Βιβλιο

Τίτος Πατρίκιος: Η Μαρία Κάλλας στο Μεταξουργείο

15 χρόνια ATHENS VOICE: Ζητήσαμε από 15 εμβληματικούς κατοίκους της Αθήνας να περιγράψουν μια περιοχή της πόλης, την πιο σημαντική στη ζωή τους

prov2.jpg
Μάκης Προβατάς
ΤΕΥΧΟΣ 683
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
titospatrikios7.jpg
© Ο Αναγνώστης

Δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του Τίτου Πατρίκιου, γιατί όπως είπε: «Η συζήτηση με τέτοιο θέμα θέλει καφέ και κουλουράκια». Στεκόμουν όρθιος περιμένοντάς τον να φέρει τον καφέ και να μου πει πού θα καθίσουμε. Μόλις ήρθε είπε: «Κάθισε εδώ εσύ, για να βλέπεις έξω από το τζάμι, νοερά, προς την περιοχή για την οποία θα σου μιλήσω»…
Τίτος Πατρίκιος: Ποιητής 
Χάρισμα: μαγευτικός αφηγητής


«Θα μιλήσω για το Μεταξουργείο, αλλά θα χρειαστεί να πάω αρκετά βαθιά στο παρελθόν. Ελπίζω να μην είναι πρόβλημα αυτή η παλαιότητα του χρόνου»

Καθόλου. Άλλωστε τελικά τι είναι χρόνος; Υπάρχει σε αυτή τη μορφή γιατί εμείς υπάρχουμε με αυτό τον τρόπο.
Ο χρόνος έχει το δικό του βιολί. Ούτε μας ξέρει, ούτε τον ξέρουμε πραγματικά. Νομίζω ότι οι Αρχαίοι δεν είχαν καν ώρες.

Οπότε, πιάστε την ιστορία από την αρχή…
Ενώ γεννήθηκα στην οδό Σόλωνος, μεγάλωσα στην περιοχή Βάθη - Μεταξουργείο. Ενδιάμεσα μείναμε για λίγο σε ένα σπίτι στην πλατεία Κυριακού. Την πλατεία Βικτωρίας, δηλαδή. Τότε στην καθημερινή γλώσσα λεγόταν πλατεία Κυριακού. Αργότερα μετακομίσαμε στο Σύνταγμα, μετά στην Πλάκα, αλλά όταν άρχισε ο πόλεμος, ο πατέρας μου έψαχνε ένα σπίτι που να έχει καταφύγιο, γιατί τότε ακόμα φοβόντουσαν ότι θα γίνουν βομβαρδισμοί και στην Αθήνα. Βρήκαν σε μία πολυκατοικία, στην οδό Μάρνη 48, ένα από αυτά τα παλιά αθηναϊκά σπίτια με ταράτσα. Τότε, τα  περιζήτητα σπίτια είχαν υπόγεια για τις βόμβες. Σήμερα έχουν πυλωτές για αυτοκίνητα – και βόμβες δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά τις βάζουν στους δρόμους.

Και η μεγάλη ταράτσα ήταν ενός είδους πλεονέκτημα…
Φυσικά…! Σε εκείνη την ταράτσα έτρεχα με ένα ποδήλατο που είχα με τρεις ρόδες, γιατί δεν με άφηναν να βγω στο δρόμο. Σε αυτό το σπίτι μεγάλωσα κυριολεκτικά. Έμεινα από δώδεκα μέχρι τριάντα ενός ετών, που έφυγα για το Παρίσι. Ήταν πολύ βολικό σπίτι. Στο ισόγειο, η μία γωνία ήταν μπακάλικο και βγαίνοντας από την πολυκατοικία, αριστερά, ήταν φαρμακείο. Παραδίπλα ήταν μία κλινική, απέναντι ένας οίκος ανοχής. Κρυφός. Και παρακάτω ένα κατάστημα που πουλούσε μοτοσακό μάρκας Zundapp. Εγώ είχα ποδήλατο, μέχρι που μου το κλέψανε, και ονειρευόμουν πότε θα αποκτήσω μοτοσακό, και μετά μοτοσικλέτα.

