Βιβλιο

Έρευνα: Αναζητώντας το χαμένο αναγνώστη

Εκδότες, καθηγητές, βιβλιοπώλες, δημοσιογράφοι απαντούν

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 478
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
65797-146245.jpg

«Η ταχύτητα των οχημάτων αφαίρεσε την ταχύτητα από τις ψυχές μας. Ζούμε ράθυμα και γι’ αυτό το λόγο πλήττουμε τόσο εύκολα». Η φράση του Πεσόα στον «Ηρόστρατο» (εκδ. Gutenberg), που λαθρανάγνωσε από το βιβλίο μου η κοπέλα δίπλα μου, έγινε η αιτία να ξεχάσει να κατέβει στη στάση. «Μερικές φορές νιώθω παράξενα όταν διαβάζω στα λεωφορεία, γιατί πολλοί με κοιτάζουν με απορία» μου εξομολογείται. Αισθανόμαστε ξαφνικά πως ανήκουμε στην ολιγάριθμη, αλλά με φανατικά μέλη, συνωμοτική ομάδα «Αυτών που διαβάζουν στα ΜΜΜ».

Στο «Κάτι ψήνεται», τις προάλλες, οι καλεσμένοι μπαίνουν στο δωμάτιο του οικοδεσπότη και όρθιοι μπροστά σε μερικά ράφια με μετάλλια και τέσσερα, το επαναλαμβάνω, τέσσερα βιβλία, σχολιάζουν: «A, φαίνεται πως αθλείται και πως του αρέσει πάρα πολύ το διάβασμα»! 

Η τελευταία έρευνα (2010) για τις αναγνωστικές συνήθειες του Έλληνα, που πραγματοποιήθηκε από το ΕΚΕΒΙ, δυστυχώς το επιβεβαιώνει:

-8,1% των Ελλήνων διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο

-34,2% αυτοί που διαβάζουν 1-9 βιβλία το χρόνο

-40,7% όσοι δεν διάβασαν κανένα βιβλίο τον προηγούμενο χρόνο

-39% το ποσοστό που δεν διαβάζει λόγω έλλειψης χρόνου

-35-45 οι ηλικίες όσων διαβάζουν τουλάχιστον 10 βιβλία το χρόνο. 

«Δεν διαθέτουμε στοιχεία ούτε για το ’12 ούτε για το ’13, όμως η πτώση των πωλήσεων, το κλείσιμο ιστορικών επιχειρήσεων –δες το βιβλιοπωλείο της Εστίας– δεν αφήνουν περιθώρια για να αισιοδοξούμε πως θα έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο» μου λέει η Άννα Καρακατσούλη, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα θεατρικών σπουδών του Πανεπιστήμιου της Αθήνας που ασχολείται με το θέμα του βιβλίου. «Η συγχώνευση δημόσιων βιβλιοθηκών, η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) με την πρόσφατη μετεγκατάστασή του στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, η κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν πως η πολιτεία συνεχίζει να μην αντιλαμβάνεται το βιβλίο ως πολιτιστικό (σημαντικό) αγαθό».

Πού είναι οι βιβλιοθήκες;

«Οι νέες τεχνολογίες άλλαξαν ριζικά τους τρόπους, τα περιεχόμενα, τη σχέση με την ανάγνωση, τα βιβλία, το επιστημονικό βιβλίο, τα εκπαιδευτικά υλικά, τις αναγνωστικές συνήθειες και τις στάσεις που σχετίζονται μαζί τους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν αρκεί η αμυντική προστατευτική στάση υπέρ του βιβλίου. Πρόκειται για ένα αδύναμο ανάχωμα, που μοιραία θα παρασυρθεί από την παλίρροια. Πώς θα “προστατεύσει” λ.χ. η ενιαία τιμή το βιβλίο, όταν πωλούνται εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία με ένα ευρώ στα παζάρια κι όταν η φορολογική πολιτική οδηγεί τους εκδότες να αδειάζουν τις αποθήκες τους για ψίχουλα; Ποιος μπορεί να “προστατεύσει” το βιβλίο χωρίς να διευρύνει τη συμμετοχή του αναγνωστικού κοινού; Πώς μπορεί να διαμορφωθεί αναγνωστικό κοινό σε μια χώρα χωρίς βιβλιοθήκες; Πώς θα εξασφαλιστεί ο τεχνολογικός εγγραμματισμός;» λέει η Μυρσίνη Ζορμπά (το τελευταίο της βιβλίο «Πολιτική του Πολιτισμού, Ευρώπη και Ελλάδα στο 2ο μισό του 20ού αιώνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη).

