Βιβλιο

«Η Κόμισσα του Αίματος»: Ένα βέβηλο βιβλίο

​Με μια εικονογράφηση που κόβει την ανάσα, επιτέλους στα ελληνικά το περίφημο πεζογράφημα της Alejandra Pizarnik για την πρώτη (και πιο αιματοβαμμένη) γυναίκα σίριαλ-κίλερ

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου «Η Κόμισσα του Αίματος» της Alejandra Pizarnik (Εκδ. Οξύ)

«Η Κόμισσα του Αίματος» της Alejandra Pizarnik: Ένα βιβλίο γεννημένο από το πάντρεμα του σουρεαλισμού και της ψυχανάλυσης με τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ (Εκδ. Οξύ).

Ίσως γι’ αυτό και η κόμισσα προτιμούσε να συμβολίζει και να ενσαρκώνει τον Θάνατο. Γιατί πώς θα μπορούσε να πεθάνει ο Θάνατος;

Οι Εκδόσεις Οξύ κυκλοφόρησαν το πολύ σημαντικό πεζογράφημα της Αργεντινής ποιήτριας Alejandra Pizarnik, «Η Κόμισσα του Αίματος», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1966, με τη σύγχρονη εικονογράφηση του Σαντιάγκο Καρούζο — μια δουλειά υψηλής ποιότητας (και ομορφιάς) που στ’ αλήθεια κόβει την ανάσα. Όλη η έκδοση είναι πανέμορφη, τυποτεχνικά άρτια (ο Πάρις Κούτσικος είναι ένας από τους πιο έμπειρους σχεδιαστές μας, το χαρτί υψηλής ποιότητας, η εκτύπωση άψογη) και εξαιρετικά ελκυστική παρά το σκοτεινό περιεχόμενό της. Το έργο έχει να κάνει με τον τρόπο που περνούσε τις μέρες της —κλεισμένη στο απομακρυσμένο κάστρο της, παρέα με τις πιστές της υπηρέτριες, στο βόρειο άκρο της Ουγγαρίας—, μια κόμισσα του 16ου αιώνα. Όχι μια φανταστική αλλά μία πέρα για πέρα πραγματική ιστορική φιγούρα, χαρακτηρισμένη από τον θρύλο σαν η πρώτη σίριαλ-κίλερ στην ιστορία: η κόμισσα Μπάθορι, οδηγημένη από την οκνηρία, από μια ιδιότυπη λαγνεία, από ένα μυστηριακό πάθος αλλά και «από το κακό του 16ου αιώνα: τη μελαγχολία», βασάνισε και σκότωσε μέσα σε λίγα χρόνια, ούτε λίγο ούτε πολύ, 650 κορίτσια και νεαρές γυναίκες. Μία διαβολική προσωπικότητα και ένα εν πολλοίς ιερόσυλο έργο, που διαβάζεται με σάστισμα — και τρόμο.

Ένας γνωστός φιλόσοφος συμπεριέλαβε κάποτε και τα ουρλιαχτά στην κατηγορία της σιωπής. Ουρλιαχτά, βογκητά και κατάρες διαμορφώνουν σταδιακά μια «σιωπηλή αίσθηση» σαν αυτήν που διαχέεται απειλητικά από εκείνο το υπόγειο. Καθισμένη στον θρόνο της, η κόμισσα παρακολουθεί τα βασανιστήρια και ακούει τα ουρλιαχτά. Οι γερασμένες και άσχημες υπηρέτριές της είναι οι σιωπηλές φιγούρες που φέρνουν τη φωτιά, τα μαχαίρια, τις καρφίτσες και τις πυρωμένες λαβίδες για να βασανίσουν και κατόπιν να θάψουν τα κορίτσια. Όπως οι πυρωμένες λαβίδες και τα μαχαίρια, έτσι κι αυτές οι γυναίκες δεν είναι παρά εργαλεία που ανήκουν στην κόμισσα. Η ζοφερή τελετή έχει μία μόνο σιωπηλή θεατή.

