Θεατρο - Οπερα

Γιώργο Κουμεντάκη, γιατί τώρα η «Φόνισσα»;

Η όπερα-σταθμός για τη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2014, επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 808
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιώργος Κουμεντάκης: Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ
© Ανδρέας Σιμόπουλος

Γιώργος Κουμεντάκης: Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ μιλά για την όπερα «Φόνισσα» που ανεβάζει και χαρτογραφεί το ψυχικό τοπίο της Φραγκογιαννούς.

Η «Φόνισσα» επιστρέφει έπειτα από επτά χρόνια. Γιατί τώρα; Πιστεύετε ότι, σε μια δύσκολη εποχή σαν αυτή που διανύουμε, ο θεατής μπορεί να «ακούσει» διαφορετικά τον λόγο του Παπαδιαμάντη, αλλά και τη μουσική σας;
Θα ήθελα να πιστεύω –και ελπίζω αυτό να επιβεβαιωθεί και από την ανταπόκριση του κοινού– ότι το έργο μπορεί να έχει και σήμερα την ίδια επιτυχία που είχε και στα δύο πρώτα ανεβάσματά του. Με τον όρο «επιτυχία» εννοώ την επίτευξη της συγκίνησης, τη σύνδεση και την ψυχική επαφή του κοινού με τον κόσμο της Φραγκογιαννούς.
Στη σημερινή εποχή, όπου η ανθρωποφαγία έχει καλύψει κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης και ειλικρινούς διαλόγου, βλέπω τη «Φόνισσα» μέσα από τη σκοπιά της απόλυτης έλλειψης ανεκτικότητας του διαφορετικού, μέσα από δραματική οπισθοδρόμηση, μέσα από τη συντηρητικοποίηση των κοινωνιών και την απομόνωση κάθε φωνής που δεν πληροί τα κριτήρια της mainstream κουλτούρας.

Αυτή τη φορά η «Φόνισσα» ανεβαίνει στον φυσικό της χώρο, τη Λυρική. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το πρώτο ανέβασμα νιώσατε την ανάγκη να επανέλθετε στην παρτιτούρα, να αναθεωρήσετε ενδεχομένως κάποια σημεία της;
Αν και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ήταν και παραμένει πολύ οικείος και φιλόξενος χώρος για τη μουσική δημιουργία στην Ελλάδα και για πολλά χρόνια αποτέλεσε βασική σκηνή για την ΕΛΣ, έχετε δίκιο, είναι πολύ ωραίο και πολύ συγκινητικό για μένα που η «Φόνισσα» θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο νέο σπίτι της Λυρικής στο ΚΠΙΣΝ. Μάλιστα, η Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» μας παρέχει τις ιδανικές συνθήκες για ένα τέτοιο έργο από ακουστικής άποψης, αλλά και ταυτόχρονα τις ιδανικές τεχνικές και τεχνολογικές συνθήκες για μια τόσο απαιτητική παραγωγή. Στο νέο αυτό ανέβασμα, μιας και έχουμε τη χαρά να το μαγνητοσκοπήσει και να το προβάλει το μεγαλύτερο κανάλι της όπερας στον κόσμο, το Mezzo HD, δουλεύουμε πολύ προσεκτικά και τη σκηνική απόδοση του έργου και παράλληλα όλο το μουσικό κομμάτι και την ηχοληψία.
Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον σπουδαίο μας αρχιμουσικό Βασίλη Χριστόπουλο, ο οποίος αγάπησε το έργο από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, σε μια από τις πρόσφατες συζητήσεις μας, κατά τη διάρκεια των προβών, ο μαέστρος μού εκμυστηρεύθηκε κάτι που μου έδωσε μεγάλη χαρά: ότι, μελετώντας εκ νέου το έργο για αυτό το τρίτο κατά σειρά ανέβασμα, ανακαλύπτει νέα σημεία της μουσικής δραματουργίας, της ενορχήστρωσης, της γραφής για τις φωνές, τα οποία του αποκαλύπτουν τις προθέσεις και το σύνολο των σκέψεων και των επιθυμιών που είχαν προηγηθεί της σύνθεσης του έργου. Παράλληλα, έχω μεγάλη ασφάλεια με όλη τη δημιουργική μας ομάδα, τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, τον Πέτρο Τουλούδη, την Ιωάννα Τσάμη, τον Βινίτσιο Κέλι, οι οποίοι εργάζονται με μεγάλη αγάπη και αφοσίωση. Κρίνω αναγκαίο να αναφερθώ και να ευχαριστήσω όλους τους μονωδούς που ερμηνεύουν τους ρόλους του έργου, τα μουσικά σύνολά μας, την ορχήστρα, τη χορωδία, την παιδική χορωδία, το πολυφωνικό σύνολο, τους μουσικούς επί σκηνής και φυσικά όλο το τεχνικό προσωπικό του Οργανισμού, για το ταλέντο και τη συστηματική εργασία τους σε τόσο δύσκολες συνθήκες.

