Βιβλιο

Γκιτάντζαλι Σρι: Ένας φεμινιστικός λογοτεχνικός θρίαμβος από την Ινδία

Για το βραβευμένο με το Διεθνές Booker μυθιστόρημα της Γκιτάντζαλι Σρι, «Τάφος στην άμμο» (μετάφραση Στεφανία Γεωργάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη)

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
 Γκιτάντζαλι Σρι: Ένας λογοτεχνικός θρίαμβος από την Ινδία

Γκιτάντζαλι Σρι, «Τάφος στην άμμο» (μετάφραση Στεφανία Γεωργάκη, 616 σελίδες, Εκδ. Καστανιώτη): Ένα βιβλίο για τις άπειρες δυνατότητες της γυναικείας ελευθερίας

Ποτέ πριν τον «Τάφο στην άμμο» και την Γκιτάντζαλι Σρι δεν κατέκτησε άλλος συγγραφέας που γράφει στα χίντι το Διεθνές Βραβείο Booker. Πολύ υψηλή αναγνώριση της λογοτεχνικής αξίας μιας συγγραφέως πασίγνωστης μεν στη χώρα της, την Ινδία, μα ουσιαστικά άγνωστης σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο μέχρι πέρυσι, οπότε και έλαβε την πελώρια αυτή τιμή, στα 65 της χρόνια.

Ο «Τάφος στην άμμο» είναι το πέμπτο μυθιστόρημά της. Και τι μυθιστόρημα. Από εκείνα που σου υποβάλουν «κυριολεκτικά» να καταβυθιστείς στο κείμενο, να αφεθείς στις λέξεις του, και να παρασυρθείς στον στροβιλισμό τους. Υπέροχη και σπάνια αναγνωστική εμπειρία. Και ταυτόχρονα ένα απίθανα μοντέρνο κείμενο, τόσο από άποψη ύφους όσο και ουσίας, καθώς η ιστορία του δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς διαβάζοντας για «ένα ινδικό μυθιστόρημα με ηρωίδα μία ηλικιωμένη χήρα». Κάθε άλλο. Κάθε άλλο!

Η Σρι μιλά για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στην Ινδία, τι σημαίνει να είσαι «αόρατη» σε έναν κόσμο όπου η πατριαρχία δεν είναι απλώς δεδομένη, αλλά ένα με το χώμα και τον αέρα και το νερό, κάτι που σε πνίγει, σε συρρικνώνει και σε μειώνει με έναν τρόπο αδιανόητο (σήμερα) σε εμάς. Ουσιαστικά, μία γυναίκα υπάρχει και φαίνεται μόνο όταν, ή αν, γίνει μητέρα. Όμως αυτή η μεγάλη πεζογράφος έχει άλλη άποψη. Και έχει επίσης και τον τρόπο να την αφηγηθεί: «Άμα έχεις γυναίκες και σύνορα», μας λέει, «η ιστορία γράφεται από μόνη της. Αλλά και οι γυναίκες από μόνες τους αρκούν». Και έτσι θα γίνει και στο βιβλίο της, ένα βιβλίο για μια γυναίκα ογδόντα χρονών, που μπορεί να μη βλέπουμε παρά μονάχα την πλάτη της στην αρχή του βιβλίου, και για πολλές σελίδες στη συνέχεια, έτσι καθώς είναι ξαπλωμένη στο πλάι κοιτώντας τον τοίχο και θρηνώντας (τι, άραγε;…), αλλά που μια μέρα θα σηκωθεί, αποφασισμένη να κάνει,ξαφνικά, ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι μύησης στην Ινδία, αλλά και στο παρελθόν της, το δικό της παρελθόν — που μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μέλλον. Ένα ταξίδι στη γυναικεία της υπόσταση.

