Βιβλιο

Η θερινή ανάγνωση είναι κάθε άλλο παρά μοντέρνα

Για πολλούς ανθρώπους, η θερινή ανάγνωση είναι η μόνη που προλαβαίνουν να κάνουν, αυτό όμως δεν την καθιστά λιγότερο σημαντική ή αξιόλογη

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θερινή ανάγνωση
© Dan Dumitriu / Unsplash

Τι είναι η θερινή ανάγνωση και από πότε παρατηρήθηκε η συνήθεια να ταιριάζουμε ανάλαφρα αναγνώσματα με τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου

Καλοκαιράκι. Ήλιος. Θάλασσα. Βουτιές. Η μυρωδιά του αγαπημένου σου αντηλιακού (μην ξεχνάς να το ανανεώνεις). Καφεδάκι ή κοκτεϊλάκι. Και; Ένα καλό βιβλίο που εδώ και καιρό σκέφτεσαι να αρχίσεις αλλά φυλάς για τις διακοπές. Ίσως το αγόρασες αποκλειστικά για να το διαβάσεις στις διακοπές σου. Ίσως σε περιμένει στωικά εδώ και χρόνια. Ίσως σου κίνησε την περιέργεια διαβάζοντας μια περιγραφή του σε κάποιο καλοκαιρινό δημοσίευμα και έσπευσες να το προμηθευτείς. Για πολλούς ανθρώπους, η θερινή ανάγνωση είναι η μόνη που προλαβαίνουν να κάνουν, αυτό όμως δεν την καθιστά λιγότερο σημαντική ή αξιόλογη.

Μπορεί να σας φανεί περίεργο αλλά το κόνσεπτ του «καλοκαιρινού» βιβλίου δεν είναι ούτε καινούργιο ούτε μοντέρνο∙ στην πραγματικότητα, δεν ανήκει καν στον προηγούμενο αιώνα. Ο Craig Fehrman σε ένα άρθρο του στο Boston Globe μας λέει ότι σήμερα, θεωρούμε τη θερινή ανάγνωση ως μια σύγχρονη κατηγορία − που εφευρέθηκε από εκδότες ή από αναγνώστες στην «αυτοάμυνα», ή σαν κάτι που μας δίνει την άδεια να «βυθιστούμε» σε ελαφρά μυθιστορήματα στην παραλία. Η θερινή ανάγνωση υποδηλώνει ότι γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια εναλλακτική −σοβαρή χειμερινή ανάγνωση, ας πούμε− και ότι έχουμε ενστερνιστεί αυτά τα ελαφριά βιβλία λόγω του ζεστού καιρού. Είναι η τέλεια δικαιολογία και −να σου πω και κάτι;− τουλάχιστον δεν βλέπουμε τηλεόραση.

Ένα περσινό άρθρο του The New Yorker υποστήριξε ότι οι συγγραφείς δεν αγαπούν απαραίτητα την κατηγορία αυτή. Η Allison Duncan έγραψε στο Vulture ότι για κάθε συγγραφέα που αγκαλιάζει τον όρο «υπάρχει ένας άλλος που είναι επιφυλακτικός για ένα είδος που θεωρείται επιφανειακό». Η Taffy Brodesser-Akner, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Fleishman Is in Trouble», έγραψε πρόσφατα στο Twitter ότι το βιβλίο της περιγράφεται ως «ανάγνωση για την παραλία» και πρόσθεσε ότι είναι μπερδεμένη στο γιατί το γούστο μας αλλάζει ανάλογα με την εποχή ή με την τοποθεσία στην οποία διαβάζουμε ένα βιβλίο.

Η αλήθεια είναι ότι η ανάγνωσή μας ξεκίνησε να μπαίνει σε τέτοιες κατηγορίες από το 1894 και αυτό καθιστά σαφές ότι η θερινή ανάγνωση δεν είναι καθόλου σύγχρονη εφεύρεση. Η συνήθεια να ταιριάζουμε ανάλαφρα αναγνώσματα με τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου ήταν ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτιστικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα: η εφεύρεση των σύγχρονων αμερικανικών διακοπών. Και οι μεταβαλλόμενοι τρόποι που έχουμε δει την καλοκαιρινή ανάγνωση −πρώτα ως μία ένοχη απόλαυση, στη συνέχεια ως μια κακή συνήθεια, και τώρα, προς μεγάλη μας έκπληξη, ως πηγή υπερηφάνειας− λέει πολλά για τις μεταβαλλόμενες στάσεις μας απέναντι στον ελεύθερο χρόνο.

