Βιβλιο

Η Χίλντα Παπαδημητρίου στη Θεσσαλονίκη

Συνέντευξη για το νέο της μυθιστόρημα «Για μια χούφτα βινύλια»

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
18659-46877.jpg

Βρέθηκε στον Ιανό της Θεσσαλονίκης για να παρουσιάσει το «Για μια χούφτα βινύλια», ένα μυθιστόρημα που διαβάστηκε πολύ, γνώρισε ευρεία κριτική αποδοχή, ενώ πρόσφατα κατέκτησε το τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Η συνέντευξη που ακολουθεί φιλοξενήθηκε στους Στέφανο Τσιτσόπουλο και Δημήτρη Καραθάνο για το SOUL Νοεμβρίου. Η φωτογραφία είναι της Χριστίνας Γεωργιάδου.

Το δισκάδικο «Rip It Up» στα Εξάρχεια έχει για ιδιοκτήτη τον Φώντα, παλιοκαραβάνα του ροκ εν ρολ. Μαζί του δουλεύει και η Τατιάνα, οπαδός της σκοτσέζικης ποπ των Belle and Sebastian. Ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος ακούει Beatles. Τρεις από τους ήρωές σου είναι εμμονοληπτικοί με τη μουσική, δείχνει να συντονίζουν τη ζωή τους με τα προστάγματα των στίχων. Έτσι συμβαίνει και με τη δική σου ζωή, Χίλντα;

Έτσι ακριβώς. Ψάχνω συνέχεια τις λύσεις αυτών που με απασχολούν στους στίχους των τραγουδιών. Μόνο που η δική μου γκάμα είναι αρκετά ευρύτερη. Όταν ξυπνάω κακόκεφη το πρωί (σχεδόν πάντα), παίρνω κουράγιο από το «Reasons to be Cheerful» του Ian Dury. Στο τρέξιμο για δουλειές σιγομουρμουρίζω το «Manic Monday» των Bangles (ή μάλλον του Prince), κι ας είναι Τετάρτη ή Παρασκευή. Όταν κάποιος μου μιλήσει απότομα στην εφορία ή στην τράπεζα, σκέφτομαι «Yakety-Yak, Don’t Talk Back» (Leiber & Stoller, με τους Coasters). Τον τελευταίο καιρό, το σουξέ μου είναι το «Pay Me My Money Down», μαύρο τραγούδι της δουλειάς στην εκτέλεση του Springsteen.

Σκέφτηκες ότι το βιβλίο σου πιθανώς να είναι αντιεμπορικό; Μιλάει για συλλέκτες βινυλίου σε μια εποχή που κανείς δεν αγοράζει ούτε cd πια, δεν υπάρχει σεξ ή παθιασμένος έρως που θα συνεγείρει, ούτε καταδιώξεις ούτε κυνηγητά. Μόνο μια Αθήνα όπου συνέχεια βρέχει κι όλοι καταπίνουν Depon για τον πονοκέφαλο.

Δε μου πέρασε από το μυαλό. Όχι επειδή πίστευα ότι έχω τη συνταγή της επιτυχίας, αλλά μάλλον επειδή αυτά είχα να πω. Ήθελα να μιλήσω για τους ανθρώπους σαν εμένα που δεν πίστεψαν ποτέ στο λάιφ-στάιλ, δεν πάτησαν το πόδι τους στη Μύκονο, αλλά συνέχισαν να αναζητούν ερημικές παραλίες στις Κυκλάδες, γι’ αυτούς που δεν λαχτάρισαν ακριβό τζιπ και εξόδους σε κοσμικά εστιατόρια. Ίσως να μην είμαστε πλειοψηφία, αλλά δεν είμαστε λίγοι αυτοί που ακούμε ακόμα τα δισκάκια μας -οποιαδήποτε μορφή κι αν έχουν-, μοιραζόμαστε τη μουσική με τους φίλους μας και δε θέλουμε πολλά για να περάσουμε καλά: θέλουμε να περνάμε καλά με αυτά που έχουμε. Και τους απλούς ανθρώπους τους πιάνει συχνά πονοκέφαλος, κυρίως όταν βρέχει και τους κυνηγάνε χιλιάδες προβλήματα. Έχουν όμως πάντοτε την παρηγοριά μιας ρακής με τον κολλητό τους, και την αναμονή του καινούργιου δίσκου των Fleet Foxes, της Lucinda Williams ή του Morrissey.

Κινούμενο στην Αθήνα, αλλά επικεντρώνοντας στη μεθόριο Εξαρχείων - Κολωνακίου, είναι πρωτίστως ένα βιβλίο για την Αθήνα;

Σωστή παρατήρηση. Την αγαπάω πολύ την Αθήνα. Εκεί που οι άλλοι βρίσκουν ασχήμια, εγώ νιώθω στο σπίτι μου. Ιδίως στο κέντρο. Όλα ξεκίνησαν όταν πέρασα στη Νομική και αισθάνθηκα ότι ο ομφαλός της γης βρίσκεται στη διασταύρωση Σίνα και Σόλωνος. Το ίδιο αισθάνομαι ακόμα. Παίρνω έναν διαβήτη, τοποθετώ τη μύτη στο σταυροδρόμι και χαράζω έναν κύκλο. Εντός του κινούνται οι ήρωές μου.