Είναι πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό. Έτσι όπως ήταν οι γειτονιές παλιά, ακόμα και μετά από ογδόντα χρόνια, μπορεί και θυμάται κάποιος ποια ήταν τα μαγαζιά και οι ιδιοκτήτες τους. Τώρα είναι εντελώς απρόσωπα και στο μέλλον θα θέλει πολλή προσπάθεια να θυμηθείς... Ήταν όλοι επώνυμοι τότε. Έμεναν και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων στη γειτονιά. Ο Τάσος Λιγνάδης έμενε στο κτίριο που ήταν το θέατρο «Περοκέ». Προς την οδό Πειραιώς έμενε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Στο Μεταξουργείο έμενε ο Τάσος Λειβαδίτης.

Ακούγεστε σαν να είχατε χαρτογραφήσει τα πρόσωπα και τα σημεία της περιοχής.
Όλη την περιοχή τη γνώρισα καλά. Προς το Μεταξουργείο, εκεί που είναι τώρα η πλατεία Καραϊσκάκη, ήταν το 12ο Δημοτικό Σχολείο. Εκεί πήγα στην Α΄ τάξη του δημοτικού, αλλά μετά οι γονείς μου με πήγαν στη σχολή Μεταξά για το υπόλοιπο δημοτικό. Ήταν μία περιοχή πολύ ζωντανή, είχε πολλά θέατρα. Απέναντι και λίγο πιο κάτω από το σπίτι ήταν το θερινό θέατρο «Σαμαρτζή», που το καλοκαίρι ανέβαζε επιθεωρήσεις και χαλούσε ο κόσμος. Αυτό έγινε αργότερα οικόπεδο και χτίστηκε το γραφείο του Οργανισμού Σιδηροδρόμων. 

Όλο αυτό που περιγράφετε, δίνει την αίσθηση μιας φωτεινής περιοχής που υπήρχε μέσα στο γκρίζο χρώμα της Κατοχής.
Γκρίζο μπορεί να ήταν γιατί κοβόταν το ηλεκτρικό ρεύμα, γιατί σταματούσε η κυκλοφορία στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, αλλά η διάθεση των ανθρώπων δεν ήταν διόλου γκρίζα. Ήταν πολύ φωτεινή και όλοι περιμέναμε το καλύτερο. Είχαμε συνηθίσει την κατάσταση και την αντιμετωπίζαμε. Και σ’ αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε και η Αντίσταση.

Μέσα στην Κατοχή ο κόσμος πήγαινε θέατρο;
Φίσκα ήταν τα θέατρα. Δεν το λέμε αυτό γιατί οι εικόνες που έρχονται στο μυαλό από την Κατοχή είναι εικόνες της πείνας, των θανάτων, των σκοτωμών, των μπλόκων, των αντιστασιακών ενεργειών. Ταυτόχρονα, όμως, η Αθήνα είχε μία πολιτιστική δράση καταπληκτική. Ήταν γεμάτη θέατρα, γεμάτη αίθουσες διαλέξεων, οι εκδοτικοί οίκοι έβγαζαν συνεχώς βιβλία, έβγαιναν λογοτεχνικά περιοδικά.

Πώς έβρισκαν λεφτά για να πηγαίνουν σε όλες αυτές τις παραστάσεις;
Έβρισκαν. Ήταν όλα φθηνά και έκαναν ανταλλαγές. Ήταν μια πολιτιστική ζωντάνια που συνδυαζόταν με την ελπίδα της απελευθέρωσης. Ότι με την απελευθέρωση θα υπάρξει ο ιδανικός κόσμος και θα γίνει η Ελλάδα όπως την ονειρευόμαστε: κάτι μαγικό.  

Στις παραστάσεις ήταν παρόντες και γερμανοί στρατιώτες, μήπως συμβεί κάτι;
Όχι. Άλλωστε όλα περνούσαν από λογοκρισία για να παιχτούν. Εμμέσως υπήρχαν ειρωνικές νύξεις ή κρυφο-ηρωικές για να ξεγλιστράνε από τη λογοκρισία. Τραγουδούσε ο κόσμος μαζί με τους θιάσους τα τραγούδια της παράστασης. Ήταν πολύ ζωντανή όλη η γειτονιά, από τη Βάθη έως κάτω στο Μεταξουργείο. Υπήρχαν και θερινοί κινηματογράφοι που όμως έπαιζαν ιταλικές και γερμανικές ταινίες. Προπαγανδιστικές όλες, όπως και τα επίκαιρα που έδειχναν στην αρχή, αλλά εμείς τα βλέπαμε και καγχάζαμε. Θυμάμαι, τώρα, μία πομπώδη ιταλική ταινία, «Το Σιδηρούν Στέμμα».

