Θεατρο - Οπερα

«Μέσα χώρα»: Η όπερα της μοναξιάς έχει πολύ φως

Μιλήσαμε με τον συνθέτη Άγγελο Τριανταφύλλου και τον σκηνοθέτη Νίκο Καραθάνο για την παράσταση που θα δούμε στην ΕΛΣ

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 835
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Μέσα χώρα», η νέα όπερα του Άγγελου Τριανταφύλλου που ανεβαίνει στη ΕΛΣ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου
© Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο Άγγελος Τριανταφύλλου και ο Νίκος Καραθάνος μιλούν για τη «Μέσα χώρα», τη νέα όπερα που ανεβαίνει στη Εθνική Λυρική Σκηνή

Μια νέα ελληνική όπερα για τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας. Το θέμα ακούγεται κάπως «στενάχωρο». Είναι όμως έτσι; Η απολαυστική κουβέντα που κάναμε –εν μέσω πυρετωδών προβών– με τον Άγγελο Τριανταφύλλου, τον ταλαντούχο συνθέτη της «Μέσα Χώρας», και τον Νίκο Καραθάνο, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, δεν μου άφησε την παραμικρή αμφιβολία ότι η παράσταση που θα δούμε κρύβει μέσα της τόση χαρά για ζωή που δεν θα μας επιτρέψει να μελαγχολήσουμε.

Το φαινόμενο, η ιδέα και ένα λυρικό… blind date

Πώς χτίστηκε η «Μέσα Χώρα»;

Άγγελος Τριανταφύλλου Η ιστορία ξεκίνησε όταν διάβασα ένα άρθρο που αφορούσε το φαινόμενο «kodokushi», τον θάνατο ηλικιωμένων από μοναξιά στην Ιαπωνία. Μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να κάνω ένα μουσικό έργο για το θέμα αυτό.

Μεταφέροντάς το στην ελληνική πραγματικότητα...

Α.Τ. Όχι, στην αρχή δεν το είχα αλλάξει τόσο πολύ στο κεφάλι μου. Με αυτή την ιδέα πρότεινα το έργο στη Λυρική, με πρόθεση να ανέβει στην Εναλλακτική. Ο Γιώργος Κουμεντάκης όχι μόνο την αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, αλλά είδε σ’ αυτήν μια ευκαιρία για ένα πολύ μεγαλύτερο project. Έτσι μου πρότεινε να ανέβει ως ολοκληρωμένη όπερα στη Λυρική Σκηνή, η οποία, εκτός από την ορχήστρα, τους σολίστ και τη χορωδία της ΕΛΣ, θα περιλάμβανε τα Σύνολα των Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, τη Χορωδία 65+ και τη Διαπολιτισμική Ορχήστρα, σύνολο 200 άτομα. Εξαιρετικά δύσκολο!

Νίκος Καραθάνος. Η Λυρική είχε όλη την υποδομή και ήταν αυτή –ή αν θέλετε, ο Γιώργος Κουμεντάκης– που κανόνισε το …blind date. Που ένωσε αυτούς τους ανθρώπους, όλους μας. Και πολύ καλά έκανε. Η ένωση των πραγμάτων είναι το μέλλον της τέχνης και της ζωής μας.

Η Μαρίνα Κρίλοβιτς σε πρόβα της όπερας «Μέσα χώρα»
Η Μαρίνα Κρίλοβιτς σε πρόβα της όπερας «Μέσα χώρα» © Ανδρέας Σιμόπουλος

Με αυτά τα νέα δεδομένα, πώς προχωρήσατε; Δουλέψατε όπως πάντα σαν ομάδα μαζί με τον τρίτο της παρέας, τον Γιάννη Αστερή;

Α.Τ. Απευθύνθηκα πρώτα στον Γιάννη Αστερή. Του είπα την ιδέα μου, του άρεσε και, αφού ξεκινήσαμε να ψάχνουμε όλη τη βιβλιογραφία, να διαβάζουμε ό,τι είχε γραφτεί για το «kodokushi», τον θάνατο της μοναξιάς, κάναμε τη μεγάλη στροφή και είπαμε ότι αυτό το έργο θα αφορά εμάς, θα είναι ένας φόρος τιμής στους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, θα μιλήσουμε για τη μοναξιά τους, στην Ελλάδα του σήμερα –του 2018,τότε– και θα σκεφτούμε πώς θα είναι η κάθαρση γι’ αυτούς. Μετά μπήκε στο παιχνίδι και ο Νίκος Καραθάνος και αρχίσαμε να δουλεύουμε πια σαν ομάδα.

