Βιβλιο

«Μια ασήμαντη γυναίκα»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Η ιστορία της Αμερικανίδας κατασκόπου που συνέβαλε στη νίκη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυκλοφορεί στις 16 Οκτωβρίου

62222-137653.jpg
A.V. Team
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Προδημοσίευση: Sonia Purnell, «Μια ασήμαντη γυναίκα» (μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη, Εκδόσεις Μίνωας)
Η Virginia Hall (Lorna Catling Collection)

Προδημοσίευση: Sonia Purnell, «Μια ασήμαντη γυναίκα» (μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη, Εκδόσεις Μίνωας)

Το 1942 η Γκεστάπο μετέδωσε μια επείγουσα ανακοίνωση: «Είναι η πιο επικίνδυνη κατάσκοπος των Συμμάχων. Πρέπει να τη βρούμε και να την εξολοθρεύσουμε». Ο στόχος τους ήταν η Βιρτζίνια Χολ, μια νεαρή γυναίκα από τη Βαλτιμόρη που κατάφερε να προσχωρήσει στην κατασκοπευτική οργάνωση του Ουίνστον Τσόρτσιλ «Ministry of Ungentlemanly Warfare». Η Χολ έγινε η πρώτη κατάσκοπος των συμμαχικών δυνάμεων που βοήθησε να ανάψει η φλόγα της γαλλικής αντίστασης, φέρνοντας επανάσταση στον τρόπο που διεξάγονταν έως τότε οι μυστικές πολεμικές επιχειρήσεις. Ακόμα κι όταν το πρόσωπό της φιγουράριζε σε αφίσες ως καταζητούμενη, ακόμα κι όταν την επικήρυξαν, η Χολ αρνήθηκε να υπακούσει στις επίμονες εντολές των ανωτέρων της με σκοπό τη διαφυγή της. Ήταν αφοσιωμένη στον αγώνα και είχε πάντα την ακλόνητη πεποίθηση ότι έπρεπε να σώσει πολλές ζωές ακόμη και να απελευθερώσει ολόκληρα κομμάτια της Γαλλίας από τους ναζί. Και όλα αυτά ενώ είχε χάσει το ένα της πόδι και φορούσε ένα προσθετικό, που την έκανε να ξεχωρίζει. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσε να αλλάζει πολλές ταυτότητες ακόμη και μέσα σε μία μόνο ημέρα. Η ακατάβλητη και ατρόμητη Βιρτζίνια Χολ, με άδεια να σκοτώνει από την υπηρεσία της, που η ζωή της μπορεί να προσφέρει υλικό για πολλές κινηματογραφικές ταινίες, ήταν ουσιαστικά αόρατη.

Το πολύκροτο non fiction βιβλίο της Σόνια Παρνέλ κυκλοφορεί στις 16 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Μίνωας σε μετάφραση της Θεοδώρας Δαρβίρη.

Sonia Purnell, «Μια ασήμαντη γυναίκα»: Αποκλειστική προδημοσίευση, το πρώτο κεφάλαιο

* * *

Η κυρία Μπάρμπαρα Χολ τα είχε σχεδιάσει όλα. Είχε μεγαλώσει τη μοναχοκόρη και μικρότερο παιδί της τη Βιρτζίνια, που τη γέννησε στις 6 Απριλίου του 1906, με την προσδοκία ότι κάποια στιγμή θα έκανε έναν πολύ καλό γάμο. Ως φιλόδοξη νεαρή γραμματέας τον προηγούμενο αιώνα, η Μπάρμπαρα είχε θριαμβεύσει: Είχε παντρευτεί το αφεντικό της, τον Έντουιν Λι Χολ (γνωστό και ως Νεντ), έναν πλούσιο τραπεζίτη και ιδιοκτήτη κινηματογράφου στη Βαλτιμόρη, και δεν κοίταξε πίσω ποτέ ξανά. Η απότομη κοινωνική άνοδός της στους αριστοκρατικούς κύκλους της ανατολικής ακτής την είχε κάνει, τουλάχιστον σύμφωνα με την οικογένειά της, «ψηλομύτα». Άλλωστε, ο πατέρας του Νεντ, ο Τζον Γ. Χολ, μπορεί να είχε δραπετεύσει στη θάλασσα στην ηλικία των εννέα ετών με ένα από τα ιστιοφόρα της οικογένειας, ωστόσο είχε παντρευτεί μια πλούσια κληρονόμο και είχε γίνει πρόεδρος της First National Bank. Ο αδερφός του Τζον, του παππού της Βιρτζίνια, ονόματι Ρόμπερτ, ήταν η σπουδαιότερη προσωπικότητα της κλειστής Λέσχης Τζόκεϊ του Μέριλαντ. Η Μπάρμπαρα έβλεπε τον πολυτελή βίο που διήγαν οι γηραιότεροι Χολ –ο διάδρομος του αρχοντικού τους στη Βαλτιμόρη λέγεται πως ήταν τόσο μεγάλος που χωρούσε να περάσει άμαξα με άλογα– και ζήλευε. Ο Νεντ, όμως, προς προφανή απογοήτευση της Μπάρμπαρα, δεν είχε καταφέρει να διατηρήσει την οικογενειακή περιουσία, πόσο μάλλον να την αυξήσει, και έτσι ο τρόπος ζωής των Χολ ήταν σχετικά ταπεινός. Το εξοχικό της Μπάρμπαρα και του Νεντ στο Μπόξχορν Φαρμ του Μέριλαντ ήταν μεν καλαίσθητο, αλλά δεν είχε κεντρική θέρμανση, ενώ αντλούσαν νερό από μια πηγή. Το διαμέρισμά τους στο κέντρο της Βαλτιμόρης αν και κομψό ήταν νοικιασμένο. Έτσι, ήταν καθήκον της Βιρτζίνια να ανεβάσει ξανά τους Χολ στην υψηλή κοινωνία με έναν πλούσιο γάμο.

