Βιβλιο

Μισέλ Φάις: Η χαμένη συνοχή της ύπαρξης και της γραφής

Ο Bart Soethaert γράφει για το καινούργιο βιβλίου του συγγραφέα «Όπως ποτέ», που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Πατάκη)

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 697
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μισέλ Φάις

* Του Bart Soethaert 


«Μέσα σου πώς είναι; Σαν να βρίσκομαι σε καταφύγιο. Έξω κάτι μαίνεται. Ακραία καιρικά φαινόμενα, μαζική επιδημία, υπερθέρμανση του πλανήτη, διαπλανητικός πόλεμος. Κάτι υβριδικό και αδιευκρίνιστο. Κι όσο πιο υβριδικό και αδιευκρίνιστο είναι, τόσο πιο απειλητικό γίνεται. Κι εγώ κλεισμένος για άγνωστο διάστημα σ’ αυτό το στενό λαγούμι. Αφού κάποιες μέρες προχωράω σκυφτός. Αναγκάζομαι. Ενίοτε και έρποντας. Εκ των πραγμάτων. Έχοντας χάσει την αίσθηση του κορμιού μου».

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις «Όπως ποτέ» (2019) ο μοναχικός πρωτοπρόσωπος αφηγητής βρίσκεται σ’ έναν λαβυρινθώδη χώρο που του παρέχει ασφάλεια και προστασία από τα δεινά που πλήττουν τον έξω κόσμο. Δεν διευκρινίζεται ούτε η ταυτότητα ούτε το ευρύτερο χωροχρονικό του στίγμα. Δεν ξέρουμε γιατί, πώς και από πότε βρίσκεται εκεί, πότε το καταφύγιό του έγινε και φυλακή, για πόσο καιρό θα είναι ακόμη εκεί μέσα (αυτο)παγιδευμένος.

Ο χρόνος εκεί μέσα είναι ο (υποβλητικός) χρόνος της προετοιμασίας, της επιθυμίας, της αναμονής, της σιωπής, και δεν γίνεται ποτέ ο (πρακτικός) χρόνος της δράσης, της εκπλήρωσης ή της ανατροπής. Εφόσον ο ακινητοποιημένος αυτός χρόνος «ποτέ δεν επείγεται, ποτέ δεν καθυστερεί, ποτέ δεν είναι ακριβής», υπάρχει πληθώρα (αφηγηματικού) χρόνου για παρατήρηση και αυτοπαρατήρηση: για την εμμονική παρατήρηση περαστικών στον δρόμο αλλά και για τη λεπτομερή σημείωση όλων όσα περνούν από το δικό του μυαλό, από την πλάγια αυτοπαρατήρηση μέσω τρίτων, που τον καδράρουν με το διεισδυτικό τους βλέμμα, μέχρι και την εμπειρία της αυτοεξάλειψης μέσα στο αδιάφορο πλήθος. Το βασικό ζήτημα της ποιητικής της παρατήρησης έχει τεθεί ήδη στο Παγκάκι του κανένα (2014) και η διερώτησή του συνεχίζει αδιατάρακτα στο «Όπως ποτέ»: «Βλέπουμε αυτό που βλέπουμε ή βλέπουμε αυτό που είμαστε;»

