Προδημοσίευση: «Ανδρέας Παπανδρέου: Το αίνιγμα», Μοντήγκλ Στερνς
Ένα αποκαλυπτικό βιβλίο για τον Ανδρέα Παπανδρέου από τον φίλο του, διπλωμάτη Μοντήγκλ Στερνς
Προδημοσίευση: Διαβάστε αποσπάσματα από το βιβλίο «Ανδρέας Παπανδρέου: Το αίνιγμα» του Μοντήγκλ Στερνς, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις της Εστίας
Ένα αποκαλυπτικό βιβλίο με τίτλο «Ανδρέας Παπανδρέου: Το αίνιγμα» για τον Ανδρέα Παπανδρέου από τον διπλωμάτη Μοντήγκλ Στερνς αναμένεται να κυκλοφορήσει στη σειρά Mαρτυρίες & μυθιστορηματικές βιογραφίες των Εκδόσεων της Εστίας τις επόμενες ημέρες.
Στην εισαγωγή του βιβλίου η σύζυγος του συγγραφέα Αντόνια Ρ. Στερνς σημειώνει: «Στη διάρκεια όλης της διπλωματικής και, αργότερα, της πανεπιστημιακής του καριέρας, ο Μόντυ δημοσίευσε πολυάριθμα άρθρα και δύο βιβλία περί αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όλα με το ύφος του παντογνώστη αφηγητή. Όμως, το Ανδρέας Παπανδρέου: Το Αίνιγμα είναι ένα πολύ πιο προσωπικό βιβλίο. Αναμνήσεις και προσωπογραφική μελέτη του πρώτου Έλληνα σοσιαλιστή πρωθυπουργού, του οποίου τη μεταμόρφωση, από προσηνή Αμερικανό οικονομολόγο σε παθιασμένο αντι-Αμερικανό πολιτικό, ο Μόντυ παρακολούθησε από κοντά κατά τις τρεις του θητείες στην Αθήνα – την τελευταία ως Αμερικανός πρέσβης.
Το βιβλίο αντικατοπτρίζει επίσης την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, τον αντίκτυπό του στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και ιδιαίτερα την επίδρασή του στον Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο γνωρίσαμε στην Αθήνα το 1959. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελλάδα, αν και πολιτογραφημένος Αμερικανός από το 1945, ο Ανδρέας ήταν ήδη πρόεδρος της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας. Προσκεκλημένος από την ελληνική κυβέρνηση, περνούσε έναν χρόνο εκπαιδευτικής άδειας (sabbatical) στην Αθήνα, για να μελετήσει την οπισθοδρομική ελληνική οικονομία και να ετοιμάσει μια εργασία για το πώς αυτή μπορούσε να βελτιωθεί. Ως συμπατριώτες Αμερικανοί που μέναμε κατά σύμπτωση στον ίδιο δρόμο, γίναμε γρήγορα καλοί φίλοι με τον «Άντι και τη Μάγκι» –όπως λέγονταν ακόμη ο Ανδρέας και η Μάργκαρετ, η σύζυγός του από τη Μέση Αμερική– ανταλλάσσοντας δανεικά «φλιτζάνια ζάχαρη» και παρεμφερείς εντυπώσεις γύρω από την Ελλάδα...
Ο Ανδρέας ήταν σε δίλημμα για το αν θα έπρεπε να τελειώσει την έρευνά του και να γυρίσει στην Καλιφόρνια ή να παραμείνει και να πιέσει, ώστε να υλοποιηθούν οι οικονομικές του μεταρρυθμίσεις. Tον πίεζε όλο και περισσότερο ο πατέρας του, ένας εξέχων Έλληνας πολιτικός που πάντα ήθελε να επιστρέψει ο γιος του στην Ελλάδα και να γίνει ο πολιτικός του κληρονόμος. Ο Ανδρέας ταλαντευόταν...».
