Βιβλιο

Daniel Wiles, «Το μερίδιο της γης»: Σκάβοντας τη γη με τη ζωή σου

Ένα ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ονειρικό βιβλίο, σκληρό και γεμάτο σκηνές που εγγράφονται μέσα μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Daniel Wiles, «Το μερίδιο της γης»: Ένα αναπάντεχο, συγκινητικό ντεμπούτο για τη ζωή, και τον θάνατο, των ανθρακωρύχων στην Αγγλία του 19ου αιώνα (μετάφραση Έφη Τσιρώνη, Εκδόσεις Διόπτρα)
Εικ.: λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης (Swift Press, 2022)

Daniel Wiles, «Το μερίδιο της γης»: Ένα αναπάντεχο, συγκινητικό ντεμπούτο για τη ζωή, και τον θάνατο, των ανθρακωρύχων στην Αγγλία του 19ου αιώνα (μετάφραση Έφη Τσιρώνη, Εκδόσεις Διόπτρα)

Τραχιά, λιτή, συχνά στεγνή και πάντα ακριβής, η πρόζα του Ντάνιελ Γουάιλς θυμίζει χτυπήματα με την αξίνα σε έναν μαύρο τοίχο πολλά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Εκεί όπου διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος — ενός μυθιστορήματος που θα θέλαμε πολύ να ήταν μια μελλοντολογική δυστοπία. Μα που δεν είναι. Με την προφανή εξαίρεση των προσωπικών επιλογών του ήρωά του, και των σκέψεών του, ό,τι γράφει εκεί μέσα ο νεαρός Άγγλος συγγραφέας, που κάνει ένα θεαματικό ντεμπούτο εδώ, είναι απολύτως ακριβές, μέχρι κεραίας.

Daniel Wiles, «Το μερίδιο της γης»: Ένα αναπάντεχο, συγκινητικό ντεμπούτο για τη ζωή, και τον θάνατο, των ανθρακωρύχων στην Αγγλία του 19ου αιώνα (μετάφραση Έφη Τσιρώνη, Εκδόσεις Διόπτρα)
Daniel Wiles

Η έρευνα που έκανε για το βιβλίο του, ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν αποφασίσει να το γράψει. Μελετούσε το Γουόλσολ, τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, ένα τμήμα της ευρύτερης περιοχής της Μπλακ Κάντρι. «Εύστοχα ονομασμένη από την κουβέρτα του κάρβουνου που σκεπάζει τα χώματά της», γράφει ο ίδιος στον Πρόλογό του για την ελληνική έκδοση, «η Μπλακ Κάντρι είναι διάσημη για τη μακρά βιομηχανική ιστορία της. Όσοι κατάγονται από εδώ εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να νιώθουν την κληρονομιά της, τόσο στο τοπίο όσο και στην κουλτούρα της. Τούτο το μέρος θα μείνει για πάντα σημαδεμένο από την ιστορική ιδιότητά του ως επίκεντρου της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης».

Εκεί λοιπόν, στη Μαύρη Χώρα, όπου η εξόρυξη του άνθρακα και μία σειρά από επαγγέλματα που συνδέονταν άμεσα με αυτήν ήταν το κυρίαρχο αντικείμενο δραστηριότητας όλων των κατοίκων, μια περιοχή γεμάτη τεχνητά βουνά από μαύρο χώμα και μαύρη σκόνη, πλημμυρισμένη φωτιές από τα καμίνια, και χαραγμένη με κανάλια που είχαν ανοιχτεί ακριβώς για να μεταφέρουν κάρβουνο και σίδερο, ζουν οι ήρωές του, ο ανθρακωρύχος Μάικλ, η γυναίκα του και ο γιος του. Βρισκόμαστε στο 1872, και ο Μάικλ ζει για να δουλεύει με διπλοβάρδιες κάτω από τη γη, χωμένος μέσα στο χώμα και την καρβουνόσκονη, με τόνους χώμα από πάνω του έτοιμους να καταρρεύσουν στην πλάτη του ανά πάσα στιγμή, αναπνέοντας έναν φρικτό αέρα, με τα πνευμόνια του σακατεμένα, βρόμικος, ελεεινός, άρρωστος, ετοιμοθάνατος — αυτός ο άνθρωπος λοιπόν έχει όνειρό του να σώσει τον γιο του από τη βέβαιη μοίρα του. Που δεν είναι άλλη από το να γίνει και εκείνος ανθρακωρύχος, και μάλιστα από τα δέκα του χρόνια, γιατί τα βαγονέτα με το κάρβουνο μόνο μικρά παιδιά χωρούσαν να τα τραβάνε μέσα στις χαμηλές στοές…

