Βιβλιο

Τι σημαίνει «σκέφτομαι ιστορικά»;

Ο Αντώνης Λιάκος με χρονο-οχήματα τις Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία (Εκδ. Πόλις) μάς ταξιδεύει στις μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 374
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
19074-42188.jpg

Της Παυλίνας Μάρβιν

Συχνά ίσως σκεφτόμαστε τον ιστορικό σαν τον επιστήμονα που μελετάει το παρελθόν όντας τόσο στενά συνδεδεμένος με αυτό, μονίμως σκυμμένος στα γραπτά και τα βιβλία του, πολύ απασχολημένος με την έρευνά του, ώστε τελικώς κατατάσσουμε και τον ιστορικό σχεδόν στο… παρελθόν. Διατρέχοντας όμως τα περιεχόμενα αυτού του τόμου, βλέπουμε πως ο συγγραφέας του δεν ενδιαφέρεται να αποπειραθεί μια «προφητική θέαση του παρελθόντος», αλλά επίσης, και πιθανώς περισσότερο, «μια νέα συνάντηση με το μέλλον»: η αποκάλυψη του Ιωάννου, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η εξίσωση της ευτυχίας, η cyber-culture ουτοπία και η προτροπή της Βιρτζίνια Γουλφ «να σκεφτούμε το παρελθόν μέσα από τη ζωή των μανάδων μας» δεν δυσκολεύονται διόλου να βρεθούν κάτω από την ίδια στέγη, και μάλιστα συχνά όχι με τη σειρά που θα περιμέναμε. Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος μάς ξεκαθαρίζει ήδη από το προοίμιο του βιβλίου του πως (ο αναγνώστης, άρα και ο ίδιος) μόνο καθηλωμένος δεν στέκεται, αντιθέτως, «συμμετέχει σε μια παρέα που πορεύεται, παρατηρεί, κοντοστέκεται και σχολιάζει»· την παρέα, θα λέγαμε, της ανθρωπότητας.

Από την εισαγωγή μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που αποτελείται από τρία επιμέρους μεγάλα κεφάλαια για τα οποία μας προετοιμάζει ο τίτλος του, μαθαίνουμε να ξαναδιαβάζουμε κατά το πνεύμα, και όχι κατά το γράμμα, μια διασκευασμένη φράση του Ουίλιαμ Φόκνερ σε εκφωνημένο λόγο του Μπαράκ Ομπάμα («Το παρελθόν δεν πεθαίνει. Δεν είναι καν παρελθόν»), ένα σύνθημα σε τοίχο των Eξαρχείων («Ιστορία, ερχόμαστε!»), μελλοντολογικά ερωτήματα του Ευαγγελιστή Ιωάννη, την ποίηση του Εμπειρίκου, τη θεωρία της προόδου όπως την πρωτοδιατύπωσε ο Τιργκό, την ταινία «The day after tomorrow». Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται σύνθετα θεωρητικά, ιστορικά και υπαρξιακά ζητήματα, επικαιροποιώντας τα, θυμίζοντάς μας πως πρόκειται για καθημερινή, δική μας υπόθεση.

nΤο συγκεκριμένο εγχείρημα είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας (πρώτο το «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;», που κυκλοφόρησε το 2007, το τρίτο πρόκειται να ακολουθήσει) με βασικό μέλημα την εξερεύνηση και κατανόηση του τι σημαίνει να σκεφτόμαστε ιστορικά, του πώς παράγουμε, γράφουμε και καταναλώνουμε σήμερα την ιστορία μας. Και βέβαια, η ιστορία δεν νοείται εδώ ως η γνώση που βρίσκεται σωρευμένη στα βιβλία, αλλά ως «η διανοητική μορφή που παίρνει η δεξίωση του παρελθόντος σε κάθε κουλτούρα». Ο συγγραφέας ανατέμνει «τις εκπληρώσεις, τις αναμονές και τις διαψεύσεις» μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε η ιστορική μας συνείδηση, ανταποκρινόμενος με γενναιότητα στο ατέρμονο αυτό ταξίδι που μας υπόσχεται, αφού δεν επικεντρώνει την ανάλυσή του σε μια δεδομένη, τη σύγχρονή μας ή άλλη ιστορική περίοδο, αλλά αντλεί ερεθίσματα από όλες τις εποχές.