Μελέτη του εαυτού
Η συγκεκριμένη χωροχρονική πλαισίωση και ο διαλογικός έως και ετεροφωνικός χειρισμός της αυτοπαρατήρησης χαρακτηρίζουν με παρόμοιο τρόπο και τα δύο προηγούμενα βιβλία της τριλογίας. Στο μυθιστόρημα «Από το πουθενά» (2015) οι τακτικές ψυχαναλυτικές συνεδρίες λαμβάνουν χώρα στο ίδιο πάντοτε δωμάτιο και αποβλέπουν στο να γίνει ο συγγραφέας-αναλυόμενος επαρκής αναλυτής του εγώ του. Η ψυχαναλύτρια λειτουργεί ως ένα «μέντιουμ» που μεσολαβεί ως τρίτος όρος ανάμεσα στα προβλήματα και τον εαυτό του. Στο κείμενο του βιβλίου που γράφει ο αναλυόμενος παρεμβάλλονται στιγμιότυπα ζωής από πλήθος φοβικών, μοναχικών και απροσάρμοστων ανθρώπων από όλο τον πλανήτη, οι οποίοι παραμένουν αδρανείς, παραλυμένοι και καθηλωμένοι στα δεινά ή στον ανεπεξέργαστο εαυτό τους. Συγγράφεται έτσι ένα πολυπρόσωπο ιδιωτικό ημερολόγιο του παγκοσμίου περιθωρίου, στο οποίο αναπαρίσταται, πυκνώνεται ή μετατίθεται το «μέσα χάος» του ψυχαναλυόμενου συγγραφέα.

Και στην ερωτοαπαντητική συνθήκη του «Lady Cortisol» (2016) η ομώνυμη φιγούρα δεν απαντά μόνο για δικό της λογαριασμό στον καταιγισμό ερωτήσεων από έναν άντρα, ο οποίος μέχρι το τέλος της νουβέλας παραμένει αόρατος και απρόσιτος. Στον φορτισμένο απαντητικό μονόλογο με έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα η Κόρτι φαίνεται να απαντάει επίσης «διά αντιπροσώπου» στις «προς εαυτόν ερωτήσεις» του κατά τα άλλα «αδιαπέραστου» ερωτώντος και μετατρέπεται έτσι σε παραστατική εξωτερίκευση και συμβολοποίηση του υπαρξιακού του άγχους — κορτιζόλη ονομάζεται η ορμόνη του φόβου, του πανικού και της κατάθλιψης. Σ’ αυτό το αφηγηματικό σχήμα, η Lady Cortisol έχει πλήρη επίγνωση του εφήμερου που η περίσταση προσδίδει στην παρουσία της: «νιώθω απόλυτα εφήμερη και περαστική, σφηνωμένη σ’ ένα αδιατάρακτο εδώ και τώρα. […] Είμαι μια ξεσαλωμένη του ενεστώτα, ενός παρόντος ερωτευμένου παράφορα με τον εαυτό του.»

Ακινητοποιημένος στο κατώφλι
Η απόσταση που διανύει η τριλογία, από το «πουθενά» στο «ποτέ», συμπιέζεται στο Όπως ποτέ σ’ έναν καθηλωμένο χωρόχρονο, εντός του οποίου εκτυλίσσεται επίσης η παραβολή «Μπροστά στον Νόμο» (1925) του Φραντς Κάφκα. Εκεί ο χωρικός περιμένει ακινητοποιημένος μπροστά στην πύλη αφότου ο θυρωρός του ανακοίνωσε την απαγόρευση να περάσει το κατώφλι. Η είσοδος στον Νόμο είναι πιθανό ότι θα μπορέσει να του επιτραπεί αργότερα, «τώρα όμως όχι». Στο τέλος του «Όπως ποτέ», μια οικεία αλλά κατά τα άλλα απροσδιόριστη γυναίκα διαγιγνώσκει την κατάσταση και στηρίζει την έξωθεν παρατήρησή της πάνω στην προηγούμενη αυτοτοποθέτηση του εαυτού («Στέκομαι έξω από ένα δωμάτιο όπου δεν μου επιτρέπεται να μπω»), που έχει σφραγιστεί έντονα από το καφκικό διακείμενο, για να χαρακτηρίσει χωροχρονικά τη διάσταση, εντός της οποίας ο «φυλακισμένος ήρωας» προφανώς έπαθε ασφυξία μέσα στον ίδιο του τον εαυτό:

