «Ταχυδρόμος» μιλά για μια σπάνια φιλία —ένας ηλικιωμένος βιβλιοπώλης από τη μια, ένα κοριτσάκι εννέα ετών από την άλλη—, για μία σειρά από σπάνιους πελάτες βιβλιοπωλείου, για μια απόλυση, για το πέρασμα του χρόνου και των εποχών, και για έναν αγώνα να φτιαχτεί ό,τι δεν πρέπει επ’ ουδενί να αφεθεί χαλασμένο. Και βέβαια για τις δυνατότητες που σου δίνουν η φιλία και η αγάπη —και τα βιβλία— να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή. Και να χαμογελάς.

Αν σας αρέσουν τα βιβλία που μιλούν για βιβλία, βιβλιοπωλεία και αναγνώστες —ειδικά, δε, για όσους από εκείνους επιλέγουν να μην πολυβγαίνουν από το σπίτι τους—, και για το πόσο σημαντικά είναι τα βιβλία για μία κατηγορία ανθρώπων —τόσο που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτά—, αν σας αρέσουν τα βιβλία που ο συγγραφέας τους μνημονεύει ακόμη και τα τρία γατάκια του στις Ευχαριστίες, αν αγαπάτε τα αστυνομικά, τις περιπέτειες, τα θρίλερ κ.τ.π. και θέλετε ένα ευχάριστο διάλειμμα, αν διαβάζετε «βαριά» λογοτεχνία και θέλετε επίσης να κάνετε ένα (απαραίτητο) διάλειμμα, τότε ναι: ο «Ταχυδρόμος» είναι γραμμένος για εσάς. Πραγματική απόλαυση.

Πολύ όμορφη η μετάφραση της Μαρίας Μαντή, πολύ όμορφη έκδοση γενικά. Συστήνεται με πανηγυρικό τρόπο.

ΥΓ1. Να τονίσουμε επίσης, επίτηδες εδώ στο τέλος του σημειώματός μας, ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα κι ένα και για τους βιβλιοπώλες, ειδικά για αυτούς που έχουν «μικρά», συνοικιακά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία. Γιατί αυτοί ξέρουν καλά, «νιώθουν», και θα ταυτιστούν απολύτως με τον υπέροχο Καρλ Κόλχοφ. Θα ενθουσιαστούν.

ΥΓ2. Μετά από όλα αυτά, δεν είναι καθόλου παράδοξο που ο «Ταχυδρόμος των βιβλίων» μεταφράζεται ήδη σε τριάντα γλώσσες!

* * *

Carsten Henn, «Ταχυδρόμος των βιβλίων» (Εκδόσεις Μεταίχμιο): Η υπόθεση

O Καρλ Κόλχοφ δεν είναι ένας συνηθισμένος 75χρονος. Λάτρης των βιβλίων και παλιός βιβλιοπώλης, ζει προσκολλημένος, θα έλεγε κανείς, σε μια παλιότερη εποχή, με έναν ρομαντισμό πρωτόγνωρο. Έτσι, δουλεύει στο βιβλιοπωλείο του μέντορά του Γκούσταβ – και μένει εκεί παρότι διαπιστώνει την αντιπάθεια της νέας διευθύντριας και κόρης του Γκούσταβ απέναντί του. Γιατί ο Κόλχοφ, μόνος στη ζωή, δεν έχει μάθει να ζει αλλιώς. Είναι μοναχικός και οι φίλοι του είναι τα βιβλία. Τα βιβλία και οι παράξενοι πελάτες του: άνθρωποι μοναχικοί και οι ίδιοι, εγκλωβισμένοι ο καθένας στο δικό του μεγαλύτερο ή μικρότερο δράμα, που έχουν καθιερώσει μια ιδιότυπη συνήθεια: περιμένουν κάθε εβδομάδα τον βιβλιοπώλη της καρδιάς τους να τους φέρει στο σπίτι το κατάλληλο γι’ αυτούς βιβλίο. Η επίσκεψη του Καρλ και οι επιλογές του αποδεικνύονται ευεργετικές για τους ανθρώπους αυτούς. Ειδικά όταν στο παιχνίδι μπαίνει και μια παράξενη εννιάχρονη, το κορίτσι-σίφουνας με την ώριμη σκέψη και τόλμη, που, δίνοντας και αυτή διέξοδο στη δική της μοναξιά (ορφανή από μητέρα, με έναν πατέρα παρόντα-απόντα και δεχόμενη πειράγματα στο σχολείο), ακολουθεί τον Καρλ παντού και αλλάζει, με την ανέμελη παιδικότητά της, τις ζωές των πελατών του.

