Βιβλιο

«Παιδικά τραγουδάκια»: Ποιοι κρύβονται στο σκοτάδι;

Το μυθιστόρημα της Μαρίας Ράπτη (Εκδόσεις Bell) ανακινεί μία υπόθεση που συντάραξε την Ελλάδα —και έπειτα διαγράφηκε από τη μνήμη μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Παιδικά τραγουδάκια»: Το μυθιστόρημα της Μαρίας Ράπτη, εκδόσεις Bell, βασισμένο σε μία αληθινή ιστορία με ατμόσφαιρα, μυστήριο, τρόμο, παράνομη παιδική εργασία, θρησκευτικό φανατισμό, και έγκλημα.

«Παιδικά τραγουδάκια»: Το μυθιστόρημα της Μαρίας Ράπτη, εκδόσεις Bell, βασισμένο σε μία αληθινή ιστορία με ατμόσφαιρα, μυστήριο, τρόμο, παράνομη παιδική εργασία, θρησκευτικό φανατισμό, και έγκλημα.

Σταθερά και όλο πιο ανοδικά, η Μαρία Ράπτη εξελίσσεται στην πιο ατμοσφαιρική συγγραφέα μας. Έχοντας μία ξεχωριστή αγάπη —καλύτερα: πάθος— για τη σχετική λογοτεχνία, και μία πολύ παραπάνω από καλή γνώση του χώρου, επιδίδεται σε ένα παιχνίδι με τις λέξεις, τον τόνο, την αοριστία του βλέμματος, τις υπόνοιες, το θαυμαστό περιεχόμενο των ίσκιων, και βέβαια με αυτό που λέμε τρόμο —εκείνο όμως τον υποβλητικό τρόμο, που σε ανατριχιάζει—, που δεν το συναντάμε αλλού στη χώρα μας. Και δεν μιλάμε για μικρή φόρμα εδώ, όπου κάτι τέτοιο είναι εύκολο και αναμενόμενο, αλλά για μυθιστόρημα. Και πλέον, στα «Παιδικά τραγουδάκια» (Εκδόσεις Bell, 376 σελίδες), μιλάμε για μια λεπτοδουλεμένη πλοκή που απλώνεται σε πολλά επίπεδα.

Το χτίσιμο της ατμόσφαιρας ξεκινά από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όταν η νεαρή εκπαιδευτικός Λίζι, τον Δεκέμβριο του 1975, «φτάνει σε μια ορεινή περιοχή της ελληνικής επαρχίας, με στόχο να μετατρέψει ένα παλιό μοναστήρι σε πρότυπο σχολείο». Βρισκόμαστε λοιπόν στη Μεταπολίτευση, αλλά στην αρχή της, όταν ακόμα το καθεστώς άπλωνε κι αυτό —μαζί με άλλα τέρατα— τα πλοκάμια του στο σήμερα, παρά τις Δίκες και την παλινόρθωση της δημοκρατίας, παρά την ανάγκη του κόσμου για ελευθερία. Κι όσο για το ίδιο το χωριό, που είναι απόμερο, σαν να βρίσκεται έξω από την ιστορία, και τους σκοτεινούς κατοίκους του, που λένε λιγότερα από όσα ξέρουν, πόσο δε μάλλον για το μοναστήρι, που είναι πνιγμένο στην ομίχληλες και λουφάζει,ξεπροβάλλοντας λίγο-λίγο μέσα σε ένα καθαρά γκόθικ τοπίο, όλα μα όλα είναι δυσοίωνα και γεμάτα μυστικά, και ανείπωτα πράγματα· και ενοχές. Κάθε δωμάτιο της παλιάς μονής, κάθε κοιτώνας, κάθε σπασμένη πόρτα, μοιάζει να κρατάει το στόμα του πεισματικά κλειστό, ή να το ανοίγει μόνο για να δείξει τα δόντια του. Μέχρι που αρχίζουν και ακούγονται οι πρώτοι θόρυβοι μέσα στη νύχτα, ξυπνώντας τη Λίζι που κοιμάται μόνη εκεί, και μέχρι να φανούν τα πρώτα φρικιαστικά σχέδια, χαραγμένα στις κάσες των παραθύρων,ή οι πρώτες τρομώδεις λέξεις που γράφονται στους τοίχους από ένα αόρατο χέρι.