Κατά τα πρώτα στάδια της αμερικανικής ιστορίας, η ίδια η ιδέα των διακοπών ήταν ξένη. Μόνο η ελίτ της βιομηχανίας στο βορρά, ιδιοκτήτες φυτειών στο νότο, και, φυσικά, η ευρωπαϊκή αριστοκρατία απολάμβαναν μεγάλες καλοκαιρινές αποδράσεις. Όμως, αυτό άρχισε να αλλάζει στα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτή η αλλαγή βασίστηκε στα οικονομικά δρώμενα −μια μεσαία τάξη διευθυντικών στελεχών και υπαλλήλων μπορούσε πλέον να κάνει διακοπές− αλλά και σε νέες ιδέες σχετικά με την αξία των διακοπών. «Οι εργοδότες άρχισαν να ανησυχούν ότι οι υπάλληλοί τους χρειάζονταν άδεια για να αποφύγουν την νοητική κόπωση», μας λέει η Cindy Aron στο βιβλίο της "Working at Play: A History of Vacations in the United States", και συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτό υπήρξε ένα μείζον θέμα για συζήτηση στις εφημερίδες της εποχής».

Το 1855, για παράδειγμα, η The New York Times  δημοσίευσε ένα άρθρο που προέτρεπε τη μεσαία τάξη να χαλαρώσει περισσότερο. «Είναι χιλιάδες αυτοί που δεν φεύγουν ποτέ από το γραφείο τους ή το εργοστάσιο, εκτός από τις Κυριακές» προειδοποίησε η εφημερίδα, προσθέτοντας ότι η αφοσίωση σε αυτό τον βαθμό θα έβλαπτε σε βάθος χρόνου την οικογένεια, το σώμα και το μυαλό ενός ανθρώπου. «Η ευτυχία της ζωής», κατέληγε η εφημερίδα, «βρίσκεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο «καλό στομάχι» και στην ευχαρίστηση των μικρών απολαύσεων, από ό, τι σε οποιαδήποτε ποσότητα ομολόγων και μετοχών».

Η υπόλοιπη χώρα σύντομα μοιράστηκε αυτό το συναίσθημα: Ο καλύτερος τρόπος για να εργαστείς σκληρά ήταν να εισάγεις μικρά διαλείμματα. Τα θερινά θέρετρα και τα περίτεχνα ξενοδοχεία άρχισαν να εμφανίζονται παντού. Ο Εμφύλιος Πόλεμος καθυστέρησε αυτήν τη διαδικασία, καθότι κατά τη διάρκεια του πολέμου πολλά θέρετρα μετατράπηκαν σε νοσοκομεία, αλλά η Αμερική σύντομα επέστρεψε στην επέκταση των υποδομών αναψυχής.

Τι έκαναν όμως οι παραθεριστές στους κήπους, ή γύρω από την πισίνα, ή μετά από ένα έντονο παιχνίδι μπόουλινγκ σε χορτάρι; Διάβαζαν. H Boston Globe, to 1874, δημοσίευσε μια λίστα ταξιδιωτικών tips, και σαν τελευταία συμβουλή υπενθύμισε στους αναγνώστες της: «Μην ξεχάσετε να πάρετε μερικά βιβλία μαζί σας». Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τα ξεχάσει, δεδομένου του πόσο ενεργά διαφημίζονταν και προωθούνταν τα βιβλία τότε ως απαραίτητο αξεσουάρ διακοπών. Το πασίγνωστο πολυκατάστημα Macy’s είχε δίπλα στα καλάθια πικνίκ, τις καρέκλες, τα σκουφάκια για κολύμπι, και τα σετ κροκέ, «όλη την ελαφριά βιβλιογραφία της ημέρας για «θερινή ανάγνωση». Το πολυκατάστημα προσέφερε ακόμα και την αποστολή των τελευταίων δημοφιλών τίτλων απευθείας στο θέρετρό της επιλογής των πελατών με το που γινόντουσαν διαθέσιμα.