Όλη αυτή η ιδέα πόσο σας άγγιξε προσωπικά; Θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι και μια ανάγκη να ξορκίσετε τους δικούς σας φόβους για τα γηρατειά, τη μοναξιά, τον θάνατο;

Α.Τ. Κανείς δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του το πώς ζουν οι ηλικιωμένοι σήμερα. Πώς η πολιτεία βοηθάει ή όχι, με το σύστημα υγείας, τις συντάξεις... Σίγουρα, όλα αυτά τα ερωτήματα για ένα κράτος δυσλειτουργικό απέναντι στην τρίτη ηλικία υπήρχαν. Η αφετηρία μου ωστόσο είναι πάντα προσωπική. Με το έργο μου, προσπάθησα να ξορκίσω τα χρωστούμενα με τους δικούς μου παππούδες και γιαγιάδες, και είχα αρκετά. Ήταν οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν, που με καθόρισαν και τους λάτρευα, αλλά έφυγαν από κοντά μου όταν ήμουν έφηβος και δεν μπόρεσα να τους δώσω πίσω το δώρο της αγάπης που μου είχαν προσφέρει. Από εκεί ξεκίνησα, και σιγά σιγά πρόσθετα και τον γύρω κόσμο μου, τους ηλικιωμένους και ηλικιωμένες που θυμάμαι σαν παιδί. Αυτή ήταν η δική μου Μέσα Χώρα.

Η όπερα συναντά το έντεχνο

Γιατί αποκαλέσετε τη «Μέσα Χώρα» όπερα και όχι π.χ. μουσικό θέατρο;

Α.Τ. Γιατί είναι όπερα. Απλά η δομή της είναι σπονδυλωτή και στη θέση κάποιων αριών έχει τραγούδια, γιατί θέλαμε να αγκαλιάσουμε τους ανθρώπους των 65+ που συμμετέχουν, και με τη μουσική που αγαπάνε. Αυτή είναι η μόνη τροποποίηση. Κατά τα άλλα, είναι μια κανονική όπερα με ντουέτι, άριες, χορωδιακά μέρη. Δεν θα έλεγα ότι είναι θεατρικό.

Αυτά τα τραγούδια εξηγούν τη σύμπραξη λυρικών και έντεχνων τραγουδιστών;

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ναι. Για παράδειγμα, ένα τραγούδι στην παράσταση θυμίζει τα ωραία ελαφρά του '30 και του '40 που άκουγαν οι παππούδες μας. Αυτό γράφτηκε γιατί ήρθε στην ακρόαση ένας κύριος 65+ που τραγουδούσε με εκείνη τη χάρη που είχαν τότε οι ερμηνείες, και αμέσως σκέφτηκα ότι πρέπει  να τον αξιοποιήσουμε έτσι. Η παρουσία όμως της Σαββίνας (Γιαννάτου) και της Έλλης (Πασπαλά), των δύο Ελληνίδων έντεχνων τραγουδιστριών, εξυπηρετεί δραματουργικούς λόγους, είχα ένα συγκεκριμένο σκεπτικό για το οποίο χρειαζόμουν φωνές που δεν θα έπρεπε να είναι λυρικές. Ειδικά η Έλλη σηματοδοτεί μια σκηνή μετάβασης. Είναι η στιγμή που ανοίγει ο κόσμος μας. Συμβαίνει ένας θάνατος και περνάμε σε μια άλλη πραγματικότητα, σε μια πλατεία όπου ανταμώνουμε με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, με τους εαυτούς μας που πέρασαν, σαν μια μεταθανάτια ζωή. Αυτή είναι η Μέσα Χώρα.