Φωτογραφία από το βιβλίο «Η Κόμισσα του Αίματος» της Alejandra Pizarnik (Εκδ. Οξύ)

Ξεπερνώντας κάθε όριο και φτάνοντας στα βάθη της ακολασίας, αυτό το βδελυρό και βέβηλο βιβλίο των μόλις εξήντα τεσσάρων σελίδων καταφέρνει και γίνεται —αλλά πώς;…— ένα αποτρόπαιο ευαγγέλιο εξουθενωτικής σαγήνης και σαδικού πάθους. Γραμμένη για να διαβάζεται υπό έντονο φως —αλλιώςθα γινόταν πολύ επικίνδυνη—, η «Κόμισσα του Αίματος» δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό σου έτσι και βουτήξεις στις κατακόκκινες σελίδες της. Και όχι μόνο με τις δικές της λέξεις, αλλά με τις άηχες οιμωγές των θυμάτων της Κόμισσας Μπάθορι. Τη εξαιρέσει του Σαντ, πολύ δύσκολα μπορούμε να υπερηφανευτούμε ότι έχουμε διαβάσει ξανά κάτι παρόμοιο. Όμως η Πισαρνίκ —που εκείνη την εποχή ζει στο Παρίσι, παρακολουθώντας εν τη γενέσει του το κίνημα του σουρεαλισμού και μυούμενη παράλληλα στην ψυχανάλυση— φτάνει και ξεπερνά τα όρια της φαντασίας του Θείου Μαρκησίου με μια χούφτα σελίδες όλες κι όλες. Σελίδες αποτρόπαιες, ασεβείς και μιαρές. Οπωσδήποτε ένα βιβλίο που δεν είναι για όλους. Για τα μάτια για τα οποία προορίζεται όμως — γι’ αυτά θα είναι ευαγγέλιο.

Ας διαβάσουμε ακόμη ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Η Κόμισσα του Αίματος» της Alejandra Pizarnik (Εκδ. Οξύ)
Είχαν στη Νυρεμβέργη μια μηχανή βασανιστηρίων που λεγόταν «Σιδηρά Παρθένος». Η κόμισσα Μπάθορι απέκτησε ένα πιστό αντίγραφο για την αίθουσα βασανιστηρίων στο κάστρο της στο Καχτίτσε. Αυτή η μεταλλική κυρία είχε το μέγεθος και την απόχρωση ενός ανθρώπινου πλάσματος. Ολόγυμνη, μακιγιαρισμένη, στολισμένη, με μακριά ξανθά μαλλιά ως το πάτωμα κι έναν μηχανισμό που της επέτρεπε να χαμογελά και να κουνά τα μάτια της. Η κόμισσα, καθισμένη στον θρόνο της, την περιεργαζόταν. Για να μπει σε λειτουργία η Παρθένος, έπρεπε ν’ αγγίξουν ένα πολύτιμο πετράδι στο κολιέ της. Ανταποκρινόταν τότε βγάζοντας φρικτούς μηχανικούς ήχους και με αργές κινήσεις άπλωνε τα λευκά χέρια της για να τυλίξει σφιχτά όποιον βρισκόταν κοντά της, εν προκειμένω ένα κορίτσι. Η μηχανή το αγκάλιαζε και κανείς πλέον δεν μπορούσε να ξεμπλέξει το ζωντανό σώμα από το σώμα της Παρθένου, που εξισώνονταν αμφότερα στο κάλλος. Ξαφνικά, τα στήθη της Σιδηράς Παρθένου άνοιγαν και εμφανίζονταν πέντε καρφιά που διαπερνούσαν το ζωντανό ακόμα ταίρι της, που είχε μαλλιά μακριά όσο και τα δικά της. Όταν η θυσία ολοκληρωνόταν, έπρεπε ν’ αγγίξουν άλλο ένα πετράδι στο κολιέ της: τα χέρια έπεφταν, το χαμόγελο έσβηνε σαν και τα μάτια της και η δολοφόνος επέστρεφε ξανά στο φέρετρό της ως Ακίνητη Παρθένος.