Carsten Henn - βιογραφικό

Ο Carsten Henn (1973) εργάζεται ως δημοσιογράφος γεύσης και οίνου σε διεθνή περιοδικά. Με το πλήρες όνομά του, Carsten Sebastian Henn, έχει υπογράψει πολλά αστυνομικά βιβλία (με αρκετή γευσιγνωσία και γαστρονομία).

Carsten Henn: Το μυθιστόρημά του «Ο ταχυδρόμος των βιβλίων»
Ο Carsten Henn. © Mirko Polo

Carsten Henn, «Ταχυδρόμος των βιβλίων» (Εκδόσεις Μεταίχμιο): Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 2, που έχει τίτλο «Ο ξένος»

Όταν ξύπνησε, ο Καρλ ένιωσε πάλι σαν βιβλίο που έχει χάσει μερικές σελίδες. Το αίσθημα αυτό γινόταν ολοένα και εντονότερο τους τελευταίους μήνες. Και εκείνος είχε την αίσθηση πως δεν απέμενε πολύ χαρτί πια στο βιβλίο της ζωής του.

Πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε καφέ. Η θερμότητα έφτασε στα δάχτυλά του, που ακόμα ήταν κρύα από τον ύπνο, λες και κρυβόταν ένας μικρός φούρνος στην πορσελάνη της κούπας και κάποιος τον είχε μόλις ανάψει. Μαζί με τη θερμότητα ένιωσε να απλώνεται μέσα του και λίγη ευτυχία, που σαν απαλό κύμα έφτασε σε ολόκληρο το σώμα του. Αυτός ήταν ο λόγος που αγόραζε κούπες από λεπτή πορσελάνη – κι ας ήταν ακριβότερες, κι ας έσπαγαν εύκολα. Οι κούπες με τη χοντρή πορσελάνη δεν σε άφηναν να νιώσεις τίποτα.

Η μέρα του άρχισε να ξετυλίγεται σαν θολή ασπρόμαυρη ταινία, από αυτές που μόνο σχηματικά διακρίνεις όσα εκτυλίσσονται στην οθόνη. Μόνο όταν ήχησε το καμπανάκι του βιβλιοπωλείου στις εξίμισι, εξαγγέλλοντας την άφιξη του Καρλ, επανήλθε το χρώμα στη ζωή του.

Η Σαμπίνε Γκρούμπερ είχε οχυρωθεί πίσω από τον πάγκο. Στεκόταν ακριβώς μπροστά από το χρυσό κάδρο, λες και ήθελε να κρύψει το κορνιζωμένο άρθρο της εφημερίδας. Το άρθρο περιλάμβανε μια ημισέλιδη φωτογραφία του Καρλ και μιλούσε για την ασυνήθιστη τακτική του να παραδίδει βιβλία κατ’ οίκον. Τον είχαν δείξει και στην τηλεό­ραση κάποτε. Μετά την εκπομπή μάλιστα υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που παράγγελναν βιβλία, μόνο και μόνο για να τους τα παραδώσει με τα πόδια ο γραφικός κύριος Κόλ­χοφ. Σύντομα όμως ο ενθουσιασμός της νέας ανακάλυψης ξεθύμανε και οι πελάτες κατάλαβαν πως ήταν περισσότερο τηλεθεατές παρά αναγνώστες.

Σήμερα το κιβώτιο του Καρλ περιείχε δύο βιβλία. Δεν είχαν πολλές σελίδες, παρ’ όλα αυτά ο σάκος τού φάνηκε βαρύς.

Ο Λέον καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα δίπλα από τους πάγκους με τις σκονισμένες κάρτες, το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη του κινητού. Το βιβλίο του Νικ Χόρνμπι παρέμενε στο τραπέζι ανέγγιχτο. Μα φυσικά, πώς να ακουστούν τα λόγια του Χόρνμπι μέσα στην πολυφωνία του παγκόσμιου ιστού;

«Βγαίνετε για περιπολία πάλι;» ρώτησε ο Λέον χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από την οθόνη.

«Δεν είμαι αστυνομικός» απάντησε ο Καρλ. «Βιβλία μοιράζω. Που καμιά φορά τυγχάνει να έχουν εγκληματικό περιεχόμενο».

