Βιβλιο

Λίλα Κονομάρα: Παιχνίδι με τον χρόνο

«Οι ήρωες του "Μπόγου" λειτουργούν αρχετυπικά, θα μπορούσαν να ζουν στις αρχές μα και στα τέλη του αιώνα, αφού οι άνθρωποι διακατέχονται πάντα από τους ίδιους φόβους και τα ίδια όνειρα»

Ηρώ Σκάρου
Ηρώ Σκάρου
ΤΕΥΧΟΣ 847
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Λίλα Κονομάρα

Λίλα Κονομάρα: Συνέντευξη με αφορμή το νέο της βιβλίο «Ο μπόγος», που κυκλοφορει από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Έναν μπόγο άνοιξα και από μέσα του ξεπήδησε ένας ολόκληρος αιώνας ελληνικής ιστορίας. Ανάμεσα σε πολέμους, εμφύλιους, δικτατορίες και οικονομικές κρίσεις είδα ακόμα να ξετυλίγονται οι προσωπικές ιστορίες των κατοίκων μιας μικρής πόλης. Συμφορές, θαύματα, γέλια και δράματα απαντώνται σε διαδρομές που διασταυρώνονται γύρω από ένανάντραχωρίς ταυτότητα. Έναν ξένο πάνω στον οποίο όλοι οι άλλοι ήρωες –αγέραστοι μέσα στα χρόνια– προβάλουν ο καθένας τους δικούς του φόβους αλλά και πόθους.

Πέρα από το παραπάνω λογοτεχνικό τέχνασμα και τη δύναμη της ίδιας της αφήγησης, με τις επιτυχημένες εναλλαγές στο ύφος και τη γλώσσα, αυτό που με εντυπωσίασε στο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα ήταν η συνύπαρξη της πολιτικής ιστορίας με τη λαϊκή παράδοση και του ρασιοναλισμού με το παράδοξο. Πρόκειται για ένα από αυτά τα βιβλία που αφού τα διαβάσει κανείς αισθάνεται την ανάγκη να τα συζητήσει με κάποιον. Χαίρομαι ιδιαίτερα που μπόρεσα να το κάνω με την ίδια τη συγγραφέα και να μάθω παράλληλα λίγα περισσότερα για εκείνην.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί αυτό το βιβλίο;
Λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από το Άργος, τον τόπο καταγωγής μου, βρίσκεται ένας βάλτος. Δεκάδες φιδογυριστά μονοπάτια περιτριγυρισμένα από νερό και κρυμμένα κάτω από πανύψηλα δέντρα. Εκεί μέσα νιώθεις ότι μπορεί να χαθείς, όλα μοιάζουν ίδια κάτω από το μονότονο βουητό των εντόμων, τα κοάσματα των βατράχων και την αποπνικτική ζέστη. Κι όμως η θάλασσα απέχει ελάχιστα, ανάλογα με το πώς φυσάει, μπορεί και να τη μυρίσεις σαν μια ανοιχτή υπόσχεση. Η τοποθεσία αυτή, μαγική και ασφυκτική ταυτόχρονα, συνοψίζει ίσως τα παιδικά μου χρόνια εκεί. Τη δύναμη των στοιχείων της φύσης που τρύπωνε στη λαλιά, στα παραμύθια, στις δοξασίες των ανθρώπων απ’ τη μία, και από την άλλη, τον περίκλειστο κόσμο της επαρχίας όπου πόθοι και όνειρα καταπνίγονταν συχνά από το φόβο του πανταχού παρόντος βλέμματος των άλλων. Ο καιρός περνούσε, τσολιαδάκια, αμαλίες κι αγγελάκια παρήλαυναν κάθε χρόνο στις γιορτές, η ιστορία διέσχιζε τις ζωές των ανθρώπων συνήθως σαν μακρινός απόηχος, οι αλλαγές σπάνιες. Το έναυσμα του βιβλίου αυτού ήταν ο βάλτος ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο.

Υπάρχουν θέματα που σας απασχολούν και τα βλέπετε να επανέρχονται συχνά σε αυτά που γράφετε;
Ένα θέμα που επανέρχεται στα βιβλία μου είναι οι πολλαπλές αναγνώσεις προσώπων και γεγονότων. Γι’ αυτό και συχνά, ο αφηγητής δεν είναι ένας, αλλά πολλοί, και οι ερμηνείες που δίνονται παραμένουν αμφίσημες. Η πολυπρισματικότητα αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η σημερινή πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από έναν όλο και μεγαλύτερο κατακερματισμό, η απομάκρυνση από τη φύση και η ανάπτυξη των αστικών κοινωνιών ενέτεινε την έλλειψη συνοχής, γεννώντας μέσα μας ένα αίσθημα αποξένωσης. Ένα άλλο θέμα που με απασχολεί επίσης είναι ο χρόνος. Όχι μόνον οι συζεύξεις παρόντος και παρελθόντος, αλλά και η κυκλική επανεμφάνιση πολλών γεγονότων. Είναι λες και η ιστορία σβήνεται και ξαναγράφεται στο ίδιο χαρτί και δεν συγκρατούμε από τα περασμένα παρά ένα αχνό αποτύπωμα. Το στοιχείο του φανταστικού, παρόν σε πολλά βιβλία μου όπως και στον «Μπόγο», επιτρέπει ένα εξαιρετικό παιχνίδι με τον χρόνο καταργώντας τα όρια ανάμεσα σε παρόν, παρελθόν και μέλλον. Η μετατόπιση αυτή των ορίων ανατρέπει τις βεβαιότητες επιχειρώντας να αναδείξει ψυχικές πραγματικότητες, όλα όσα δηλαδή διαφεύγουν μιας καθαρά ρεαλιστικής και ορθολογικής προσέγγισης και αναπτύσσονται στις παρυφές των γεγονότων.Τέλος, στα βιβλία μου υπάρχει ένας διαρκής στοχασμός πάνω στα όρια της γλώσσας και στις πραγματικότητες που φτιάχνει το ίδιο το κείμενο συχνά ερήμην του συγγραφέα.

