Βιβλιο

Βάσω Κιντή: Μια δημόσια διανοούμενη κάνει Φιλοσοφία της Ιστορίας

Μια (γενναία) δημόσια διανοούμενη μας εξοικειώνει με τον φιλοσοφικό λόγο και βασικές έννοιες της Φιλοσοφίας αναπτύσσοντας ένα επιχείρημα για την Ιστορία: Τι κάνει η ιστορία; Γιατί την κάνουμε;

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 797
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βάσω Κιντή
© Κωνσταντίνος Πίττας

Συνέντευξη με τη Βάσω Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας, με αφορμή το βιβλίο της «Φιλοσοφία της Ιστορίας» (εκδόσεις Πόλις)

Πηγαίνω να συναντήσω τη Βάσω Κιντή στο γραφείο της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στα Ιλίσια. Ακολουθώντας τις οδηγίες και μπαίνοντας από την κεντρική πύλη έχω στο μυαλό μου το βιβλίο της, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τη συζήτησή μας, όπως τη φαντάζομαι. Είναι 11 η ώρα μια φθινοπωρινή Τετάρτη, εξεταστική περίοδος, και υπάρχει μια ηρεμία στον χώρο με το πράσινο να εκτείνεται όσο βλέπεις και τον Υμηττό στο βάθος.

Τις σκέψεις μου διακόπτει η εικόνα του πίσω μέρους του κτηρίου στο οποίο κατευθύνομαι, η ταμπέλα γράφει Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και από κάτω όλη η επιφάνεια από τη μια άκρη ως την άλλη είναι γεμάτη γκραφίτι και συνθήματα γραμμένα με μαύρη μπογιά, Η αισθητική μιας μίζερης ζωής καταργείται στο πανεπιστημιακό άσυλο, Απαγορεύονται οι μπάτσοι, Αλληλεγγύη στον αγώνα των εστιακών, ΠΑΟΚ. Ως εξωτερικός παρατηρητής και επισκέπτης δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την αντίφαση, αξιακής και αισθητικής φύσης σε μια πρώτη ματιά. Σκέφτομαι αυτό που λέει ο Βιτγκενστάιν ότι οι λέξεις είναι πράξεις, εργαλεία που τα χρησιμοποιούμε για να πετύχουμε συγκεκριμένους σκοπούς.

Πάω να τη συναντήσω για να μιλήσουμε για το βιβλίο της «Φιλοσοφία της Ιστορίας» (εκδ. Πόλις), αλλά ήδη αυτό που βλέπω με κάνει να σκεφτώ την άλλη της πλευρά, την παρουσία της στον δημόσιο χώρο ως διανοούμενη, και μάλιστα «γενναία», όπως κάποιοι λένε. Όσοι τη γνωρίζουμε από τις δημόσιες παρεμβάσεις της, με αυτό το βιβλίο, που έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη βιβλιογραφία, την παρακολουθούμε επί το έργον στο αντικείμενο με το οποίο καταπιάνεται επιστημονικά και καταλαβαίνουμε περισσότερα πράγματα για τον τρόπο που σκέφτεται και γράφει, καθώς αρθρογραφεί συχνά για θέματα φιλοσοφίας του δημόσιου χώρου και ακαδημαϊκής πολιτικής, με έναν λόγο αυστηρό, που αρθρώνεται στη βάση επιχειρημάτων. 