Sonia Purnell, «Μια ασήμαντη γυναίκα. Η άγνωστη ιστορία της Αμερικανίδας κατασκόπου που συνέβαλε στη νίκη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» (μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη, Εκδόσεις Μίνωας)

Στην παλιά ζωή της Βιρτζίνια, η Μπάρμπαρα είχε παρατηρήσει με μητρική ικανοποίηση την κόρη της να πολιορκείται από εύπορους νεαρούς μνηστήρες. Πριν χάσει το πόδι της, η γοητεία της Βιρτζίνια ήταν τόση που μεταξύ των φίλων της στο αριστοκρατικό ιδιωτικό λύκειο Ρόλαντ Παρκ Κάουντρι ήταν γνωστή ως «Δόνια Χουανίτα». Ψηλόλιγνη, με λαμπερά καστανά μάτια και σαγηνευτικό χαμόγελο (όταν επέλεγε να το χρησιμοποιήσει), ήταν ασυνήθιστα δυναμική και αποτελούσε ακαταμάχητη πρόκληση για τους νεαρούς που ονειρεύονταν να τη δαμάσουν. Η Βιρτζίνια όμως περιφρονούσε τέτοιες εκδηλώσεις ανδρικού πάθους και όποτε μπορούσε επιδείκνυε την ανεξαρτησία της φορώντας ανδρικά παντελόνια και καρό πουκάμισα. «Έχω ανάγκη να είμαι ελεύθερη», είχε δηλώσει στη σχολική επετηρίδα το 1924, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, «να αρμενίζω όσο πιο μακριά θέλω». Σχεδόν τίποτα από όσα έλεγε ή έκανε δεν ταίριαζαν με το μεγαλεπήβολο σχέδιο της μητέρας της.

Η Βιρτζίνια τρελαινόταν να αψηφά τις συμβάσεις. Κυνηγούσε με καραμπίνα, έγδερνε λαγούς, έκανε ιππασία χωρίς σέλα, και μια φορά στο σχολείο είχε φορέσει βραχιόλι με ζωντανά φίδια. Ήταν προφανές ότι η ατρόμητη νεαρή «Ντίντι», όπως την αποκαλούσε η οικογένειά της, λαχταρούσε περιπέτειες όπως και ο θαλασσόλυκος παππούς της. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να ξεβολευτεί. Το γεγονός ότι το Ρόλαντ Παρκ Κάουντρι είχε την ντικενσιανή επιμονή να κρατά τα παράθυρα ανοιχτά ακόμα και σε πολικές θερμοκρασίες –το οποίο σήμαινε ότι τα κορίτσια παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους φορώντας παλτό, γάντια και καπέλα– δεν φαινόταν να την πτοεί στο ελάχιστο.

Η Ντίντι περιέγραφε τον εαυτό της ως «στρυφνή και ιδιότροπη», άποψη που συμμερίζονταν και οι συμμαθήτριές της, οι οποίες ωστόσο αναγνώριζαν το χάρισμά της να είναι οργανωτική και αρχηγική. Την αντιμετώπιζαν ως φυσική τους ηγέτιδα και την ψήφιζαν πρόεδρο της τάξης, αρχισυντάκτρια, αρχηγό σε αθλήματα, ακόμα και «Προφήτη της Τάξης». Ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Τζον, σπούδαζε χημεία στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα και ύστερα πήγε με ευσυνειδησία να εργαστεί με τον πατέρα του, όπως ήταν προδιαγεγραμμένο από τη μέρα που γεννήθηκε. Αντιθέτως, η Βιρτζίνια ήθελε να εξερευνά καινούργια μονοπάτια, και ενθάρρυνε τις συμμαθήτριές της να μην περιμένουν από αυτήν τίποτα λιγότερο από το απροσδόκητο. Τη θεωρούσαν την πιο «ασυνήθιστη» από όλες –έπαινο που φαίνεται πως απολάμβανε–, και είχε παραδεχθεί πως «πάσχιζε πάντα να ανταποκριθεί στη φήμη της». Ο Νεντ μπορεί να στήριζε αυτή την ατομικιστική άποψη ζωής, αλλά η Μπάρμπαρα είχε εντελώς διαφορετική γνώμη. Η κυρία Χολ ήταν αποφασισμένη να κάνει την Μπάρμπαρα να χάσει το ενδιαφέρον της για την περιπέτεια για χάρη ενός πλούσιου συζύγου και ενός κομψού σπιτικού. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών, κατά την ενηλικίωσή της, η Βιρτζίνια αναγκάστηκε να αρραβωνιαστεί, και φαινόταν καταδικασμένη να ζήσει την περιορισμένη ζωή που ζούσαν τόσες άλλες γυναίκες της υψηλής κοινωνίας.