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ανδρέας Παπανδρέου: Το αίνιγμα» του Μοντήγκλ Στερνς
[...] Λίγοι είναι οι Έλληνες που πρόσφατα προκάλεσαν τόση αγανάκτηση στους δικούς μας κύκλους της εξωτερικής πολιτικής, όση ο Ανδρέας Παπανδρέου. Προξένησε ανατριχίλες πρώτα ως αρχηγός αριστερού (αλλά μη κομμουνιστικού) κινήματος στα 1960 και συνέχισε τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 σαν σκληρός σοσιαλιστής πρωθυπουργός. Στην κοινότητα του ΝΑΤΟ, ο Παπανδρέου ξεχώριζε ως ο σκληρότερος κριτής των ΗΠΑ και ο επίμονος απολογητής των παραβιάσεων της Σοβιετικής Ένωσης. Έκλινε ανοιχτά υπέρ των επαναστάσεων της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και μιλούσε με θαυμασμό για την οικονομική και κοινωνική πολιτική του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ. Τόσο στις Δημοκρατικές όσο και στις Ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις ήταν διπλά εκνευριστικό το ότι αυτός ο Έλληνας προβοκάτορας είχε πολιτογραφηθεί Αμερικανός υπήκοος και ήταν επί είκοσι χρόνια κάτοικος των ΗΠΑ.
[...] Ο αντίπαλός του, και θερμός υποστηρικτής της συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, ήταν ο συντηρητικός αρχηγός Κωνσταντίνος Καραμανλής, τέσσερις φορές πρωθυπουργός και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, μέχρι που τον εξεδίωξε απότομα ο Παπανδρέου κατά την πρώτη του πρωθυπουργία. Αυτοί οι δύο άνδρες καθόριζαν το κλίμα της ελληνικής πολιτικής για περίπου τριάντα χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Παπανδρέου το 1996 και του Καραμανλή δύο χρόνια αργότερα. Η ειρωνεία είναι ότι ήταν ο Καραμανλής εκείνος που έφερε αρχικά τον Παπανδρέου από τις ΗΠΑ.
[...] Οι δυσκολίες της Ελλάδας δεν φαίνεται να επηρέασαν ιδιαίτερα τον Ανδρέα, ίσως γιατί είχε δικά του προβλήματα. Στις αρχές του 1941, πολύ γρήγορα και για εσφαλμένους λόγους, είχε νυμφευτεί μία νεαρή Ελληνο-Αμερικανίδα, τη Χριστίνα Ρασσιά, κόρη ενός αυταρχικού πατέρα και μιας κοινωνικά φιλόδοξης μητέρας. Ο άτυχος γάμος τους τράβηξε μέχρι το διαζύγιο το 1951 και αμέσως μετά ο Ανδρέας παντρεύτηκε τη Μάργκαρετ Τσαντ, ερωμένη του από το 1948.
Το 1953, ένας πολύ ευτυχέστερος και ήρεμος Ανδρέας έφερε τη Μάργκαρετ για διακοπές στην Ελλάδα, για να τη συστήσει στον πατέρα του και στα γνωστά αξιοθέατα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Ανδρέας παρουσίασε ξαφνικά και ανεξήγητα βαθύ πόνο στο σαγόνι του, που τον παρέλυσε και τον επηρέασε ψυχικά τόσο, ώστε το ζεύγος να αναγκαστεί να διακόψει τις διακοπές του και να γυρίσει σπίτι του. Αυτή ήταν η πρώτη από τις μελλοντικές ασθένειες που οι ψευτο-ψυχολόγοι καταλογίζουν πιθανόν σε απωθημένες αναμνήσεις, γενικά, λόγω της δύσκολης σχέσης με τον πατέρα του και, ειδικότερα, λόγω της σπασμένης μασέλας που του προκάλεσαν τα χτυπήματα της αστυνομίας του Μεταξά στην ανάκριση του 1939.
[...]
Έπειτα από μία δεκαετία μαζικής βοήθειας προς την Ελλάδα, η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ ανησυχούσε για την αργή οικονομική ανάπτυξη της χώρας, συγκριτικά με αυτήν της Δυτικής Ευρώπης, και ο Καραμανλής ήταν υπό πίεση για να αναλάβει δράση. Το 1959, κάλεσε τον Ανδρέα, που τότε ήταν πρόεδρος της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϋ, να περάσει την ακαδημαϊκή του άδεια (sabbatical) στην Ελλάδα, να μελετήσει τους φυσικούς της πόρoυς και το πώς να τους εκμεταλλευτεί πιο αποτελεσματικά.
