Βιβλιο

Γιάννης Ξανθούλης

Δεν υπήρξα ποτέ οπαδός του νεοελληνικού εξωτισμού

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 551
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
315423-622731.jpg
Γιώργος Οικονομόπουλος

Θέλοντας να μιλήσει για την αγάπη και την αποξένωση, ο Γιάννης Ξανθούλης επέστρεψε στον Έβρο με το νέο του βιβλίο Την Κυριακή έχουμε γάμο (εκδ. Διόπτρα) και η A.V. τον ακολούθησε στο ταξίδι του.


Ένα ταξίδι από την Αθήνα στον Έβρο προκαλεί σεισμικές αναταράξεις, που επιφέρουν την «ενηλικίωση» του ήρωά μας. Είναι προπάντων μια ιστορία ενηλικίωσης το βιβλίο σας;

Τα περισσότερα παιδιά με προβληματικό οικογενειακό ιστορικό «ενηλικιώνονται» βίαια. Έτσι από δικός μου ήρωας, στα έντεκά του χρόνια, αναλαμβάνει να διευθετήσει τη νευρασθένεια της μητέρας του. Φυσικά ο ήρωάς μου έχει άφθονα δάνεια απ’ τον ψυχισμό μου, στην αντίστοιχη ηλικία, αλλά περισσότερο ώριμος. Πάντως το μυθιστόρημα θα το χαρακτήριζα σαν μια επικίνδυνη διασκεδαστική ιστορία λυγμών και ξεμπερδέματος δικών μου τύψεων.

Ο Ιορδάνης Λεοντίου γνωρίζει το μεγαλείο και την τραγικότητα της ζωής με αφορμή ένα γάμο-καταλύτη. Γιατί διαλέξατε το μυστήριο του γάμου ως αφηγηματικό άξονα του βιβλίου;

Γιατί οι γάμοι, για μένα, έχουν τη γοητεία μιας ερωτικής εγκυρότητας από τη μία (όσο αντιερωτικό κι αν ακούγεται) κι απ’ την άλλη μια απέραντη θλίψη αποχαιρετισμού. Η Αμερικανίδα Κάρσον Μακ Κάλερς περιγράφει θαυμάσια στο «Πρόσκληση σε γάμο» την ακυρωμένη ελπίδα μιας μικρής ηρωίδας να ακολουθήσει τον αγαπημένο της αδερφό στην έγγαμη ζωή του… Κάτι ανάλογο ένιωθα στους γάμους μεγαλύτερων κοριτσιών που σε παιδική ηλικία θεωρούσα πως δεν θα με «θυσίαζαν» για να γίνουν νύφες και να φύγουν, αναπόφευκτα, μακριά μου.

Το «Την Κυριακή έχουμε γάμο» ήταν εγχείρημα που σας επιβράβευσε δημιουργικά για το μόχθο που καταβάλατε;

Σ’ αυτή την απαίσια εποχή ήθελα να ξεφύγω από αναμασήματα πολιτικών και κοινωνικών συμπλεγμάτων. Νομίζω πως έγραψα ένα βιβλίο για την αγάπη και την αποξένωση. Για όλα όσα δεν προλαβαίνουμε να πούμε στα παιδιά μας και τη λύπη μας γιατί δεν έχουν την περιέργεια να μας γνωρίσουν καλύτερα. Όσο για την επιβράβευση… ας μην κάνω προβλέψεις.

«Παίζετε» πολύ αφηγηματικά με την οικογένεια. Οι παλιές παρουσιάζονται θορυβώδεις, ζεστές, αλλά με μεγάλες δόσεις υποκρισίας, ενώ οι τωρινές αποστασιοποιημένες και κρύες...

Η οικογένεια είναι βασικό σημείο αναφοράς σε όλους. Και η Ηλέκτρα και η Μήδεια και ο Οιδίπους απ’ την οικογένειά τους κακοπαθαίνουν και εκπαιδεύονται να μισούν και να αγαπούν. Οι τωρινές οικογένειες μου φαίνονται ακόμη πιο καρικατούρες απ’ τις παλιές με την τότε βιαιότητα, την προσεγμένη, αν θέλετε υποκριτική φρασεολογία, με την καταχρηστική βία των γονιών… Όπως και να το κάνουμε, είμαι 68 χρονών και αυτό που ξέρω καλύτερα είναι το παλιό. Ακόμη και στη θεότρελη «Οικογένεια Μπες-Βγες» με γκροτέσκο τρόπο υπερασπίζομαι τις «αξίες» της οικογένειας. Το κατάλαβα βλέποντας τη θεατρική μεταφορά της «Μπες-Βγες» στο θέατρο «104». Σας τη συνιστώ.