H Άννα Καρακατσούλη διευκρινίζει: «Είναι εξαιρετικό αυτό που κάνει το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με την ψηφιοποίηση των βιβλίων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η πολιτεία μπορεί να εφησυχάσει. Πρέπει να μας ενδιαφέρει και η έντυπη μορφή τους. Αποδεχόμενοι τα προβλήματα της εποχής δεν χρειάζεται πια να μιλάμε για χωριστές σχολικές ή δημοτικές βιβλιοθήκες, αλλά αυτές θα μπορούσαν να συγχωνευτούν όπου υπάρχουν. Πολιτική με σαφείς στόχους χρειάζεται».

Η Μαρία Παπαγεωργίου, υπεύθυνη του νέου βιβλιοπωλείου «Επί λέξει» στην Ακαδημίας, συμφωνεί πως χωρίς βιβλιοθήκες δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτική βιβλίου, αλλά παραθέτει μια προσωπική της μαρτυρία. «Το σπίτι μου στο χωριό το έχω γεμίσει βιβλία. Θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια άτυπη βιβλιοθήκη, αλλά κανείς δεν είναι διατεθειμένος από όσους κάθονται, να το φροντίσει. Λείπει η ιδιωτική πρωτοβουλία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτή πρέπει να αντικαταστήσει την πολιτική του κράτους».

Η Μυρσίνη Ζορμπά επιμένει: «Το σημαντικότερο είναι να αποκτήσουμε βιβλιοθήκες (και ψηφιακές) και, μαζί, να απεγκλωβίσουμε την εκπαίδευση από την αδυναμία της να διαμορφώσει αναγνώστες, να αναπτύξουμε σύγχρονες πολιτικές ανάγνωσης. Όλα αυτά είναι στοιχεία μιας με την ευρεία έννοια δημόσιας πολιτισμικής πολιτικής. Απέναντι στο σημερινό κενό μιας τέτοιας πολιτικής, οι πολυεθνικές που εμπορεύονται τη γνώση αναπτύσσουν τα δικά τους σχέδια, συχνά πιο δημοκρατικά από αυτά των εκλεγμένων κυβερνήσεων, πρέπει να παραδεχθούμε. Εκεί δημιουργείται όμως πρόβλημα. Ιδιαίτερα σήμερα, σε συνθήκες κρίσης, η δημόσια κουλτούρα εγκαταλειμμένη από το κράτος κινδυνεύει να μεταβληθεί σε πεδίο συγκρουόμενων ιδιωτικών επιλογών, σε κατακερματισμένο πεδίο πολιτισμικών πολέμων, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς κανόνες, όπου οι πιο αδύναμοι θα βρεθούν στο περιθώριο.

Το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον των αρχών του 21ου αι., μέσα στο οποίο διαμορφώνονται οι όροι της ανάγνωσης, συνδέεται με μια σειρά από συνθήκες που καθορίζουν τις νέες πολιτισμικές ταυτότητες. Σε αυτό συμμετέχουν ισχυροί δρώντες, όπως είναι τα μεγάλα ιδιωτικά πολιτιστικά ιδρύματα, τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών των κοινωνικών επιστημών, η κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ο ρόλος δημόσιων φορέων όπως το ΕΙΠ ή η Ακαδημία Αθηνών, ενώ παράλληλα παίζουν το δικό τους ρόλο οι διανοούμενοι, τα πολιτιστικά προγράμματα των κομμάτων, η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, τα σχολικά βιβλία, η παρουσία του ψηφιακού βιβλίου. Μετά την εκτέλεση του ΕΚΕΒΙ από το Υπουργείο Πολιτισμού, η συζήτηση πρέπει να συνεχιστεί ξεπερνώντας το τραύμα και με διορατικότητα απέναντι στις μεγαλύτερες προκλήσεις που η εποχή φέρνει».