Η ώθηση πίσω από την πρόσκληση, βέβαια, ήταν ο πατέρας του Ανδρέα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο ίδιος πρώην πρωθυπουργός, αρχηγός των Φιλελευθέρων και αιωνίως απεγνωσμένος αντίπαλος του Καραμανλή. Άλλο τόσο ήταν απεγνωσμένος με την άρνηση του γιου του, παρά τις ικεσίες του, να εγκαταλείψει την πανεπιστημιακή του καριέρα, να γυρίσει στην Ελλάδα και να μπει στην πολιτική. Μολονότι ο Ανδρέας υποστήριζε το προοδευτικό πρόγραμμα του Φιλελεύθερου Κόμματος, δεν ενδιαφερόταν και πολύ για συμμετοχή στην ελληνική πολιτική, ιδίως υπό την επίβλεψη του πατέρα του.
[... ] Στη διάρκεια της πανεπιστημιακής του άδειας, παρατηρήσαμε την ατολμία του Ανδρέα απέναντι στον πατέρα του. Ακόμη κι όταν διαφωνούσε, έλεγε «Ναι, πατέρα» ή «Συγ-
γνώμη, πατέρα», πριν επιχειρήσει τη δική του, επιφυλακτική άποψη. Προσέξαμε, επίσης, την απουσία οικογενειακής κουβεντούλας, μια πολύ ασυνήθιστη παράλειψη σε ελληνικές κοινωνικές συγκεντρώσεις, αλλά βέβαια ο Ανδρέας είχε δίκιο που ήταν προσεκτικός. Μια Κυριακή εμφανίστηκε ξαφνικά στο σπίτι μας ξαναμμένος και ζήτησε να πιει κάτι, ύστερα από μια δυσάρεστη σκηνή με τον πατέρα του, που τον είχε επισκεφτεί χωρίς προειδοποίηση και βρήκε τον Ανδρέα έξω, να πλένει το αυτοκίνητό του. Εξοργισμένος, τράβηξε το λάστιχο από τα χέρια του Ανδρέα και βροντοφώναξε: «Ίσως το κάνετε αυτό στην Αμερική, αλλά στην Ελλάδα ο γιος του πρωθυπουργού δεν πλένει το αυτοκίνητό του!». Ο Έλληνας πατέρας που μάλωνε τον Αμερικανό γιο του.
Αντίστροφα, τα χρόνια της εξορίας του στον Καναδά, ο Ανδρέας άρχισε να αντανακλά την υπεροψία του πατέρα του. Σε μια συζήτηση με τη Μάργκαρετ δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ανδρέα, μου είπε πόσο εκείνος θύμωνε όταν τα παιδιά του τού μιλούσαν με δήθεν αναιδή τρόπο. «Πρέπει να τους μάθεις σεβασμό», την κατσάδιαζε. Η Μάργκαρετ τού απαντούσε δειλά πως, εκεί όπου είχε μεγαλώσει εκείνη, ο σεβασμός δεν διδάσκεται αλλά κερδίζεται. Η Αμερικανίδα σύζυγος που μάλωνε τον Έλληνα σύζυγό της. Ασήμαντα ίσως επεισόδια, αλλά ενδεικτικά της εσωτερικευμένης συμπεριφοράς που με ώθησαν να στοχαστώ την αμερικανική κουλτούρα και κατά πόσο είναι δυνατόν να μεταφυτευτεί αλλού.
[...]