Η αλήθεια, οι θρύλοι, οι κρυμμένοι παλιοί φόβοι, οι αόριστες φήμες, όλα κάνουν την εμφάνισή τους εδώ, κρυμμένα το ένα πίσω από το άλλο. Τι είναι ψεύτικο και τι αλήθεια; Ποιον μπορεί να εμπιστευτεί η νεαρή δασκάλα, που δεν λέει να το βάλει κάτω και να τα παρατήσει κυνηγημένη; Ποιος θέλει να τη διώξει πάση θυσία από το μοναστήρι, και γιατί; Ποιοι εμποδίζουν τη μετατροπή του σε σχολείο; Ποιες δυνάμεις διαφεντεύουν (ακόμα) τον τόπο; Και ποιοι σκοτώθηκαν μέσα στα υπόγεια αυτού του στοιχειωμένου συμπλέγματος μισογκρεμισμένων κτιρίων; Και πώς;Και πόσοι;

«Παιδικά τραγουδάκια»: Ποιοι κρύβονται στο σκοτάδι;

Οι αποκαλύψεις θα έρθουν σιγά-σιγά, σαν τις φλούδες του κρεμμυδιού που βγαίνουν μία-μία. Και μέσα τους η συγγραφέας θα συνθέσει πολύ περισσότερα στοιχεία από ό,τι θα έκανε μία «απλή» ιστορία φαντασμάτων: βία, γυναικεία κακοποίηση, γλώσσα, θρησκεία, φανατισμός, πολιτική… και παιδιά. Που σβήνουν πριν καν προλάβουν να υπάρξουν.

Συνολικά, ένα πολύ θαρραλέο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που ξεχωρίζει. Το γεγονός, δε, ότι βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία που δεν (θέλει να) τη θυμάται, ή δεν τη συζητά πια, κανείς στη χώρα μας, το κάνει ακόμη πιο ανατριχιαστικό. Γιατί τα φαντάσματα, έστω κι αν δεν υπάρχουν, είναι εκεί και φωνάζουν για να τα ακούσουμε…

Νά και ένα μικρό απόσπασμα:

* * *

Η φωνή της Λίζι αντήχησε στους άδειους ορόφους και στους σκοτεινούς διαδρόμους αποκάτω της. Έφτασε στα άδεια δωμάτια με τις κλειστές πόρτες και χτύπησε στους γυμνούς τοίχους. Στη σκάλα, που περίμενε σόλες, πατήματα και φωνές. Η φωνήτης έφτασε μέχρι και το διπλανό κτίριο και αντήχησε αδύναμα στις άδειες αίθουσες διδασκαλίας, που ήταν τώρα γεμάτες σκιές. Ακούστηκε, πολλαπλασιάστηκε, στο μεγάλο, κρύο τζάκι της εισόδου και στην καμινάδα όπου φώλιαζε ο γκιώνης. Κανείς δεν είχε σκεφτεί να καθαρίσει την καμινάδα σ’ εκείνο το τζάκι, κι έτσι κανείς δεν είχε δει τα ξύλα που είχε κουβαλήσει το πουλί νωρίτερα εκείνη τη χρονιά για να φράξει το άνοιγμα και να φτιάξει τη φωλιά του. Κανείς δεν είχε ανάψει ακόμη εκείνο το τζάκι, όμως ήταν πια ζήτημα χρόνου. Το πουλί φώλιαζε για μήνες πάνω στον κίνδυνο, χωρίς να έχει ιδέα ότι κάποια μέρα το κακό θα ερχόταν, αμείλικτο και καυτό.