Λίλα Κονομάρα «Ο μπόγος», εκδόσεις Καστανιώτη

Παρότι το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορικό, η πλοκή διατρέχει όλο τον 20ό αιώνα και ο αναγνώστης παρακολουθεί, μέσω των ηρώων, την πορεία της χώρας από το 1911 μέχρι το 2018 και τις αλλαγές που υπέστη η Ελλάδα σε γεωπολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ποιο από αυτά τα γεγονότα που μελετήσατε θεωρείτε ότι θα μπορούσε να είχε διαφορετικό χειρισμό και επομένως διαφορετική εξέλιξη για την πορεία της χώρας μας;
Πώς θα ήταν η Ελλάδα σήμερα αν είχε ξεπεράσει το θέμα του εθνικού διχασμού; Αν δεν είχε χρεοκοπήσει τόσες φορές; Αν συνεχιζόταν η βιομηχανική ανάπτυξη που σημειώθηκε τη δεκαετία του ’70; Θα ήταν δυνατόν να αναπτύξει μια άλλη σχέση με τις ξένες δυνάμεις; Ποια θα ήταν η πορεία της παιδείας και των ελληνικών γραμμάτων αν δεν είχαν τόσο ταλανιστεί από το γλωσσικό ζήτημα; Δεν είμαι ιστορικός, ξέρω μόνο ότι τα ερωτήματα είναι πολλά και μάλλον αναπάντητα. Έγινε κάθε φορά αυτό που επέτρεψαν οι πάσης φύσεως συγκυρίες.

Ο Μανόλης, ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη και παρελθόν, αποτελεί έναν άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης. Μου έφερε στον νου τον ήρωα από το διήγημα του Μάρκες «Ένας πολύ γέρος κύριος με κάτι τεράστια φτερά». Εκεί, η σοφή γειτόνισσα λέει πως οι άγγελοι στους καιρούς μας είναι οι επιζήσαντες φυγάδες κάποιας ουράνιας συνωμοσίας και οι υπόλοιποι κάτοικοι κάποια στιγμή καταλαβαίνουν πως ο απρόσκλητος επισκέπτης είναι ένας κατακλυσμός σε ανάπαυση. Ο δικός σας ήρωας, με χαρακτηριστικά αγγέλου αλλά και δαίμονα, τι αντιπροσωπεύει; Είναι ο Θεός και ο διάβολος γύρω μας και μέσα μας;
O Μανόλης είναι ένας ήρωας που παρουσιάζεται με πολλά και διαφορετικά προσωπεία στο μυθιστόρημα, παραμένοντας ρευστός και αινιγματικός ως το τέλος. Εν πρώτοις, θα μπορούσε να είναι ο Έλληνας με τα καλά του και τα κακά του, ένας «τίμιος λωποδύτης» σαν τον Καραγκιόζη, όπως τον χαρακτηρίζει ένα μικρό παιδί, που τρυπώνει παντού, εκμεταλλεύεται καταστάσεις προκειμένου να επιβιώσει, ικανός για τα πιο σπουδαία, αλλά και για τα χειρότερα. Στη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη, θα αναπτυχθούν διάφορες εικασίες γύρω από το άτομό του: κατατρεγμένος πρόσφυγας, ληστής, φονιάς, άγγελος που σώζει ζωές ή ένας πολύ βολικός αποδιοπομπαίος τράγος; Στο πρόσωπό του ο καθένας βλέπει αυτό που θα ήθελε να δει, ο Μανόλης παραμένει εσαεί ο «Άλλος», συμπυκνώνοντας το παράδοξο και το ακατανόητο της ανθρώπινης ύπαρξης, το κομμάτι εκείνο που παραμένει για πάντα άγνωστο και που ο καθένας μας συμπληρώνει ανάλογα με τους φόβους και τις προσδοκίες του. Ταυτόχρονα, ο ήρωας αυτός ενδύεται την ταυτότητα του δημιουργού, αγιογραφεί, απεικονίζει την πόλη, ενσαρκώνει την αέναη επιθυμία του ανθρώπου να υπερβεί την ανθρώπινη υπόστασή του και, σαν άλλος Προμηθέας, να γίνει Θεός.