Έχετε ένα προσωπικό ιδίωμα απόλυτα αναγνωρίσιμο. Πώς πέρασαν στην παρτιτούρα όλες αυτές οι αναφορές στον ήχο μιας άλλης εποχής;

Α.Τ. Το δικό μου μουσικό στίγμα είναι έτσι κι αλλιώς πολυμορφικό. Είμαι επηρεασμένος, αγαπάω πολλές και διαφορετικές μουσικές και προσπαθώ να αντλήσω στοιχεία από αυτές αλλά να τα μεταμορφώσω σε κάτι πιο προσωπικό. Μπορεί να αναγνωρίσετε στοιχεία ρετρό τραγουδιού, ήχων της Ανατολής από τη Διαπολιτισμική Ορχήστρα, επιρροές από τους μεγάλους κλασικούς, όπως είναι ο Μάλερ, ή από τον Χατζιδάκι, που λατρεύω, θέλω όμως να πιστεύω ότι όλα αυτά είναι αφομοιωμένα, δεν είναι «αναφορές», μια λέξη που δεν μου αρέσει. Η μουσική μου, ας πατάει σε πολλά νησιά, είναι μια γέφυρα που τα ενώνει, και το σύμπλεγμα αυτό γίνεται ο δικός μου χώρος δράσης.

Η Έλλη Πασπαλά σε πρόβα της όπερας «Μέσα χώρα»
Η Έλλη Πασπαλά σε πρόβα της όπερας «Μέσα χώρα» © Ανδρέας Σιμόπουλος

Μια θεραπευτική συνάντηση χάριν της μουσικής

Συνεργάζεστε χρόνια και πολύ στενά με τον Άγγελο Τριανταφύλλου, η μουσική του αφήνει το στίγμα της σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις που έχετε σκηνοθετήσει. Στη «Μέσα Χώρα» όμως δεν είναι τόσο το κείμενο που οδηγεί, όπως συμβαίνει στο θέατρο, αλλά η μουσική. Η προσέγγισή σας ήταν διαφορετική;

Ν.Κ. Η μουσική ως περιεχόμενο, ναι. Η πρωταρχική ιδέα όμως, ο κόσμος, είναι αυτή που γέννησε τη μουσική. Η σκηνοθεσία είναι ένας άλλος πλανήτης, ένας δορυφόρος της ιδέας, και έτσι πρέπει να είναι. Η σκηνοθεσία τής δίνει μορφή για να βοηθήσει το μάτι να δει το νόημα – ή και να το εμποδίσει (γέλια). Θα δώσει ένα «σπίτι» στους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω στη σκηνή. Από εκεί και πέρα, το αυτί θα πρέπει να κυριαρχήσει. Πρέπει να «δεις» μέσα από το αυτί.

Η Σαββίνα Γιαννάτου και η χορωδία σε πρόβα της όπερας «Μέσα χώρα»
Η Σαββίνα Γιαννάτου και η χορωδία σε πρόβα της όπερας «Μέσα χώρα» © Ανδρέας Σιμόπουλος

Θέλει τόλμη να ανεβάσετε στη σκηνή ένα τόσο ετερόκλητο καστ – ηλικιακά, μουσικά κ.λπ. Σας άγχωσε; Πώς αντιμετωπίσατε την ανασφάλεια των ερασιτεχνών και συγχρόνως τους φόβους των ηλικιωμένων σολίστ ότι η φωνή τους μπορεί να τους προδώσει;