Η Λίζι φώναξε κι άλλο, φώναξε πιο δυνατά. Καμία απάντηση πέρα από τη σιωπή. Τώρα ήταν στην πόρτα και προσπαθούσε να δει αν υπήρχε κάτι εκεί έξω. Χωρίς να πάρει να μάτια της από το άνοιγμα της πόρτας, έψαξε ψηλαφητά το διακόπτη κι άναψε το φως. Ανάσανε βαθιά όταν εκείνο ανταποκρίθηκε, σημάδι πως το ρεύμα δούλευε κανονικά στο κτίριο. Έπειτα, κοιτάζοντας πάντα προς την ίδια κατεύθυνση, έβγαλε τις πιτζάμες της και φόρεσε προσεκτικά το χοντρό μάλλινο παντελόνι και το κόκκινο ζιβάγκο της. Έβαλε τα παπούτσια της, έριξε την αρμαθιά με τα κλειδιά μέσα στο παλτό της και, τέλος, πήρε στα χέρια της το κερί που είχε πάντα δίπλα της στο κομοδίνο. Οι διακόπτες των κλιμακοστασίων που θα την έφερναν στο ισόγειο βρίσκονταν και οι δυο στις βάσεις τους, κι έτσι θα έπρεπε να κατέβει τα σκαλιά μέσα στο σκοτάδι. Έτρεμε να το κάνει αυτό μέσα σ’ εκείνο το κτίριο, που της φαινόταν τώρα σαν ναρκοπέδιο.

Αν δε φοβόταν τόσο πολύ, ίσως και να θυμόταν το φακό που της είχε δώσει ο Νίκος και ο οποίος βρισκόταν στο συρτάρι του ίδιου επίπλου, με καινούργιες μάλιστα μπαταρίες. Όμως τώρα άναψε με τρεμάμενα χέρια το κερί και γλίστρησε προς την έξοδο του δωματίου της.

«Ποιος είναι εκεί;» φώναξε πάλι, καθώς πατούσε προσεκτικάένα-ένα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στα δωμάτια των κοριτσιών, όμως ευτυχώς κανείς, κανείς δεν απάντησε.

Ο διάδρομος του πρώτου ορόφου την υποδέχτηκε αδιάφορος. Η Λίζι άναψε το φως κι άφησε το κερί στην κορυφή της σκάλας που κατέβαινε στο ισόγειο. Πλησίασε το πρώτο δωμάτιο, έβαλε προσεκτικά το χέρι της μέσα, βρήκε το διακόπτη και τον γύρισε. Έπειτα άνοιξε απότομα την πόρτα, νομίζοντας ότι θα έχανε το μυαλό της μέχρι να διαπιστώσει αν ήταν άδειο και ευτυχώς, ευτυχώς, ήταν. Στάθηκε για λίγο κι ακούμπησε στην κάσα, προσπαθώντας να ελέγξει τον τρόμο που χάιδευε κάθε κόκαλο του κορμιού της, κάθε εκατοστό του δέρματός της.

Μπήκε σε όλα τα δωμάτια, έλεγξε τα λουτρά και τις τουαλέτες. Έπειτα πήρε και πάλι το κερί της και κατέβηκε στο ισόγειο. Η εξώθυρα ήταν ορθάνοιχτη. Ένας μικρός σωρός χιονιού είχε τρυπώσει μέσα στο κτίριο. Έμοιαζε με φρέσκο χιόνι που είχε μαζευτεί πάνω από φρεσκοσκεπασμένο τάφο. Τάφο μικρό, παιδικό.

Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της κι έπειτα στράφηκε στα δωμάτια. Τα έλεγξε και πάλι, ένα-ένα, και τα βρήκε όλα άδεια. Έπειτα στράφηκε στην πόρτα.

Αργά και με προφύλαξη, κοίταξε έξω και φώναξε πάλι.

«Ποιος είναι εδώ;»

Η φωνή της τώρα έφτασε μέχρι τη φωλιά της αλεπούς, μέχρι τον γκρεμό, με τα πουρνάρια, τους κισσούς και τα φασκόμηλα κρυμμένα κάτω απ’ το απαλό χιόνι. Έφτασε στις άκρες των κλαδιών που λυγούσαν από το βάρος και στο λαγούμι του τυφλοπόντικα, που κοιμόταν, προστατευμένος, μέχρι την άνοιξη.

Η Λίζι φώναξε, στην αρχή σιγά κι έπειτα δυνατότερα. Σιωπή, πάλι σιωπή στο δάσος, πάλι σιωπή στα κτίσματα. Αχ, για ακόμη μια φορά κανείς δεν απαντούσε, και ήταν ανακουφιστικό που κανείς δεν απαντούσε, αλλά ήταν ταυτόχρονα και τρομακτικό. Ήταν φρικιαστικό.

Όταν βγήκε από το κτίριο είχε πια μπει σε όλα τα δωμάτια, είχε ελέγξει τα πάντα και τα είχε βρει μια χαρά.