«Βρίσκεσαι σ’ έναν πυρετό μετάβασης, σ’ ένα διαρκές πέρασμα. […] Η μέρα σου αρχίζει και τελειώνει σ’ ένα κατώφλι. Καθόλου χρόνος. Μηδενικός. Στέκεσαι εκεί που στέκεσαι. Και περιμένεις. Από κάποια στιγμή και μετά, δεν ξέρεις αν στέκεσαι επειδή κάτι περιμένεις ή περιμένεις κάτι επειδή στέκεσαι. Στέκεσαι μέχρι η στάση σου να χάσει το νόημα της οποιασδήποτε στάσης. Περιμένεις μέχρι η αναμονή σου να χάσει το νόημα της οποιασδήποτε αναμονής. Στέκεσαι σαν να στέκεσαι από πάντα. Στο εκάστοτε κατώφλι. Περιμένεις σαν να περιμένεις από πάντα».

Ριζωματικό κείμενο
Τι λογοτεχνική εικόνα συγκροτούν οι ακατάπαυστοι συλλογισμοί, σε ποιο ύφος προσβλέπουν οι κυκλικές σκέψεις χωρίς συμπέρασμα, σε ποιες ανθρωπογεωγραφίες μας εισάγουν οι αγχώδεις στροβιλισμοί και αυτοαναιρέσεις του (αυτο)παρατηρούμενου αφηγητή στο Όπως ποτέ; Υπέδειξα ήδη το στέρεο καφκικό υπέδαφος, πάνω στο οποίο με άνεση και αυτοπεποίθηση τοποθετείται το μυθιστόρημα και το οποίο δίνει λαβή σε πολλές ερμηνευτικές προεκτάσεις. Άλλωστε το μότο, παρμένο από τα ημερολόγια του Κάφκα, στη μελέτη της προσωπογραφίας ενός υπαρξιακού αδιεξόδου μάς προσκαλεί. Εάν όμως ο Φάις πραγματοποίησε με το Aegypius monachus (2001) τη δική του Μεταμόρφωση, ταχυδρόμησε με το Μέλι και η στάχτη του Θεού (2002) τη δική του Επιστολή προς τον πατέρα και αναμετρήθηκε, όπως ο Κάφκα στα Γράμματα στη Μίλενα, με τα φαντάσματα για να γεφυρώσει το χάσμα της απουσίας και να βρεθεί στην Ελληνική αϋπνία (2004) «στο πλάι» του Βιζυηνού, το ψυχικό κλίμα του «Όπως ποτέ» είναι εκφραστικά, συλλογιστικά, συναισθηματικά και νοηματικά συνυφασμένο κυρίως με το «Κτίσμα» (1923–24), ένα από τα τελευταία διηγήματα του Τσεχοεβραίου συγγραφέα που στα ελληνικά κυκλοφόρησε ξανά στην εξαιρετική μετάφραση της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη από τις Εκδόσεις Άγρα (2018).

Αλυσίδες αλληλοαναιρούμενων τοποθετήσεων
Στο ημιτελές κείμενο του Κάφκα ένα πλάσμα, χωρίς περαιτέρω χαρακτηριστικά, ζει αυτάρκες και τελείως απομονωμένο σ’ ένα υπόγειο κτίσμα, που έχει κατασκευάσει ο ίδιος ως μόνιμη κατοικία του. Επιδίδεται σε μικρές επισκευές του οικοδομήματος για να προστατευτεί από την παρείσφρυση εισβολέων, χτίζοντας μια ψεύτικη είσοδο και μετατρέποντας τη φωλιά-φυλακή του σ’ ένα διαπερατό πλέον «δίκτυο διασταυρούμενων διαδρόμων». Το ζώο συγκλονίζεται από τους συνεχείς αναστοχασμούς και τις αυτοαναλύσεις του και, όχι σπάνια, απευθύνεται μακροσκελώς προς εαυτόν με φράσεις που ταυτολογούν, αποσταθεροποιούν ή και αναιρούν το ίδιο το νόημά τους.

Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί η παλινδρομική συλλογιστική του κεντρικού αφηγητή στο Όπως ποτέ. Ο λόγος του συγκροτείται από οξύμωρες κατασκευές (του τύπου «κάποιος άλλος στη θέση μου έχει χάσει ό,τι αναζητώ εγώ») και αυτά που ο δεινός μελετητής του Κάφκα Gerhard Neumann ονομάζει «ολισθαίνοντα λογικά παράδοξα» (λ.χ. «όσο περισσότερο αναζητάς [το πέρασμα του χρόνου] τόσο περισσότερο σου διαφεύγει, όπως στον νεκρό διαφεύγει ο θάνατος, στον ζώντα η ζωή, στον ερωτευμένο ο έρωτας» κ.ο.κ.) Αποτελείται από αλυσίδες συχνά αλληλοαναιρούμενων υποθέσεων, τοποθετήσεων και επιχειρημάτων με ατελείωτα πισωγυρίσματα που υποσκάπτουν τα αμέσως προηγούμενα («Ξέρω πως για πάντα θα είμαι αυτός που δεν κατόρθωσε να μπει στο δωμάτιο. […] Το έχω αισθανθεί πάντως, πως, αν το θέλω τόσο πολύ, […] θα βρίσκομαι εκεί μέσα. […] Μέσα μου πλέον είναι ξεκάθαρο πως ποτέ δεν ήθελα να περάσω αυτό το αναθεματισμένο κατώφλι.»). Πέφτει διαρκώς σε αντιφάσεις («Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. […] Μπορεί και το ανάποδο.») και ασάφειες («Μια μετανάστρια, μια σαλή, μια ξένη, μια νεκρή. Κάπου ανάμεσα.»), απαριθμεί ενδεχόμενα χωρίς να τα ολοκληρώσει («Τέταρτο, δεν σας αρκούν αυτά;») και δυσκολεύεται να καταλήξει σε μια κατάφαση («Θυμάται πως δεν θυμάται. Αυτό το θυμάται. […] Μαζί μ’ αυτό, όμως, που δεν θυμάται, θυμάται και κάτι άλλο.»).

ΜΙισέλ Φάις “Όπως ποτέ. Κωμωδία της κούρασης” εκδόσεις Πατάκης

«Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία»
Στο Όπως ποτέ, όπως και στο «Κτίσμα», τα όρια μεταξύ κατοίκου και κατοικίας αναιρούνται, το περιβάλλον παίρνει τις διαστάσεις ενός βιβλίου και γίνεται προέκταση του εγώ, το εγώ ταυτίζεται με το (κειμενικό) δημιούργημά του. Ο αφηγητής ακούει τον άγνωστο ήχο (που αντίστοιχα ανησύχησε επίσης τον πρωταγωνιστή του Κάφκα) «σαν φυλλομέτρημα, σαν κάποιος να γυρίζει τις σελίδες ενός μεγάλου βιβλίου». Και συνεχίζει χαρακτηριστικά:

«Το βιβλίο αυτό μπορεί να είμαι εγώ. Είναι το ημερολόγιό μου, το νυχτολόγιό μου, το απουσιολόγιό μου. Είμαι το ημερολόγιό μου, είμαι το νυχτολόγιό μου, είμαι το απουσιολόγιό μου. Κι αυτόν τον μεγάλο, σκληρόδετο τόμο, με τις κιτρινισμένες σελίδες, τον φυλλομετρούν, σαν να μετακινούν πέτρες, κάθε φορά διαφορετικά δάχτυλα.»