Από το 1959 έως το 1963 γνώριζα τον Ανδρέα από κοντά, έπειτα με διαλείμματα και πιο αραιά, μέχρι που ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα το 1974. Τα ενδιάμεσα χρόνια ήταν τραυματικά για την Ελλάδα και για τον ίδιο, ο οποίος έως το 1964 είχε απαρνηθεί την αμερικανική του υπηκοότητα, για να διεκδικήσει τη θέση του πατέρα του στη Βουλή. Οι διαφωνίες, είτε πολιτικές είτε ψυχολογικές, που δημιουργήθηκαν γρήγορα μεταξύ των δύο έμελλε να συνεισφέρουν στην κατάρρευση της ελληνικής δημοκρατίας. Τον Απρίλιο του 1967, μία κλίκα συνταγματαρχών κατέλαβε την εξουσία – κατά τη μόνιμη γνώμη του Ανδρέα, με τη συναίνεση των ΗΠΑ. Συνελήφθη, φυλακίστηκε και έπειτα από οκτώ μήνες αφέθηκε ελεύθερος και στάλθηκε σε εξορία – πρώτα στη Σουηδία και αργότερα στον Καναδά, όπου του προσφέρθηκε θέση στο Πανεπιστήμιο Γιορκ. Στη διάρκεια της κράτησής του, απελπισμένες εκκλήσεις της συζύγου και των φίλων του προς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και την Ουάσινγκτον, όπου ο Ανδρέας είχε παλιούς δεσμούς με υψηλά κυβερνητικά στελέχη της κυβέρνησης Τζόνσον, αποδείχτηκαν πολύ πιο χρήσιμες στο να του προμηθεύσουν την ελευθερία του από οποιεσδήποτε εκκλήσεις από την Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι η χούντα έπαιρνε σκληρά μέτρα για όλους τους αντιφρονούντες, όμως ο Ανδρέας έλπιζε να γίνουν μαζικές λαϊκές εξεγέρσεις και αισθάνθηκε προδομένος όταν δεν έγινε καμία. Πιθανόν, αυτό να τον έφερε σε αμηχανία και γι’ αυτό αργότερα προσπάθησε να αποφύγει να θεωρηθεί η Ουάσινγκτον υπεύθυνη για τη βοήθειά της προς τον ίδιο.
[...] Όπως ανέφερα στην εισαγωγή μου, τον Ιανουάριο του 1968 ο Ανδρέας είχε πια αφεθεί και πήγαινε στη Σουηδία, όπου του είχε προσφερθεί θέση επισκέπτη λέκτορα από τον φίλο και υποστηρικτή του, πρωθυπουργό Ούλωφ Πάλμε. Εγώ ήμουν τότε στο Λονδίνο, ασχολούμενος κυρίως με αγγλο-αμερικανικές διαφορές περί της απόσχισης της Μπιάφρα στη Νιγηρία και με την αγγλο-αμερικανική συμφωνία για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα για την επικείμενη ανεξαρτησία της Βόρειας Ροδεσίας, στο οποίο αντιστεκόταν σθεναρά ο έσχατος αποικιακός της πρωθυπουργός, ο βίαιος υπέρμαχος λευκών, Ίαν Σμιθ. Καθώς μελετούσα τις νιγηριανές εθνότητες–Χάουζα, Ίγκμπο, Γιορούμπα– χτύπησε το τηλέφωνό μου στο
γραφείο. Ήταν η Μάργκαρετ για να μου πει πως περνούσαν με τον Ανδρέα από το Λονδίνο και μήπως ήμασταν ελεύθεροι το βράδυ. «Ελάτε για φαΐ», της απάντησα, βασιζόμενος όπως πάντα στην Τόνι για ένα γεύμα της τελευταίας στιγμής. Πολύ κακή συνήθεια. Είχαμε τότε τρία παιδιά κάτω των τριών ετών. Αφού υιοθετήσαμε τον Κρίστοφερ, η Τόνι γέννησε τον Τζόναθαν στην Ουάσινγκτον το 1966 και τον Ντέιβιντ στο Λονδίνο το 1967. (Κάποιος δυσαρεστημένος γείτονας τα ονόμασε «ιρλανδέζικα τρίδυμα».) Ευτυχώς, οι Παπανδρέου
έφτασαν με μία ώρα καθυστέρηση κι έτσι μόνο τα κλάματα του Ντέιβιντ για το βραδινό του γάλα διέκοψαν τη μακροσκελή μας βραδινή συνάντηση. Ο Ανδρέας ήταν συγχυσμένος: αδύνατος, έπινε πολύ, πήγαινε πάνω-κάτω και μουρμούριζε συνεχώς, «οι Έλληνες με πρόδωσαν». Λίγες μέρες αργότερα, σε συνέντευξη Τύπου στη Στοκχόλμη, άλλαξε το «οι Έλληνες» με το «αντι-δημοκρατικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», αλλά εκείνο το βράδυ δεν το δεχόμουν και ο Ανδρέας ένιωσε ελεύθερος να ξεσπάσει. Το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να ακούμε και να ευχηθούμε ένα ευτυχέστερο μέλλον. Σιωπηλά, συμμεριζόμα- σταν τη δυστυχία του, όσο και να έφταιγε ο ίδιος γι’ αυτήν, και όταν τέλειωσε η βραδιά δεν είχα να προσθέσω τίποτα, εκτός από το να τους ευχηθώ υγεία και καλό ταξίδι. Πάει τέλειωσε, είπαμε μεταξύ μας η Τόνι κι εγώ, γιατί δεν φανταστήκαμε ότι μόλις άρχιζε η νέα ενσάρκωση του Ανδρέα.
