Θεατρο - Οπερα

Φολκλόρ και εθνοσυμβολισμοί

«Θεσμοφοριάζουσες» σε σκηνοθεσία Β. Θεοδωρόπουλου, Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου (Αρχαίο Ωδείο Πατρών)

335178-696166.jpg
Γιώργος Σαμπατακάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Θεσμοφοριάζουσες» σε σκηνοθεσία Β. Θεοδωρόπουλου, Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου (Αρχαίο Ωδείο Πατρών)
© Δομινίκη Μητροπούλου

Κάθε καλοκαίρι ακαταπαύστως ο Αριστοφάνης αποδεικνύεται το καλό φεστιβαλικό «ναρκωτικό» που το εξαρτημένο κοινό σπεύδει αθρόα να αγοράσει σε αρχαία θέατρα και στάδια. Είναι αλήθεια σ' αυτή την περίπτωση ότι το κράτος πουλάει τα ναρκωτικά και τα παράγει ιδίοις αναλώμασιν, ελπίζοντας σε υψηλές δόσεις τοξικοεξάρτησης.

Δεν είναι μόνο οι τηλεοπτικές αισθητικές, οι υποκριτικές μανιέρες, το αφόρητο καρακιτσαριό, οι απλοϊκές και τάχα πολιτικές αναγωγές στο σήμερα, και η τριτοτέταρτη βωμολοχία που μας κολάζουν κάθε καλοκαίρι. Περισσότερο απ' όλα μας ταλαιπωρούν η ιδεολογική αφέλεια και το δήθεν ψυχαγωγικό άλλοθι των παραστάσεων αυτών που αναπαράγουν με ασφάλεια τα νεοελληνικά στερεότυπα για τη γυναίκα, τους ομοφυλόφιλους και την πολιτική, και ταυτοχρόνως προάγουν τον λαϊκό οπορτουνισμό του «αθώου» ψηφοφόρου-θεατή που ψηφίζει αυτούς που «όλοι ίδιοι είναι». Και με τον τρόπο αυτό ο Αριστοφάνης, ντυμένος «γύφτισσα μαϊμού με τα αρχαία του στολίδια», συνέβαλε στην επιβολή μιας καλοκαιρινής εθνικής άνοιας εδώ και πολλές δεκαετίες.

Δεν ξέρω τελικά αν υπάρχει σωτηρία από τον «νεοελληνικό» Αριστοφάνη κι όλα τα σκηνικά του σύνδρομα, όσο κι αν αυτές οι Θεσμοφοριάζουσες προσπάθησαν φιλότιμα να γειώσουν τον εθνικό κωμικό μας σε πιο ποιοτικά επίπεδα «απόλαυσής» του.

Εθνοσύμβολα και λαϊκοί εξπρεσιονισμοί

Οι Θεσμοφοριάζουσες είναι άλλη μια «γυναικεία» κωμωδία του Αριστοφάνη, που εκτός των άλλων σχολιάζει μεταθεατρικά την ίδια τη λειτουργία της «ανδρικής» υποκριτικής ως πολιτισμικής πρακτικής στο αρχαίο θέατρο. Αν και σίγουρα ο ποιητής μέσω της «παρενδυσίας» του Μνησίλοχου (που παρεισφρέει σαν αρχαία drag queen στα Θεσμοφόρια), θέλει να κριτικάρει αρνητικά τον γυναικείο χαρακτήρα των τραγωδιών του Ευριπίδη (που οι Γυναίκες μισούν), οι Θεσμοφοριάζουσες είναι ένα σχόλιο πάνω στην παιδαγωγική δύναμη της διάβασης των φύλων.

Σε όλες αυτές τις Λυσιστράτες, Πραξαγόρες και Μνησιλόχους-τραβεστί που λάτρεψε το νεοελληνικό θέατρο, την κυρίαρχη λύση για τη μετάβαση στο Άλλο φύλο έδινε σχεδόν πάντα η αξιογέλαστη αδερφή-συκιά της παράδοσης του Φίφη, της Φτερούς, του Λαζόπουλου, των Α.Μ.Α.Ν., του Σεφερλή και πολλών άλλων. Αυτό το νεοελληνικό μόρφωμα ανάχθηκε σε μέγα σκηνικό τρόπο τη δεκαετία του ’90 και εξασφάλισε τόση δόξα και εισιτήρια σε «αριστοφανικούς» ηθοποιούς, που έγινε καθεστώς. Ακόμη όμως και για τον «θηλυπρεπή» Αγάθωνα οι σκηνοθέτες δεν είχαν καταλάβει πως είναι μια υπερβολικά τέλεια απομίμηση γυναικός, αφού καταφέρνει και κλέβει τα νυκτερείσια έργα τους, υφαρπάζοντας την θήλειαν Κύπριν!   