Η εικονογράφηση, το επαναλαμβάνουμε, κόβει πραγματικά την ανάσα. Αν το κείμενο διαβάζεται μέσα σε λίγη ώρα —ή καλύτερα: σε όση ώρα διαβάζεται για πρώτη φορά μία μέση ποιητική συλλογή, ανατρέχοντας σε προηγούμενες σελίδες, με μικρά διαλείμματα στοχασμού και με τις απαραίτητες παύσεις—, οι εικόνες τού επίσης Αργεντινού Santiago Caruso, αυτά τα ονειρικά χαρακτικά σε μαύρο, κόκκινο και λευκό του θανάτου, μια εικαστική χορογραφία άλγους και τρομώδους δέους, θα απορροφήσουν πολύ από τον χρόνο σας — και θα τον στοιχειώσουν ξανά. Συγκλονιστικός σχεδιαστής, αφιερωμένος στο Φανταστικό και ειδικά στον (σωματικό) Τρόμο, αξίζει και με τον παραπάνω να τον ανακαλύψετε. Ίσως θα ήταν καλό να τύπωναν οι θαρραλέες Εκδόσεις Οξύ μεμονωμένα μερικά από τα σχέδια της έκδοσης: πολλοί θα τα πάρουν για να τα κρεμάσουν σε έναν ιδιωτικό χώρο.

Διαβάζουμε για αυτόν: Ο Σαντιάγκο Καρούζο θυμίζει σε στιλ τον Ουίλιαμ Μπλέικ, με αξιοσημείωτη επιρροή από τον συμβολισμό και τη ζωγραφική του 19ου αιώνα. Το πινέλο του ανοίγει σαν νυστέρι την εξωτερική πραγματικότητα και φτάνει μέχρι τα εντόσθια της αλήθειας.

Ενώ για την ποιήτρια μαθαίνουμε τα εξής: Η Αλεχάντρα Πισαρνίκ (1936-1972), η κορυφαία ίσως Αργεντινή ποιήτρια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες από γονείς εβραϊκής καταγωγής, μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη. Δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, «La tierra más ajena», το 1955. Η ποίησή της, εσωστρεφής και συνάμα αποκαλυπτική, έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις πιο πρωτότυπες μορφές έκφρασης στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Η Πισαρνίκ διέμεινε για μια τετραετία (1960-1964) στο Παρίσι, δημοσιεύοντας ποιήματα, κριτικές και μεταφράσεις της σε έργα των Αντονέν Αρτό, Μαργκερίτ Ντιράς, Ανρί Μισό και άλλων γαλλόφωνων συγγραφέων, και διατηρώντας φιλικές σχέσεις με προσωπικότητες των λατινοαμερικανικών γραμμάτων όπως ο Οκτάβιο Πας και ο Χούλιο Κορτάσαρ. Κατόπιν επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες όπου εξέδωσε τις πιο γνωστές ποιητικές της συλλογές, «Los trabajos y las noches» (1965), «Extraccin de la piedra de locura» (1968) και «El infierno musical» (1971). Αυτοκτόνησε με βαρβιτουρικά χάπια στις 25 Σεπτεμβρίου του 1972, σε μια έξοδό της από την ψυχιατρική κλινική όπου νοσηλευόταν.

Συνολικά, μια άρτια, σκοτεινή έκδοση που θα συζητηθεί πολύ.

ΥΓ. Καθώς δίνει μία άλλη ερμηνεία για το ποια ήταν τελικά η διαβόητη Κόμισσα του Αίματος, το ελληνικό λήμμα της Wikipedia για την Ελισάβετ Μπάθορι είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό. Μήπως υπήρξε, τελικώς, θύμα συνωμοσίας από τους πολιτικούς/θρησκευτικούς αντιπάλους της;


Alejandra Pizarnik, «Η Κόμισσα του Αίματος» (πρωτότυπη έκδοση 1966), εικονογράφηση Santiago Caruso (για την έκδοση του 2009), 64 σελίδες 17 x 24, έκδοση με αποσπώμενη κουβερτούρα, μετάφραση Σοφία Χρυσαφοπούλου και Θάνος Καραγιαννόπουλος, Εκδόσεις Οξύ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