Ο Ανδρέας πέρασε τα επόμενα έξι χρόνια οργανώνοντας ένα αντιστασιακό κίνημα κατά των «συνταγματαρχών», όπως έγινε γνωστή η χούντα. Συγχρόνως έγινε επιθετικός κριτής του πολέμου του Βιετνάμ, της κυβέρνησης Νίξον και οποιασδήποτε στάσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Με βάση το Πανεπιστήμιο Γιορκ ταξίδευε παντού, μάζευε συμπατριώτες, Έλληνες, εξόριστους στον αγώνα και κάπου-κάπου τραβούσε την προσοχή των ΜΜΕ, ενώ η χούντα είχε εγκατασταθεί για τα καλά. Άφησε φαβορίτες, ντυνόταν σαν χίπης και έγραφε την America με Κ αντί για C. H αντι-χουντική, αντι-καθεστωτική του εκστρατεία αντικατόπτριζε τις κοινωνικές αναταραχές και τα κινήματα διαμαρτυρίας εκείνων των καιρών. Μετά την πτώση της χούντας, του πρόσφερε μια βάση υποστήριξης μεταξύ δυσαρεστημένων Ελλήνων, από φοιτητές μέχρι εργάτες και πολλούς που είχαν απλώς αηδιάσει με την παλιά φρουρά, τη στρατιωτική ή την πολιτική. Μεταξύ των εκλογών του 1974 και του 1977, και μετά πάλι το 1981, το νέο κόμμα του Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ, διπλασίασε και αναδιπλασίασε το ποσοστό των ψήφων του και των βουλευτικών εδρών.
Στις 18 Οκτωβρίου, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε πάνω από το 48% των ψήφων και 172 έδρες, αφήνοντας τη ΝΔ και το διασπασμένο ΚΚΕ με 36% και 12%, αντίστοιχα. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, είχε έρθει στην εξουσία μία σοσιαλιστική κυβέρνηση υποσχόμενη να απαλλάξει τη χώρα από τον αμερικανικό «ιμπεριαλισμό» και την αναγκαστική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ. Με την αλλαγή πρωθυπουργού, ήταν έθιμο για όλους τους πρέσβεις στην Αθήνα να ζητήσουν εθιμοτυπική επίσκεψη στον νικητή και η σειρά που αυτός την αποδεχόταν σήμαινε συνήθως τη σπουδαιότητα της χώρας τους για τη νέα κυβέρνηση.
[...] Καθίσαμε σε δύο ξεχαρβαλωμένες δερμάτινες πολυθρόνες μπρος στο γραφείο του και με ουίσκι και σόδα, και για μια στιγμή δεν μιλούσαμε, μέχρι που ο Ανδρέας σήκωσε το ποτήρι του και είπε ακριβώς αυτό που πέρναγε και από το δικό μου μυαλό. «Πες μου, Μόντυ», είπε με πλατύ χαμόγελο, «πριν από είκοσι χρόνια, στα πιο τρελά σου όνειρα, θα φανταζόσουν πως εγώ θα καθόμουν σε τούτη την καρέκλα κι εσύ σ’ εκείνη;». Όχι, ποτέ, αν και τώρα έμοιαζε σαν λογικό αποτέλεσμα δύο ζωών που διασταυρώνονταν περίεργα. Όμως οι φιλοφρονήσεις με τα ποτά δεν ήταν σε θέση να επιλύσουν τις σοβαρές διαφορές μεταξύ των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Ρέηγκαν, οι οποίες ενστικτωδώς τρέφουν μεταξύ τους δυσπιστία και έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τον σωστό ρόλο της Αμερικής στον κόσμο. Ενώ καταλάβαινα το ιστορικό της καταδίκης του Ανδρέα για την υπερ στρατιωτικοποιημένη προσέγγιση των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που ορίστηκε πολύ στενά από τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου, βρήκα τη δημόσια στάση του προς καθετί που υποστήριζε η Αμερική κυνική, υπερβολική και αντιπαραγωγική. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο Ανδρέας μαλάκωσε τον τόνο του μαζί μου και με τους Αμερικανούς επίσημους επισκέπτες, αν όχι με τους σκληροαριστερούς του υπουργούς. Το να εξηγώ στην Ουάσινγκτον τι ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έγινε μείζον εγχείρημα.