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι γεγονός ότι προσπάθησε να αποφύγει αυτή την παράδοση και γείωσε το έργο σε πιο φυσικούς κωμικούς τόνους, χάρη κυρίως στην άρνηση των ηθοποιών να γίνουν γραφικές καρικατούρες. Επιπλέον, ήταν πολύ έξυπνες οι στιγμές που ο σκηνοθέτης κατέφυγε σε «κόλπα» του τύπου των Monty Python και της slap-stick κωμωδίας (που και αυτά από τον Αριστοφάνη έρχονται). Κι έτσι το κωμικό κερδήθηκε μέσα στη φύση του και εντεύθεν των οριακών καταστάσεων, χωρίς να αποφευχθούν, ωστόσο, κάποιες εκτροπές σε γραφικότητες («κρα-κρα», Μνησίλοχος Αη-Βασίλης και Μέρλιν Μονρόε, κάτι ξεμαλλιασμένες καούκες, και πολλή αρχαιοπρέπεια). Την «εσωτερική» κωμικότητα διασφάλιζε περισσότερο απ’ όλα η μετάφραση του ποιητή Παντελή Μπουκάλα, που με λογοτεχνική ευφυία και χωρίς γλωσσικούς ναρκισσισμούς κράτησε τον λόγο στο επίπεδο μιας ανεπιτήδευτης φυσικότητας. Ιστορικές θα μείνουν οι εκφράσεις «Τον διπλώνει τον ανάπαιστο» και «Τη γυαλίζει τη λύρα» για τον ομοφυλόφιλο Αγάθωνα. Και είναι σίγουρα η καλύτερη μετάφραση από αυτές που έχει κάνει ο Μπουκάλας για το Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Το πρόβλημα για μένα ήταν η ιδεολογική εικόνα της παράστασης. Η όλη όψη, τα σκηνικά και τα κοστούμια κατασκεύαζαν ένα νεο-φολκλορικό αφήγημα, μόνο που το φολκλόρ αυτή τη φορά προοριζόταν για εσωτερική κατανάλωση και ευχάριστο εθνο-αυνανισμό πάνω σε αρχαία, και μη, μάρμαρα.

Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη με τις τυπωμένες αναπαραστάσεις από αρχαιοελληνικά αγγεία και τοιχογραφίες υπηρέτησαν τους εθνοσυμβολιστικούς σκοπούς της σκηνοθεσίας (και δεν είχαν σχέση με τη δουλειά του σοβαρού αυτού καλλιτέχνη, όπως τη γνωρίζουμε από τις παραστάσεις του Παπαϊωάννου, του Λασκαρίδη κ.ά.). Ήταν τόσο κραυγαλέα η επιθυμία διαδήλωσης εθνικών εικόνων για να «ντυθούν οι νεκροί» με σάρκα ελληνική, που οι ηθοποιοί έμοιαζαν κάποιες στιγμές με φάσματα μιας περιττής «εθνικοφροσύνης».

Τα ζωγραφιστά πλαστικά οικίδια των σκηνικών της Μαγδαληνής Αυγερινού ως ναΐφ απεικονίσεις αρχαίων ναών και οίκων, δεν ήταν μόνο άγουστα, αλλά και άστοχα μέσα στον «λαϊκό εξπρεσιονισμό» τους (με προφανείς «επιρροές» από τον Τσαρούχη της δεκαετίας του ’30), μοιάζοντας περισσότερο με εικαστικές ασκήσεις αρχαιοπρέπειας.