Είχες κάποιο πρότυπο στον νου σου, όταν έπλαθες τον χαρακτήρα του αστυνόμου Νικολόπουλου;

Το αντίθετο. Είχα βαρεθεί τα κλισέ των μελαγχολικών σκληροτράχηλων ντετέκτιβ, ιδιωτικών και μη, που είναι tall dark strangers, για να παραφράσω τον Woody Allen. Αυτών που αναζητούν τη λησμονιά πίνοντας, για να αντέξουν τις αδικίες της ζωής και την προδοσία των μοιραίων γυναικών. Ο δικός μου ήρωας αγαπάει τα γιουβαρλάκια και τα γεμιστά -κυρίως τις πιπεριές-, τον καφέ και τους Beatles.

Πρόκειται για σειριακό ήρωα; Σκέφτεσαι να τον επαναφέρεις στη δράση;

Πριν ακόμα βρω εκδότη για τα «Βινύλια», σκεφτόμουν τις επόμενες περιπέτειες του Χάρη. Τον έχω αγαπήσει πολύ τον Χάρη, και τον σκέφτομαι καθημερινά. Έχω έτοιμη στο μυαλό μου τη δεύτερη ιστορία του και έχω αρχίσει να τη γράφω σιγά-σιγά.

Ποιος θα τον ερμήνευε σε μια κινηματογραφική ενσάρκωση;

Τα τελευταία χρόνια έχω χάσει την επαφή μου με τον ελληνικό κινηματογράφο, και δε μου έρχεται κάποια «φάτσα» κατάλληλη για τον Χάρη. Υπήρχε ένας ηθοποιός που έπαιζε στο σίριαλ «Singles», ο οποίος θα έκανε για Χάρης, ο Σωκράτης Πατσίκας. Θα πρέπει να έχει το σουλούπι του Τζον Γκούντμαν στα νιάτα του, αλλά λιγότερη τρέλα από τον Τζακ Μπλακ.

Γνώρισες τέτοια «φρικιά» της μουσικής, ανάλογα με αυτά του βιβλίου σου, όταν είχες το δισκάδικο στη Νέα Σμύρνη;

Μου ζητάς να παραβιάσω το επαγγελματικό απόρρητο; Αποκλείεται! Όλοι έχουμε τη βίδα μας, λίγο ως πολύ. Σε ένα μυθιστόρημα της Σίρι Χούστβεντ, που μετέφραζα πρόσφατα, διάβαζα ότι η κωμική ή τραγική πλευρά ενός ανθρώπου εξαρτάται από την απόσταση που έχεις από αυτόν. Έχω γνωρίσει ανθρώπους ιδιόρρυθμους, ανθρώπους εμμονικούς, ανθρώπους αντιπαθητικούς σαν τον Σταμάτη Παυλίδη. Στην τέχνη υπερβάλλουμε πάντοτε κάποια χαρακτηριστικά• ένας «κανονικός» μέσος ήρωας θα ήταν παντελώς αδιάφορος.

Δώσε μας έναν καλό λόγο για να διαβάσει το βιβλίο σου κάποιος που ελάχιστα ενδιαφέρεται για το ροκ εν ρολ και την pulp fiction.

Για να θυμηθεί πώς ήταν η Αθήνα στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, για να νιώσει τη γεύση του καφέ στον ουρανίσκο του, για να ανακαλύψει διαδρομές στο κέντρο της πόλης, που είναι ιδανικές για μοναχικές βόλτες.

Έχεις διαβάσει πολύ κλασική λογοτεχνία. Έχεις διαβάσει και πάρα πολύ νουάρ. Πιστεύεις πως υπάρχει διαφορά ποιότητας ανάμεσά τους; Το «Για μια χούφτα βινύλια» αναπολεί ακόμα και τη θρυλική κιτρινόμαυρη σειρά των εκδόσεων Λυχνάρι.

Αναπολώ τη σειρά του Λυχναριού διότι μου γνώρισε σημαντικούς συγγραφείς, όπως ο Χάμετ, ο Τσάντλερ, ο Γουίλιαμ Άιρις (άλλως, Κορνέλ Γούλριτς) και η Βέρα Κάσπαρι. Για μένα, όλοι αυτοί είναι εξίσου κλασικοί με τον Στάινμπεκ, τον Χέμινγουεϊ και τον Φόκνερ. Γενικά, δε μου αρέσει ο διαχωρισμός μεταξύ υψηλής και λαϊκής τέχνης. Η τέχνη πρέπει να στοχεύει στην ψυχαγωγία και την απόλαυση, και ομολογώ ότι απολαμβάνω περισσότερο τα νοσηρά παιχνίδια της Πατρίσια Χάισμιθ από τον Προυστ και τον Τζόις.