Εφόσον το τέλος του Ψυχρού Πολέμου απείχε ακόμα τότε, η αμερικανική πλευρά –όσο κι αν καταλάβαινε πως κανένα στρατιωτικό σύμφωνο δεν ισχύει για πάντα– επιθυμούσε λιγότερο ρητή φρασεολογία. Όπως είπε ένας διαπραγματευτής μας, «δεν μπορούμε να δεχτούμε μια συμφωνία που σε πέντε χρόνια πέφτει στον γκρεμό». Το καλοκαίρι του 1983, οι συνομιλίες παρέλυσαν λόγω ενός μόνο ρήματος, «τερματίζεται».
[...] Είχε έρθει η ώρα να καθίσω με τον πρωθυπουργό και να συζητήσουμε τις γλωσσικές αποχρώσεις που θα επέτρεπαν και στις δύο πλευρές να δηλώσουν ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Αντίθετα με τη δημόσια ρητορική του («Οι βάσεις πρέπει να φύγουν!»), βρήκα τον Παπανδρέου εξίσου πρόθυμο να τελειώνουν οι διαπραγματεύσεις μια και καλή, αρκεί να παρέμενε η εντύπωση πως το ΠΑΣΟΚ είχε επιτύχει τον στόχο του. Στο αγγλικό κείμενο, η παράγραφος περί τερματισμού έλεγε πως «μπορούσαν να τερματιστούν [terminable]» έπειτα από γραπτή πρότερη ειδοποίηση των συμβαλλομένων τουλάχιστον πέντε μήνες πριν. Με την άψογη γνώση και των δύο γλωσσών, ο Ανδρέας δέχτηκε τον όρο της πεντάμηνης προειδοποίησης που έσωζε τη συμφωνία από την «πτώση στον γκρεμό», αλλά επέμεινε πως ο όρος «μπορούσαν να τερματιστούν» έπρεπε να αλλάξει με το απερίφραστο «τερματίζονται». Και έτσι, με αυτόν τον λεπτό συμβιβασμό, το πενταετές σύμφωνο των βάσεων υπογράφτηκε το φθινόπωρο του 1983. Από όσο γνωρίζω, είναι το μόνο όπου ο όρος μιας κρίσιμης παραγράφου δεν συμπίπτει ακριβώς στις δύο γλώσσες.
[...] Απολάμβανα επίσης μια θερμή, αν και συχνά χαώδη, φιλία με την υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, τη διεθνώς καταξιωμένη ηθοποιό και πολιτική ακτιβίστρια, ένθερμη αντιστασιακή στη χούντα και εξίσου ένθερμη υπέρμαχο της επιστροφής των Ελγίνειων Γλυπτών στην Ελλάδα. Και η χούντα και η κυβέρνηση των ΗΠΑ τής έκαναν τη ζωή δύσκολη: σε εξορία από το καθεστώς έχασε το διαβατήριό της και την περιουσία της, και, αφού κέρδισε βουλευτική έδρα με το ΠΑΣΟΚ το 1974, μπήκε στην προειδοποιητική λίστα του Στέητ Ντιπάρτμεντ για αίτηση βίζας. Κάθε φορά που ταξίδευε για την Αμερική, έπρεπε να κάνει νέα αίτηση, παρ’ όλο που ο σύζυγός της ήταν ο σκηνοθέτης κινηματογράφου Τζουλς Ντάσσιν, «Τζούλι» [γνωστός στην Ελλάδα ως Ζυλ Ντασέν] γεννημένος στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Έγινε κι εκείνος φίλος και αναπληρωματικός φύλακας του ημερολογίου των ραντεβού της γυναίκας του, όταν το ανοργάνωτο γραφείο της έχασε τον λογαριασμό με το πρόγραμμά της και τα ίχνη της. Ακόμα και το τηλέφωνό της ήταν μονίμως χαλασμένο και μια φορά, όταν οι δυο μας συναντηθήκαμε στο γραφείο μου, κοίταξε τα τρία τηλέφωνα στο γραφείο μου και είπε: «Μήπως μπορείς σε παρακαλώ να μου δώσεις ένα;».