«Δεν είναι κάπως βαρετό αυτό;» Ο Λέον συνέχισε να κοιτάζει επίμονα το κινητό του. Ο Καρλ είχε την εντύπωση πως δεν τον ενδιέφερε η απάντηση. Όταν δεχόταν μια ερώτηση όμως, όφειλε να απαντήσει. Και απάντησε ειλικρινά και με όσες λεπτομέρειες χρειαζόταν.

«Είμαι σαν τον δείκτη του ρολογιού. Θα έλεγε κανείς ότι ο δείκτης είναι δυστυχισμένος. Καταδικασμένος να κάνει την ίδια διαδρομή ξανά και ξανά, για να καταλήξει εκεί από όπου ξεκίνησε. Δεν είναι έτσι όμως, ίσα - ίσα. Ο δείκτης απολαμβάνει αυτή τη βεβαιότητα διαδρομής και προορισμού, τη σιγουριά πως δεν είναι δυνατόν να λοξοδρομήσει, πως προορίζεται να είναι πάντα χρήσιμος και ακριβής». Ο Καρλ κοίταξε τον Λέον, εκείνος όμως δεν ανταπέδωσε το βλέμμα.

«Κατάλαβα» είπε μόνο.

Ο Καρλ ίσιωσε τον γιακά από το σακάκι του και βγήκε από το βιβλιοπωλείο. Ένιωθε ευτυχία για την αποστολή που είχε μπροστά του. Δεν ήξερε ακόμα ότι εκείνη την ημέρα θα ξεκινούσε για εκείνον μια νέα αποστολή – πολύ δυσκολότερη από το απλό άδειασμα του παραγεμισμένου σάκου του.

Η φθινοπωρινή μέρα φαινόταν να αναπολεί το καλοκαίρι. Η πλατεία Μίνστερπλατζ λουζόταν στο φως του ήλιου, τα μεσαιωνικά τείχη έμοιαζαν να έχουν ξανανιώσει, η παλιά πόλη φάνταζε νεόδμητη.

Ο Καρλ Κόλχοφ πάτησε το πόδι του στο καλντερίμι, που τις πέτρες του είχαν ήδη λειάνει με τις σόλες τους οι διαβάτες κάθε ηλικίας. Πάλι είχε την αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Αυτή τη φορά ήταν τόσο έντονη, που σταμάτησε και κοίταξε γύρω του σαρώνοντας την πλατεία σαν προβολέας φάρου. Οι περαστικοί τον προσπερνούσαν γλιστρώντας στο καλντερίμι σαν πλεούμενα, άλλοι γρήγορα σαν ταχύπλοα, άλλοι αργά σαν σχεδίες. Μα κανείς δεν γύριζε να τον κοιτάξει.

Ο Καρλ έπρεπε να προχωρήσει, αν ήθελε να μείνει πιστός στο πρόγραμμά του. Κυριολεκτικά ένιωθε τα χαμένα δευτερόλεπτα να περνούν μέσα από τα ανυπόμονα πόδια του. Προχώρησε προσπαθώντας να διώξει την παράξενη αίσθηση, σαν να ’τανε μύγα. Εκείνη όμως δεν έφευγε.

Ξαφνικά ήρθε κοντά του ένα κοριτσάκι με καστανές μπούκλες και άρχισε να περπατάει δίπλα του.

Έμοιαζε με την ηρωίδα του βιβλίου Ένα κάστρο για την πριγκίπισσα, που στο πίσω μέρος είχε ρούχα για να τα κολλάς στις σελίδες και να ντύνεις την πριγκίπισσα. Έμοιαζε επίσης με το κοριτσάκι από το βιβλίο Η Λίλη και ο καλόκαρδος κροκόδειλος, όπου η ηρωίδα παρέα με τον κροκόδειλο κατατρόπωναν τον κακό Κάσπαρ. Για να ταιριάζουν όμως απόλυτα οι ηρωίδες με το πλάσμα που αντίκριζε τώρα ο Καρλ, θα έπρεπε να φοράνε και κατακίτρινο παλτουδάκι με ξύλινα κουμπιά. Και από κάτω ένα πλεκτό κίτρινο κολάν και καφέ μποτάκια με γουνίτσα στο πάνω μέρος. Το πιο εντυπωσιακό στο κοριτσάκι πάντως ήταν το δερμάτινο σκουφάκι, με στερεωμένα πάνω του γυαλιά πιλότου – αξεσουάρ μοντέρνο, που σε καμία περίπτωση δεν εξουσιοδοτούσε την κάτοχό του να πιλοτάρει αεροπλάνο. Και όταν κοιτούσες στα μάτια τη μικρούλα, ήταν λες και κάποιος είχε φυσήξει στο πρόσωπό της γύρη από ηλιοτρόπιο – τόσες πολλές ήταν οι φακίδες της. Οι περισσότερες συγκεντρώνονταν γύρω από την ανασηκωμένη μυτούλα της, λες και εκεί εντοπιζόταν το ομορφότερο σημείο του προσώπου της. Τα μάτια της είχαν ένα ανοιχτόχρωμο μπλε χρώμα, εκείνο του ουρανού, όχι της θάλασσας.

