Βιβλιο

Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού

Αμάντα Μιχαλοπούλου: Συγγραφέας, δημοσιογράφος, ήρεμη δύναμη

4169-207182.JPG
Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 395
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Αμάντα Μιχαλοπούλου

Την ώρα που όλο και περισσότεροι σκέφτονται να φύγουν, η Αμάντα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα της κρίσης.

Συγγραφέας, δημοσιογράφος, ήρεμη δύναμη. Την ώρα που όλο και περισσότεροι σκέφτονται να φύγουν, η Αμάντα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα της κρίσης από το Βερολίνο όπου έμενε τα τελευταία χρόνια. Αυτή η κρίση καταγράφεται μαζί με την ψευδο-ευμάρεια της ολυμπιακής περιόδου στο νέο της βιβλίο «Λαμπερή μέρα», μέσα στο οποίο συγκεντρώθηκαν διηγήματα των τελευταίων πέντε ετών χωρισμένα σε τρεις ενότητες. Λίγες μέρες πριν την πρώτη του παρουσίαση, μιλά στην Athens Voice για το νέο της βιβλίο, τις χαμένες ευκαιρίες της σύγχρονης πραγματικότητας και τη γερμανική στερεοτυπική θεώρηση των ελληνικών πραγμάτων…

nΠώς ξημέρωσε μια «Λαμπερή μέρα» μετά τον «Παλιόκαιρο»;

Επειδή την έχουμε ανάγκη. Οι ιθαγενείς χορεύουν τελετουργικά παρακαλώντας για βροχή, εγώ κάνω κάτι παρόμοιο επιδιώκοντας τη λιακάδα. Το βιβλίο μου έχει ως θέμα την απώλεια. Όχι την ηττοπάθεια, αλλά την αποδοχή του κακού  και, γιατί όχι, τη διεκδίκηση της ευτυχίας ξανά. Χάνοντας κάτι σημαντικό, κερδίζουμε κάτι – αν μη τι άλλο, αυτογνωσία.

Στο νέο σου αυτό βιβλίο έχεις συγκεντρώσει διηγήματα που έχεις γράψει κυρίως τα τελευταία πέντε χρόνια. Ποιες είναι οι τρεις ενότητες μέσα στις οποίες τα ενέταξες;

Στην ενότητα «Εδώ κι εκεί» περιέχονται ιστορίες για Έλληνες που πατούν με το ένα πόδι στην πατρίδα τους και με το άλλο στην ξενιτιά. Οι εκπατρισμένοι ξέρουν πολύ καλά τι θα πει απώλεια. Στην ενότητα «Εκεί, τότε» περιλαμβάνονται παλιότερα διηγήματα γύρω από την Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Στα χρόνια της ευρωστίας ξέραμε καλά –το νιώθαμε– ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Όσο για την ενότητα «Εδώ, τώρα» είναι μια σειρά πρόσφατων ιστοριών γύρω από τη σημερινή πραγματικότητα. Η χωροταξία είναι καθαρά συμβολική, αλλά λέει πολλά για τον τρόπο που ζούμε.

Eμπνέεσαι από απλές καθημερινές και συχνά οικογενειακές ιστορίες, που κρύβουν όμως πολιτικό στοχασμό, σουρεαλισμό και παράξενο χιούμορ. Aπό πού προέρχονται;

Είναι βιωματικές, βασισμένες σε κουβέντες που άκουσες παύλα κρυφάκουσες ή απλώς μυθοπλασία; Στη «Λαμπερή Μέρα» υπερισχύει το βίωμα, οι ιστορίες των δικών μου ανθρώπων. Στο διήγημα «Αυτοβιογραφία» δοκιμάζω να γράψω μια αληθινή ιστορία, το πώς αντιλαμβάνομαι το φόβο του θανάτου. Εδώ κι εκεί υπάρχουν σπαράγματα προσωπικών εξομολογήσεων, όπως στα «Ελάφια στα δάση» ή στο «Δεν θα πεθάνεις ποτέ». Αλλά κατά κάποιον τρόπο, η αυτοβιογραφία είναι συνεχώς παρούσα. Όπως λέει ο Χένρι Τζέιμς, βιογραφία είναι η ατμόσφαιρα του νου.