«Θα ήθελα η πολιτεία να δημιουργήσει βιβλιοθήκες, αλλά δεν μπορώ να κάτσω να την περιμένω και να μην κάνω τίποτα. Και μη φαντάζεστε πως θέλουμε οπωσδήποτε τα βιβλία, και μάλιστα τα πανεπιστημιακά, να βγαίνουν απαραίτητα σε τυπωμένη μορφή. Πρέπει όμως να λάβουμε εκείνα τα μέτρα που έχει αναλάβει για παράδειγμα η Γερμανία, όπου κάθε “αντίτυπο” φέρνει έναν κωδικό, oπότε αν πάει να γίνει αντιγραφή φαίνεται από πού πήγε να γίνει» λέει ο εκδότης Κώστας Δαρδανός (εκδ. Gutenberg).

Θέμα εκπαίδευσης

«Μοιάζει με ουτοπικό ερώτημα το αν μπορούν οι Έλληνες να γίνουν πιο φιλαναγνώστες, αλλά δεν νομίζω πως τελικά είναι. Με σωστές δράσεις μπορεί να συμβεί. Όλο το πρόβλημα ξεκινάει και τελειώνει στην εκπαίδευση. Στη Γαλλία τα παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού έχουν την “τσάντα του Σαββατοκύριακου”. Σ’ αυτή έχουν βιβλία που έχουν επιλέξει μόνα τους να διαβάσουν μαζί με τους γονείς τους. Η φιλαναγνωσία ή να το πω η εκτίμηση στο βιβλίο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συνήθεια. Και για να γίνει συνήθεια πρέπει να ξεκινήσει από νωρίς μέσα από το σχολείο» λέει ο εκδότης Θανάσης Καστανιώτης.

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο εκδότης Νώντας Παπαγεωργίου (εκδ. Μεταίχμιο). «Η αγάπη για την ανάγνωση ξεκινάει και τελειώνει στο σχολείο. Το ελληνικό σχολείο εχθρεύεται το βιβλίο, ακόμα και ο τρόπος που διδάσκει τη λογοτεχνία καταστρέφει την αγάπη γι’ αυτό. Η πολιτεία ποτέ δεν πίστεψε στη φιλαναγνωσία. Νομίζω είναι θέμα πια μόνο ηρωικών δασκάλων και καθηγητών να προσπαθήσουν να περάσουν την αγάπη για το βιβλίο στους μαθητές».

«Στην πραγματικότητα χρειάζεται η Ελλάδα να γίνει μια άλλη χώρα. Που να μην περιφρονεί τη γνώση. Που να μην είναι αγοραφοβική. Μια χώρα κανονική, με κανονικούς πολίτες, όχι με μεταμφιεσμένους χωριάτες. Μια χώρα που το βιβλίο θεωρείται αξία χρήσης, και ως βασική ανάγκη θεωρείς φυσικό να πληρώσεις για να το αγοράσεις. Και βεβαίως, μια χώρα που το σχολείο δεν είναι πάρκινγκ παιδιών αλλά κυψέλη δημιουργίας και γνώσης» θα πει ο Ηλίας Κανέλλης, δημοσιογράφος στα «Νέα» και εκδότης του «Books’ Journal», και συνεχίζει: «Κατάγομαι από ένα μικρό χωριό της Μάνης. Ήμασταν απομονωμένοι και τα όποια βιβλία έρχονταν στα χέρια μας μάς έκαναν να διεκδικούμε τα επόμενα, μας έκαναν να διψάμε για τη γοητεία και την πολυπλοκότητα του κόσμου και την απόλαυση της ανάγνωσης. Οι γονείς μας δεν ήξεραν καλά καλά τα βασικά, αλλά μας προέτρεπαν να διαβάζουμε, για να μάθουμε τον κόσμο, όχι για να μπούμε στο Δημόσιο. Δεν ήταν εξαίρεση τότε οι γονείς μας, ήταν ο κανόνας. Αυτός ο κανόνας λείπει σήμερα από την Ελλάδα. Και σε μια χώρα όπου όλοι τα ξέρουν όλα, ποιος χρειάζεται τη γνώση των βιβλίων; Όπως καταλάβατε, είμαι απαισιόδοξος».