Μια οικογενειακή σάγκα, ένα δροσερό βιβλίο, παιχνιδιάρικο, αστείο (όχι παραπλανητικά αστείο) μα και πολύ σοβαρό ταυτόχρονα, ένα βιβλίο ινδικού μαγικού ρεαλισμού για το φύλο, για τη γυναικεία συνείδηση, για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σε έναν ανδρικό κόσμο (δεν σημαίνει και πολύ καλά πράγματα…), για την ελευθερία επιλογής των γυναικών, για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί η πατριαρχία, για τη σεξουαλικότητα, για το κιτς, για τα σύνορα, για τον ξεριζωμό από τα χώματά σου, για τις οικογενειακές αξίες και το αφόρητο βάρος που συχνά κομίζουν σε έναν άνθρωπο, για τη βία και την εκμετάλλευση, για την ιστορία και το απόλυτο βάρος της, αλλά και για την ίδια τη γλώσσα και την απόλαυση της γραφής (και της ανάγνωσης) ή και της ίδιας της γλωσσοπλαστικής ικανότητας. Ένα μυθιστόρημα, εντέλει, για τις άπειρες δυνατότητες της ελευθερίας.

Οφείλουμε να κάνουμε ασφαλώς μνείαστην πανέμορφη, σκληρόδετη έκδοση με κουβέρτα (όπως όλα τα βιβλία πεζογραφίας του οίκου), που διαβάζεται με μεγάλη ευκολία και στέκεται άψογα στη βιβλιοθήκη, και βέβαια στηλαμπρή μετάφραση από τη Στεφανία Γεωργάκη που, σε συνεννόηση με τη συγγραφέα, στηρίχτηκε στη βραβευμένη αγγλική μετάφραση του βιβλίου, έχονταςκαι τη γαλλική από κοντά. Τη θεώρηση της μετάφρασης από τα χίντι έκανε ο Δημήτριος Θ. Βασιλειάδης.

 Γκιτάντζαλι Σρι: Ένας λογοτεχνικός θρίαμβος από την Ινδία

«Τάφος στην άμμο» της Γκιτάντζαλι Σρι (εκδ. Καστανιώτη) - Η υπόθεση

Η Μαμά, μια ογδοντάχρονη γυναίκα στη βόρεια Ινδία, βουλιάζει σε μια περίοδο κατάθλιψης μετά τον θάνατο του άντρα της και, όταν συνέρχεται, την πλημμυρίζει μια νέα όρεξη για ζωή. Αποφασισμένη να σαρώσει κάθε κανόνα και περιορισμό, προκαλεί αναστάτωση με τις αντισυμβατικές επιλογές της. Πιάνει φιλίες με μια χίτζρα, ένα άτομο του τρίτου φύλου, και φέρνει τα πάνω κάτω στην καθημερινότητα της κόρης της, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρείται το πιο ανοιχτόμυαλο μέλος της οικογένειας. Η Μαμά, σε πείσμα όλων, ταξιδεύει στο Πακιστάν και έρχεται αντιμέτωπη με το ιστορικό τραύμα του Διαχωρισμού της Ινδίας και του ξεριζωμού, βιώματα που στιγμάτισαν την εφηβεία και τη μετέπειτα πορεία της. Τι σημαίνει να είσαι μητέρα, κόρη, γυναίκα, φεμινίστρια; Οι έννοιες αποκτούν εδώ καινούργια και απρόβλεπτα νοήματα, δίχως ποτέ να εγκλωβίζονται σε στεγανά. Παρά το τραγικό υπόβαθρο της αφήγησης, το θαυμάσιο ύφος της Γκιτάντζαλι Σρι σμιλεύει ένα φωτεινό, ευφρόσυνο, λεπταίσθητο, συγκινητικό και πρωτότυπο μυθιστόρημα, το οποίο παράλληλα συνιστά μια επίκαιρη και επείγουσα διαμαρτυρία ενάντια στις καταστροφικές συνέπειες των συνόρων που χαράσσονται ανάμεσα σε χώρες, θρησκείες, ανθρώπους και φύλα.