Από τις διαφημίσεις της εποχής είναι σαφές ότι οι πρώτοι παραθεριστές ήθελαν τη λογοτεχνίας τους να είναι ελαφριά, σύγχρονη, βασισμένη στην πλοκή, και, εντέλει, κάτι που εύκολα ξεχνιέται. Κάθε ταξίδι τότε έπρεπε να είναι τόσο χαλαρωτικό όσο και διασκεδαστικό, γιατί όφειλε να σε προετοιμάσει για να εργαστείς ξανά σκληρά όταν τελείωναν οι διακοπές. Το Chicago Tribune, λίγο πριν αποκαλύψει τις αγαπημένες του καλοκαιρινές αναγνώσεις για το 1872, το έθεσε ως εξής: «Το καλύτερο καλοκαιρινό βιβλίο ήταν ένα που ένας παραθεριστής σε αδράνεια μπορούσε να πάρει μαζί του και να βυθιστεί στη μοναξιά του να το διαβάσει κάνοντας μικρές ευχάριστες παύσεις, ενώ το δάχτυλο του ακουμπά τη σελίδα ελαφρά και το μάτι του περιφέρεται άσκοπα σε ένα πράσινο τοπίο ή στην απέραντη θάλασσα, και το αυτί του αφουγκράζεται τους ψιθύρους του ανέμου και των κυμάτων».

Μερικοί Βικτωριανοί ανησυχούσαν όμως για τις χυδαίες αποπλανήσεις της μυθοπλασίας, και ειδικά για τις σκανδαλοθηρικές ιστορίες που πολλαπλασιάστηκαν καθώς το κόστος παραγωγής μειώθηκε. Όμως, η βιομηχανία βιβλίων εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει τα καλοκαιρινά μυθιστορήματα ως μία «αποδεκτή απόλαυση της μεσαίας τάξης», γράφει η Donna Harrington-Lueker στο βιβλίο της "Books for Idle Hours". Αυτή η εκστρατεία όμως δεν κατάφερε να τους πείσει όλους. «Πιστεύω πραγματικά», έγραψε ο Αιδεσιμότατος T. De Witt Talmage, το 1876, «ότι υπάρχουν περισσότερα ευφάνταστα σκουπίδια που διαβάζονται μεταξύ των ευφυών τάξεων τον Ιούλιο και τον Αύγουστο από ό, τι τους υπόλοιπους δέκα μήνες του έτους».

Το 1888, ο Άρλο Μπέιτς, ο οποίος ήταν τότε ο συντάκτης του Boston Sunday Courier και μυθιστοριογράφος, δημοσίευσε μια μικρή διατριβή που ονομαζόταν «Θερινά μυθιστορήματα». Ο Μπέιτς παρατήρησε ότι καθώς οι θερμοκρασίες αυξάνονται, οι νεαρές κυρίες αρχίζουν να σκέφτονται «νέα φορέματα και ευχάριστα μυθιστορήματα, αέρινα σαν αφρό της θάλασσας». Έγραψε ότι «ένας τέλειος αφρός ελαφριών μυθιστορημάτων αναδύεται όταν τα λουλούδια αρχίζουν να ανθίζουν, και αυτά κρατούν καλά έως ότου ο παγωμένος αέρας διαλύσει τα καλοκαιρινά πάρτι και κλείσουν τα παραθαλάσσια και τα ορεινά ξενοδοχεία». Αλλά η χαλαρή αντιμετώπιση του Μπέιτς στη συνέχεια έγινε επικριτική. Αντιτάχθηκε στο γεγονός ότι τα βιβλία πια παράγονταν για να συζητηθούν αντί να διαβαστούν. Το δοκίμιο του Μπέιτς, το οποίο προεπισκόπησε τις σύγχρονες συζητήσεις γύρω από την θερινή ανάγνωση, είναι ένα μάθημα για το πόσο εύκολα ο λογοτεχνικός «αφρός» μπορούσε να προκαλέσει τόσο διασκέδαση όσο και περιφρόνηση.

Καθώς ο 19ος αιώνας έφτασε στο τέλος του, οι διακοπές έγιναν ακόμη πιο δημοφιλείς. Και αυτό σήμαινε ότι οι συζητήσεις γύρω από τον σκοπό των διακοπών έγιναν επίσης πιο δημοφιλείς. Η ξεκάθαρα ατομική απόλαυση απειλήθηκε. Τα θρησκευτικά θέρετρα αυξήθηκαν σε αριθμό, και ακόμη και κοσμικοί κριτικοί ξεκίνησαν να ισχυρίζονται ότι οι διακοπές πρέπει να επικεντρώνονται στην αυτο-βελτίωση. «Η εργασία ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους η μεσαία τάξη αυτοπροσδιοριζόταν», μας λέει η Aron, και «οι διακοπές άρχισαν να θέτουν σε κίνδυνο τους κανόνες πειθαρχίας και τη σκληρή δουλειά της μεσαίας τάξης».