«Εκπαίδευση, γονείς και δάσκαλοι είναι οι παράγοντες που θα βοηθήσουν ένα παιδί να αγαπήσει το βιβλίο. Όμως, πώς να το μάθουν στα παιδιά, όταν οι περισσότεροι γονείς, για παράδειγμα, ενδιαφέρονται το παιδί τους να πάρει το παιδί τους ένα πτυχίο εκμάθησης γλώσσας και όχι να μάθουν αγγλικά; Όσο για το επίπεδο δημόσιας εκπαίδευσης; Ξέρετε, όταν το Διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση των Μαθητών (PISA) είχε ανακηρύξει πρώτο το πρόγραμμα της Φινλανδίας, ο Γάλλος υπουργός παιδείας πήγε με το μπλοκάκι του εκεί, μέσα στα ίδια τα σχολεία, προσπαθώντας να καταλάβει τι κάνουν σωστά. Τι κάνουν οι αντίστοιχοι Έλληνες υπουργοί; Περιορίζουν τη δουλειά τους στην αλλαγή εισαγωγής των μαθητών στα πανεπιστήμια. Τίποτα περισσότερο… Εδώ το πιο τραγελαφικό είναι πως επιχειρούν ν’ αλλάξουν τα σχολικά βιβλία όχι γιατί το θεωρούν απαραίτητο, αλλά γιατί πρέπει να απορροφήσουν κονδύλια από το ΕΣΠΑ» λέει ο εκδότης Στέφανος Πατάκης.

«Στους μαθητές μου μαζί με την επιστημονική βιβλιογραφία δίνω και λογοτεχνική βιβλιογραφία που αφορά την εποχή που μελετάμε. Πολλοί μαθητές μου απαντούν, εμείς καταλαβαίνουμε την εποχή μέσα από τα video games. Κάποια από αυτά είναι εξαιρετικά, αλλά δεν φτάνουν το βάθος ευαισθησίας και γνώσης που προσφέρει ένα καλό βιβλίο. Τι να κάνουμε, από το τίποτα, το κρατάμε κι αυτό, πρέπει να προσαρμόζεσαι στην εποχή…» μεταφέρει την εμπειρία της η Άννα Καρακατσούλη, ενώ η Μαρία Παπαγεωργίου θυμάται πως όλα τα χρόνια που ήταν υπάλληλος του βιβλιοπωλείου της Εστίας «ερχόντουσαν για επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο ιδιωτικά σχολεία. Ελάχιστα δημόσια είχαν έρθει. Πάντως αυτό που έχω να πω είναι πως πολλοί από τους πελάτες-αναγνώστες μας ερχόντουσαν μαζί με τους γονείς τους στο βιβλιοπωλείο όταν ήταν μικροί».

Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος, διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης» θεωρεί πως αυτό που χρειάζεται είναι η «αναγνωστική κουλτούρα στο σχολείο. Από το δημοτικό. Μόνον αν μάθεις να διαβάζεις από μικρός δεν το ξεχνάς ποτέ. Είναι σαν το ποδήλατο. Κάποιοι που ανακάλυψαν μεγάλοι, πια, το βιβλίο, είναι εξαιρέσεις. Και για να συμβεί αυτό απαιτούνται βιβλιοθήκες, ενημερωμένες παντού, στο σχολείο, στη γειτονιά, στην εργασία. Και δάσκαλοι ενημερωμένοι. Όσοι αγαπήσαμε το βιβλίο είχαμε κάποιο δάσκαλο που μας έσπρωξε. Να φτιάξουμε πολλούς τέτοιους εμψυχωτές».