Το πανεπιστήμιο είναι ο χώρος που εργάζεται και τον ξέρει καλά, γνωρίζει τις παθογένειες από πρώτο χέρι και, όπως θα μου πει, θεωρεί άμεση ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα θεμελιώδη προβλήματα της βίας και της αυθαιρεσίας, ώστε να ασχοληθούμε με τις προκλήσεις του μέλλοντος. Όσο για τη φιλοσοφία, έχει μια μέριμνα να την υπερασπιστεί στον δημόσιο χώρο, κάτι που έκανε και ως υπεύθυνη σύνταξης του φιλοσοφικού περιοδικού Cogito (2004-2010). Όσο για τα ακαδημαϊκά, έχει διατελέσει μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του Πανεπιστημίου Αθηνών (2012-2015), είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, και Editor-in-Chief του περιοδικού International Studies in the Philosophy of Science. Είναι επίσης, ιδρυτικό μέλος του Ελληνικής Εταιρείας Γυναικών Πανεπιστημιακών και εκλεγμένο μέλος του ΔΣ της από το 2011. Με το βιβλίο της απευθύνεται στους φοιτητές της, αλλά και σε κάθε αναγνώστη που τον ενδιαφέρει η φιλοσοφία και η ιστορία. Ένα βιβλίο που, ενώ απαιτεί σκέψη και συγκέντρωση, μεριμνά για τον αναγνώστη και τον ανταμείβει δείχνοντάς του πώς προχωράει ο φιλοσοφικός λόγος στην ανάπτυξή του και τι μπορεί αυτό να τον διδάξει για τη δική του σκέψη. 

«Αν μάθεις να ασκείς τη σκέψη σου με την αυστηρότητα που απαιτεί η φιλοσοφία, με την αναλυτική ικανότητα που σου δίνει να κάνεις διακρίσεις εννοιών, μαθαίνεις να σκέφτεσαι.  H φιλοσοφία χρειάζεται να πηγαίνεις αργά, να μη βιάζεσαι, χρειάζεται τον αναστοχασμό. Να σκέφτεσαι αυτά που λες, να τα αναλύεις, να κάνεις κριτική και να τα αμφισβητείς, χρειάζεται απόσταση από την καθημερινή τύρβη των πραγμάτων. 

Ο Βιτγκενστάιν λέει κάπου, οι φιλόσοφοι πρέπει να χαιρετιούνται λέγοντας ο ένας στον άλλο, take your time. Δεν είναι εύκολο. Από την άλλη, στο βιβλίο έχω προσπαθήσει να γράφω με έναν σχετικά απλό τρόπο, ώστε να είναι προσβάσιμο και από κάποιον που δεν ξέρει φιλοσοφία. Προσπαθώ να εξηγώ τους όρους και να πηγαίνω μαζί με τον αναγνώστη.  Όπως λέει ο Collingwood, ο φιλόσοφος εκθέτει την πορεία της σκέψης του, τα  προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντάει, δεν προσπαθεί να τα λύσει μόνος του και μετά να παρουσιάσει  τα αποτελέσματα. Αντίθετα, ο ιστορικός παρουσιάζει το τελικό προϊόν της δουλειάς του.»

Αυτό που κάνω είναι αναλυτική φιλοσοφία, ένα είδος φιλοσοφίας που εμπνέεται από την επιστήμη, δηλαδή απαιτεί σαφήνεια, ακρίβεια, καθαρότητα.

Στο βιβλίο σας μαθαίνουμε τις θεωρίες που διατύπωσαν οι διάφοροι φιλόσοφοι και διανοητές της φιλοσοφίας της Ιστορίας και την ίδια στιγμή διαβάζουμε μια συνεκτική αφήγηση με την οποία κάνετε η ίδια Φιλοσοφία της Ιστορίας.

Χαίρομαι που το λέτε αυτό. Ίσως επειδή έχω σπουδάσει Χημεία, έχω μάθει να σκέφτομαι με έναν τρόπο οργανωμένο, με μια αυστηρότητα. Μου αρέσει να αναπτύσσω ένα επιχείρημα και αυτό προσπάθησα να κάνω. Δηλαδή παρότι, όπως λέτε, είναι ένα βιβλίο για να μάθει κανείς το τοπίο, τι έχει ειπωθεί και τι συζητήσεις γίνονται, προσπαθώ να τα εντάξω όλα αυτά σε μία βασική συλλογιστική γραμμή: Τι κάνει η ιστορία; Γιατί την κάνουμε; Τι προβλήματα προκύπτουν αν έχουμε μια αφελή αντίληψη ότι είναι απλώς ένας καθρέφτης για το παρελθόν; 

Παρουσιάζω τις δυσκολίες: επιτρέπει η γλώσσα την πρόσβαση στην πραγματικότητα, τι είναι η αλήθεια στην ιστορία, μπορεί η ιστορία να είναι αντικειμενική; Χρησιμοποίησα μια γλώσσα η οποία, πιστεύω, δεν είναι αποτρεπτική για τον αναγνώστη. Αυτό που κάνω είναι αναλυτική φιλοσοφία, ένα είδος φιλοσοφίας που εμπνέεται από την επιστήμη, δηλαδή απαιτεί σαφήνεια, ακρίβεια, καθαρότητα.  