Ν.Κ. Ήταν πρόκληση. Το λαρύγγι είναι ένα, η αναπνοή είναι μία για τους επαγγελματίες. Οι φωνές τους έχουν βαδίσει τον δρόμο τους, έχουν ώρες πτήσης. Κάποιοι άλλοι πρωτογίνονται τώρα, σε μεγάλη ηλικία, πιλότοι. Όλο αυτό μου δίνει έναν αέρα διασκέδασης. Όταν καταρρίπτονται τα σύνορα, είναι σαν να κάνουμε παρέα όλοι μαζί με τις γειτονικές μας χώρες, μόνο χαρά μπορεί να υπάρξει, όχι η υπεροχή εντός ή εκτός συνόρων. Σκοπός είναι να γίνει μια θεραπευτική συνάντηση χάριν της μουσικής. Όσο για την ανασφάλεια, να το πω αλλιώς. Σε όλη μου τη ζωή πάλευα να καταλάβω τι σημαίνει σωστό και λάθος. Το σωστό το σνόμπαρα. Έχει όμως κι αυτό τα δίκια του. Το λάθος, με τα φάλτσα του, έχει κι αυτό τον τρόπο του να σε πηγαίνει κάπου. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο δεν έχω βγάλει ακόμα συμπέρασμα, αλλά μ’ αρέσει όταν συναντιέται το μπορώ με την ανημπόρια, γιατί κάνουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που είναι αληθινός... Αυτή η περιοχή με γοητεύει αφάνταστα. Σε έναν μεγάλο άνθρωπο έχει χαθεί η φωνή αλλά έχει πληθύνει το σώμα του, τα μάτια του, το πώς γέρνει μπροστά... Για εκείνον που βλέπει όλο αυτό είναι ακαταμάχητο. Δεν ξέρω αν αναπληρώνει την έλλειψη για κάποιον που περιμένει την τέλεια φωνή. Οι άνθρωποι είναι σκληροί. Είναι άδικο όμως να βλέπεις άλλο και να ζητάς άλλο. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να αναπληρώσεις αλλά να πληρώσεις την ψυχή σου, να τη γεμίσεις.

Α.Τ. Στο τελευταίο που σταθήκαμε πάντως είναι αν υπήρχε ή όχι φωνή. Αλλά και για τους ανθρώπους που πέρασαν από το κάστινγκ, το τελευταίο που τους απασχολούσε ήταν αν η φωνή τους ήταν ακμαία ή όχι. Το πρόβλημά τους εστιαζόταν αλλού, στη μνήμη, στη συγκέντρωση, στην ψυχολογία, αυτά που θα μπορούσαν στην ηλικία τους να τους προδώσουν.

Ν.Κ. ...και δεν τους έχουμε δώσει τα κλειδιά, τους τρόπους για να αντεπεξέρχονται. Φυσικά και μπορεί να «χαθούνε», και νέοι το παθαίνουμε, είμαστε πεσμένοι, μας λείπει η συγκέντρωση, αλλά το αποδίδουμε αλλού ή το κρύβουμε. Στον μεγάλο άνθρωπο πρέπει να του δώσεις μια γαλήνια θάλασσα και να του πεις «είσαι μέρος της, δεν είσαι απέξω».

Α.Τ. Αυτό θέλαμε να πετύχουμε και με τη «Μέσα Χώρα». Να πάρουν χαρά όλοι όσοι συμμετέχουν. Να καταλάβουν ότι δεν είναι εκτός. Στις πρόβες, η μνήμη συχνά τους εγκατέλειπε, είδαμε άνθρωπο να καταρρέει, να κλαίει, να μην μπορεί να συνεχίσει ή να μην κοιμάται όλο το βράδυ από την αγωνία του – η αίσθηση ότι δεν είσαι επαρκής είναι θηρίο μέσα σου που σε τρώει. Κι εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον πάρω μια αγκαλιά και να του πω ότι δεν με ενδιαφέρει να είναι καλός αλλά να περάσει καλά. Να δω το χαμόγελο στα χείλη του. Ν.Κ. Επειδή με τέτοιο πλήθος ανθρώπων δεν υπήρχε ο χρόνος να γνωριστούμε καλά, να «μυριστούμε» μεταξύ μας, αυτό που θέλαμε όλοι να γίνει γρήγορα σαφές ήταν το για ποιο λόγο βρεθήκαμε εδώ, γιατί συνυπάρχουμε. Και αυτό το γιατί να διαδίδεται σαν φωτιά.