Οι δεκαετίες περνούν, αλλά οι ήρωες δεν γερνούν. Οι ρόλοι τους αλλάζουν ανά εποχή ή δρουν πάντα σύμφωνα με την προσωπικότητά τους;
Οι ήρωες δεν γερνούν παρότι η πλοκή απλώνεται σ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο άνθρωπος είναι αμνήμων. Το δείχνει και η πορεία του. Ξαναπερνάει από τις ίδιες ατραπούς και όλα γίνονται σαν να ‘ταν η πρώτη φορά. Ούτε και η φύση των ανθρώπων αλλάζει. Οι ήρωες του «Μπόγου» λειτουργούν αρχετυπικά, θα μπορούσαν να ζουν στις αρχές μα και στα τέλη του αιώνα, αφού οι άνθρωποι διακατέχονται πάντα από τους ίδιους φόβους και τα ίδια όνειρα.

Ποιος είναι ο ρόλος του τυχαίου στη ζωή των ηρώων σας;
Όπως αναφέρεται στο μυθιστόρημα, «η τύχη είναι ο βασιλιάς του κόσμου», ρήση που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Ο τρόπος βέβαια που λειτουργεί το τυχαίο σχετίζεται μάλλον με την έννοια του «καιρού» όπως αυτή απαντάται στην αρχαία ελληνική σκέψη, της κατάλληλης δηλαδή στιγμής, της προαπαιτούμενης συγκυρίας προκειμένου να προκύψουν κάποια γεγονότα ή να διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα.

Πέρα από τη συγγραφή ασχολείστε και με τη μετάφραση. Πόσο συγγραφέας αισθάνεστε, όταν μεταφράζετε;
Ποτέ δεν μπορείς να αποποιηθείς εντελώς το προσωπικό γλωσσικό σου αποτύπωμα. Ωστόσο, όταν μεταφράζεις, υπηρετείς το κείμενο κάποιου άλλου, οφείλεις να αφουγκραστείς και να σεβαστείς τον ρυθμό καιτις ιδιαιτερότητές του.

Με αφορμή τη βράβευση της Annie Ernaux με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022, εκφράστηκαν στο ελληνικό διαδίκτυο αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τη λογοτεχνική αξία των έργων της συγγραφέως και τα κριτήρια με τα οποία η Σουηδική Ακαδημία κάνει τις επιλογές της. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Η επιλογή της ΣουηδικήςΑκαδημίας αποτυπώνει κατά τη γνώμη μου το κλίμα της εποχής που χαρακτηρίζεται από μια άνθηση της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας και του «πολιτικά ορθού». Ίσως αναζητούμε όλο και πιο μεγάλες δόσεις πραγματικότητας όσο το παρόν γίνεται όλο και πιο ρευστό και η αδυναμία μας να το διαχειριστούμε πιο έντονη. Ίσως πίσω από το ηδονοθηρικό βλέμμα που ρίχνουμε στις ζωές των άλλων να ψάχνουμε τη βαθύτερη αιτία των πράξεών μας, μια εξήγηση στο ανεξήγητο της δυστοπικής πραγματικότητας που βιώνουμε. Σ’ αυτό το γενικευμένο αίσθημα δυσφορίας, μερίδες ανθρώπων που ως τώρα δεν είχαν φωνή διεκδικούν το δικό τους μερίδιο στην ύπαρξη, ζητήματα που ως τώρα θεωρούνταν ταμπού βγαίνουν στο φως. Σε μια κοινωνία εν πολλοίς απολιτική, ίσως αυτός είναι ένας τρόπος αντίδρασης και, με αυτή την έννοια, είναι απόλυτα θεμιτός. Συνιστά όμως αυτό λογοτεχνία; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.
Αντίθετα πάντως με τη θεωρία του Μπαρτ περί «θανάτου του συγγραφέα» και πλήρους αποσύνδεσης του έργου από τα βιώματα του δημιουργού, σήμερα παρατηρείται μια τάση να προκρίνονται έργα όχι με γνώμονα τη λογοτεχνική τους αξία αλλά την ταυτότητα του συγγραφέα. Το «πολιτικά ορθό» ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε καθεστώς επιβολής ωσότου έρθουν τα πράγματα σε ισορροπία.

Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε την ιντερνετική κοινότητα το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν η παρουσία (ή πιο σωστά απουσία) της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Τι φταίει τελικά; Η ποιότητα των παραγομένων έργων ή η πολιτική βιβλίου;
Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία παρουσιάζει αξιοσημείωτη άνθηση τόσο ως προς τα είδη όσο και ως προς τη θεματολογία. Δυστυχώς παραμένει εν πολλοίς άγνωστη σε Έλληνες και ξένους, στους μεν γιατί εμμένουν σε εικόνες του παρελθόντος, στους δε γιατί την εγκλωβίζουν σε στερεότυπα. Η έλλειψη μακροχρόνιας πολιτικής βιβλίου έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