Το βιβλίο μάς εξοικειώνει και με ένα πολύ βασικό γνώρισμα της φιλοσοφίας, που είναι να ρωτάει.

Η φιλοσοφία επερωτά πράγματα που σε κανονικές συνθήκες δεν μας κάνουν εντύπωση. Ρωτάμε π.χ.,: Τι είναι το παρελθόν; Πώς ορίζεται σε σχέση με το παρόν; Κατά πόσον μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι που δεν υπάρχει πια; Και αν από το παρελθόν η ιστορία μελετά τις πράξεις των ανθρώπων, ποια είναι η διαφορά συμβάντος και πράξεως, ποιες απ’ όλες τις πράξεις θα επιλέξει η ιστοριογραφία να αναδείξει; Και επίσης, τι είναι γεγονός και τι είναι ιστορικό γεγονός; Παλαιά, π.χ., ιστορικά γεγονότα ήταν μόνο όσα συνδέονταν με τον πόλεμο και την πολιτική. Γι’ αυτό και οι ήρωες της ιστορίας ήταν συνήθως άνδρες. Σήμερα η ύλη της ιστορίας έχει διευρυνθεί. Έχουμε κοινωνική ιστορία, πολιτισμική ιστορία, πολύ περισσότερα ιστορικά υποκείμενα.   Όλα αυτά είναι ζητήματα και ερωτήματα που τίθενται στη Φιλοσοφία της Ιστορίας.

Δείχνετε ότι δεν μπορούμε να εκφέρουμε κάτι χωρίς αξιολογικές κρίσεις, γιατί οι ίδιες οι λέξεις έχουν αξιακό φορτίο, δεν είναι ουδέτερες.

Υποτίθεται ο επιστημονικός τρόπος για να κατανοήσουμε τον κόσμο είναι να τον αποτυπώσουμε κατά το δυνατόν με ακρίβεια χωρίς προκαταλήψεις, να μην εισχωρήσουν δηλαδή υποκειμενικά στοιχεία που θα επηρεάσουν μια αντικειμενική αποτύπωση. Οι ηθικές κρίσεις θεωρούνται κατ’ εξοχήν υποκειμενικές διότι οι ηθικές αξίες δεν υπάρχουν στον κόσμο όπως τα δέντρα, τα βουνά και τα τραπέζια. Στον βαθμό, λοιπόν, που θέλουμε η ιστορία να είναι επιστημονική, πολλοί υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να περιέχει ηθικές  κρίσεις. Αλλά αυτό που λέω, και χρησιμοποιώ εδώ τη φιλόσοφο Άιρις Μέρντοχ, είναι ότι δεν μπορείς να αποφύγεις τις αξιολογικές κρίσεις, ακόμα και όταν νομίζεις ότι μιλάς καθαρά περιγραφικά.

Λέμε, ας πούμε, «έγινε εισβολή». Η λέξη ‘εισβολή’ έχει αξιακό φορτίο, δηλαδή αυτός που εισβάλλει κάνει κάτι κακό, παράνομο.  Η ‘επανάσταση’  έχει θετικό φορτίο, αλλιώς θα είναι π.χ., πραξικόπημα. Η ηθική διάσταση των γεγονότων είναι αναπόδραστη. Αν προσπαθήσουμε να την αφαιρέσουμε, δεν θα βλέπουμε τα ίδια γεγονότα. Η αντικειμενικότητα, ωστόσο, και η αμεροληψία είναι θεμελιώδεις αξιώσεις στην ιστοριογραφία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, να κρατάει κανείς ίσες αποστάσεις από τους εμπλεκόμενους σε ένα θέμα. Η αλήθεια, κατά κανένα τρόπο δεν βρίσκεται πάντα στη μέση,  όπως λέγεται συχνά. 

