Βιβλιο

Διαβάστε ένα απόσπασμα από «Τα κορίτσια που γελούν» της Εύας Στάμου

Ένα ψυχολογικά ακριβές αφήγημα των σύγχρονων σχέσεων από τις εκδόσεις Αρμός

62222-137653.jpg
A.V. Team
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
befunky-collage_4.jpg

Κάθε ιστορία ξετυλίγει ένα δίχτυ από εσωτερικές αναζητήσεις, προσωπικούς ανταγωνισμούς, εμμονικές προσπάθειες, και συντροφικές προδοσίες που συνθέτουν ένα ψυχολογικά ακριβές αφήγημα των σύγχρονων σχέσεων. Από το λιμάνι της Λέρου ως τα προάστια της Κοπεγχάγης, κι από το ΜΙΤ της Βοστόνης, ως τον σταθμό του ΗΣΑΠ στην Κηφισιά, οι αφηγήσεις τής Εύας Στάμου μάς αποκαλύπτουν όψεις του ανθρώπινου ψυχισμού που ταράζουν αναγνωστικές βεβαιότητες. Διαβάστε ένα απόσπασμα από το νέο της βιβλίο «Τα κορίτσια που γελούν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.


Με τη Ρόντα είχε κάτι πολύ καλό. τo κατέστρεψε μόνος του, επειδή ζήλευε.

Η ζήλια του δεν ήταν ερωτικής φύσεως. Δεν ζήλευε επειδή πίστευε σοβαρά ότι εκείνη ενδιαφερόταν για άλλους, ούτε επειδή την είχε πιάσει να φλερτάρει--όχι, δεν μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, δεν γινόταν να ισχυριστεί τίποτα που να ρίχνει στη Ρόντα την ευθύνη για την κατάσταση που εκείνος δημιούργησε.

Ήταν ήδη μαζί δύο χρόνια και τρεις μήνες. Δεν την είχε ποτέ απατήσει, αν και προς το τέλος της πρώτης χρονιάς επέστρεψε στις γνωστές, αντρικές συνήθειες που είχε υιοθετήσει από την εφηβεία του: τσέκαρε άλλες γυναίκες, έβλεπε ταινίες «για ενήλικες» --συνήθως τ’ απογεύματα που  η Ρόντα έλειπε στους γονείς ή στις φίλες της--, έψαχνε το διαδίκτυο για πορνό, αυνανιζόταν όλο και συχνότερα με φαντασιώσεις γυναικών που κάπου είχε δει ή γνωρίσει.

Δεν αναρωτιόταν γιατί ένιωθε έτσι. δεν θεωρούσε ότι η συμπεριφορά του ξέφευγε από το αποδεκτό ή το κανονικό, ούτε θυμόταν κάποια περίοδο της ζωής του, ακόμα κι όταν βρισκόταν σε μια από τις σύντομες σχέσεις του και ποθούσε μ’ ένταση κάποια γυναίκα, που να μην ενεργεί με αυτό τον τρόπο.

Τώρα πια ξέρει ότι αυτού του είδους η στάση--η υιοθέτηση μια ερωτικής συμπεριφοράς που απέκλειε την συμμετοχή τής Ρόντα —του έδινε μια υπεροχή ακυρώνοντας ταυτόχρονα την εξάρτησή του από εκείνη. Αυτό βέβαια που έλεγε στον εαυτό του ήταν πόσο τον κούραζε η μονοτονία της κοινής τους ζωής, η επαναληπτικότητα που του είχε επιβάλει η τάση της να αποφεύγει τις νέες εμπειρίες, να είναι πλάσμα της συνήθειας.

