Βιβλιο

Από το Ντάουντον στη Μπελγκρέιβια

Ο δημιουργός και σεναριογράφος του «Πύργου του Ντάουντον» Julian Fellowers επανέρχεται με μια ιστορία έτοιμη να αποκτήσει φανατικούς αναγνώστες και, γιατί όχι μελλοντικά, να γίνει ένα επιτυχημένο σίριαλ ή ταινία.

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 600
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
338956-704995.jpg

Πριν διαβάσουμε το βιβλίο θα πρέπει να επισημάνουμε και μερικά ακόμα στοιχεία που αφορούν το συγγραφέα (και όχι μόνο). Εκτός από άλλα δύο μυθιστορήματα, ο Fellowers υπήρξε συν-σεναριογράφος ταινιών όπως «Το παιχνίδι του έρωτα», «Βασίλισσα Βικτόρια: Τα χρόνια της νιότης», αλλά και έχει κερδίσει όσκαρ για το σενάριο της ταινίας του Ρόμπερτ Όλτμαν «Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ». Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, επίσης, μνημονεύονται δύο ονόματα: Η Imogen Edwards-Jones ως σύμβουλος έκδοσης (διάσημη για τη σειρά βιβλίων «Babylon», στην οποία στηρίχτηκε η σειρά του BBC, «Hotel Babylon») και η Lindy Woodhead ως ιστορική σύμβουλος (μεταξύ των άλλων συγγραφέας του βιβλίου που στηρίχτηκε η τηλεοπτική σειρά «Mr Selfridge»). 

Αφήνοντας στην άκρη το γεγονός πως μια ανάλογη μνεία (τουλάχιστον σε σύμβουλο έκδοσης) ποτέ, ίσως, δεν θα δούμε σε βιβλίο έλληνα συγγραφέα, διαβάζοντας τα βιογραφικά των τριών καταλαβαίνουμε  πολύ καλά γιατί το «Μπελγκρέιβια» (είναι το όνομα αριστοκρατικής λονδρέζικης συνοικίας) έχει «χτιστεί» στη λογική μιας μελλοντικά –επιτυχημένης– τηλεοπτικής σειράς ή ταινίας. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου η αγωνία κορυφώνεται, μια αποκάλυψη έχει προστεθεί, μια υπόνοια έχει ανατρέψει την τάξη κι εσύ (καθώς δεν έχεις, ευτυχώς, να περιμένεις τις διαφημίσεις), καταλήγεις να αφήσεις το βιβλίο μόνο όταν έχεις φτάσει στην τελευταία σελίδα. 

Η ιστορία ξεκινάει την παραμονή της μάχης του Βατερλό, με τους άγγλους αριστοκράτες να ζουν στις Βρυξέλλες όχι τόσο την αγωνία του πολέμου, αλλά την αγωνία για το ποιοι θα είναι οι προσκεκλημένοι στο χορό της δούκισσας του Ρίτσμοντ. Η Σοφία Τρέντσαρντ, κόρη ενός εμπόρου που λαχταράει να ανέβει κοινωνικά, θα δεχτεί την πρόσκληση από τον ανιψιό της δούκισσας που τυγχάνει κρυφός εραστής της. Η ανακοίνωση της εισβολής του Ναπολέοντα στη χώρα το ίδιο βράδυ θα ανατρέψει τα σχέδια για ένα υπέροχο μέλλον, ενώ η επενέργειά της θα φανεί μετά από 26 χρόνια, καθώς θα φέρει την ανατροπή στη ζωή δύο οικογενειών που αντιπροσωπεύουν δύο τάξεις: Η μια έρχεται από το παρελθόν με τίτλους ευγενείας, αριστοκρατικές συνήθειες και συμπεριφορές και η άλλη είναι το γνήσιο τέκνο της βιομηχανικής επανάστασης, που βρίσκεται στο ζενίθ της, αφού η ιστορία διαδραματίζεται ακριβώς την εποχή όπου ο σιδηρόδρομος έχει μπει στις ράγες του. Μεταξύ των δύο αυτών οικογενειών κυκλοφορούν παρίες και κηφήνες, υπηρέτες με δόλιους σκοπούς και πρόσωπα από... το λαμπρό μέλλον της βρετανικής αυτοκρατορίας.

Αναμφίβολα το μεγάλο ατού είναι η ιστορία του βιβλίου – κρύβει πάθη και φιλοδοξίες, προκαταλήψεις και... ανατροπές. Όμως δεν θα αποκαλύψουμε λεπτομέρειες για να αποφύγουμε το σπόιλερ. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε είναι πως ο Fellowers δικαίως μπορεί να χαρακτηρισθεί «επίσημος» βιογράφος των ανθρώπων της βρετανικής αριστοκρατικής κοινωνίας των δύο προηγούμενων αιώνων. 

Χωρίς τη χρήση πολλών λεπτομερειών –παρά μόνο όταν πρέπει– καταγράφει την εποχή και τις συμπεριφορές χωρίς τη διάθεση να κρίνει ή να δικαιολογήσει. Το κάνει ως ένας παρατηρητής, που σέβεται τον κοινωνικό στάτους κβο και αγαπάει τον κόσμο που περιγράφει. «...Μια νεαρή γυναίκα γύρω στα είκοσι αποτελούσε ένα τρόπαιο για όσους ήθελαν να ανελιχθούν κοινωνικά·ήταν η κορυφή την οποία ήθελαν να κατακτήσουν άντρες σαν τον Τέιμς, έξυπνοι, ταλαντούχοι, επιτυχημένοι. Θα ήταν το επιστέγασμα μετά από μια ζωή επιτυχιών, αλλά τι είχε κάνει στη ζωή του εκείνο το κορίτσι; Τίποτα. Είχε απλώς γεννηθεί.  Η Ανν δεν ήταν καμιά επαναστάτρια. Δεν είχε καμία επιθυμία να δει το πολίτευμα να ανατρέπεται. Δεν της άρεσαν οι δημοκρατίες και δεν θα την πείραζε να κάνει βαθιά υπόκλιση στη βασίλισσα αν της δινόταν μια τέτοια ευκαιρία. Παρ’ όλα αυτά, απορούσε με τον παραλογισμό του κοινωνικού συστήματος της εποχής». Ή σε ό,τι αφορά τη σχέση των υπηρετών με τα αφεντικά τους: «Ο επονομαζόμενος “κώδικας αίματος” είχε καταργηθεί πριν από είκοσι χρόνια και τα εγκλήματα που διέπρατταν οι υπηρέτες κατά των κυρίων τους δεν αποτελούσαν πλέον προδοσία ούτε επέσυραν τη θανατική ποινή. Υπήρχε όμως η κοινή πεποίθηση στις τάξεις που κατείχαν περιουσία ότι οι υπηρέτες ήταν ξένοι στους οποίους παραχωρούσαν την άδεια να βρίσκονται στα σπίτια τους βάσει ενός κώδικα εμπιστοσύνης. Οποιαδήποτε κατάχρηση αυτής της εμπιστοσύνης ήταν σοβαρό παράπτωμα και απαιτούσε την αυστηρότερη δυνατή τιμωρία». 

 Η μετάφραση είναι της Χριστίνας Σωτηροπούλου και το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Η μετάφραση είναι της Χριστίνας Σωτηροπούλου και το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