Μα δεν έχει μόνο αυτό το όνειρο. Αντιθέτως, θα φτάσει πολύ κοντά στο να το πραγματοποιήσει, όταν η αξίνα του χτυπήσει μια μικρή φλέβα χρυσού στη στοά όπου δουλεύει μια νύχτα. Ο Μάικλ θα τρελαθεί, σχεδόν θα πνιγεί από την επέλαση του αστήριχτου ονείρου του που κοντεύει να γίνει πραγματικότητα.

Μέχρι που κάποιος θα κλέψει το χρυσάφι του μέσα από τα ίδια του τα χέρια.

Αυτό που ακολουθεί είναι μια κατάβαση στην Κόλαση. Και επειδή βρισκόμασταν ούτως ή άλλως στην Κόλαση μέχρι τότε, αυτό που ακολουθεί είναι εντέλει κάτι ακόμα πιο βαθύ και πιο μαρτυρικό.

Daniel Wiles, «Το μερίδιο της γης»: Ένα αναπάντεχο, συγκινητικό ντεμπούτο για τη ζωή, και τον θάνατο, των ανθρακωρύχων στην Αγγλία του 19ου αιώνα (μετάφραση Έφη Τσιρώνη, Εκδόσεις Διόπτρα)

Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί παρά το θέμα του, στηριγμένο σε ενδελεχή έρευνα, με έναν κεντρικό ήρωα που σε ξαφνιάζει με το πάθος του. Ο Γουάιλς είναι τρομερά παρατηρητικός συγγραφέας, ένας ευγενικός άνθρωπος που πονά με τους ήρωές του και τους φέρεται στοργικά — αλλά αφού πρώτα τούς ρίξει, το είπαμε, μέσα στην ίδια την Κόλαση.

Ευχής έργο είναι που, στα χρόνια που ακολούθησαν, η ακάθεκτη πρόοδος στον πλανήτη είναι τέτοια που οι εικόνες τρόμου που συναντάμε στο «Μερίδιο της γης» είναι πια μακρινό παρελθόν — και σπουδαία λογοτεχνία.

* * *

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο VIII, στη μετάφραση της Έφης Τσιρώνη, που αποδίδει έξοχα τον κοφτό, ασθματικό, λακωνικό τόνο του συγγραφέα. Το βιβλίο κυκλοφορεί στη νέα σειρά της Διόπτρας, Φωνές του Κόσμου:

Ο Λόρενς σήκωσε το κεφάλι απ’ την εφημερίδα του. Βλέποντας ότι ήταν ο Μάικλ, γύρισε στο πλάι και ξεφύσηξε. Μπορείς να δουλέψεις βραδινός, αν θέλεις. Τα λεφτά είναι λίγο καλύτερα. Η θέση άνοιξε γιατί αυτός που κάνει τη βραδινή βάρδια στον θάλαμό σου είναι πολύ άρρωστος.

Φυματίωση, λένε.

Ευχαριστώ πάρα πολύ, είπε ο Μάικλ, και γύρισε προς την πόρτα.

Α, και Μάικλ; Μην το πεις σε κανέναν. Δεν θέλω να μου μαζευτούν εδώ γυρεύοντας έξτρα ώρες.