«Γεια, είμαι η Σάσα, είμαι εννιά χρονών». Το ανέφερε έτσι απλά, χωρίς να περιμένει τα στοιχεία του Καρλ σε ανταπάντηση. Ήταν απλή ενημέρωση, όχι αίτημα. Η Σάσα ήταν κάπως κοντή για την ηλικία της, πράγμα που αποτελούσε αφορμή για πειράγματα στο σχολείο. Εκείνη θεωρούσε πως ήταν και χοντρούλα, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε παρά τα κλασικά παιδικά παχάκια που βλέπεις κάποιες φορές στα παιδιά λίγο πριν αρχίσουν να ψηλώνουν απότομα.

Ο Καρλ δεν βράδυνε το βήμα του. Τα βιβλία έπρεπε να φτάσουν στους παραλήπτες τους. Μπορεί να μην ήταν λαχανικά, αλλά εκείνος τα έβλεπε σαν προϊόντα που χαλάνε.

«Δεν με φοβάσαι;»

«Όχι».

«Απαγορεύεται να ακολουθείς αγνώστους, δεν στο έχουν πει;»

«Δεν είσαι άγνωστος, σε ξέρω».

«Όχι, δεν με ξέρεις».

«Αφού περνάς συνέχεια από την πλατεία. Σε βλέπω από το παράθυρο όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Και ο μπαμπάς λέει πως άρχισα να θυμάμαι και να σκέφτομαι από πολύ μικρή ηλικία. Και συνεχίζω να σκέφτομαι μέχρι σήμερα. Εσύ λοιπόν ήσουν πάντα στην πλατεία. Σαν τον ήχο από τις καμπάνες του καθεδρικού. Σε ξέρω λοιπόν». Τα λόγια ανάβλυζαν από μέσα της σαν από σιντριβάνι.

«Και αφού με ξέρεις, πώς με λένε;»

«Ούτε τις καμπάνες ξέρω πώς τις λένε, αλλά θα αναγνώριζα τον ήχο τους ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια άλλες. Ακριβώς όπως ξεχωρίζω κι εσένα ανάμεσα σε τόσους περαστικούς».

Ο Καρλ δεν είχε πειστεί από το επιχείρημά της. Του φάνηκε παιδιάστικο. «Δεν με ξέρεις κανονικά. Και αφού δεν με ξέρεις, θεωρούμαι άγνωστος».

«Είσαι ο ταχυδρόμος των βιβλίων. Εγώ έτσι σε λέω. Να λοιπόν που έχεις όνομα κι εγώ το ξέρω».

Ο Καρλ αναστέναξε. «Αφού με βλέπεις συνέχεια, θα έχεις προσέξει και ότι κυκλοφορώ μόνος μου».

«Κανένα πρόβλημα. Εσύ περπατάς μόνος σου και εγώ περπατάω επίσης μόνη, δίπλα σου».

«Α, όχι» είπε ο Καρλ. «Αυτό δεν γίνεται».

Αγαπούσε τα παιδιά, αλλά δεν τα καταλάβαινε. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν και ο ίδιος παιδί… Οι αναμνήσεις του έμοιαζαν πια με φθαρμένες πολαρόιντ. Και όσο αυτός γερνούσε και τα παιδιά παρέμεναν παιδιά… η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωνε. Και τώρα πια δεν ήξερε πώς να τη γεφυρώσει.

Έτσι συνέχισε τον δρόμο του, αφήνοντας πίσω του τη Σάσα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