Ο ιστορικός φαίνεται προετοιμασμένος να κινηθεί με δεξιοτεχνία στο λαβύρινθο της ιστορικής μας σκέψης και ξετυλίγει χωρίς να βιάζεται το νήμα μιας εξαιρετικά μακράς ιστορίας που περιλαμβάνει αμέτρητες διαφορετικές αφηγήσεις. Τα ερωτήματα που τίθενται, από την κατανόηση των συμβόλων στη γλώσσα της χριστιανικής εσχατολογίας μέχρι την προσέγγιση της σημερινής «βιοκλιματικής αποκάλυψης», δεν στοχεύουν σε καμία περίπτωση στο να λειτουργήσουν πληροφοριακά, επαυξάνοντας τις γνώσεις μας· αντιθέτως, μάλλον διευρύνουν τους ήδη υπάρχοντες προβληματισμούς μας, αφού μας καθιστούν κοινωνούς μιας «οικουμενικής ιστορίας», μιας «γραμματικής από το χάος των γεγονότων που συνέβησαν στον κόσμο».

Ο ελάχιστα υπομονετικός αναγνώστης εύκολα θα διαπιστώσει πως η ανάγνωση-διαδρομή αυτού του πολυσέλιδου και μεγαλεπήβολου εγχειρήματος είναι πολύ λιγότερο δύσβατη απ’ όσο θα περίμενε: ο συγγραφέας εναλλάσει διαρκώς τα εργαλεία του, περνώντας από την προφητεία στην πρόοδο διαμέσου της ψυχανάλυσης, της κοινωνικής πολιτικής, της βιολογίας, της λογοτεχνικής θεωρίας και της καθημερινότητας, έμπρακτα αποδεικνύοντάς μας πως η ιστορία δεν είναι γεγονότα αλλά άμεσα συνυφασμένη με την ύπαρξη και τη ζωή μας. Το χιούμορ, η ευρηματικότητα και η εικονοποίηση ποτέ δεν παραμελούνται από τον Αντώνη Λιάκο.

Ο ρόλος του ιστορικού, εν προκειμένω, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις αρετές του συγγραφέα, και το βιβλίο δεν διαβάζεται σαν επιστημονίστικη πραγματεία αλλά σαν καλογραμμένο δοκίμιο απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό και –γιατί όχι;– σαν μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας, όμως, δεν αφήνεται να παρασυρθεί από τη χειμαρρώδη πραγματικότητα εγκαταλείποντας και εμάς τους ίδιους, έρημους αναγνώστες-περιηγητές στο χάος της· αποφεύγοντας τις ευθείες απαντήσεις και τις «ξέρες της κοινής λογικής», τοποθετείται, επιμέρους και συνολικά. Η ίδια η σύνθεση του έργου του, το πέρασμα από την Αποκάλυψη στη μετα-ουτοπική εποχή, αποτελεί τη δική του, καθόλου αυτονόητη, αλλά πρωτότυπη, υπαινικτική και σημαίνουσα σκηνοθεσία για την αφήγηση της ιστορίας. Όμως και στο τέλος του έργου ο αφηγητής θα υπερασπίσει την ουτοπική σκέψη ως αναγκαία αφού, «τόσα της οφείλουν οι καθημερινές ρεαλιστικές υπερβάσεις», για να μπορεί η κοινωνία να ελπίζει και να μένει ζωντανή.

Τελικά, το άσαρκο άλογο στο εξώφυλλο δεν μας τρομάζει πια. Ίσως τώρα προκαλεί συνειρμούς για την άλογη, λελογισμένη και παράλογη ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης και των «επιθυμιών της ιστορίας». Και αν κάτι επιμένει τρομακτικό με το πέρας της ανάγνωσης, είναι ακριβώς αυτή η αποκάλυψη του εύρους των συνειρμών που μας προκαλεί. «(…)Το ψωράλογο της ιστορίας/ θα σπιρουνιάσουμε» συμφωνεί και επαυξάνει ο Μαγιακόφσκι καλπάζοντας προς το μέρος μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