Όσο περιζήτητος και αν φάνταζε ο πλούσιος αρραβωνιαστικός στα μάτια της μητέρας της, η Βιρτζίνια αντιδρούσε έντονα στα προνόμια και στις απιστίες του. Ναι, από νεαρές «κυρίες» σαν τη Βιρτζίνια αναμενόταν να υποκύπτουν στους άντρες, ωστόσο η ατμόσφαιρα παλλόταν πλέον από την ανεξαρτησία που επιδίωκαν, τόσο στη Βαλτιμόρη όσο και σε άλλα μέρη, οι κοπέλες που πάλευαν κόντρα στο κατεστημένο. Επρόκειτο για ένα νέο είδος νεαρών γυναικών που παραβίαζαν τους κανόνες της εποχής της Ποτοαπαγόρευσης και σκανδάλιζαν τους μεγαλύτερους σε ηλικία κόβοντας τα μαλλιά τους κοντά, καπνίζοντας και χορεύοντας τζαζ. Απέρριπταν τους μονόπλευρους περιορισμούς των παραδοσιακών γάμων και αναλάμβαναν πιο ενεργό ρόλο στην πολιτική, κυρίως από το 1920 και μετά, οπότε δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις Αμερικανίδες (ύστερα από έναν αιώνα διαμαρτυριών). Η Βιρτζίνια κοίταξε γύρω της: η ζωή στο σπίτι ήταν αποπνικτική, και ο κόσμος εκεί έξω φαινόταν να δίνει υποσχέσεις για δελεαστικές νέες ελευθερίες. Έτσι –και προς μεγάλη αγανάκτηση του αρραβωνιαστικού της–, τον εγκατέλειψε. (Και αποδείχθηκε σωστή απόφαση δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος λέγεται πως έκανε τρεις αποτυχημένους γάμους και ήταν μοιχός κατά συρροήν).

Η Βιρτζίνια μπορεί να έτρεφε φιλοδοξίες όπως η μητέρα της, μόνο που οι δικές της είχαν να κάνουν περισσότερο με την καριέρα και την εξερεύνηση του κόσμου παρά με την εξασφάλιση ενός άβουλου συζύγου, όσο εύπορος και αν ήταν. Η Μπάρμπαρα δεν είχε επιλογές στα νιάτα της πέρα από το να εργαστεί ως γραμματέας· ελάχιστες ήταν οι εναλλακτικές που είχε μια ανύπαντρη γυναίκα περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Απορούσε με την επιθυμία της κόρης της να εργαστεί μακριά από τη γενέτειρά της αντί να ζήσει μια άνετη ζωή, ωστόσο τα τακτικά ταξίδια της Βιρτζίνια στην Ευρώπη μαζί με την οικογένεια της όταν ήταν παιδί, όπως και η επιρροή της αυστηρής Γερμανίδας νταντάς της, της είχαν δημιουργήσει μια δίψα για ανεξάρτητα ταξίδια. Στο σχολείο είχε διαπρέψει στις ξένες γλώσσες και ονειρευόταν να τις χρησιμοποιεί για να γνωρίζει «ενδιαφέροντες» ανθρώπους μέσα από το επάγγελμα του πρέσβη, απτόητη από το γεγονός ότι τόσο υψηλές θέσεις ως τότε ήταν αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Η Ντίντι το έβαλε σκοπό να αποδείξει πως ήταν ίση με τους άντρες σε έναν πατριαρχικό κόσμο και σε αυτό είχε σύμμαχο τον λατρεμένο της πατέρα (με τον οποίο ήταν ασυνήθιστα δεμένη), ο οποίος και της επέτρεψε να αφιερώσει τα επόμενα επτά χρόνια της ζωής της σπουδάζοντας σε πέντε πανεπιστήμια υψηλού κύρους.

Ξεκίνησε το 1924 από το Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, φοιτώντας στο Ράντκλιφ (που πλέον ανήκει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ), αλλά έβρισκε την ατμόσφαιρα της διανόησης αρκετά βαρετή, και το 1925 πήγε στο περισσότερο μητροπολιτικό Κολέγιο Μπάρναρντ, στο Μανχάταν, όπου απολάμβανε να παρακολουθεί θέατρο στο Μπρόντγουεϊ. Βέβαια, ήξερε πως μετά τη διάλυση του αρραβώνα της προσδοκούσαν από αυτή να συμμορφωθεί και να βρει αμέσως κάποιον άλλο κατάλληλο σύζυγο. Δεν τα κατάφερε. Απέτυχε να εντυπωσιάσει ακόμα και τους καθηγητές της, που τη χαρακτήρισαν «μέτρια φοιτήτρια» η οποία δεν κατόρθωνε να συμμετάσχει στη ζωή του πανεπιστημίου και απείχε από τα μαθήματα της φυσικής αγωγής. Τα γαλλικά και τα μαθηματικά ήταν τα αγαπημένα της αντικείμενα (απεχθανόταν τα λατινικά και τη θεολογία), και μολονότι οι επιδόσεις της ήταν «ικανοποιητικές», οι βαθμοί της ήταν κυρίως της τάξης του «Γ», με αποτέλεσμα να μην αποφοιτήσει. Ήξερε πως ήθελε να έχει πανεπιστημιακή μόρφωση, αλλά αδημονούσε να ξεκινήσει τη ζωή της στον πραγματικό κόσμο. Το Μπάρναρντ έμοιαζε ίσως υπερβολικά με το σπίτι της και δεν της επέτρεπε να ανθίσει.