Το PUBLIC και το ελληνικο βιβλιο στον κοσμο

Το Public από τον περασμένο Μάιο ξεκίνησε μια συνεργασία με το Amazon. Σχεδόν ένα χρόνο μετά τι αποτελέσματα έχει; Ρωτήσαμε την ΑνθήΤροκούδη (Group Corporate Affairs & Communications Director των Public) να μας πει:

«Μέσα από τη συνεργασία μας με το διαδικτυακό κατάστημα Amazon έχουν τη δυνατότητα περίπου 6.000.000 ελληνόφωνοι ανά τον κόσμο, ομογενείς αλλά και Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό εύκολης πρόσβασης σε 50.000 προϊόντα ελληνικού πολιτισμού (μουσική και βιβλία). Συγκεκριμένα η συνεργασία των Public αφορά τη διάθεση και διακίνηση 30.000 τίτλων ελληνικών βιβλίων από τους ιστότοπους της Αmazon σε όλο τον κόσμο. Μεγαλύτερη απήχηση φαίνεται να έχουν η ελληνική λογοτεχνία, τα βιβλία μαγειρικής και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί για την Ελλάδα, καθώς επίσης και τα εκπαιδευτικά βιβλία, όπως τα βιβλία εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας και τα λεξικά. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως μέχρι σήμερα τα Public έχουν κάνει αποστολές σε 37 χώρες όλου του κόσμου, μεταξύ άλλων, στη Νότια Κορέα, τη Βραζιλία, την Ινδία, τη Λετονία, τη Νέα Ζηλανδία και το Χόνγκ Κονγκ».

Το βιβλίο και οι εφημερίδες

Το γεγονός πως οι εφημερίδες δίνουν δώρα βιβλία βρίσκει πολλούς αντίθετους, από εκδότες μέχρι βιβλιοπώλες. Σίγουρα είναι «αθέμιτος» ανταγωνισμός όσο αφορά τα τελευταία, δημιουργεί παρανοήσεις σε σχέση με την τιμή που πρέπει να έχει ένα βιβλίο, εάν όμως αυτά γίνονται με τη σωστή επιμέλεια, εμείς οι αναγνώστες μάλλον ευτυχείς πρέπει να αισθανόμαστε. Ρωτήσαμε τη δημοσιογραφο της «Καθημερινής» Όλγα Σελλά να μας πει τη γνώμη της με αφορμή τη σειρά «Έλληνες ποιητές» που δίνει η εφημερίδα.

n

«Η “Καθημερινή” επέλεξε να φέρει στο ευρύτερο κοινό (πολύ ευρύτερο από τον πυρήνα των αγοραστών μιας ποιητικής συλλογής, ακόμη και των πιο αγαπητών σύγχρονων ποιητών) ένα πανόραμα από όλο το έργο τους και επειδή το έργο των ποιητών είναι διάσπαρτο σε πολλές συλλογές, ίσως και σε πολλούς εκδότες. Γι’ αυτή τη σειρά έγινε νέα ανθολόγηση από ανθρώπους έγκυρους και έμπειρους ως το προς το έργο του κάθε ποιητή, γράφτηκαν νέα κείμενα εργοβιογραφίας και επειδή συχνά το άκουσμα ενός στίχου είναι πιο προσιτό από το διάβασμα, κάθε τόμος συνοδεύεται από απαγγελίες των στίχων του κάθε ποιητή, είτε από τους ίδιους –όπου υπήρχε αυτό το ντοκουμέντο– είτε από άλλους, συνήθως ηθοποιούς. Αν το κοινό που παίρνει τους τόμους με τους “Έλληνες ποιητές” θα αγοράζει πλέον ποιητικές συλλογές; Μία μερίδα πιστεύω πως ναι. Ποτέ δεν είναι ολικές οι αντιδράσεις. Αλλά ακόμα και η μικρή μερίδα που θα φτάσει στα βιβλιοπωλεία θα έχει κάνει ήδη ένα μεγάλο βήμα. Για όσους δεν φτάσουν, το κέρδος είναι ότι επέλεξαν να έχουν στις βιβλιοθήκες τους τους πιο χαρακτηριστικούς στίχους μερικών από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