Αν πράγματι, όμως, στην παράσταση της Επιδαύρου σχηματίστηκε φωτιστικά το «Αστέρι της Βεργίνας» (όπως βλέπουμε στις φωτογραφίες), τότε πλέον μιλάμε για αισθητικό εθνοκεντρισμό που προσκαλεί ταυτίσεις με πολύ συντηρητικές συνειδήσεις και ιδεολογίες. Και είναι εξίσου περίεργο που σε μια παράσταση Αριστοφάνη αυτή τη φορά δεν επιχειρήθηκαν αναγωγές στο σήμερα, αλλά μόνο οπτικές παραπομπές σε εθνοσύμβολα, για να «ικανοποιηθεί» μάλλον και ο κάθε  εθνοφλυγέστατος θεατής.

Αρχαιοπρεπής όψις, νέο αίμα

Οι χορογραφίες και η κινησιογραφική επιμέλεια της Σεσίλ Μικρούτσικου αποδείχτηκαν καταλυτικά καίριες για την παράσταση. Δεν ήταν μόνο η απόλυτη οργανικότητα του Χορού, που καθόρισε την επιτυχία του Συνόλου, αλλά και η αισθητική ομοιογένεια των χορογραφιών που χρησιμοποίησαν κινητικές «φράσεις» από τελετουργικά δρώμενα στον πιο προσεκτικό κωμικό μετασχηματισμό τους.

Η λαϊκή καταληπτικότητα του Χορού ενισχύθηκε, αν όχι προέκυψε, από την «αριστοφανική» μουσική του Νίκου Κυπουργού, που κινήθηκε αυτή τη φορά σε «πειραγμένους» παραδοσιακούς ρυθμούς και ανατολίτικους τρόπους (με μια δόση «αφρικανικότητας»).

Όλες οι ηθοποιοί του Χορού, εύρυθμες, συντονισμένες, καλλίφωνες κι η καθεμιά με τη δική της εκφραστικότητα, δικαίωσαν την παράσταση και τη χορογράφο (δεν έχω δει πιο εκφραστικά και ρυθμικά χέρια τα τελευταία χρόνια σε Σύνολο).  Ένας Χορός απάνθισμα νέων ταλέντων και δυναμικότητας, που αφήνει φωτεινές ελπίδες για το γυναικείο μέλλον του θεάτρου μας (Βαλέρια Δημητριάδου, Ειρήνη Μακρή, Κατερίνα Μαούτσου, Ίριδα Μάρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Σαρρή, Νατάσα Σφενδυλάκη, Αντιγόνη Φρυδά).

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος με μια υποδόρια ειρωνική «άρθρωση» του «ευριπιδισμού» του Ευριπίδη, χωρίς υπερβολές και γειωμένος στο έπακρο, ήταν καλύτερος παρά ποτέ.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου (Υπηρέτης του Αγάθωνα και Κλεισθένης), αν και υπερβολικός στην απόδοση της θηλυπρέπειας, φάνταζε υπερταλαντούχος, κλέβοντας κάθε φορά την παράσταση.

Η υπέροχη Μαρία Κατσανδρή έδωσε μια Φιλίστη γεμάτη δύναμη και αποφασιστικότητα για τα δίκαια των Γυναικών.

Η Άνδρη Θεοδότου (Κρίτυλλα), ηθοποιός με σοβαρή κωμική στόφα, κινήθηκε στα ασφαλή εγνωσμένα της, το ίδιο και η Νάντια Κοντογεώργη (Μίκα). Η Ελένη Ουζουνίδου ορθώνει συνήθως το ανάστημα της φωνής της για να δηλώσει τη θέση της πάνω στον ρόλο κι αυτό ήταν απολύτως εύστοχο για τη δυναμική μιας Κηρύκαινας.

Τέλος, ο Μάκης Παπαδημητρίου με αυτόν τον ατάραχο κωμικό κυνισμό του έπλασε έναν ανδροπρεπέστατο Μνησίλοχο που έσφυζε από υποκριτική οξυδέρκεια, και ο Γιώργος Χρυσοστόμου ως Αγάθωνας κράτησε συγκλονιστική ισορροπία μεταξύ θηλυπρέπειας και απόδοσης ενός ρόλου που διαθέτει «ομοφυλόφιλη» συνείδηση ανδρός.  Ως Τοξότης, τέλος, εξάντλησε κάθε κωμική πιθανότητα, σωματική και λεκτική. Επειδή όμως τους έχουμε ξαναδεί έτσι, ελπίζω όλα αυτά να μη γίνουν πέτρες στις τσέπες τους και να τους αφήσουν να πετάξουν για αλλού...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