Έχουμε εγκατεστημένους τρόπους να αξιολογούμε διαφορετικές απόψεις και θεωρίες. Δεν μπορούμε να λέμε ότι έχουν όλοι δίκιο, π.χ. και ο Τσιόδρας και ο αρνητής των εμβολίων.

Το να παρακολουθούμε φιλοσοφικά πώς η Ιστορία προσεγγίζει το παρελθόν, μας βοηθάει να σκεφτούμε και πώς προσεγγίζουμε το παρόν. Πολλές φορές μας ξεπερνάει το γιατί, ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ΕΝΑ, το βλέπουμε τόσο διαφορετικά.

Το βιβλίο όντως πραγματεύεται ερωτήματα που δεν αφορούν στενά την ιστορία, όπως το ερώτημα που θέσατε: Γιατί ενώ όλοι ζούμε την ίδια πραγματικότητα την καταλαβαίνουμε τόσο διαφορετικά; Ή μήπως δεν είναι μία η πραγματικότητα; Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος είτε του κόσμου γενικά; Σίγουρα υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι πρόσληψης του κόσμου. Σημαίνει αυτό πως ο δικός μας τρόπος είναι ο μόνος σωστός και όλοι οι άλλοι λανθασμένοι; Ότι εμείς είμαστε σοφοί και οι άλλοι τρελοί ή καθυστερημένοι; Μπορεί οι διαφορετικές οπτικές  να προκύπτουν από μια άλλη γλώσσα, άλλες πρακτικές, άλλη ιστορία που προδιαθέτει τους ανθρώπους να σκέφτονται διαφορετικά. Αν όμως έχουμε εγκατεστημένη μία πρακτική, π.χ., την επιστημονική με όλες τις παραλλαγές της, και έχουμε ως κοινότητα συγκεκριμένους στόχους που επιτυγχάνουμε, έχουμε και κριτήρια ορθότητας. 

Έχουμε δηλαδή εγκατεστημένους τρόπους να αξιολογούμε διαφορετικές απόψεις και θεωρίες. Δεν μπορούμε να λέμε ότι έχουν όλοι δίκιο, π.χ. και ο Τσιόδρας και ο αρνητής των εμβολίων. Μπορεί να κατανοούμε και να εξηγούμε γιατί κάποιος οδηγείται στη μία ή στην άλλη γνώμη, αλλά εφόσον έχουμε δεχτεί ως κοινωνία (όχι αυθαίρετα) ότι η επιστήμη μάς παρέχει έγκυρη γνώση, όποιος αποκλίνει θα πρέπει να μετρηθεί με τα κριτήρια της εγκυρότητας που διέπουν την επιστημονική πρακτική για να κρίνουμε αν μπορούμε να πάρουμε σοβαρά αυτά που λέει.

Κάνετε Φιλοσοφία της Επιστήμης, και είναι η πρώτη φορά που η επιστήμη ως έννοια και πρακτική έχει εισχωρήσει στην καθημερινότητά μας, σε μια συνθήκη που μας έμαθε πόσο αβέβαια και εύθραυστα είναι τα πάντα γύρω μας. 

Ναι, αυτό είναι πολύ σωστό, και λυπάμαι που, παρότι η επιστήμη ήρθε τόσο δραματικά στο προσκήνιο, με την πανδημία, με τα εμβόλια, την ιατρική περίθαλψη, τον χειρισμό των δεδομένων, κ.λπ., δεν συζητήθηκε το πώς λειτουργεί, γιατί να της έχουμε εμπιστοσύνη. Όπως επίσης δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε κάτι θεμελιώδες, ότι στην επιστήμη υπάρχει αβεβαιότητα. Οι σοβαροί επιστήμονες δεν εκφράζονται ποτέ με απόλυτη κατηγορηματικότητα. Αυτοί που λένε τώρα με την πανδημία… «μα οι επιστήμονες τότε έλεγαν το ένα και μετά το άλλο» δεν καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί η επιστήμη. Τότε οι επιστήμονες δεν είχαν τα δεδομένα που έχουμε σήμερα. Με τα δεδομένα που έχουν κάθε φορά φτιάχνουν μοντέλα που τα δοκιμάζουν ώστε να καταλήγουν σε συμπεράσματα που κι αυτά ελέγχονται συνεχώς και αναθεωρούνται. Το να κατανοήσουμε την επιστήμη και τον ρόλο της στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελεί μεγάλη πρόκληση γιατί θα αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά κρίσεις.