Trailer: Μέσα Χώρα - Άγγελος Τριανταφύλλου | Inland - Angelos Triantafyllou

Η «Μέσα Χώρα» ξορκίζει τον θάνατο με τη χαρά της ζωής

Έχετε ένα προσωπικό ιδίωμα απόλυτα αναγνωρίσιμο. Πώς πέρασαν στην παρτιτούρα όλες αυτές οι αναφορές στον ήχο μιας άλλης εποχής;

Α.Τ. Το δικό μου μουσικό στίγμα είναι έτσι κι αλλιώς πολυμορφικό. Είμαι επηρεασμένος, αγαπάω πολλές και διαφορετικές μουσικές και προσπαθώ να αντλήσω στοιχεία από αυτές αλλά να τα μεταμορφώσω σε κάτι πιο προσωπικό. Μπορεί να αναγνωρίσετε στοιχεία ρετρό τραγουδιού, ήχων της Ανατολής από τη Διαπολιτισμική Ορχήστρα, επιρροές από τους μεγάλους κλασικούς, όπως είναι ο Μάλερ, ή από τον Χατζιδάκι, που λατρεύω, θέλω όμως να πιστεύω ότι όλα αυτά είναι αφομοιωμένα, δεν είναι «αναφορές», μια λέξη που δεν μου αρέσει. Η μουσική μου, ας πατάει σε πολλά νησιά, είναι μια γέφυρα που τα ενώνει, και το σύμπλεγμα αυτό γίνεται ο δικός μου χώρος δράσης.

Τελικά, η «Μέσα Χώρα», παρόλο που είναι η όπερα της μοναξιάς, στον θεατή αφήνει μια επίγευση χαράς και αισιοδοξίας, όχι μελαγχολίας.

Η όπερα θα ανέβαινε το 2020 αλλά προέκυψε ο covid. Στα δύο και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν, πώς κρατήθηκε ζωντανή αυτή η φωτιά που περιγράφετε; Ν.Κ.Πριν από την πανδημία, οι 60-70 που είχαμε μαζευτεί, προλάβαμε να κάνουμε μερικές πρόβες. Κι ύστερα, τον Μάρτιο του 2020, πήρε ο καθένας τους από ένα κομμάτι κι έφυγε. Το κρατούσε στη χούφτα του για δύο χρόνια, μέχρι να βρεθούμε ξανά όλοι μαζί και συγκολλήσουμε ξανά αυτά τα κομμάτια.

Θα πρέπει να τους ήταν πολύ δύσκολο.

Α.Τ. Φανταστείτε έναν άνθρωπο 82 χρόνων που ανεβαίνει για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή, να του λες «εδώ σταματάμε». Δεν ξέρει αν θα ξαναϋπάρξει ποτέ. Ευτυχώς δεν είχαμε απώλειες από κορωνοϊό. Πέρασαν όμως στο διάστημα αυτό αρρώστιες, δυσκολίες...

Σε αυτά τα δυόμισι χρόνια, με δεδομένο ότι η πανδημία μάς έφερε αντιμέτωπους με όλα τα θέματα που θίγονται στη «Μέσα Χώρα», θελήσατε να ξαναδουλέψετε τη μουσική ή τη σκηνοθεσία;

Α.Τ. Καταρχάς δεν ξέραμε αν θα ξαναγίνει. Και επειδή η στεναχώρια μου ήταν μεγάλη ειδικά τους πρώτους μήνες από την ακύρωση, το απώθησα από το μυαλό μου, για έναν χρόνο μπορεί να μην είδα καν την παρτιτούρα. Μόνο όταν μας ανακοίνωσαν ότι τελικά θα ανέβει, την ξανάπιασα, αναθεώρησα ορισμένα πράγματα, συζητήσαμε με τον Νίκο τις αλλαγές που κρίναμε απαραίτητες... Να σας πω κάτι χαρακτηριστικό. Σε μια σκηνή, εμπνευσμένη από το αρχικό φαινόμενο, της Ιαπωνίας, πεθαίνει ένας ηλικιωμένος και μπαίνει ένα συνεργείο να καθαρίσει το σπίτι. Στις πρώτες πρόβες, τους είχαμε βάλει να φορούν κάποιες άσπρες στολές που είχαμε βρει στο βεστιάριο της Λυρικής. Και μετά, επί δύο χρόνια αρχίσαμε να βλέπουμε παντού άσπρες στολές. Πώς γινόταν, σκεφτήκαμε, κάτι που το 2020 δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο, το 2022 να σημαίνει τόσα πολλά για όλους; Ήταν τρομακτικό! Με έναν τρόπο, αυτά τα δύο χρόνια παύσης μπορεί να ήταν και για καλό.