Αυτό οδήγησε σε μια αντίδραση εναντίον των βιβλίων που είχαν σαν μοναδικό σκοπό την ευχαρίστηση. «Έχει γίνει αποδεκτή η αντίληψη ότι το καλοκαίρι η ανάγνωση ενός ατόμου πρέπει να είναι τόσο ελαφριά όσο το καπέλο του και τόσο λεπτή όσο το πανωφόρι του», είπε ένας κριτικός της Boston Globe το 1890. Ο ίδιος κριτικός άσκησε επίθεση και στους καλοκαιρινούς αναγνώστες, λέγοντας ότι οι άνθρωποι που διαβάζουν θερινή λογοτεχνία το καλοκαίρι, ουσιαστικά τη διαβάζουν πάντα, και στη θερινή ανάγνωση γενικότερα, ισχυριζόμενος ότι «αυτά τα βιβλία παραλύουν τη σκέψη, αδυνατούν τον νου και, με την πάροδο του χρόνου, αποστραγγίζουν τον εγκέφαλο καθιστώντας τον κενό όπως είναι και τα ίδια». Παρόμοια άρθρα εμφανίστηκαν παντού: Η καλοκαιρινή ανάγνωση παρα-ήταν τώρα ελαφριά, «σπατάλη» και υπερβολική, ανεξάρτητα από το πόσο ζεστός ήταν ο καιρός.

Αυτή η σταυροφορία, όμως, ενάντια στη θερινή ανάγνωση δεν κράτησε για πολύ. Ίσως επειδή η πρακτική είχε καθιερωθεί τόσο πολύ − μέχρι το 1897, το The New York Times Book Review είχε αρχίσει να συντάσσει μια ετήσια λίστα με τα 100 καλύτερα καλοκαιρινά βιβλία. Ίσως επειδή οι βιβλιοθήκες είχαν ξεκινήσει καλοκαιρινά προγράμματα ανάγνωσης για παιδιά. Ίσως επειδή η στάση μας απέναντι στις διακοπές σύντομα θα άλλαζε ξανά. Το ηθικοπλαστικό στιλ της δεκαετίας του 1890 επανερχόταν μια στο τόσο, αλλά, ως επί το πλείστο, η θερινή λογοτεχνική κουλτούρα εδραιώθηκε και υπάρχει μέχρι και σήμερα.

Όπως μας λέει η Aron στο βιβλίο της, οι διακοπές των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα άρχισαν να αφορούν και μετανάστες, Αφροαμερικανούς και την εργατική τάξη.

«Με το να διδάσκει στους αναγνώστες την ιδέα του ελεύθερου χρόνου - τι να δεις, τι να φορέσεις, τι να κάνεις». Η Harrington-Lueker λέει ότι τα θερινά μυθιστορήματα «έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας της μεσαίας τάξης». Το Books for Idle Hours τονίζει όμως και τις εξαιρέσεις. Συζητά το κίνημα Chautauqua, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που δεν θεωρούσε ότι το καλοκαίρι ερχόταν σε αντίφαση με το να βυθίζεσαι σε δύσκολα κείμενα. Σημειώνει ότι οι πλούσιες αφροαμερικάνικες οικογένειες επωφελήθηκαν επίσης από τη νέα καλοκαιρινή αναψυχή αλλά ότι η κυρίαρχη θερινή αφήγηση υποβίβασε τους περισσότερους μαύρους χαρακτήρες σε θέσεις υπηρετικού προσωπικού ή εργατικής τάξης.

Η συγγραφέας του βιβλίου παίρνει πολύ σοβαρά τόσο την κουλτούρα που τα διαμόρφωσε, όσο και την κουλτούρα που τα ίδια αυτά αναγνώσματα διαμόρφωσαν, και αναγνωρίζει πόσο παροδικά ήταν: λίγα από αυτά τα βιβλία του 19ου αιώνα μας είναι γνωστά σήμερα. Τα επίθετα που κοσμούν αυτούς τους τίτλους παρομοιάζουν συχνά περιγραφές του ίδιου του καλοκαιριού: ευάερο, αλμυρό, ηλιόλουστο, αέρινο. Τα βιβλία εκείνα δεν ήταν σπουδαία λογοτεχνία, με την παραδοσιακή έννοια. Συνήθως μετράμε την αξία ενός μυθιστορήματος από την «βιωσιμότητά» του και τη μονιμότητα του. Αλλά υπάρχει επίσης αξία στη γλώσσα και στις λέξεις που «διαλύονται» αργά όπως ένα ζεστό απόγευμα Ιουλίου, ενώ οι τελευταίες ηλιαχτίδες χτυπούν τα κλαδιά των δέντρων καθώς κλείνουμε το βιβλίο και μπαίνουμε μέσα.


* Με στοιχεία από το Boston Globe και το The New Yorker

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