Με την επιστήμη υπάρχει αυτή η ένταση: ενώ είναι η καταφυγή μας γιατί παρέχει την πιο έγκυρη γνώση που έχουμε, συγχρόνως αυτή η γνώση δεν είναι ποτέ απολύτως βέβαιη (αν εξαιρέσουμε τα μαθηματικά). Επειδή συνήθως χρειάζεται κόπος να διακρίνουμε μεταξύ εγκυρότητας και αλήθειας από τη μία μεριά, και λάθους, παραπλάνησης ή και αγυρτείας από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που την αμφισβητούν. Και αυτό είναι κάτι που συνδέεται και με τη δυσπιστία απέναντι στους ειδικούς, και συνεπώς με το πρόβλημα του λαϊκισμού, όπως και με το έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς.

Δεν αισθάνομαι γενναία, αισθάνομαι ότι κάνω το καθήκον μου, ότι λέω τη γνώμη μου και δεν κρύβομαι αν βλέπω ότι κάτι πάει στραβά.

Να το κάνουμε λίγο πιο προσωπικό. Αποδέχεστε αυτό που λένε για εσάς, πως είστε μια γενναία δημόσια διανοούμενη;

Αυτό με τιμά, πρώτα απ’ όλα, πάρα πολύ. Αλλά εγώ δεν αισθάνομαι γενναία, αισθάνομαι ότι κάνω το καθήκον μου, ότι λέω τη γνώμη μου και δεν κρύβομαι αν βλέπω ότι κάτι πάει στραβά. Άλλωστε ζούμε σε δημοκρατία. Όπως γράφω και στο βιβλίο, αισθάνομαι την ανάγκη να βάλω μια τάξη σε αυτό που λέγεται, όχι για να πω ότι το δικό μου είναι σωστό, αλλά για να δείξω αντιφάσεις, ανακολουθίες, τι συνέπειες έχει το να λέμε το ένα ή το άλλο. Η έννοια του δημόσιου διανοούμενου έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Θεωρώ ότι το κύριο χαρακτηριστικό είναι να έχει κανείς παρρησία. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου που έχει τη θεσμική ελευθερία να λέει ό,τι θέλει (δεν έχουν όλοι αυτή τη δυνατότητα), θεωρώ ότι έχει καθήκον, όταν δει κάτι που δεν είναι σωστό, να βγει μπροστά και να το πει. Βέβαια, δεν μιλάω για όλα τα θέματα, μόνο γι’ αυτά που ξέρω. Για τα πανεπιστημιακά, π.χ., έχω άποψη, γιατί τα παρακολουθώ συστηματικά.

Να πούμε κάτι για τα πανεπιστήμια, το βιβλίο εξάλλου το γράψατε (και) για τους φοιτητές σας, προσβλέπουν σε εσάς ως καθηγήτρια Φιλοσοφίας αλλά και ως ένα πρόσωπο με κύρος  που παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο για ζητήματα που τους αφορούν. 

Τα πανεπιστήμια έχουν γίνει πεδίο αντιδικίας και ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να μιλήσουμε για την ουσία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και την προοπτική των πανεπιστημίων. Δυστυχώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε θεμελιώδη προβλήματα που δεν υπάρχουν σε άλλες χώρες, όπως της βίας και της αυθαιρεσίας. Συχνά δεν έχουμε καν τη δυνατότητα να κάνουμε μάθημα. Για να μπορέσουμε να μετέχουμε κι εμείς στη διεθνή συζήτηση για τον ρόλο των πανεπιστημίων σήμερα που η γνώση δεν παρέχεται μόνο μέσα από αυτά αλλά είναι διαχυμένη, πρέπει  πρώτα να λύσουμε τα στοιχειώδη. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη απογοήτευση. 