Ο Γιώργος Κουμεντάκης.
© Ανδρέας Σιμόπουλος

Στη νέα παραγωγή, τη Φραγκογιαννού ερμηνεύει μεσόφωνος, η Μαίρη-Έλεν Νέζη, ενώ στα πρώτα ανεβάσματα τον ρόλο ερμήνευαν υψίφωνοι. Για ποιον λόγο κάνατε αυτήν την αλλαγή;
Ο ρόλος εξαρχής γράφτηκε για μεσόφωνο. Στο πρώτο ανέβασμα του έργου τον τραγούδησαν δύο σπουδαίες τραγουδίστριες, η κάθε μία με τη δική της ταυτότητα. Η Ειρήνη Τσιρακίδου, που τον ερμήνευσε στην πρώτη διανομή, είναι μεσόφωνος. Για την Τζούλια Σουγλάκου, η οποία είναι δραματική σοπράνο, είχα κάνει τότε κάποιες αλλαγές στην παρτιτούρα. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να τις ευχαριστήσω και δημοσίως γιατί έδωσαν στον ρόλο δύο οπτικές που υπερέβησαν και τις μεγαλύτερες προσδοκίες μου. Για την καινούργια αναβίωση που δουλεύουμε τώρα, έχουμε την πολύ μεγάλη χαρά να έχουμε μαζί μας στον ομώνυμο ρόλο την εξαιρετική μεσόφωνο Μαίρη-Έλεν Νέζη, η ερμηνεία της οποίας με έχει ήδη συγκλονίσει κατά τη διάρκεια των προβών, καθώς αντιλαμβάνομαι ότι έχει συλλάβει φωνητικά και ερμηνευτικά όλες τις πτυχές του έργου με έναν πολύ ιδιαίτερο και προσωπικό τρόπο. Είμαι βέβαιος ότι θα τύχει μοναδικής αποδοχής. Ελπίζω και στο μέλλον να έχω τη χαρά να δω τον ρόλο να ερμηνεύεται και από άλλες σημαντικές ερμηνεύτριες. Αν για το κοινό οι διαφορετικές ερμηνείες αποτελούν έναν σοβαρό λόγο για να δει και να ξανα-ανακαλύψει ένα έργο, μέσω των πρωταγωνιστών, για τον ίδιο τον συνθέτη είναι  μοναδική απόλαυση, η οποία ίσως μόνο με τη διαδικασία της σύνθεσης θα μπορούσε να συγκριθεί.

Η μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη ερμηνεύει τη Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα» της ΕΛΣ
Η μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη ερμηνεύει τη Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα» της ΕΛΣ © Ανδρέας Σιμόπουλος

