Βιβλιο

Ο Άρτουρ Σνίτσλερ και «Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν»

Μια ψυχολογική σπουδή της γυναικείας συνείδησης και μια καταγγελία της κοινωνικής ανισότητας ως προς τις ελευθερίες των δύο φύλων

aris-sfakianakis.jpg
Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 877
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν του Άρτουρ Σνίτσλερ: Κριτική

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν» του Άρτουρ Σνίτσλερ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.

Τις τελευταίες μέρες βρέθηκα να περιφέρομαι στη Θούλη. Έτσι τουλάχιστον ονόμασε το νησί αυτό ο Πυθέας, ένας Έλληνας ταξιδευτής του αρχαίου κόσμου. Αργότερα, τον μεσαίωνα, αποίκισαν το μέρος οι Νορβηγοί Βίκινγκς και το ονόμασαν Ισλανδία – Η Γη του πάγου.

Μαζί μου είχα πάρει ένα μικρό σε μέγεθος μυθιστόρημα ώστε να μην προσθέτει βάρος στην αποσκευή μου – με τον καιρό έχω μάθει να ταξιδεύω με ελάχιστα πράγματα. Ήταν «Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν», του Άρτουρ Σνίτσλερ. Τον Αυστριακό συγγραφέα τον γνωρίζουμε εδώ στην Ελλάδα κυρίως από τα θεατρικά του έργα, όπως «Το γαϊτανάκι» (το οποίο ομολογώ ερυθριώντας ότι δεν έχω δει να παριστάνεται στο σανίδι).

Στην Ισλανδία, λοιπόν, περνούσα τις μέρες μου παρακολουθώντας τους θερμοπίδακες Γκέιζερ να εκτινάσσονται βίαια από το έδαφος, βλέποντας τους διάσπαρτους καταρράκτες στην ενδοχώρα –φροντίζοντας ταυτόχρονα να μη γίνω μούσκεμα από τις ψεκάδες τους–, εμβαπτιζόμενος στα εξώκοσμα νερά της Γαλάζιας λίμνης και περιπλανώμενος στα σκεπασμένα από την ηφαιστειακή λάβα εδάφη, όμοια με αστροναύτη που βρέθηκε εγκαταλειμμένος σε μακρινό πλανήτη.

Κι όταν κάποτε τέλειωναν αυτές οι ημερήσιες εκδρομές, όταν επέστρεφα στο Ρέικιαβικ κουρασμένος αλλά γεμάτος εικόνες, κι αφού έψαχνα μάταια στους δύο κεντρικούς δρόμους της βορειότερης πρωτεύουσας της Ευρώπης να δειπνήσω κάπου όπου δεν θα άφηνα και το τελευταίο μου ευρώ –εγχείρημα εξίσου δύσκολο όσο και ο διάπλους του Βερίγγειου πορθμού με καταιγίδα–, όταν επιτέλους έφτανε η ώρα να ξαποστάσω, είχε πια βγει ο ήλιος του μεσονυκτίου.

Εκείνες τις ώρες που η μέρα λες και δεν ήθελε να αποσυρθεί, όπου το φως συνέχιζε να ευφραίνει την όραση, έπαιρνα το βιβλίο του Σνίτσλερ, απλωνόμουν νωχελικά στο γρασίδι και αφηνόμουν στις περιπέτειες της κυρίας Μπέρτα Γκάρλαν.

Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν του Άρτουρ Σνίτσλερ, εκδ. Σοκόλη: Κριτική

Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν ήταν μια νεαρή χήρα με παιδί. Αποτραβηγμένη σε μια επαρχιακή κωμόπολη της Αυστρίας ζούσε μια ήσυχη ζωή, μακριά από την τύρβη και τους πειρασμούς της πρωτεύουσας. Μεγάλωνε το πεντάχρονο αγοράκι της, συναγελαζόταν με τους συμπολίτες της, γευμάτιζε σε οικογενειακά τραπέζια και ενίοτε έπαιζε πιάνο όταν το απαιτούσε η ομήγυρη. Μεγαλωμένη η ίδια στη Βιέννη κι έχοντας σπουδάσει μουσική στο Ωδείο της πρωτεύουσας, τώρα μονάχα με αδιαφορία θυμάται εκείνα τα χρόνια. Ώσπου…

Ώσπου διαβάζει σε μια εφημερίδα ότι ο νεανικός της έρωτας από το Ωδείο –ένας έρωτας που ούτε η ίδια η Μπέρτα δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της τον λόγο που έσβησε–, τον Έμιλ, που έχει πλέον γίνει διάσημος βιολονίστας και περιηγείται τον κόσμο δρέποντας δάφνες και μετάλλια. Η τριαντάχρονη Μπέρτα πέφτει σε μια συναισθηματική περιδίνηση και με αφορμή μια επίσκεψη ύστερα από χρόνια στη Βιέννη, αποφασίζει να αναζητήσει τον παλιό της αγαπημένο. Έτσι κι αλλιώς, ο άντρας που παντρεύτηκε και που τώρα βρίσκεται στο χώμα δεν υπήρξε ποτέ κάποιος που ερωτεύτηκε, ούτε καν που πόθησε. Ενώ ο παλιός της αγαπημένος… Αλήθεια, γιατί χώρισαν τότε, πριν δέκα χρόνια; Τι είχε συμβεί κι αποτραβήχτηκαν ο ένας από τον άλλον; Του γράφει ένα γράμμα. Του ζητάει να ιδωθούν ξανά.

Κι ενώ ο ήλιος του μεσονυκτίου με βοηθάει να διαβάζω με άνεση, παρακολουθώ με αγωνία την κυρία Μπέρτα Γκάρλαν να περιπλανιέται μοναχικά στη δική της χώρα του πάγου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