Από την άλλη πλευρά, για εμάς τους δασκάλους είναι πολύ γοητευτικό να διδάσκουμε στο πανεπιστήμιο γιατί ερχόμαστε σε επαφή με τα νέα παιδιά. Είναι η καλύτερη περίοδος της ζωής τους και τους το λέω πάντα: μια περίοδος που μπορούν να αφιερωθούν στη συγκρότησή τους χωρίς άλλες υποχρεώσεις. Το να τους βοηθάς να ανοίξουν τους ορίζοντές τους, να μάθουν καινούργια πράγματα, να καλλιεργήσουν την κρίση τους, είναι συναρπαστικό. Όταν έχεις καλούς φοιτητές στην τάξη και γίνεται ωραίο μάθημα, όταν συζητάτε, απαντάς σε ερωτήσεις και ακούς την κριτική τους, μετά βγαίνεις από την αίθουσα και νιώθεις σαν να πετάς. Μια ωραία τάξη σε κάνει κι εσένα καλύτερο δάσκαλο, να προσπαθείς περισσότερο, να σκέφτεσαι περισσότερο, και για αυτό είναι απογοητευτικό ότι πολλά παιδιά δεν έρχονται να παρακολουθήσουν. Βέβαια δεν έχουμε τα μέσα, ειδικά για τους μεταπτυχιακούς μας και τους υποψήφιους διδάκτορες, να τους υποστηρίξουμε π.χ., με υποτροφίες ώστε να μπορούν να αφοσιωθούν στις σπουδές τους. Κι έτσι δεν είμαστε στο επίπεδο που θα μπορούσαμε ενώ έχουμε πολύ καλό δυναμικό. Γι’ αυτό παρεμβαίνω και θέλω να λυθούν αυτά τα θεμελιώδη προβλήματα όσο το δυνατόν πιο σύντομα, ώστε να είμαστε σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον όπου θα μπορούμε να δουλεύουμε και να συζητάμε απερίσπαστοι, να μένουμε στις βιβλιοθήκες μέχρι αργά, να υπάρχει ζωή στους χώρους του πανεπιστημίου. 

Προσπαθώ να είμαι δίκαιη, να λέω την αλήθεια, να μην κολακεύω και να μην εκμαιεύω την εύνοια. Και προσπαθώ να είμαι υποστηρικτική σε ό,τι δείχνει αγάπη για τα γράμματα και γίνεται με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους άλλους και στο πανεπιστήμιο

Θεωρώ πολύ σημαντικό, και το είχα προσπαθήσει όταν ήμουν και στο Συμβούλιο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, να αλλάξει η εικόνα των πανεπιστημιουπόλεων. Πας στο εξωτερικό και υπάρχουν καφέ, εστιατόρια, συναυλίες, θεατρικές και αθλητικές εκδηλώσεις, υπάρχει συνεχής συναναστροφή. Γιατί να μην μπορούμε να τα κάνουμε αυτά κι εδώ, και το βράδυ είναι ερημιά και φοβάσαι να κυκλοφορήσεις; Γιατί; Και περνάμε τόσο  χρόνο εδώ! Πολλοί νομίζουν ότι εμείς οι πανεπιστημιακοί  δουλεύουμε ελάχιστα. Ότι κάνουμε λίγες ώρες μάθημα τη βδομάδα και αυτό είναι όλο. Όμως εγώ, και όσοι παίρνουμε σοβαρά τον ρόλο μας, ακόμα και την ώρα που φεύγουμε από τα γραφεία μας σκεφτόμαστε συνεχώς τι πρέπει να γράψουμε για την έρευνά μας, τι έχουμε να κάνουμε για τους φοιτητές μας, να σχολιάσουμε τις εργασίες τους, να τους συστήσουμε βιβλιογραφία, να διαβάσουμε τα καινούργια βιβλία, τις τελευταίες και τις παλαιότερες δημοσιεύσεις, να προετοιμαστούμε για το επόμενο συνέδριο. Οι φοιτητές δεν πρέπει να περιμένουν από τους καθηγητές τους να είναι απλώς επιεικείς και να τους περνάνε στο μάθημα. Εγώ προσπαθώ να είμαι δίκαιη, να λέω την αλήθεια, να μην κολακεύω και να μην εκμαιεύω την εύνοια. Και προσπαθώ να είμαι υποστηρικτική σε ό,τι δείχνει αγάπη για τα γράμματα και γίνεται με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους άλλους και στο πανεπιστήμιο.  