Ν.Κ. Κάπου, σε έναν στίχο η Έλλη Πασπαλά τραγουδά «ερήμωσαν τα σπίτια μας, μείναμε μόνοι, με την πίκρα μας κι έρχονται, ένας-ένας όλοι οι νεκροί και περπατώντας σκοντάφτουν πάνω μας». Πόσοι άνθρωποι δεν σκοντάφτουμε πια στους νεκρούς μας; Όμως στο έργο δεν υπάρχει τίποτα το τρομακτικό. Όλα παίρνουν μια άλλη διάσταση, μια άλλου είδους αποδοχή και χαρά. Υπάρχει χιούμορ, τίποτα δεν είναι καταθλιπτικό. Λέμε «δρασκέλα τη στεναχώρια, συμβαίνει γύρω σου και μέσα στο μυαλό σου κάθε μέρα»!

Α.Τ. Όταν δείχνεις τον θάνατο, κάνεις μια ομοιοπαθητική ξορκίσματος. Γίνεται εορταστικός. Μια δοξαστική έξοδος. Στη διάρκεια της ακρόασης ρώτησα έναν από τους ερασιτέχνες αν θέλει να κάνει έναν ηλικιωμένο κύριο που πεθαίνει. Στην αρχή είπε ναι και μετά το ξανασκέφτηκε και μου είπε «καλύτερα όχι, δεν θέλω να με δει η γυναίκα μου έτσι...». Ένας άλλος όμως είπε «ναι αμέ, γιατί να μη θέλω, κι ένας θείος μου ήταν ηθοποιός, θα το κάνω και θα το διασκεδάσω κιόλας»! Τελικά, αυτή η σκηνή έγινε η πιο λαμπερή!

«Μέσα χώρα», η νέα όπερα του Άγγελου Τριανταφύλλου που ανεβαίνει στη ΕΛΣ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου
© Ανδρέας Σιμόπουλος

Επομένως, η «Μέσα Χώρα», παρόλο που είναι η όπερα της μοναξιάς, στον θεατή αφήνει μια επίγευση χαράς και αισιοδοξίας, όχι μελαγχολίας.

Α.Τ. Η μελαγχολία και η εμμονή σε αυτή είναι μια περίεργη κατασκευή που σου επιβάλλει να αφήνεις τη μισή σου ζωή, το χιούμορ σου απέξω. Νομίζεις ότι όσο πιο σκεπτόμενος είσαι τόσο πιο σκοτεινός πρέπει να δείχνεις. Στις πρόβες, μια κυρία από τους ερασιτέχνες μας θεωρώντας ότι η όπερα μιλά για τον θάνατο των ηλικιωμένων με ρώτησε: «Τι ύφος πρέπει να έχω τώρα, να είμαι θλιμμένη, κατηφής;» και της απάντησα: «Καθόλου, ακριβώς το αντίθετο, είναι μια όπερα που ξορκίζει τον θάνατο με τη χαρά της ζωής».

Ν.Κ. Το αποτέλεσμα νομίζω είναι μια διάθεση για ζωή. Όταν ψάχναμε ακόμα τον τίτλο του έργου, ο Γιάννης Αγγελής, βρέθηκε να οδηγεί κάπου στη Λακωνία και είδε στον δρόμο μια ταμπέλα που έγραφε «προς Μέσα Χώρα». Μας το ανακοίνωσε και εκείνη τη στιγμή αποφασίσαμε ότι ο τίτλος της όπεράς μας θα είναι το όνομα εκείνου του λακωνικού χωριού. Η Μέσα Χώρα είναι μια ελληνική πλατεία. Μέσα μας υπάρχει πάντα μια τέτοια πλατεία που έχει θέα, δροσιά, κόσμο, έχει φαΐ, έχει ζωή. Πώς να το κάνουμε, είναι στον χαρακτήρα μας. Εκεί που τα βλέπουμε όλα μαύρα, μετά από λίγο συναντιόμαστε με τους άλλους και για κάποιο λόγο, επειδή γεννηθήκαμε σ’ αυτή τη χώρα, στρεφόμαστε προς το φως και το θλιβερό γίνεται εμποροπανήγυρη! Το δικό μας σκοτάδι ανάβει, βγάζει φως. Και η... Μέσα Χώρα έχει πολύ!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