Γκιτάντζαλι Σρι - βιογραφικό

Η Γκιτάντζαλι Σρι γεννήθηκε το 1957 στην πόλη Μαϊνπουρί της βόρειας Ινδίας. Γράφει στα χίντι και συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές πεζογράφους της πατρίδας της. Έχει εκδώσει αρκετές συλλογές διηγημάτων και τα μυθιστορήματα«Μάι («Mai», 1993), «Η πόλη μας εκείνη τη χρονιά («HamaraShaharusBaras», 1998), «Στη σκιά» («Tirohit», 2001), «Άδειος χώρος» («KhaliJagah», 2006) και «Τάφος στην άμμο» (RetSamadhi, 2018). Το τελευταίο είναι το πλέον πρόσφατο βιβλίο της και με αυτό κατέκτησε επάξια την ευρύτερη αναγνώριση. Με την αγγλική μετάφραση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος η συγγραφέας απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Booker 2022, από τις κορυφαίες λογοτεχνικές διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες της Ινδίας αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Έχει γράψει επίσης κείμενα για το θέατρο, όπως το «Γκόρα» («Gora»), το «Ουμράο» («Umrao») και το «Σουντάρι» («Sundari»), σε συνεργασία με την καλλιτεχνική ομάδα «Vivadi», της οποίας είναι ιδρυτικό μέλος. Ζει στο Νέο Δελχί.

 Γκιτάντζαλι Σρι: Ένας λογοτεχνικός θρίαμβος από την Ινδία
Η Geetanjali Shree. © Rajkamal Publishers

* * *

«Τάφος στην άμμο» της Γκιτάντζαλι Σρι (εκδ. Καστανιώτη) - Απόσπασμα (Μέρος 1ο, Κεφάλαιο 19)

Ο άνεμος φυσάει μανιασμένα. Ή ζυγώνει στις μύτες των ποδιών. Τα πράγματα κινούνται στον δικό τους ρυθμό. Αλλάζουν, γι’ αυτό άλλωστε κινούνται. Εξελίσσονται.

Το γέλιο έφυγε, έμεινε, ήρθε, κανείς δεν ξέρει, αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: Μια μέρα ήρθε το μπαστούνι.

Δεν θα μάθουμε ποτέ, παρά μόνο αν ρωτήσουμε τον Σοβαρό Γιο και την Μπαχού και προσπαθήσουμε να διασταυρώσουμε τις απαντήσεις τους και συγχρόνως διαβάσουμε ανάμεσα και πίσω από τις γραμμές, τι ρόλο έπαιξε ακριβώς ο Πιρ Ναμπίνα. Αμέσως μετά τον προσδιορισμό της ασθένειας, η εταιρεία στην οποία εργαζόταν ο Σοβαρός Γιος τού έδωσε προαγωγή και τον έστειλε στο εξωτερικό, κάνοντάς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο στα υπερπόντια γραφεία της. Έτσι, λοιπόν, στο εξωτερικό εδώ δεν σημαίνει στο Νεπάλ ή στο Μπαγκλαντές, αλλά στη Γερμανία, την Αυστραλία, την Αμερική, οπότε ο Σοβαρός Γιος ταξίδεψε στην Αυστραλία και έγινε ο Υπερπόντιος Γιος. Από τις φωτογραφίες που έστειλε μόλις έφτασε εκεί, δεν μπορούσες να διακρίνεις αν πίσω απ’ την αγέλαστη έκφρασή του ξεσπούσε ακόμα σε άγαρμπα χάχανα ή αν από τα τεντωμένα του σαγόνια δεν ανέβλυζε ούτε στάλα γέλιου και αν εξακολουθούσαν να αφρίζουν στο στόμα του οι μπουρμπουλήθρες απ’ το στομάχι του, νομίζοντας πως ήταν κάτι άλλο· και ούτε διέκρινες αν το περιβάλλον γύρω του του προκαλούσε ακόμη αηδία ή αν εκεί πέρα άλλαξε γνώμη για τα πολυκαταστήματα, την εμπορευματοποίηση και τον υλισμό και άρχισε τώρα να τα υμνεί και να τα δοξάζει.