Έξω, το τοπίο είχε μεταλλαχτεί. Το πλακόστρωτο είχε εξαφανιστεί κάτω από το χιόνι και η κρήνη είχε καλυφθεί τόσο πολύ, ώστε ήταν πια ένας σωρός από εξογκώματα, που θύμισε στη Λίζι τον μεγάλο πλάτανο στο χωριό της, όταν αρρώστησε και παρέμεινε για μήνες ένας γυμνός κορμός, γεμάτος καρκινώματα, μέχρι να τον κόψουν. Όλα κόβονται, σκέφτηκε. Για όλα υπάρχει ένα χέρι οπλισμένο με τσεκούρι, με πριόνι ή με μαχαίρι. Για όλα υπάρχει εκείνο το ένα και μοναδικό χέρι, αμείλικτο και τελεσίδικο, που έχει γεννηθεί μόνο για να κόβει και να ματώνει. Εκείνο το τέλειο χέρι, που δε λαθεύει ποτέ.

Φέρνοντας τον πήχη στο μέτωπο για να προστατέψει τα μάτια της, βγήκε από το σκέπαστρο της θύρας και μπήκε στη χιονοθύελλα.

Δεν έβλεπε παρά μόνο λίγα μέτρα μπροστά της. Το χιόνι έπεφτε με τέτοιο ρυθμό και σε τέτοια ποσότητα, που ένιωθε περισσότερο να ανοίγει δρόμο μέσα από κάποιο πυκνό υλικό, παρά μέσα απ’ τον αέρα. Ήταν ο άρχοντας εκείνο το χιόνι, ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς, και ήταν επιθετικός και οργισμένος και είχε έρθει για να ισοπεδώσει τα πάντα.

Η Λίζι προχώρησε προς το κτίριο του σχολείου, μέσα στην αναμπουμπούλα. Φτάνοντας στο κατώφλι, γύρισε και κοίταξε πίσω της. Είχε ξεχάσει να κοιτάξει προηγουμένως και τώρα η σκέψη είχε κάνει το στομάχι της να ανακατευτεί και τον τρόμο που σερνόταν μέσα της να ανασαλέψει και να ταράξει τα σωθικά της.

Ήταν το φως στη σοφίτα των αγοριών ανοιχτό;

Η Λίζι δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Μετά βίας έβλεπε το ίδιο το κτίριο. Γύρισε κι έβαλε το χέρι στην τσέπη για να βγάλει τα κλειδιά της, όμως τα άφησε να πέσουν πάλι στην τσέπη της. Γιατί και εκείνη η πόρτα ήταν διάπλατα ανοιχτή.

Η Λίζι κρατήθηκε από το κούφωμα, ψάχνοντας για ανάσα.Κάθε δρόμος που θα επέλεγε από δω και πέρα ήταν δρόμος από ταινία τρόμου.

Άναψε το φως και πάλι πριν μπει, κι ενώ αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να ψάξει κι εκείνο το κτίριο ή να επιστρέψει στο δωμάτιό της, που έμοιαζε πιο σίγουρο και ασφαλές, και να κρυφτεί μέχρι το πρωί, τα είδε.

Τα κόκκινα γράμματα στη σκάλα ήταν και πάλι εκεί, αλλά δεν ήταν μόνα τους.

Κάποιος είχε βρει τον τρόπο και το χρόνο, είχε ξαναγράψει τα προηγούμενα, που είχαν σβηστεί τις προηγούμενες μέρες, και είχε προσθέσει κι άλλα. Τώρα, ολόκληρη η φράση γυάλιζε δαιμονικά, σαν κραυγή από την άλλη πλευρά του τοίχου, από την ανάποδη όψη των πραγμάτων.

Τα παιδιά ουρλιάζουν εδώ.

Τώρα ούρλιαζε και η Λίζι.

* * *

Η συγγραφέας Μαρία Ράπτη

Η Μαρία Ράπτη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία και –σε μεταπτυχιακό επίπεδο– Θέατρο. Εργάζεται ως φιλόλογος στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με ειδίκευση στην εφαρμογή της τεχνολογίας στην εκπαίδευση. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και δύο συλλογές διηγημάτων. Είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας Θέατρο του Άλλοτε, από την οποία έχουν παρουσιαστεί εφτά θεατρικά της έργα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