Με τη Μελίνα συνεργάστηκα για την πολιτιστική συμβολή της Ελλάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1984. Αποφεύγοντας τους λαϊκούς χορούς και τις επιδείξεις χειροτεχνίας που συνήθως παρουσιάζουν πριν από τη διεξαγωγή των Αγώνων οι μικρές χώρες που ήταν σε οικονομική δυσπραγία, πιέσαμε για μια παράσταση του Οιδίποδα Τύραννου, πιστεύοντας ότι σίγουρα θα προσέλκυε ένα κοινό από χολιγουντιανούς ψυχίατρους και τους ασθενείς τους. Δεν ξέρω αν έγινε αυτό, αλλά η Μελίνα συνέχισε να έρχεται πιστά σε αμερικανικές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Αθήνα – και πάντα ήταν μια εντυπωσιακή παρουσία που επισκίαζε τους διπλανούς της. Είχε ένα βραχνό γέλιο και ένα αυτοσαρκαστικό χιούμορ, που ήταν πασιφανές όταν βρεθήκαμε σε έκθεση γουναράδων στην Καστοριά. Η Τόνι και η Μελίνα κατακλύστηκαν από πωλητές για να δοκιμάσουν τα γούνινα παλτά τους για τους φωτογράφους· η Τόνι το έκανε, αποσύρθηκε διακριτικά κι άφησε τη Μελίνα να περπατήσει καμαρωτά. Εκείνη διάλεξε το πιο λουσάτο βιζόν μέχρι τους αστράγαλους και το χάιδεψε καθώς το φόρεσε για να το επιδείξει, περπατώντας σαν μοντέλο σε έκθεση. Μετά το άφησε να πέσει στο πάτωμα και το έσυρε πίσω της με το ένα χέρι. «Τόσο όμορφο!» γουργούρισε, χαϊδεύοντας το παλτό, και γύρισε το πρόσωπό της στις κάμερες λέγοντας, «Τι κρίμα που είμαι σοσιαλίστρια».
Ιnfo: Το βιβλίο του Μοντήγκλ Στερνς «Ανδρέας Παπανδρέου: Το αίνιγμα» θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις της Εστίας.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Συνέντευξη με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη με αφορμή την αυτοβιογραφία του «Στον ίδιο δρόμο»
Η σημασία αυτού του συστήματος ανισότητας, η καταχρηστική χρήση του όρου και το ζοφερό μας μέλλον
Ξεφυλλίζουμε νέα βιβλία και προτείνουμε ιδέες και τίτλους για τις γιορτές των Χριστουγέννων
Οι δυσκολίες μιας οικογένειας μεταναστών στην Αμερική, ένας ύμνος στην αγάπη
Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάριος Μάζαρης εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά μας
Στο «Θέλω» της Τζίλιαν Άντερσον θα βρείτε μερικές από τις απαντήσεις
Η συγγραφή στο εξωτερικό είναι επάγγελμα και όχι πάρεργο
Ο συγγραφέας μάς εξηγεί όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το νέο βιβλίο του «Πάντα η Αλεξάνδρεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
«Οι βιβλιοπώλες σώζουν ζωές. Τελεία και παύλα», δήλωσε μέσω του εκδότη του
Το τελευταίο της βιβλίο, που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Το Men in Love ξαναπιάνει την ιστορία της διαβόητης παρέας αμέσως μετά το τέλος του καλτ βιβλίου του 1993
O 76χρονος Αμερικανός συγγραφέας έχει αφήσει τη σειρά βιβλίων ημιτελή από το 2011
Μια συζήτηση για το βιβλίο του «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας» (εκδόσεις Κέδρος)
Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρωτας και Ασθένεια του David Morris
Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν διαχειριστές, όχι ηγέτες, η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε
Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.