Ο Μάικλ κατένευσε, ευχαρίστησε ξανά τον Λόρενς κι έφυγε.

Έξω είχε αρχίσει να βρέχει. Βιάστηκε να πάει στην είσοδο του ορυχείου και να περιμένει για τη βάρδιά του.

Η γυναίκα που δούλευε στην εκφόρτωση έκανε τη δουλειά της. Ένα βαγονέτο έπεσε στο δάπεδο, αφήνοντας τα σωθικά του χυμένα. Η εργάτρια έσκυψε και, στηρίζοντας τη μέση της με το αριστερό χέρι, μάζεψε με το δεξί το κάρβουνο. Ύστερα έσυρε το βαγονέτο ως την καρότσα φόρτωσης και κουκούβισε αργά στο μαύρο έδαφος. Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το βαγονέτο, έχωσε τα δάχτυλα από κάτω του, βόγκηξε και το σήκωσε στην καρότσα.

Άντρες άρχισαν να εμφανίζονται γύρω από τον κλωβό. Το φτύμα του Θεού μούλιαζε τα πάντα. Οι εργάτες μιλούσαν αναμεταξύ τους για τον καιρό. Ένας είπε ότι χαιρόταν κι οι υπόλοιποι του φώναξαν. Ο Κέιν εμφανίστηκε από το πουθενά, σχεδόν σαν να ’στεκε από πάντα εκεί.

Σκέφτηκες την πρότασή μου για κείνη τη δουλειά;

Για να είμαι ειλικρινής, όχι.

Ο Μάικλ την είχε σκεφτεί. Κι όσο τη σκεφτόταν, τόσο του φαινόταν σαν πιθανή θεϊκή παρέμβαση. Ίσως αυτή να ήταν η απάντηση του Θεού στην προσευχή του. Έπειτα του προσφέρθηκε μια πιο αξιοπρεπής, τίμια δουλειά, και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν.

Μπήκαν στο κλουβί. Οι κουβέντες των αντρών σταμάτησαν. Το βουητό της δραστηριότητας στα σωθικά της γης σχεδόν πνιγόταν απ’ τη βροχή. Ο άνεμος τη βίτσιζε στα κεφάλια τους. Ο οισοφάγος του ορυχείου κατάπινε τον κλωβό. Για πρώτη φορά, όλοι φαίνονταν ευχαριστημένοι που κατέβαιναν να θαφτούν στη ζέστη.

Τώρα μπορούσαν να κινηθούν στον θάλαμό τους πιο άνετα απ’ ό,τι στη στοά απέξω και στη λεκάνη αποστράγγισης, ακόμα κι απ’ ό,τι στην κεντρική σήραγγα. Ο Μάικλ φανταζόταν τα λεφτά που θα έβγαζε με τη διπλή δουλειά. Ξεφλούδιζαν το κάρβουνο εύκολα, φύλλο-φύλλο, σαν κρεμμύδι. Ανάμεσά τους, βουναλάκια πηλού και λάσπης, οι θέσεις ξεκούρασης των πελεκητών. Είχαν προσθέσει κι άλλους ξύλινους στύλους στις πλευρές του θαλάμου, για να στηριχτούν τα καινούρια ανοίγματα.

Απ’ ό,τι φαινόταν τις τελευταίες μέρες, το περισσότερο καλό κάρβουνο βρισκόταν εκεί όπου το πάνω μέρος του μετώπου συναντούσε την οροφή. Ο Μάικλ και ο Κέιν επιτέθηκαν στη συγκεκριμένη φλέβα. Σκόνη και σβόλοι πηλού και χώματος έπεφταν στα αλλοιωμένα από την προσπάθεια πρόσωπά τους. Η σκόνη έμπαινε στα μάτια τους και τους ανάγκαζε να τα καθαρίζουν κάθε τόσο με βρεμένα πανιά. Το κάρβουνο τους μπάτσιζε. Κάποια στιγμή, ένας μεγαλούτσικος σβόλος πετρώματος έπεσε στη μύτη του Κέιν, κι εκείνος τραβήχτηκε βρίζοντας και φωνάζοντας. Ο Μάικλ έκρυψε το ελαφρώς χαιρέκακο χαμόγελό του.