Χορωδιακά, ισοκρατήματα, οπερατικά ρετσιτατίβι, μοιρολόγια… Έχετε χρησιμοποιήσει ετερόκλητα μουσικά στοιχεία, τόσο από την ελληνική παράδοση όσο και από τη λόγια δυτική μουσική. Σε σχέση με τα προηγούμενα φωνητικά σας έργα, θεωρείτε πως η «Φόνισσα» ήταν η φυσική τους συνέχεια ή το όχημα για να διαμορφώσετε μια νέα προσωπική μουσική γλώσσα;
Η «Φόνισσα» ήρθε ως επιστέγασμα στην περίπου 10ετή εντατική ενασχόλησή μου με την παράδοση. Ξεκίνησα περίπου το 2003 να κάνω μια έρευνα στην παραδοσιακή μουσική, για τις τελετές των Ολυμπιακών της Αθήνας, και έμεινα μαγεμένος από τον πλούτο που κρύβεται στην παράδοση του Πόντου, της Κρήτης, της Ηπείρου. Δεν ήταν κάτι καινούργιο για μένα, καθώς μεγάλωσα μέσα στην παράδοση της Κρήτης, όμως ήταν τότε που άρχισα να βρίσκω τον τρόπο να περάσω όλη αυτή την επιρροή μέσα στη συνθετική μου γραφή και να αρθρώνω μια νέα μουσική γλώσσα. Μέσα σε μία δεκαετία έγραψα περίπου 20 έργα (τα «Ισοκρατήματα» και τις «Μελωδίες γραφομηχανής»), τα οποία διερευνούσαν τη σχέση αυτή. Η «Φόνισσα» ήρθε να μετουσιώσει αυτές τις ιδέες σε μια σύνθεση μεγαλύτερης κλίμακας. Εδώ τα νέα βήματα πήραν τον χαρακτήρα προκλήσεων υψηλού ρίσκου, και το νέο μουσικό λεξιλόγιο έπρεπε να περάσει από πολλά φίλτρα για να υιοθετηθεί και να αποτυπωθεί στην παρτιτούρα με το σωστό μουσικό λεξιλόγιο και το συντακτικό. Ακούγοντας το έργο με χρονική απόσταση και έχοντας ωριμάσει περισσότερο και ως συνθέτης και ως ακροατής, νομίζω ότι η ισορροπία είναι μια πολύ βασική του αρετή. Τα στοιχεία που συνθέτουν το τελικό μωσαϊκό έχουν λόγο ύπαρξης και οδηγούν τη μουσική δραματουργία σε μια ασφαλή εσωτερικότητα.

Η φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή | 3, 5, 28, 30 Δεκεμβρίου 2021

Η φύση στην παράσταση φαίνεται να έχει κυρίαρχο ρόλο. Η εντύπωση αυτή δημιουργείται αποκλειστικά από τη σκηνοθετική προσέγγιση του Αλέξανδρου Ευκλείδη ή συνδιαμορφώνεται με τον ήχο της ορχήστρας;
Η φύση είναι πάνω από όλα στη μουσική γραφή και στη μουσική δραματουργία. Φυσικά, η σκηνική απόδοση του έργου δεν θα μπορούσε παρά να λάβει υπ’ όψιν αυτό το στοιχείο. Άλλωστε, η σύνθεση του έργου έγινε παράλληλα με τον σχεδιασμό της σκηνικής εγκατάστασης από τον Πέτρο Τουλούδη, και θα πρέπει να σας πω ότι το ένα στοιχείο επηρέασε αποφασιστικά το άλλο. Στη συνέχεια, στις πρώτες συζητήσεις που κάναμε με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, η φύση ήταν πάντα το βασικό σημείο αναφοράς. Από την πρώτη φορά που διάβασα τη νουβέλα του Παπαδιαμάντη έως και την ολοκλήρωση της σύνθεσης της όπερας, η φύση και η Φραγκογιαννού είναι απολύτως συνδεδεμένες για μένα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να δω τον χαρακτήρα αποκομμένο από το φυσικό περιβάλλον του χωριού, του νησιού, της θάλασσας.