Γιατί σε απασχολεί τόσο πολύ η απώλεια;

Επειδή είναι δύσκολη η ήσυχη παραδοχή της. Δημιουργούμε πάντα ένα μεγάλο δράμα, όταν χάνουμε κάτι ή –κυρίως– κάποιον. Σαν να μη μας έχει περάσει από το μυαλό αυτή η πιθανότητα. Σαν να είμαστε αθάνατοι και να διαρκούν όλα για πάντα. Πιστεύω ότι σε αυτή την ψευδαίσθηση οφείλεται και η μελαγχολία της μετα-μνημονιακής Ελλάδας.

Πώς βλέπεις την κατάσταση στην ελληνική πραγματικότητα;

Πιστεύεις ότι οδηγούμαστε σε μια αλλαγή προσώπων, νοοτροπίας και κόντρα στη μέχρι πρόσφατα κυρίαρχη εθνική αφήγηση. Η εθνική αφήγηση πορεύεται μακάρια στον αυτιστικό δρόμο της. Το μόνο που κάνει ένας συγγραφέας είναι να την παρενοχλεί.

Όσο έμενες στο Βερολίνο διέκρινες τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που αποδίδει η γερμανική κοινή γνώμη στους Έλληνες ή αυτή είναι μόνο μια πλευρά της πραγματικότητας; 

Θα το πω μ’ ένα παράδειγμα. Πριν από μερικές εβδομάδες, το γερμανικό περιοδικό  «Kulturaustausch» μου ανέθεσε να γράψω ένα άρθρο με θέμα τα ελληνικά καφενεία. Ο δικός μου τίτλος ήταν «Η ανάσταση του παππού μου», επειδή μιλούσα εκεί για το παραδοσιακό καφενείο και για το πώς μου θυμίζει την παιδική μου ηλικία και τον παππού μου που έχει πεθάνει. Οι Γερμανοί θεώρησαν καλό να βάλουν τον τίτλο «Μεζέδες για ούζο». Ουδέν σχόλιο.

Έχεις μετανιώσει που γύρισες στην Αθήνα;

Δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή για την επιστροφή μου. Γκρινιάζω ασφαλώς όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αλλά κατά βάθος ξέρω ότι για τους καλλιτέχνες είναι μια ευλογημένη στιγμή. Ποτέ ως τώρα δεν βρήκα τόσο πρόσφορο έδαφος για να ασχοληθώ με τη νεοελληνική αμφιθυμία, το θυμό, το φόβο και την απελπισία.

Tι σου αρέσει περισσότερο στην πόλη;

Ποιο είναι το προσωπικό σου καταφύγιο; Περισσότερο απ’ όλα μου αρέσει η ελληνική γλώσσα. Όταν την ακούω νιώθω προστατευμένη και δυνατή.

Τι διαβάζεις αυτή την περίοδο;

Λίγο απ’ όλα. Δοκίμια της Τζούλια Κρίστεβα ή της Κατερίνας Μάτσα, όταν είμαι νηφάλια, Κορτώ όταν με χτυπάει η θλίψη, Κόλουμ ΜακΚαν όταν διψάω για αφήγηση, Θανάση Βαλτινό όταν βαυκαλίζομαι με την αυτοβιογραφία. Και τα θεατρικά του Γιον Φόσε, επειδή τελευταία άρχισα να γράφω κι εγώ θέατρο.

Έχεις ξεκινήσει τον ήρωα του επόμενου μυθιστορήματός σου;

Ναι, και θα ήθελα πολύ να μιλήσω γι’ αυτόν, επειδή τον ξέρουμε όλοι και τον φοβόμαστε, αλλά δεν ήρθε η στιγμή. Όχι ακόμα.

Η «Λαμπερή μέρα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη (και σε ePub)


Παρουσίαση του βιβλίου την Τρίτη 12 Ιουνίου στο 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης (Θεμιστοκλέους 104, 2103826.185). Έναρξη 20.00. Μιλούν, διαβάζουν και τραγουδούν οι Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Ηλίας Μαγκλίνης, Γιώργος Πυρπασόπουλος και Μαριέττα Φαφούτη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