Θα έλεγες πως η τεράστια αποδοχή του έργου του Νικ Χόρνμπι απενοχοποίησε μια μεγάλη μερίδα συγγραφέων, οι οποίοι αυτοβιογραφούνται μέσω της μουσικής αποκτώντας έναν επιπλέον τρόπο ταύτισης με τους αναγνώστες τους;

Συμφωνώ με τη σκέψη σου. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να αντιληφθεί ο μέσος άνθρωπος ότι το ροκ, η τζαζ, όλη η μουσική από το ’50 και μετά, είναι μια σπουδαία μορφή τέχνης, κι όχι μια απλή σαχλαμάρα για να περνούν την ώρα τους οι έφηβοι. Ο Χόρνμπι ήταν ο πρώτος που έφτιαξε ήρωες για τους οποίους η μουσική είναι «σημαντική όσο η ζωή τους», και παραπέμπουν σε αυτή όποτε θέλουν να εξηγήσουν μια σκέψη ή μια κατάσταση. Το είχαν κάνει κι άλλοι παλιότερα, αλλά με πιο υποδόριο τρόπο, όπως ο Ζαν-Πιέρ Μανσέτ ή ο Τσάντλερ, σε κάποια διηγήματά του.

Οι ήρωές σου καπνίζουν ασυστόλως και πίνουν γαλόνια καφέ. Τι εντύπωση θα δώσουν στους τόσους υγιεινιστές που μας περιβάλλουν;

Αυτή που ήθελα, ελπίζω. Ότι δηλαδή καλό πράγμα η υγιεινή ζωή και το new age, αλλά μην το παρακάνουμε. Το ξέρεις ότι υπάρχει πλέον και ψυχιατρικός όρος, orthorexia nervosa; Δεν υπερασπίζομαι το τσιγάρο (άλλωστε, δεν είμαι καπνίστρια), αλλά με ενοχλεί η υστερία των τελευταίων χρόνων που βγάζει στο μπαλκόνι όποιον θέλει να καπνίσει, εξοβελίζει το ψωμί επειδή περιέχει γλουτένη, βρίσκει χίλιους λόγους για να απαγορεύσει τον καφέ και τη σοκολάτα - αλλά: δεν ασχολείται με το πώς τρώμε. Αγχωμένοι, αφηρημένοι κι ενώ κάνουμε κάτι άλλο, δουλεύοντας ή περπατώντας στον δρόμο. Είμαι οπαδός του slow food movement, μου αρέσει ο καφές με παρέα ή χωρίς, και γενικά είμαι υπέρ των μικρών καθημερινών απολαύσεων.

Ποιος είναι ο πιο πολύτιμος δίσκος σου;

Δεν καταλαβαίνω αν εννοείς πολύτιμος από οικονομική ή συναισθηματικά άποψη. Έχω πολυαγαπημένους δίσκους οι οποίοι ίσως τυχαίνει να είναι ακριβοί επειδή είναι πρώτες κυκλοφορίες. Παράδειγμα, τα «Δύο μικρά γαλάζια άλογα» του Γιώργου Ρωμανού ή η «Ατέλειωτη Εκδρομή» του Θανάση Γκαϊφύλλια. Ποτέ δεν είχα την αγωνία του σπάνιου, επειδή λόγω του δισκάδικου ήξερα ότι κάποια στιγμή όλα τα βρίσκεις. Έχω όμως μερικούς δίσκους που είχε κυκλοφορήσει η Columbia με τα ονόματα γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες: π.χ., Κουήν, «Ε Νάιτ ατ δη Όπερα». Ο πιο «πολύτιμος» δίσκος μου είναι μάλλον το «After the Goldrush» του Neil Young. Με αμέτρητες γρατσουνιές κι εξώφυλλο φθαρμένο από τη χρήση.

Και ποιο το πλέον πολύτιμο βιβλίο σου;

Πάλι δεν μπορώ να απαντήσω με όρους οικονομικούς. Έχω μια πρώτη έκδοση της «Γαλήνης» του Βενέζη που ανήκε στον πατέρα μου• το «Teachings of Don Juan» του Carlos Castaneda σε πανάρχαια έκδοση τσέπης που μου είχε χαρίσει ένας αμερικάνος φίλος στην Αστυπάλαια. Νομίζω όμως ότι την πρώτη θέση κατέχει το «Sound of the City» του Charlie Gillett, μια έκδοση του 1984 την οποία αγόρασα το 1985 από το βιβλιοπωλείο «Compendium» του Κάμντεν. Όταν το διάβασα, σκέφτηκα ότι αυτό το βιβλίο έπρεπε να μεταφραστεί στα ελληνικά. Η τύχη το έφερε να το μεταφράσω δέκα χρόνια αργότερα. Πράγμα που με οδήγησε στο επάγγελμα της μεταφράστριας. Α! Και οι «Νάνοι του Θανάτου», επειδή έχει αφιέρωση του Τζόναθαν Κόου (άλλος ένας συγγραφέας-ροκάς).

Το μυθιστόρημα «Για μια χούφτα βινύλια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Hilda Papadimitriou @Ianos Thessaloniki from soulmag on Vimeo.

Hilda Papadimitriou @Ianos (pt.2) from soulmag on Vimeo.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