Δύο χρόνια και τρεις μήνες. Τότε περίπου άρχισε να αναζητά πιο συστηματικά κάτι που θα έδινε στη ζωή του χρώμα, μια περιπέτεια που θα εμπλούτιζε την καλορυθμισμένη, χωρίς εκπλήξεις καθημερινότητά του, δίχως όμως να τη θέτει σε κίνδυνο. Ήταν συντονισμένος με κάθε νέα άφιξη στο Τμήμα του, κάθε ενδιαφέρουσα παρουσία που έκανε την εμφάνισή της με αφορμή το χειμερινό τετράμηνο. Καθηγήτριες, φοιτήτριες, διοικητικό προσωπικό, νεαρές που δούλευαν στη Βιβλιοθήκη ή στη Γραμματεία, αποτελούσαν αντικείμενο προς παρατήρηση. Το περίεργο είναι ότι όσο περισσότερο χρόνο διέθετε καθημερινά για να φλερτάρει άλλες γυναίκες, τόσο η σωματική του επαφή με τη Ρόντα ζωντάνευε, τόσο δενόταν εκείνη μαζί του κι εγκατέλειπε τη μία μετά την άλλη τις αντιστάσεις της.

Ο Σπύρος δεν αισθανόταν τύψεις, ούτε σκεφτόταν τις συνέπειες, αν και δεν θα ήθελε να είναι ο ίδιος στη θέση της Ρόντα, να γνωρίζει δηλαδή ότι εκείνη ερωτοτροπεί καθημερινά με διαφορετικούς άντρες, ότι αναστατώνεται από μικρές, ερεθιστικές λεπτομέρειες στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά τους κι ότι συχνά φέρνει στο σπίτι αυτή την αναστάτωση και την εκτονώνει στο κρεβάτι μαζί του.

Αυτό που πυροδοτούσε τη ζήλια του ήταν ο θαυμασμός της Ρόνταγι άλλους άντρες ή κι η απλή ενασχόληση μαζί τους, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Δεν άντεχε να μην βρίσκεται στο επίκεντρο των σκέψεων και των πράξεών της, να μην νιώθει ότι είναι ο μοναδικός που την ενδιαφέρει. Ο νεότερος αδερφός της, δυο τρεις παιδικοί φίλοι, το αφεντικό και οι λιγοστοί συνάδελφοι στο δικηγορικό γραφείο που εργαζόταν, ακόμα και ο πατέρας της, αποτελούσαν αντιπάλους, ικανούς να του προκαλέσουν κρίσεις ανασφάλειας και να καταστρέψουν τη διάθεσή του για ώρες, ή μέρες ολόκληρες.

Για τους απέξω όλα έμοιαζαν ιδανικά, μα η αλήθεια είναι ότι ο Σπύρος βασανιζόταν από μυστικά που δεν γινόταν να μοιραστεί με κανέναν, σίγουρα όχι με τη Ρόντα. Αυτό άλλαξε ξαφνικά και παρά τη θέλησή του, μετά από δύο χρόνια κοινής ζωής. Η ζήλια που ένιωθε για οποιοδήποτε αρσενικό είχε κάποιου είδους επαφή μαζί της, τον έκανε να υποφέρει και να παραλογίζεται σε βαθμό που η σύντροφός του δεν θα μπορούσε να διανοηθεί, αν ένα τυχαίο γεγονός δεν γινόταν αφορμή για να της το αποκαλύψει ο ίδιος.

Η Εύα Στάμου είναι πεζογράφος και Δρ ψυχολογίας. Δίδαξε ψυχιατρική ηθική στο Πανεπιστήμιο του Manchester κι εργάστηκε στην Ψυχιατρική Κλινική του York. Ως πεζογράφος έχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου. κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, αραβικά, δανικά, και λιθουανικά. Το έργο της περιλαμβάνει τέσσερα μυθιστορήματα, τη συλλογή διηγημάτων Μεσημβρινές συνευρέσεις (υποψ. Βραβείου Διαβάζω), το δοκίμιο κριτικής Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας (Gutenberg), και τη μονογραφία Ageing and Female Identity in Midlife (London: Scholars’ Press).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