Ο Γιώργος Κουμεντάκης.
© Ανδρέας Σιμόπουλος

Όταν ξεκινήσατε να γράφετε τη «Φόνισσα», θυμάστε να υπήρχε κάποιο σημείο του κειμένου του Παπαδιαμάντη ή κάποια φράση της ηρωίδας στο λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου που σας βοήθησε να ξεκλειδώσετε τον ψυχισμό της και στη συνέχεια να βρείτε τον χαρακτήρα της μουσικής που θα μπορούσε να τον εκφράσει καλύτερα;
Το σημείο με το οποίο συνδέθηκα από την αρχή της περιπέτειας, και το οποίο με καθοδήγησε και στην σύνθεση του έργου, ήταν η απόλυτη έλλειψη αγάπης που βίωσε η ηρωίδα. Η έλλειψη αποδοχής, η έλλειψη κατανόησης της διαφορετικότητάς της. Αυτή η τραγική μοναξιά, η τραγική αίσθηση του να μην ανήκεις πουθενά και να μη βρίσκεις αποκούμπι σε τίποτα, αυτό την οδήγησε στις τραγικές πράξεις. Η μουσική μου καθοδηγήθηκε από αυτή τη διάσταση της ιστορίας, και την ίδια στιγμή η βασική μου προτεραιότητα ήταν να δώσω μουσικά στον χαρακτήρα ένα μεγάλο εύρος ερμηνειών και αποχρώσεων.

Η Φραγκογιαννού, με σημερινούς όρους, είναι μια serial killer. Εσείς, ωστόσο, την αντιμετωπίσατε με ανεκτικότητα, ίσως και με συμπάθεια. Πιστεύετε, γενικά, ότι τα όρια ανάμεσα στο καλό και στο κακό είναι ρευστά ή προσπαθήσατε να κατανοήσετε τη συγκεκριμένη γυναίκα για να δικαιολογήσετε την πράξη της;
Είναι σαφές ότι οι πράξεις καταδικάζονται, όχι μόνο στη σημερινή εποχή, αλλά σε κάθε τόπο και χρόνο. Εδώ όμως δεν μιλάμε για αστυνομική λογοτεχνία που προσπαθεί να εξιχνιάσει εγκλήματα, αλλά για ένα ψυχογράφημα, μια απόπειρα χαρτογράφησης ενός ψυχικού τοπίου. Η Φραγκογιαννού είναι πολύ περισσότερα από μια serial killer. Αν το έργο επιτυγχάνει τον σκοπό του, θα πρέπει να δώσει στον θεατή την ευκαιρία να δει και να αποφασίσει ο ίδιος αν θα συμπαθήσει, συγχωρέσει, κατανοήσει ή καταδικάσει τη Φόνισσα.

Ο Γιώργος Κουμεντάκης.
© Ανδρέας Σιμόπουλος

Και μια τελευταία ερώτηση, προς τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τον συνθέτη Γιώργο Κουμεντάκη. Τα τελευταία δύο χρόνια, η πανδημία ανέκοψε τη φόρα της Λυρικής, ανέτρεψε τον προγραμματισμό της και, φαντάζομαι, εμπόδισε σε μεγάλο βαθμό την υλοποίηση του δικού σας οράματος. Πόσο αισιόδοξος είστε; Πιστεύετε ότι θα καταφέρετε να κερδίσετε το χαμένο έδαφος;
Με βρίσκετε σε μια στιγμή που δεν μπορώ να απαντήσω με άσπρο ή μαύρο. Δυστυχώς, η πανδημία έφερε πολλά μαζί της, και οι αποχρώσεις στη διαδρομή από την αισιοδοξία στην απαισιοδοξία είναι πολλές. Άλλωστε, ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση του οργανισμού δεν αφήνει πολύ χρόνο για δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Πιστεύω ότι οι καλύτερες μέρες είναι μπροστά μας. Ίσως με άλλον τρόπο από αυτόν που προγραμματίζαμε ή φανταζόμασταν, αλλά σε κάθε περίπτωση θεωρώ πως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Το ερώτημα που καμιά φορά τίθεται είναι τι είδους απώλειες υπάρχουν σε μια διαδρομή και πόσο αυτές επηρεάζουν τον βηματισμό. Όμως, ας μη λέμε μεγάλες κουβέντες πριν περάσει η τρικυμία. Για την ώρα, σκύβουμε το κεφάλι και κάθε μέρα εργαζόμαστε με βάση τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας.

Ο Γιώργος Κουμεντάκης.
© Ανδρέας Σιμόπουλος


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