Ποια είναι η ταινία ή παράσταση της εποχής που έγινε σε θέατρο της περιοχής και τη θυμάστε έντονα για συγκεκριμένο λόγο;
Στο θέατρο Σαμαρτζή, αμέσως με την απελευθέρωση, το ’46, παίχτηκε η περίφημη, αριστερού χαρακτήρα επιθεώρηση «Γιούπι-γιούπι». Επικεφαλής ήταν ο πατέρας μου, και εκεί, στο θέατρο αυτό, γνώρισα τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και τη γυναίκα του, την Άλκη Ζέη, που έρχονταν στις πρόβες το πρωί. Ο πατέρας μου και ο Σεβαστίκογλου ήταν φίλοι. Την Άλκη την είχα δει κάποιες φορές πιο πριν, αλλά δεν τολμούσα να της μιλήσω. Τη θαύμαζα που είχε δημοσιεύσει το 1943 ένα διήγημά της στη «Νεανική Φωνή». Ένα σημαντικό περιοδικό, πιο σημαντικό  από το «Ξεκίνημα της Νιότης», που εγώ το 1943 δημοσίευσα το πρώτο μου ποίημα. Πέρα από αυτή τη γνωριμία και η παράσταση είχε φοβερή επιτυχία. Οι ουρές κυριολεκτικά έκαναν το τετράγωνο για εισιτήριο. Κάθε βράδυ δεν υπήρχε θέση.   

Υπάρχει κάποιο πρόσωπο που θυμάστε από εκείνα τα χρόνια, στην περιοχή αυτή, και με το οποίο να μην ξαναβρεθήκατε ποτέ αργότερα;
Άκου μια ιστορία. Παραδίπλα από το σπίτι μας, στην οδό Σατωβριάνδου 53, ήταν τα γραφεία του Σωματείου Ηθοποιών, στο οποίο Πρόεδρος ήταν ο πατέρας μου. Εκεί οργάνωνε και το συσσίτιο των ηθοποιών, οι οποίοι έρχονταν να το πάρουν, και  ήταν κάτι σαν τραχανάς. Ερχόταν και ο Βεάκης στο συσσίτιο, ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου. Όλοι έρχονταν. Ιδίως τον χειμώνα του ’41-42, τον χειμώνα της μεγάλης πείνας. Στο συσσίτιο έβλεπα συχνά μία χοντρή κοπέλα, και ρώτησα ποια ήταν, γιατί ήταν σπάνιο στην Κατοχή να δεις χοντρό άνθρωπο. Μου είπαν ότι έκανε φωνητική μουσική και την έλεγαν Μαρία Καλογεροπούλου. Ήταν η Μαρία Κάλλας. Η οποία, όταν πήγε στην Ιταλία, αδυνάτισε. 

Οι εικόνες αυτές είναι σαν σκηνές από ταινία...
Πράγματι. Και τώρα που τα διηγούμαι, είναι σαν να τα βλέπω. Και πού να το φανταζόμουν. Όμως τα πράγματα αλλάζουν, παλιά λέγαμε εξελίσσονται, αλλά καλύτερα που λέμε αλλάζουν γιατί εξελίσσονται σημαίνει βάσει των επιθυμιών μας.

Οι απλοί άνθρωποι έχουμε άλλης μορφής νοσταλγίες. Ο ποιητής έχει επισκεφτεί τελευταία αυτό τον δρόμο για να δει τι υπάρχει ή το άφησε πίσω;
Αυτή η πολυκατοικία που μέναμε στο 5ο πάτωμα υπάρχει πάντα. Το περιγράφω αυτό το σπίτι σε ένα μεγάλο, συνθετικό ποίημα, που έχει δημοσιευτεί σε μία από τις τελευταίες μου συλλογές «Συγκατοίκηση με το παρόν». Σήμερα κανείς δεν θα σκεφτόταν να πάει να μείνει σε αυτή την περιοχή. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