Καθώς έγινε κάτοικος (και έπειτα υπήκοος) της γραφής του και οι διαδικασίες της πιεστικής (αυτο)παρατήρησης τον έκαναν εντέλει να αισθάνεται «τόσο εκτεθειμένος, τόσο τρωτός» που δεν έχει πλέον «πού να κρυφτ[εί]», η κρυψώνα, που κτίστηκε αρχικά για να επικαλύψει «τα κάτω κοιτάσματα, τα εσώτατα, […] τα γενέθλια στρώματα, τα γενεαλογικά, τα καταγωγικά» και έγινε κατοικία του, διαβάζεται πλέον από τους πολλούς σαν μισανοιχτό βιβλίο, μέσα στο οποίο διανοίγουν και συνδέουν στοές, ο καθένας με τον τρόπο και τη διάθεσή του, οι αναγνώστες-ανασκαφείς. «Είστε τα βιβλία που γράφετε», είχε ήδη παρατηρήσει η ψυχαναλύτρια στον πρώτο τόμο της τριλογίας του Φάις, στο «Από το πουθενά». Στο Όπως ποτέ βρίσκουμε τον κάτοικο γραφής (και τον Φάις) απόλυτα συνειδητοποιημένο για την υπαρξιακή συμπλοκή ζωής και γραφής, που και ο Κάφκα επικοινώνησε σε μια επιστολή προς τη Φελίτσε (14.8.1913), γράφοντας ότι «δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία και δεν μπορεί να είμαι κάτι άλλο».

Όσο οι μυθοπλασίες του (υπερτροφικού) εαυτού εμφανίζονται (όπως άλλωστε σε όλο το έργο του Φάις, αρχής γενομένης ήδη από την «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου») και ως μετωνυμίες της διαδικασίας της γραφής, τόσο όμως λειτουργούν παράλληλα ως ζώνες διεμπλοκής, διερώτησης ή αντιπαραβολής όχι μόνο του μέσα με το έξω, του μικρόκοσμου του εγώ με τις ποικίλες ανθρωπογεωγραφίες της σύγχρονης κοινωνίας δια της διαδικασίας της (αυτο)παρατήρησης, αλλά επίσης της ιδιωτικής υπόθεσης με την απραξία έως και αδιαφορία της «Κατάστασης»:

«Κοιμόσαστε. Η Κατάσταση είναι αδιάφορη για την κατάστασή σας. […] Όλα αλλάζουν, υποχωρούν, μετατοπίζονται, σβήνουν, κλονίζονται, καταρρέουν. Όλα. Μόνο αυτή η αίσθηση παραμένει αμετακίνητη, ανυποχώρητη, αλώβητη. […] Η Κατάσταση όμως είναι Κατάσταση. […] Ένα διαρκές, ισόβιο, ανεξάντλητο, αδρανές Τώρα. Δεν υπάρχει πιο τώρα από αυτό το Τώρα. Κοιμόσαστε.»

Όσο η εμπειρία του (ατομικά βιωμένου) χρόνου, όπως αυτή αισθητοποιείται μέσα στο μυθιστόρημα, μοιάζει εντέλει, όπως σημειώσαμε στην αρχή, στον ίδιο βαθμό «άρρωστη» με το χρονικό στίγμα της «Κατάστασης», είναι σαγηνευτική η ιδέα να διαβάσει κανείς το Όπως ποτέ επίσης ως μια ψυχογραφική μελέτη της (εξίσου ταραγμένης) σύγχρονης εποχής• ένα κείμενο δηλαδή που καταβυθίζεται στη μακρά διάρκεια του ενεστώτος χρόνου για να σφυγμομετρήσει τον παλμό ενός ταλαιπωρημένου παρόντος, μέσα στο οποίο πολλοί άνθρωποι νιώθουν πως δεν έχουν έναν ορίζοντα, μια προοπτική που τους ανήκει, πως η πιθανότητα να αλλάξει κάτι στο μέλλον αναβάλλεται διαρκώς. Πάνω σ’ αυτό το κατώφλι μάς άφησε και ο Κάφκα, κρατώντας το κείμενο του «Κτίσματος» αενάως ατελές. Το χειρόγραφο κλείνει με τη φράση: «Αλλά όλα έμειναν απαράλλαχτα, το».


* Ο Bart Soethaert είναι μεταδιδάκτορας ερευνητής στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού (CeMoG) και στο Cluster of Excellence "Temporal Communities" του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Από την Edition Romiosini κυκλοφορεί το βιβλίο του Η στροφή προς το παρ‹ελθ›όν. Ορίζοντες του ιστορικού μυθιστορήματος (1935–1950) στην Ελλάδα (2018).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