Το βιβλίο μοιάζει να νοσταλγεί τη ζωή της επαρχίας. Η Αθήνα περνάει απαρατήρητη. Ενώ οι εξοχές, η θάλασσα, οι αυλές... περιγράφονται με ζωηράδα. Είναι πιο πρόσφορο λογοτεχνικά το περιβάλλον της περιφέρειας σε σχέση με την πρωτεύουσα;

Δεν νοσταλγώ καμία ζωή επαρχίας. Νοσταλγώ τη νοσταλγία μου που ήταν πολύ ξεχωριστή. Δεν υπήρξα ποτέ οπαδός του νεοελληνικού εξωτισμού, ανέκαθεν ήμουν αθηνολάτρης. Και συνεχίζω να είμαι ζώντας στο κέντρο, σ’ αυτό το ζοφερό αχταρμά που τον νιώθω σαν προστατευτικό κέλυφος παρά τις χίλιες ενστάσεις μου. Απλά η δεκαετία του πενήντα που συχνά περιγράφω, για τη μεσοαστική τάξη των «νοικοκυραίων» (που εξαφανίστηκε δυστυχώς) και τα σχετικά, έμοιαζε πάρα πολύ με αυτήν της πρωτεύουσας. Στο «Πεθαμένο λικέρ» που μιλώ για την παλιά Κυψέλη, χωρίς να την έχω γνωρίσει ποτέ, είχα κατά νου τις επαρχιακές αντιστοιχίες.

Γιατί αρέσκεστε τόσο πολύ να επιστρέφετε στα τοπία του Έβρου;

 Εντελώς τυχαία. Όταν έγραψα το «Τανγκό των Χριστουγέννων» ο Έβρος έπρεπε να είναι παρών. Το 1970 ήταν γεμάτος στρατόπεδα. Σ' αυτό το μυθιστόρημα ήθελα να επιστρέψω σ’ ένα γάμο αληθινό, πανομοιότυπο με αυτόν του βιβλίου. Η Αθήνα βαραίνει απολύτως στα βιβλία μου, αλλά μ’ αρέσει και να το σκάω προς βορρά…

Παρόν και παρελθόν αλληλεπικαλύπτονται στην εξιστόρησή σας, η οποία δεν ακολουθεί γραμμική δομή. Είναι η δραματουργική υφή του έργου σας;

Δεν γίνεται εσκεμμένα. Γίνεται γιατί έτσι ξέρω και μπορώ να εκφράζομαι. Πάντα δηλώνω, και το εννοώ, οπαδός του ενεστώτα χρόνου αλλά με γοητεύει αφάνταστα και ο αόριστος. Αυτός είναι ο τρόπος μου κι όταν μιλώ.

Σημαντικός επίσης ο ρόλος του τρένου – που μου φαίνεται πολύ νοσταλγικό μέσο. Θα συμφωνούσατε;

Το τρένο είναι το φετίχ μου. Έζησα σε σπίτια κυκλωμένα από σιδηροδρομικές γραμμές, η οικογένειά μου ήταν «σιδηροδρομική», ταξίδεψα πολύ με τρένα γεμάτα προσμονή και λαχτάρα φυγής. Και καρβουνίλα. Η θάλασσα σχεδόν είναι ανύπαρκτη στα βιβλία μου… Η αριστοκρατία της φαντασιακής νοσταλγίας μου διασχίζεται μόνο από τρένα νυχτερινά…. σαν το τραγούδι της Αρλέττας.

Είναι ένα βιβλίο που επιθυμεί να μιλήσει για την ίδια τη λογοτεχνία;

Ο παππούς και η εγγονή του μυθιστορήματος είναι καλοί παραμυθάδες. Ενώ, αντίθετα, η ενδιάμεση γενιά προκύπτει επιφανειακή και πολυάσχολη, υπερβολικά αυτοαπορροφημένη για να ασχοληθεί με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ενώ ακόμη και το σχολείο δεν ενθαρρύνει τη μικρή να λέει τις ιστορίες της… Αφηγούμαι μια ιστορία. Ο προβληματισμός του αναγνώστη είναι χρήσιμος για να συμπληρώσει αυτά που φαντάζεται. Ο παππούς και η εγγονή προσπαθούν να περισώσουν τη μνήμη έστω μεταλλαγμένη σε παραμύθι. Όλα όμως είναι στο ίδιο βιβλίο λογοτεχνικά ή λιγότερο λογοτεχνικά. Επιδίωξή μου ήταν η ανάσα των ηρώων να ακούγεται στο αυτί του αναγνώστη χωρίς «τρικ».

Η εγγονή του βιβλίου υπεραγαπά τον και μαγεύεται από τις ιστορίες του. Είναι η νέα γενιά που θα ξαναβρεί τον τρόπο αφήγησης;

Ειλικρινά δεν ξέρω. Ξέρω μόνο αυτό που μου ζήτησε η δική μου εγγονή. Να της λέω ιστορίες για τη ζωή… προτού γεννηθεί.

Σε όλη τη διαδρομή των ηρώων εμφανίζεται κι ένα φάντασμα. Πιστεύετε στο «φύλακα άγγελο»;

Το φάντασμα, που λέτε, είναι ο παρών χρόνος με την επίγνωση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει από το παρελθόν. Οι τύψεις μου ίσως για πράγματα που συνέβησαν με ανεπανόρθωτη αφέλεια…

Τι θα διάλεγε να προστατεύσει ένας φύλακας άγγελος από τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;

Αν ο Νεοέλλην είχε χιούμορ θα πρότεινα το χιούμορ. Τουλάχιστον ας προστατέψει το θυμό του.

Σε ποια εποχή θα θέλατε να ζείτε;

Στην εποχή του πολέμου. Για να ελπίζω στη ζωή.

image

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