Με λίγα λόγια, το γέλιο έφυγε στην άλλη άκρη του ωκεανού και ήρθε το μπαστούνι. Ήρθε φέρνοντας μαζί του τον Υπερπόντιο Γιο, ο οποίος επέστρεψε για λίγες μέρες στο σπίτι του, προκειμένου να μοιραστεί τη χαρά της επαγγελματικής του επιτυχίας με την οικογένεια και την πατρίδα. Και επέστρεψε με δώρα: πουκάμισα, ένα δεμάτι βαμβάκι, ένα λουλουδάτο πλαστικό καπάκι τουαλέτας, μπλουζάκια, ένα αντικολλητικό τηγάνι, τσίχλες, ένα μπρελόκ καγκουρό, ένα πρεςπαπιέ κοάλα, κάλτσες, τάπερ και, Μαμά –στην Μπαχού– όποτε θέλεις, έλα να με επισκεφτείς, και, αυτό εδώ το βρήκα σε προσφορά γιατί είναι εκτός σεζόν, αυτό το βρήκα σε προσφορά γιατί ήταν από τα τελευταία κομμάτια, και το μπαστούνι το είχε μισή τιμή, αλλά και πάλι κόστισε χίλιες ρουπίες, και δεν ήταν ανάγκη να πει ότι ήταν Αχ, τι υπέροχο μπαστούνι! Κανείς τους δεν είχε δει ποτέ κάτι σαν κι αυτό.

Κόστισε χίλιες ρουπίες, είπε ο Μπαντέ με περηφάνια. Έχει πάνω όλα τα χρώματα, είπε ενθουσιασμένη η Μπέτι. Μπορείς, αν θες, να το ξεδιπλώνεις και να στηρίζεσαι σ’ αυτό όταν περπατάς, πρότειναν αυτοί που το είδαν, ή μπορείς να το διπλώνεις και να το βάζεις στην τσάντα σου. Και ο Υπερπόντιος Γιος είπε:

Το μπαστούνι είναι για την Νταάντι, για τη Γιαγιά. Και η Μπαχού είπε: Άντε, πήγαινε να της το δώσεις, τότε. Το μπαστούνι μπήκε στο δωμάτιο της Μαμάς και στερεώθηκε όρθιο στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Ήταν ελαφρύ, αστραφτερό, λεπτό· σ’ έκανε να θέλεις να πετάξεις, να χορέψεις, να κάνεις χαμό, να το χτυπήσεις στο πάτωμα, να ακουμπήσεις επάνω του, να ζωηρέψεις τις πεταλούδες του για να χυθούν στον αέρα. Ήταν χρυσαφένιο. Γεμάτο πεταλούδες σ’ όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις: κόκκινο του αίματος, ανοιχτό γκρι, κίτρινο του κουρκουμά, γκρι ποντικί, πράσινο σμαραγδί, τιρκουάζ, μοβ, μαύρο, πράσινο παπαγαλί, λευκό, κι όλα έσμιγαν στα φτερά που τρεμόπαιζαν και σπαρταρούσαν. Κι ήτανε λουλουδάτα. Ριγωτά. Τα φτερά. Η λαβή του μπαστουνιού ήταν ένα ράμφος. Είχε μέσα του χαμόγελα, πετάγματα, κουβεντούλες.

Ποιος είχε δει ποτέ μπαστούνι σαν αυτό; Λες να ήταν από χρυσάφι; Η αρχική του τιμή ήταν κολλημένη στον λαιμό του μπαστουνιού. Όλοι γούρλωσαν τα μάτια μόλις την είδαν. Κι άμα το κουνούσες, οι πεταλούδες πετούσαν προς τα πάνω. Και το μπαστούνι μπορούσε να κάνει τούμπες στον αέρα, κλακ κλακκλακ, και άμα ήθελε, διπλωνόταν και γινόταν μικρούλι, σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Γινόταν μπαστουνάκι μια σπιθαμή, που μπορούσες να το κρύψεις κάτω από τη μασχάλη σου και δεν θα το πρόσεχε κανείς. Πεταλούδες είναι αυτές ή μαγικές νεράιδες; Αν τις ταρακουνούσες, άρχιζαν να πετούν, φφφρτφφφρτφφφρτ, και το μπαστούνι ξεδιπλωνόταν και μάκραινε. Η Αλίκη σε μπαστούνι.

Ο Υπερπόντιος Γιος επέστρεψε στην Αυστραλία και το μπαστούνι παρέμεινε στο προσκεφάλι της Μαμάς, σαν να ήταν μέλος της οικογένειας. Όποιος ερχόταν επίσκεψη, πήγαινε να το καμαρώσει, το κοίταζε, το άγγιζε, το παίνευε. Το έκανε να συρρικνώνεται και να μακραίνει. Το τίναζε στον αέρα και το μπαστούνι τεντωνόταν σε στάση προσοχής. Άμα το ξανατίναζε, εκείνο, λες και είχε ολοκληρώσει την επίδειξή του, υποκλινόταν βαθιά, σκύβοντας κεφάλι και κορμό κι όλο του το σώμα, και κλεινόταν πάλι στον εαυτό του. Όλοι το χάζευαν έκθαμβοι.

Δηλαδή, όλοι εκτός από τη Μαμά, η οποία παρέμενε κολλημένη στον τοίχο, αδιαφορώντας για όλα αυτά τα χρώματα που γέμιζαν το δωμάτιο.

Τα χρώματα διαθέτουν μια πολύ ιδιαίτερη θεατρικότητα. Δεν ζωντανεύουν απλώς και μόνο επειδή υπάρχουν. Μπορεί να βρίσκονται κάπου ξεχασμένα ή θαμμένα. Και μόνο όταν μια ανάσα υψώνεται απαλά, γλιστράει και τα γυροφέρνει, μόνο τότε τα χρώματα ζωηρεύουν. Ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους, κοιτάζουν γύρω, χαχανίζουν, βάζουν τα γέλια, ξεκαρδίζονται. Παιχνιδίζουν ή σουλατσάρουν όλο νάζι. Πέφτουν κάτω και παριστάνουν τα νεκρά κι ύστερα πάλι σηκώνονται. Είναι ξάφνου όλο ενέργεια, σφρίγος και ζωή, λες και προηγουμένως δεν βρίσκονταν εκεί, παρόλο που, ναι, ακριβώς εκεί ήταν.

Όλοι ανοίγουν το παράθυρο της Μαμάς, εκείνη όμως δεν κοιτάζει έξω. Ένας χαρταετός είχε πιαστεί στο κλαδί του δέντρου. Άραγε, να είχαν πασπαλίσει το νήμα του με θρυμματισμένο γυαλί; Να είχε καταφέρει να κόψει τους σπάγκους των άλλων χαρταετών που τον ανταγωνίζονταν; Ήταν φτιαγμένος από μετάξι ή από χαρτί; Ήταν ραμμένος σε καλάμια μπαμπού; Κόπηκε πάνω στην πτήση του; Ή επιχειρούσε να προσγειωθεί και πιάστηκε στο δέντρο; Είναι κι αυτός πολύχρωμος: πορτοκαλής, μοβ, ροζ. Πολύχρωμος αλλά ξεθωριασμένος. Και τα κρόσσια του; Ανέμιζαν ή πετάριζαν;

Θα μάθουμε, όταν έρθει ο Σιντ. Όταν το μπαστούνι ανοίξει τα φτερά του, κάτι θα συμβεί. Όταν οι πεταλούδες πετάξουν, τα μάτια της Μαμάς θ’ ανοίξουν διάπλατα.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