Στο βιβλίο διαβάζουμε ότι oι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα και δεν μπορούν να γνωρίσουν τα πάντα... Δεν είναι αυτό κάτι σημαντικό που σου μαθαίνει η φιλοσοφία;

Απολύτως. Αν μπορώ να πω κάτι που με έμαθε η φιλοσοφία τόσα χρόνια που ασχολούμαι είναι ότι με συμφιλίωσε με τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων και με έκανε να συνειδητοποιήσω τη θέση μου στον κόσμο. Και αυτό να μη μου φέρνει στενοχώρια ή απελπισία, απλώς να το αναγνωρίζω και να το δέχομαι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δέχεσαι παθητικά ό,τι υπάρχει γύρω σου, ότι συμβιβάζεσαι και δεν αντιδράς.  Όχι. Θα έλεγα ότι κάνεις ένα ταξίδι: γνωρίζεις τον κόσμο, μέσα από τη φιλοσοφία, την ιστορία και τη ζωή, κι αυτό που μαθαίνεις τελικά είναι πως τα πράγματα είναι πεπερασμένα, και συμφιλιώνεσαι με αυτή τη συνθήκη. Είναι μια κάπως στωική αντίληψη που δεν οδηγεί σε παραίτηση, δεν είναι κάτι που πρέπει να σε θλίβει. Αντίθετα είναι κάτι που σε διαφωτίζει, ένα φως που σε βοηθάει να δεις πού βρίσκεσαι. 

Το υλικό που διασώζει η ιστοριογραφία είναι ό,τι διαθέτουμε για να μην είμαστε μόνοι σε έναν αφιλόξενο φυσικό κόσμο. 

Να κλείσουμε, όμως, με την Ιστορία. Λέτε κάπου, χωρίς γνώση του παρελθόντος είσαι σαν παιδί.

Ναι, το λέει ο Κικέρων, ότι το να αγνοείς ό,τι συνέβη πριν γεννηθείς σημαίνει ότι μένεις πάντα παιδί, επειδή το παιδί δεν ξέρει τίποτα, ποιο είναι, από πού έρχεται.  Σαν να γεννιέται ο κόσμος μαζί του. Όσο μεγαλώνεις όμως μαθαίνεις, θέλεις να γνωρίσεις την ιστορία σου, αυτή που σου δίνει την ταυτότητά σου και συγκροτεί τον κόσμο σου. Και αυτό το κάνουμε και ως πολίτες. Όταν ξέρουμε την ιστορία μας μπορούμε να τοποθετήσουμε καλύτερα και τον εαυτό μας μέσα στην κοινωνία, και με μεγαλύτερη συγκρότηση να παίρνουμε θέση σε αυτά που συμβαίνουν. Γιατί τα πράγματα δεν έρχονται στον κόσμο από τη στιγμή που τα βλέπουμε, έχουν κι αυτά μια παράδοση και μια ιστορία που χτίζει τη δική τους ταυτότητα.

Η Ιστορία επίσης μας συνδέει με την ιστορία της ανθρωπότητας, μας βοηθάει να υπερβούμε τον τυφλό ορίζοντα του παρόντος και να αποκτήσουμε συνείδηση του πού βρισκόμαστε. Όπως λέω και στον επίλογο, το υλικό που διασώζει η ιστοριογραφία είναι ό,τι διαθέτουμε για να μην είμαστε μόνοι σε έναν αφιλόξενο φυσικό κόσμο. Ό,τι διαθέτουμε για να χειριστούμε, λιγότερο αφηρημένα, το ερώτημα για το νόημα της ζωής. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