Το Παρίσι φάνηκε να προσφέρει ανοιχτούς ορίζοντες, και έτσι έπεισε τους γονείς της ότι θα τα πήγαινε καλύτερα στο εξωτερικό. Όπως πολλοί εύποροι Αμερικανοί της ανατολικής ακτής πριν και μετά από αυτήν, η Βιρτζίνια αντιμετώπιζε τη γαλλική πρωτεύουσα ως την πύλη προς την ελευθερία. Εκατοντάδες νεαροί Αμερικανοί επιβιβάζονταν στα υπερωκεάνια Cunard κάθε εβδομάδα και έστελναν γράμματα πίσω στην πατρίδα ενημερώνοντας για το πόσο ανεξάρτητες, αθλητικές και ανδρόγυνες στην εμφάνιση ήταν οι κομψές Παριζιάνες –οι αποκαλούμενες garçοnnes–, όπως και το ότι εργάζονταν και ερωτεύονταν όπως ήθελαν. Έτσι, το 1926 η εικοσάχρονη Βιρτζίνια μετακόμισε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μακριά από την εξουθενωτική απογοήτευση της μητέρας της, για να εγγραφεί στην Ελεύθερη Σχολή Πολιτικών Επιστημών στην αριστερή όχθη του Παρισιού. Στο αποκορύφωμα των αποκαλούμενων Années Folles, αντί για την αμερικανική ποτοαπαγόρευση και τον φυλετικό διαχωρισμό, ανακάλυψε μια συναρπαστικά ποικιλόμορφη καλλιτεχνική, λογοτεχνική και μουσική σκηνή που προσέλκυε συγγραφείς όπως ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, η Γερτρούδη Στάιν και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, αλλά και η θρυλική μαύρη χορεύτρια Τζόζεφιν Μπέικερ (διάσημη για τις παραστάσεις χορού τσάρλεστον στα Φολί Μπερζέρ και αργότερα για την υπηρεσία της στην Αντίσταση). Στα καφέ του Σεν Ζερμέν και στα τζαζ κλαμπ της Μονμάρτρης, η Βιρτζίνια γνώριζε ηθοποιούς, οδηγούς αγωνιστικών αυτοκινήτων, διανοουμένους και εκκολαπτόμενους πολιτικούς. Η τολμηρή νεαρή γυναίκα από τη Βαλτιμόρη κάπνιζε, έπινε, και χόρευε με όλους, μαγεμένη από όσα μάθαινε από τους λαμπερούς νέους φίλους της, κάτι που δεν συνέβαινε με όσα της δίδασκαν οι καθηγητές της. Εκεί, επιτέλους, ένιωθε ελεύθερη να είναι ο εαυτός της.

Αυτός ο ανεξάρτητος τρόπος ζωής συνεχίστηκε και όταν μετακόμισε, το φθινόπωρο του 1927, στην Προξενική Ακαδημία της Βιέννης για να σπουδάσει γλώσσες, οικονομικά και δημοσιογραφία. Σε αντίθεση με την εποχή που φοιτούσε στη Νέα Υόρκη, πλέον τα πήγαινε καλά στα μαθήματά της, εξασφαλίζοντας την απαιτούμενη βαθμολογία με ελάχιστη προσπάθεια, ενώ είχε άπλετο ελεύθερο χρόνο να απολαμβάνει τη φρενήρη νυχτερινή ζωή της πόλης. Ψηλόλιγνη και κομψά πλέον ντυμένη με την τελευταία λέξη της ευρωπαϊκής μόδας, η Βιρτζίνια προσέλκυε την προσοχή των ανδρών, ιδιαίτερα ενός γοητευτικού Πολωνού αξιωματικού, του Εμίλ, που τη συνόδευε σε ρομαντικούς περιπάτους στις όχθες του Δούναβη. Λάτρευε το ελεύθερο πνεύμα της, και έτσι κέρδισε την καρδιά της όπως κανείς άλλος ως τότε. Ο πατέρας της όμως (το δίχως άλλο με την παρότρυνση της Μπάρμπαρα) εναντιώθηκε στη σχέση αυτή λόγω της αμφίβολης καταγωγής του νέου, και της ιδέας ότι η κόρη του θα έμενε στην Ευρώπη για πάντα, και της απαγόρευσε να τον ξαναδεί. Αν και συντετριμμένη, η συνήθως πεισματάρα Βιρτζίνια υπάκουσε τον λατρεμένο της Νεντ (όπως τον αποκαλούσε) και διέλυσε τον ανεπίσημο αρραβώνα. Κράτησε μια φωτογραφία του Εμίλ, και ήταν η μόνη πράξη ανεξαρτησίας της στο θέμα αυτό. Δεν τον είδε ποτέ ξανά, και αργότερα ανακάλυψε πως μάλλον είχε χαθεί την άνοιξη του 1940, ένας από τους χιλιάδες Πολωνούς αξιωματικούς που είχαν εκτελεστεί εν ψυχρώ και θαφτεί σε μαζικούς τάφους στο δάσος του Κατίν από τη σοβιετική μυστική αστυνομία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Μόλις ξεπέρασε την ερωτική της απογοήτευση, η Βιρτζίνια πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πλέον ήταν μια πολύ διαφορετική γυναίκα από εκείνη που είχε σαλπάρει για την Ευρώπη το 1924. Κουβαλούσε μαζί της όχι μόνο ένα πτυχίο, αλλά και τη φλογερή πίστη στη γυναικεία χειραφέτηση. Εκείνα τα τρία ανέμελα χρόνια την εμπότισαν με μια βαθιά και μόνιμη αγάπη για τη Γαλλία και τις ελευθερίες που της είχαν προσφέρει οι άνθρωποι εκεί. Εκείνο το πάθος θα άντεχε όλη τη βαρβαρότητα που έμελλε να έρθει και την προέτρεψε να διακινδυνεύσει για να υπερασπιστεί «τη δεύτερη πατρίδα» της, όπως την αποκαλούσε. Επίσης, είχε τελειοποιήσει τη συλλογή από ξένες γλώσσες που γνώριζε –κυρίως τα γαλλικά και τα γερμανικά, αλλά και τα ισπανικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά–, αν και ποτέ δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την αμερικανική προφορά της. Εντούτοις, είχε αποκτήσει βαθιά γνώση της ευρωπαϊκής κουλτούρας, της γεωγραφίας και, κυρίως, της ευρωπαϊκής πολιτικής. Όσο βρισκόταν στη Βιέννη έζησε από πολύ κοντά τους θριάμβους των φασιστικών ομάδων, τις εκρήξεις και τις αιματηρές πολιτικές αναταραχές. Σε ταξίδια της στα σύνορα είχε δει με τα μάτια της πώς το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ άρχισε να αποκτά ιλιγγιώδη δημοτικότητα λόγω του όρκου του να δώσει προτεραιότητα στη Γερμανία, και οι συγκεντρώσεις του στη Νυρεμβέργη αποτελούσαν θεαματικές επιδείξεις ναζιστικής παραστρατιωτικής ισχύος. Στη γειτονική Ιταλία, ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι είχε κηρύξει πόλεμο στην ίδια τη δημοκρατία από το 1925, και έκτοτε άρχισε να οικοδομεί αστυνομικό κράτος. Έτσι, βίωσε την περίοδο που πύκνωναν τα ζοφερά σύννεφα του εθνικισμού στον ορίζοντα. Ήδη ο κίνδυνος για την ειρήνη στην Ευρώπη και τη μεθυστική «belle vie de Paris» της Βιρτζίνια βρισκόταν προ των πυλών.

Η Ντίντι επέστρεψε στο Μέριλαντ και στο Μπόξχορν Φαρμ τον Ιούλιο του 1929, λίγο πριν το κραχ της Γουόλ Στριτ και προτού η επακόλουθη παγκόσμια οικονομική ύφεση εξαφανίσει την εναπομείνασα οικογενειακή περιουσία. Ο αδερφός της Τζον έχασε τη δουλειά του στην κατασκευαστική και χρηματιστηριακή επιχείρηση της οικογένειας, και η γενική κατήφεια φαίνε­ται πως επηρέασε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της Βιρτζίνια στη γαλλική φιλολογία και στα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Oυάσιγκτον, στην Ουάσιγκτον. Η Βιρτζίνια δεν παρακολουθούσε τακτικά τα μαθήματα, αν και οι βαθμοί της της επέτρεψαν να υποβάλει αίτηση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκειμένου να γίνει διπλωμάτης, που ήταν και το μεγάλο της όνειρο. Με την αυτοπεποίθηση της νιότης –και με εφόδια τη γνώση των ξένων γλωσσών και τις εκτεταμένες ακαδημαϊκές σπουδές της–, περίμενε να επιτύχει στις προαπαιτούμενες εισαγωγικές εξετάσεις. Βέβαια, θα έπρεπε να έχει λειτουργήσει ως προειδοποίηση το γεγονός ότι μόνο έξι από τους εκατόν πενήντα διαγωνιζόμενους υποψήφιους διπλωμάτες ήταν γυναίκες. Η απόρριψη ήταν άμεση και αμείλικτη. Στα υψηλά κλιμάκια του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν φαινόταν να υπάρχει καμία διάθεση να γίνουν αποδεκτές γυναίκες ανάμεσά τους, όπως της είπε ο φίλος της Έλμπριτζ Ντέρμπροου, ωστόσο η Βιρτζίνια αρνήθηκε να αποδεχθεί την ήττα της και σχεδίαζε «να μπει από την πίσω πόρτα».

Η Virginia Hall (Lorna Catling Collection)
Η Virginia Hall (Lorna Catling Collection)

Στο μεταξύ, προσπάθησε να στηρίξει τον πατέρα της, ο οποίος βίωνε τη μία οικονομική καταστροφή μετά την άλλη, ενώ αγωνιούσε και για τον γολγοθά χιλιάδων ανέργων και αντιμετώπιζε την προοπτική και της δικής του πτώχευσης. Στις 22 Ιανουαρίου του 1931, όπως έβγαινε από το γραφείο του στο κέντρο της Βαλτιμόρης, ο Νεντ κατέρρευσε στο πεζοδρόμιο από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και πέθανε μερικές ώρες αργότερα. Η απώλειά του σε ηλικία μόλις πενήντα εννέα ετών υπήρξε ισχυρότατο πλήγμα για την οικογένειά του και, κυρίως, για την ίδια τη Βιρτζίνια. Είχε μεγάλη αδυναμία στην τολμηρή μικρή του Ντίντι, ικανοποιώντας την αγάπη της για παραδοσιακές ανδρικές ενασχολήσεις, όπως το κυνήγι, για το οποίο μάλιστα της είχε αγοράσει και δικό της όπλο. Ο Νεντ δεν υπήρχε πια, όπως και μεγάλο μέρος από τα χρήματά τους. Ο Τζον με τη σύζυγο και τα δύο τους παιδιά μετακόμισαν στην Μπάρμπαρα στο Μπόξχορν Φαρμ για λόγους οικονομίας, και έτσι η Βιρτζίνια ήταν καταδικασμένη να ζει μια ήρεμη ζωή μαζί τους. Μόνο που ο συγκεκριμένος κλειστοφοβικός τρόπος ζωής δεν μπορούσε να γίνει ανεκτός για μεγάλο χρονικό διάστημα, οπότε πολύ σύντομα άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Ύστερα από επτά μήνες κλεισμένη στο σπίτι, τον Αύγουστο του 1931 η Βιρτζίνια αναχώρησε με ανυπομονησία για να αναλάβει πόστο διοικητικού υπαλλήλου στην αμερικανική πρεσβεία στη Βαρσοβία. Ο μισθός της θα ήταν δύο χιλιάδες δολάρια ετησίως, αξιοσέβαστο ποσό (και κατά ένα τρίτο υψηλότερος από το μέσο εισόδημα μιας αμερικανικής οικογένειας στα μέσα της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης, όταν πολλές οικογένειες βρίσκονταν στο όριο της φτώχειας). Επιτέλους, είχε αφήσει πίσω της τη Βαλτιμόρη και ανήκε στο προσωπικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ωστόσο, παρά τις σπουδές και τις μεγάλες προσδοκίες της, δεν ήταν παρά μία γραμματέας, όπως ακριβώς υπήρξε κάποτε και η μητέρα της.

Παρ’ όλα αυτά, η Βιρτζίνια έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή, εκτελώντας τα καθήκοντά της –κρυπτογραφώντας και αποκρυπτογραφώντας τηλεγραφήματα, τακτοποιώντας την αλληλογραφία, εκδίδοντας διπλωματικές βίζες και αποστέλλοντας αναφορές στην Ουάσιγκτον εν μέσω μιας ολοένα και πιο τεταμένης πολιτικής κατάστασης– με χάρη και δυναμισμό. Η Βαρσοβία ήταν μια ζωντανή πόλη με τον μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό στην Ευρώπη, αλλά η Πολωνία (που έγινε ανεξάρτητο κράτος μόνο μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) ήταν επικίνδυνα στριμωγμένη ανάμεσα στις δύο ισχυρές δυνάμεις της Γερμανίας και της Ρωσίας και το μέλλον της ήταν αβέβαιο. Ήταν μια εποικοδομητική περίοδος, και η συμπάθεια που έτρεφε η Βιρτζίνια για τους Πολωνούς αναμφίβολα ενισχυόταν από την ερωτική της σχέση με τον Εμίλ. Ίσως λόγω της εκπαίδευσής της στην κρυπτογράφηση να είχε τότε την πρώτη της δελεαστική επαφή με τον κόσμο της κατασκοπείας. Σε κάθε περίπτωση, πίστευε πως οι εκτεταμένες σπουδές και εμπειρίες της πήγαιναν χαμένες πίσω από μια γραφομηχανή. Έτσι, έναν χρόνο αργότερα, ζήτησε και έλαβε την υποστήριξη των αφεντικών της –όπως και του φίλου της Έλμπριτζ, που ήταν πλέον υποπρόξενος– και υπέβαλε αίτηση συμμετοχής για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο διπλωματικό σώμα. Ήταν σίγουρη κυρίως για τις προφορικές εξετάσεις, όπου είχε αποδειχθεί εξαιρετική υποψήφια, επιτυγχάνοντας βαθμολογία 100 τοις εκατό την πρώτη φορά. Η Βιρτζίνια ήξερε πως η παρουσία της ήταν επιβλητική και εντυπωσιακή. Και όμως, κατά μυστηριώδη τρόπο, δεν έλαβε ποτέ τις ερωτήσεις για την προφορική εξέταση και έτσι έχασε την προθεσμία για την υποβολή της αίτησης. Τη στιγμή ακριβώς που νόμιζε ότι επιτέλους θα τη δέχονταν στην καρδιά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την πέταξαν πάλι στο περιθώριο.

Πάνω στην απογοήτευσή της, επτά μήνες αργότερα έκανε αίτηση να μεταφερθεί στη Σμύρνη, στην Τουρκία – η τέλεια θέση για κάποια που αγαπούσε την εξοχή, αφού η Σμύρνη ήταν κοντά σε λίμνες και στις αλυκές στο δέλτα του Γκεντίζ, έναν διάσημο υδροβιότοπο με πελεκάνους και φλαμίνγκο. Όταν έφτασε, τον Απρίλιο του 1933, διαπίστωσε πως τα καθήκοντά της δεν διέφεραν και πολύ από αυτά στη Βαρσοβία, και ότι η Σμύρνη δεν είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία. Σε αυτό το ασήμαντο μέρος, ωστόσο, μια ανήσυχη όσο και λίγο αφελής νεαρή γυναίκα όπως η Βιρτζίνια απέκτησε εξαιρετική δύναμη ψυχής. Αυτό που συνέβη εκεί, στο σημείο που ο ποταμός Γκεντίζ χύνεται στο αστραφτερό Αιγαίο πέλαγος, θα συνέβαλλε στη διαμόρφωση του μέλλοντος ενός μακρινού κράτους σε έναν παγκόσμιο πόλεμο που θα ξεσπούσε έξι χρόνια αργότερα.

Λίγο μετά την άφιξή της, η Βιρτζίνια άρχισε να οργανώνει φιλικές ομάδες για κυνήγι μπεκατσινιών στους βάλτους. Η Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου ξημέρωσε ανέφελη και φωτεινή καθώς η Βιρτζίνια ετοιμαζόταν για άλλη μία εξόρμηση, εξοπλισμένη με την πολύτιμη δωδεκάρα καραμπίνα που της είχε χαρίσει ο αείμνηστος πατέρας της. Υπήρχαν πολλά μακρόραμφα θηράματα εκείνη τη μέρα, όπως και μεγάλος ενθουσιασμός στην ομάδα των ομοϊδεατών κυνηγών, αν και ήταν δύσκολο να πετύχουν μπεκατσίνι στο φτερό λόγω του ακανόνιστου μοτίβου πτήσης τους. Πάντα ανταγωνιστική, ίσως να ήταν η ζέση της Βιρτζίνια να είναι η πρώτη που θα πετύχαινε ένα από τα καλά καμουφλαρισμένα πουλιά που την έκανε να αφαιρεθεί αλλά και να μην πατήσει την ασφάλεια. Όπως και να ’χει, την ώρα που πηδούσε πάνω από έναν συρμάτινο φράχτη που διέτρεχε τις ψηλές καλαμιές του υδροβιότοπου, η Βιρτζίνια σκόνταψε. Καθώς έπεφτε, το όπλο γλίστρησε από τον ώμο της και πιάστηκε στο μακρύ της πανωφόρι. Έκανε να το πιάσει, αλλά το όπλο εκπυρσοκρότησε και πυροβολήθηκε εξ επαφής στο αριστερό της πόδι.

Μια κηλίδα από αίμα έβαψε κόκκινα τα λασπωμένα νερά γύρω της καθώς κατέρρευσε ημιλιπόθυμη. Το τραύμα ήταν σοβαρό – το φυσίγγι ήταν μεγάλο, αμβλύ και γεμάτο σφαιρικά μολυβένια σκάγια που είχαν πλέον χωθεί βαθιά μέσα στο πόδι της. Οι φίλοι της προσπάθησαν απεγνωσμένα να σταματήσουν την αιμορραγία με έναν αυτοσχέδιο αιμοστατικό επίδεσμο ενώ τη μετέφεραν με το αυτοκίνητο, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, στο νοσοκομείο της πόλης. Οι γιατροί στη Σμύρνη αντέδρασαν αμέσως, και τις επόμενες τρεις εβδομάδες φάνηκε να συνέρχεται. Οι φίλοι της –και στα κεντρικά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσιγκτον– άκουσαν με ανακούφιση την είδηση ότι η Βιρτζίνια θα επέστρεφε κανονικά στα καθήκοντά της σε δύο μήνες. Αυτό που ακόμη δεν είχαν αντιληφθεί οι γιατροί ήταν πως μια επιθετική λοίμωξη είχε περάσει στον οργανισμό της μέσα από τις ανοιχτές πληγές. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, η κατάστασή της άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία και ο επικεφαλής του Αμερικανικού Νοσοκομείου της Κωνσταντινούπολης κλήθηκε επειγόντως μαζί με δύο Αμερικανίδες νοσοκόμες. Ώσπου να φτάσουν στη Σμύρνη ύστερα από εικοσιτετράωρο ταξίδι με τρένο, το πόδι της είχε ήδη πρηστεί και είχε αρχίσει να μελανιάζει, η σαπισμένη σάρκα να μυρίζει, και όλο της το σώμα να τραντάζεται από σπασμούς μέσα σε ανείπωτους πόνους. Αμέσως, ο Αμερικανός γιατρός και η ομάδα του κατάλαβαν πως ήταν αντιμέτωποι με το χειρότερο δυνατό σενάριο: η γάγγραινα είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στο κάτω μέρος του ποδιού της. Την εποχή πριν εμφανιστούν τα αντιβιοτικά, δεν υπήρχε αποτελεσματική θεραπεία και η Βιρτζίνια κινδύνευε από πολυοργανική ανεπάρκεια. Βρισκόταν στο χείλος του θανάτου όταν, ανήμερα Χριστούγεννα, οι χειρουργοί ακρωτηρίασαν το αριστερό της πόδι κάτω από το γόνατο σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να τη σώσουν. Ήταν μόλις είκοσι επτά ετών.

Ο ακρωτηριασμός είχε πάει καλά δεδομένων των συνθηκών, αλλά όταν συνήλθε η Βιρτζίνια τίποτα δεν μπορούσε να απαλύνει τον πόνο της για την παλιά ζωή που είχε χάσει οριστικά. Το προξενείο της Σμύρνης τηλεγράφησε στην Ουάσιγκτον πως η «Υπάλληλος» «αναπαυόταν άνετα» και αναμενόταν να αναρρώσει σε δύο με τρεις εβδομάδες, αν και η επιστροφή στα καθήκοντά της θα έπαιρνε περισσότερο χρόνο. Εκείνες τις πρώτες μέρες, όμως, η Βιρτζίνια δεν θεωρούσε πως είχε μέλλον. Η ζωή της ήταν πλέον το κρεβάτι του νοσοκομείου και, το χειρότερο απ’ όλα, δεν άντεχε τον οίκτο των άλλων. Και πώς θα έλεγε τα νέα στη μητέρα της, που ποτέ δεν ήθελε να φύγει η κόρη της από την Αμερική και είχε ήδη χάσει τον λατρεμένο της Νεντ; Μέσα από ένα καλειδοσκόπιο νοερών εικόνων αίματος και πόνου, η Βιρτζίνια θα ξαναζούσε εκείνη τη μοιραία μέρα για το υπόλοιπο της ζωής της ενώ, ταυτόχρονα, τιμωρούσε τον εαυτό της για την απροσεξία της.

Ο Αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Πέρι τηλεγράφησε στην Ουάσιγκτον και ζήτησε να ενημερωθεί η κυρία Χολ από κάποιον ανώτατο αξιωματούχο για το ατύχημα της Βιρτζίνια «όσο πιο διακριτικά γινόταν». Όπως φοβόταν η Βιρτζίνια, στο άκουσμα της συγκλονιστικής είδησης για την κόρη της η Μπάρμπαρα ήταν απαρηγόρητη. Η τραγωδία δεν άργησε να δημοσιευτεί στον τύπο αν και η επακόλουθη λαϊκή συμπόνια δεν βοήθησε ιδιαίτερα την Μπάρμπαρα, αφού είχε παραλύσει από τον φόβο ότι υπήρχε ακόμη πιθανότητα να χάσει το μικρότερο παιδί της. Μόλις στις 6 Ιανουαρίου ειδοποιήθηκε από τη Σμύρνη πως η Βιρτζίνια πλέον είχε διαφύγει τον κίνδυνο. Ο Αμερικανός γιατρός επιτέλους επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ανακουφισμένος που η ασθενής του τα είχε καταφέρει. Έντεκα μέρες αργότερα, ήχησε ξανά συναγερμός. Είχε προσβληθεί από μια νέα λοίμωξη, μάλλον σήψη, μια δυνητικά θανατηφόρα δηλητηρίαση του αίματος. Άλλη μία φορά, οι γιατροί του τοπικού νοσοκομείου πάλεψαν απεγνωσμένα να σώσουν τη ζωή της Βιρτζίνια, κάνοντας ενέσεις με μυστηριώδεις ορούς στο γόνατό της για να το σώσουν ενώ παράλληλα συμβουλεύονταν τηλεφωνικά τους Αμερικανούς στην Κωνσταντινούπολη κάθε μία ώρα. Ακόμα και στις μέρες μας, με τη σύγχρονη ιατρική, η κατάσταση της Βιρτζίνια θα ήταν κρίσιμη· εκείνη την εποχή οι πιθανότητες να επιβιώσει ήταν ελάχιστες. Ο καθημερινός πόνος που της προκαλούσε η αλλαγή των ποτισμένων με πύον επιδέσμων στο άκρο του κομμένου ποδιού ήταν σχεδόν αφόρητος και η καρδιά της συχνά χτυπούσε ανεξέλεγκτα.

* * *

Sonia Purnell - βιογραφικό

Η Sonia Purnell (Σόνια Παρνέλ) είναι αναγνωρισμένη Βρετανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστή για το αφηγηματικό στιλ γραφής της και τη σχολαστική της έρευνα. Το πρώτο της βιβλίο, η βιογραφία του Μπόρις Τζόνσον με τον τίτλο «Just Boris: A Tale of Blond Ambition», ήταν στη μακρά λίστα για το βραβείο Orwell το 2011. Το δεύτερο βιβλίο της, «First Lady» στο Ηνωμένο Βασίλειο και «Clementine, The Life of Mrs. Winston Churchill» στις ΗΠΑ, αποκάλυψε για πρώτη φορά τον ζωτικό ρόλο που έπαιξε στην καριέρα του Ουίνστον Τσόρτσιλ η σύζυγός του Κλέμεντιν, επιλέχθηκε ως βιβλίο της χρονιάς από τις εφημερίδες The Telegraph και The Independent, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Plutarch και θα γίνει ταινία. Για το βιβλίο της «Μια ασήμαντη γυναίκα» βασίστηκε σε νέες και εκτεταμένες έρευνες σχετικά με τη μυστική ζωή της κατασκόπου Βιρτζίνια Χολ. Η συγγραφέας έχει επίσης εργαστεί στα έντυπα The Economist, The Telegraph και The Sunday Times. Ζει στο Λονδίνο με τον σύζυγό της και τους δύο γιους τους.

Sonia Purnell (Σόνια Παρνέλ)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