Στο τέλος της βάρδιας, οι άντρες μάζεψαν από τους κουβάδες στη λεκάνη αποστράγγισης τα ρούχα τους. Ο Μάικλ έμεινε πίσω. Ο κλωβός ξέρασε τους εργάτες της νυχτερινής βάρδιας. Καθώς οι ημερήσιοι τους αντικαθιστούσαν, ο Κέιν γύρισε και τον κοίταξε. Δεν θα ’ρθεις;

Όχι.

Ο Κέιν σταμάτησε να προχωρά, έκανε μεταβολή, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους άλλους και πήγε κοντά του. Έλα, του είπε, δείχνοντας με το κεφάλι τον κλωβό.

Είμαι στην επόμενη βάρδια, είπε ο Μάικλ.

Αλήθεια;

Ναι. Ο νυχτερινός είναι άρρωστος.

Ο Κέιν χαμογέλασε σαρκαστικά. Πήρε το βλέμμα από τον Μάικλ και κατένευσε. Τα λέμε το πρωί λοιπόν.

Τότε ο Μάικλ το συνειδητοποίησε. Όταν θα τελείωνε η νυχτερινή βάρδια, θα είχε ξημερώσει και θα ’ταν και πάλι ώρα για την ημερήσια. Ένιωσε ένα γδάρσιμο στο λαρύγγι του. Έβηξε λίγο.

Περίμενε. Τα μικρά, αγόρια και κορίτσια, βγήκαν απ’ τα φρεάτιά τους κι έτρεξαν στο κλουβί. Ο εργοταξιάρχης τον κοίταξε με οίκτο. Ο Μάικλ τον κοίταξε κι αυτός, νεύοντας σε χαιρετισμό. Ο εργοταξιάρχης απέστρεψε το βλέμμα. Το τρίξιμο από τις αλυσίδες του κλωβού καθώς ανυψωνόταν. Οι εργάτες της νυχτερινής βάρδιας ολόγυρα.

Στους θαλάμους σας! φώναξε ο εργοταξιάρχης. Ποιος είναι στον πέντε; του φώναξε ο Μάικλ.

Ο εργοταξιάρχης τον αγνόησε. Ο Μάικλ πήρε το πουκάμισό του από κάτω και σκούπισε τον ιδρώτα από το κεφάλι και τον λαιμό του.

Στον πέντε;

Η ερώτηση ήρθε από έναν φαλακρό που έβγαζε το παντελόνι του γερμένος σ’ έναν στύλο.

Ο Μάικλ κατένευσε. Μάικλ με λένε.

Κι εμένα Μπιλ, είπε ο άντρας, παίρνοντας μια αξίνα από τον κουβά.

Πώς είναι ο συνάδελφός σου;

Πεθαμένος. Πάμε; Ο Μπιλ τον καλωσόρισε μ’ ένα φιλικό χαμόγελο.

Η δουλειά τη νύχτα δεν ήταν διαφορετική. Όλα ήταν ακριβώς ίδια. Ο Μπιλ δούλευε πιο αργά από τον ίδιο και τον Κέιν, αλλά έκανε λιγότερα διαλείμματα. Κι έβηχε λιγότερο. Γενικά, φαινόταν πιο ευχαριστημένος. Σφύριζε και σιγοτραγουδούσε καθώς πελεκούσε.

Σήμερα δουλέψαμε την οροφή, είπε ο Μάικλ.

Εμείς οι νυχτερινοί κοιτάμε να μην πολυπειράζουμε το ταβάνι.

Μμ. Ε, μάλλον εμείς οι πρωινοί θέλαμε πιο πολύ χώρο για τα κεφάλια μας.

Ο Μπιλ γέλασε. Συνέχισαν τη δουλειά. Κάθε φορά που τα αέρια τις έγλειφαν, οι φλόγες στις λάμπες ασφαλείας τρεμόπαιζαν και πρόβαλλαν πάνω στους μαύρους σαν πάνθηρες τοίχους. Το φως τούς λουστράριζε στο χρώμα του μπέρμπον.

Ο Μάικλ πελέκησε με δύναμη το τοίχωμα και διαχώρισε ένα μεγάλο κομμάτι άνθρακα, που ήταν ορατό μέσα από τις ρωγμές που έφταναν ως το δάπεδο και είχε ένα σχήμα σαν κορακοβότανο. Σήκωσε τη λάμπα του κοντά στο σχήμα και το εξέτασε με προσοχή. Ξανάφησε κάτω τη λάμπα. Κοπάνησε με δύναμη το τοίχωμα. Και ξανά. Επέστρεψε στην επιθεώρησή του. Το κομμάτι του άνθρακα με το σχήμα κορακοβότανου ήταν τεράστιο και τώρα ξεχώριζε πιο έντονα. Ο Μάικλ σήκωσε ξανά τη λάμπα κι ύστερα ξαναχτύπησε με την αξίνα του, πετυχαίνοντάς το ακριβώς στο κέντρο. Το κοίτασμα χώρισε στα δυο. Μερικά απανωτά χτυπήματα ακόμα το διέλυσαν εντελώς, ρίχνοντάς το στο δάπεδο. Ένας σωρός από πουδραριστό κάρβουνο.

Είχε ανοίξει έναν κρατήρα αρκετά μεγάλο για να χωρέσει ολόκληρη την παλάμη του. Όταν έσκυψε να φτυαρίσει τους σβόλους, πρόσεξε μέσα στο τοίχωμα μια μικρή ψηφίδα λάμψης. Αντανακλούσε στο φως της λάμπας. Ο Μάικλ την ψηλάφισε. Η μαυρίλα των δαχτύλων του θάμπωσε τη γυαλάδα της. Σήκωσε τη λάμπα και την πλησίασε στο τοίχωμα. Με το ελεύθερο χέρι του έξυσε προσεκτικά το πέτρωμα γύρω από την ψηφιδωτή αντανάκλαση. Διακλαδιζόταν σαν δίκτυο φλεβών κάτω από την επιφάνεια του κάρβουνου.

Άφησε για άλλη μια φορά τη λάμπα στο δάπεδο και πήρε την αξίνα του και κατάφερε τρία υπολογισμένα χτυπήματα γύρω από τη γυαλάδα. Έπεσε στο πάτωμα. Γονατιστός, ψάρεψε μέσα στα μπάζα, τη βρήκε κι έφτυσε πάνω της και πήρε ένα βρεμένο πανί και την καθάρισε από την καρβουνόσκονη και το χώμα. Ήταν ένα κομματάκι κίτρινου χρυσού σε μέγεθος κουμπιού πουκαμίσου. Η μικρή, πνιχτή, αθόρυβη κραυγή του του έφερε βήχα. Τύλιξε στα γρήγορα το ψήγμα και το έριξε μέσα στην μπότα του.

Ο Μπιλ παρέμενε συγκεντρωμένος στη δουλειά του στην άλλη μεριά του θαλάμου.

Ο Μάικλ σήκωσε τη λάμπα στο σημείο όπου είχε βρει το ψήγμα. Το πέτρωμα έλαμπε ακόμη.

Τι κοιτάς εκεί; είπε ο Μπιλ.

Ο Μάικλ σηκώθηκε γρήγορα κι άρχισε να χτυπάει το κάρβουνο από πάνω. Τίποτα. Κι όταν ο Μπιλ συνέχισε το πελέκημα, μάζεψε αργιλόχωμα από το δάπεδο και το πάστωσε πάνω στη λάμψη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