Η γεύση μιας πόλης σε δέκα στάσεις
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
16°
Άννα Βίσση: Πάνω από 50 χρόνια η απόλυτη Ελληνίδα σταρ που σημάδεψε τη μουσική σκηνή
Άννα Βίσση: Πέντε δεκαετίες στην κορυφή της ελληνικής μουσικής σκηνής γεμάτες τραγούδια, ρεκόρ και ανατροπές από την «Απόλυτη Ελληνίδα σταρ»
Η Άννα Βίσση δεν είναι απλώς μια τραγουδίστρια, είναι φαινόμενο. Έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της στην ελληνική και κυπριακή μουσική σκηνή για περισσότερες από πέντε δεκαετίες. Με φωνή που αγγίζει τα όρια του μύθου και με μια καριέρα γεμάτη κορυφές, συνεργασίες, προκλήσεις και ανατροπές, έχει δικαίως κερδίσει τον τίτλο της «Απόλυτης Ελληνίδας σταρ».
Η Άννα γεννήθηκε στην Πύλα της Λάρνακας και σε ηλικία μόλις έξι ετών ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και χορού στο Εθνικό Ωδείο Κύπρου, όπου διακρίθηκε και απέκτησε το πρώτο της δίπλωμα. Παράλληλα, μαζί με την αδελφή της, τη Λία, που τη συνόδευε στο πιάνο, πραγματοποίησαν εμφανίσεις στην κυπριακή επαρχία ως «Αδελφές Βίσση», αφήνοντας τα πρώτα τους ίχνη στο μουσικό στερέωμα. Σε ηλικία μόλις 12 ετών εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε διαγωνισμό τραγουδιού, όπου κέρδισε τις εντυπώσεις. Το 1973, σε ηλικία 16 ετών, μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα, στη συνοικία της Κυψέλης, ανοίγοντας τον δρόμο για μια λαμπρή καριέρα.
«Η Άννα από μικρή ήταν γεμάτη πάθος για τη μουσική. Δεν την σταματούσε τίποτα», έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξη η μητέρα της, Σοφία Βίσση.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, και συγκεκριμένα γύρω στο 1973-1974, η Άννα Βίσση έκανε τα πρώτα της βήματα στις μπουάτ της Πλάκας, σε μια εποχή που η γειτονιά αποτελούσε το επίκεντρο της αθηναϊκής μουσικής σκηνής. Νεοφερμένη από την Κύπρο, με όνειρο να σπουδάσει και να τραγουδήσει, ανέβηκε στη μικρή σκηνή των «σκυφτών» χώρων, όπου νέοι καλλιτέχνες παρουσίαζαν το ρεπερτόριό τους. Στα ίδια πάλκα εμφανίζονταν τότε η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πάριος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, όλοι τους νέοι καλλιτέχνες, που αναζητούσαν το κοινό τους και διαμόρφωναν το τοπίο του μεταπολιτευτικού ελληνικού τραγουδιού.
Η ζεστή και καθαρή φωνή της γρήγορα κέρδισε το κοινό αλλά και την προσοχή σημαντικών συνθετών, γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για την επίσημη δισκογραφική της εμφάνιση το 1977. Εκείνες οι βραδιές στην Πλάκα έμελλαν να αποτελέσουν την αφετηρία μιας καριέρας που θα εξελισσόταν σε μια από τις πιο διαχρονικές του ελληνικού τραγουδιού.
Το 1974 αποτέλεσε κομβική χρονιά για τη δισκογραφική πορεία της Άννας Βίσση, καθώς συνεργάστηκε με δύο από τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς. Συμμετείχε στο ιστορικό άλμπουμ «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» του Μίκη Θεοδωράκη, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, μια συνεργασία που την έφερε κοντά σε κορυφαία ονόματα της ελληνικής μουσικής και λογοτεχνίας. Παράλληλα, ερμήνευσε δύο τραγούδια στον δίσκο «Μικρές Πολιτείες» του Σταύρου Κουγιουμτζή, κερδίζοντας θετικά σχόλια για την εκφραστικότητα και το ιδιαίτερο χρώμα της φωνής της.
Με την πρώτη της εμφάνιση στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1977, με το τραγούδι «Ας κάνουμε απόψε μιαν αρχή», κερδίζει το πρώτο βραβείο μπαίνοντας δυναμικά στη δισκογραφία. Eκείνη την περίοδο το ρεπερτόριό της κινείται ανάμεσα στο έντεχνο και το λαϊκό, καταφέρνοντας να ξεχωρίσει ανάμεσα σε μεγάλους καλλιτέχνες. Το 1978, η Άννα πραγματοποίησε περιοδεία στην Κρήτη στο πλευρό του Νίκου Ξυλούρη.
Η μουσική είναι η ζωή μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς το τραγούδι.
Η δεκαετία του ’80 είναι περίοδος μεγάλης άνθισης. Η σχέση της Άννας Βίσση με τον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision υπήρξε διαχρονική και πολυδιάστατη. Το 1980 η Βίσση έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη Eurovision εκπροσωπώντας την Ελλάδα, με το νεανικό και ανάλαφρο τραγούδι «Ωτοστόπ». Αν και δεν διακρίθηκε ιδιαίτερα, η εμφάνιση αυτή την καθιέρωσε στο ευρωπαϊκό κοινό. Το 1982 επέστρεψε στον διαγωνισμό, αυτή τη φορά εκπροσωπώντας την πατρίδα της, την Κύπρο. Με το τραγούδι «Μόνο η αγάπη», σε μουσική του Νίκου Καρβέλα, κατέκτησε την 5η θέση – την καλύτερη που είχε κερδίσει μέχρι τότε η χώρα.
Η γνωριμία της με τον Νίκο Καρβέλα υπήρξε καθοριστική. Η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση έδωσε νέα πνοή στη μουσική της. Η συνεργασία τους υπήρξε εκρηκτική, με τραγούδια που προκάλεσαν αίσθηση, άλλοτε για το ύφος και άλλοτε για τους τολμηρούς στίχους. Η σχέση τους ήταν γεμάτη δημιουργικότητα αλλά και ένταση. Από αυτή τη σύμπλευση γεννήθηκαν μερικά από τα μεγαλύτερα μουσικά της έργα, όπως τα «Δώδεκα», «Τραύμα», «Δεν θέλω να ξέρεις», ενώ μαζί τόλμησαν πειραματισμούς που άλλαξαν την ποπ και λαϊκή σκηνή της Ελλάδας.
Η ίδια έχει πει: «Mε τον Νίκο δημιουργούσαμε από την ένταση. Ήταν σαν φωτιά που άλλοτε έκαιγε και άλλοτε μας ζέσταινε». Παράλληλα, η προσωπική τους σχέση αποτέλεσε για χρόνια αντικείμενο ενδιαφέροντος του κοινού. Η κόρη της, Σοφία, γεννήθηκε το 1983 και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς στη ζωή της. Η Άννα έχει αναφέρει πολλές φορές ότι η μητρότητα την ωρίμασε και της έδωσε δύναμη για να συνεχίζει σε δύσκολες στιγμές.
Το άλμπουμ «Δώδεκα», το 1985, ήταν ένας δίσκος-ορόσημο, που συνδύασε την ελληνική ποπ με το λαϊκό, και θεωρείται σημείο καμπής στην καριέρα της, καθώς όρισε τον ήχο της δεκαετίας. Σύμφωνα με κριτική της εφημερίδας Τα Νέα εκείνης της περιόδου: «H Βίσση με το "Δώδεκα" περνά σε μια νέα εποχή, όπου η ποπ και το λαϊκό συνυπάρχουν αρμονικά».
Δεν με φοβίζει να δοκιμάσω κάτι καινούργιο. Η μουσική αλλάζει και θέλω να αλλάζω κι εγώ μαζί της.
— Συνέντευξη στο περιοδικό Επίκαιρα
Τη δεκαετία του ’90 η Βίσση κατακτά την απόλυτη καταξίωση. Το 1991, η Άννα Βίσση και ο Νίκος Καρβέλας παρουσίασαν, στο Θέατρο Αττικόν, τη ροκ όπερα «Δαίμονες», ένα από τα πιο φιλόδοξα και πολυσυζητημένα εγχειρήματα της εποχής. Το έργο συνδύαζε στοιχεία ροκ μουσικής και όπερας, με εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια.
Η Βίσση ερμήνευε τον διπλό ρόλο της Βασσίλισας και της Ροζάνας, αναδεικνύοντας όχι μόνο την ερμηνευτική της δύναμη αλλά και τις θεατρικές της ικανότητες. Για δύο σεζόν το Αττικόν γέμιζε ασφυκτικά, ενώ οι κριτικές –αν και επιφυλακτικές αρχικά– κατέληξαν να μιλούν για ένα πρωτόγνωρο καλλιτεχνικό γεγονός. Το 2013, η ροκ όπερα αναβίωσε στο Θέατρο Παλλάς, με τη Βίσση να ξαναζεί τον εμβληματικό ρόλο, προκαλώντας νοσταλγία και ενθουσιασμό στο κοινό.
Οι «Δαίμονες» ήταν η ζωή μου για χρόνια. Ήταν σαν να ζούσα σε μια άλλη διάσταση, ανάμεσα στη μουσική και το θέατρο.
Η διεθνής της πορεία είχε πάντα έναν ξεχωριστό σταθμό, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Άννα Βίσση άρχισε να δίνει μεγάλες συναυλίες στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και τη Βοστώνη, προσελκύοντας χιλιάδες Έλληνες της ομογένειας, που την αποθέωναν κάθε φορά.
Το 1995, η Άννα Βίσση δοκίμασε τις δυνάμεις της και στην τηλεόραση, παρουσιάζοντας την εκπομπή «Με Αγάπη… Άννα» στον ΑΝΤ1. Η εκπομπή συνδύαζε μουσικές εμφανίσεις, συνεντεύξεις και καλεσμένους από τον χώρο της τέχνης και του θεάματος, δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει μια διαφορετική πλευρά της τραγουδίστριας. Με τον άμεσο και αυθόρμητο χαρακτήρα της, η Βίσση κατάφερε να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα οικειότητας, ενώ τα μουσικά ντουέτα με γνωστούς καλλιτέχνες έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση. Παρά το γεγονός ότι προβλήθηκε για μία μόνο σεζόν, η εκπομπή έμεινε στη μνήμη πολλών ως μια προσπάθεια της «Απόλυτης σταρ» να επικοινωνήσει πιο προσωπικά με το κοινό της.
Τα άλμπουμ «Τραύμα» (1997) και «Αντίδοτο» (1998) σημειώνουν τεράστια επιτυχία. Τραγούδια όπως τα «Δεν θέλω να ξέρεις» και «Μαύρα γυαλιά» γίνονται ύμνοι. Παράλληλα, η σκηνική της παρουσία σε μεγάλες σκηνές της Αθήνας είναι θρυλική. Το «Τραύμα», πολυπλατινένιo, ήταν ένα από τα εμπορικότερα άλμπουμ της δεκαετίας. Το ομώνυμο τραγούδι και άλλα κομμάτια του δίσκου έγιναν αμέσως επιτυχίες, χαρίζοντας στη Βίσση νέα γενιά θαυμαστών.
Κάθε τραγούδι είναι μια εξομολόγηση. Στο «Τραύμα» έβαλα όλη μου την ψυχή.
— Συνέντευξη στην Καθημερινή
Η εφημερίδα Καθημερινή είχε γράψει: «Tο "Τραύμα" είναι ένα από τα πιο ώριμα έργα της Βίσση, που αποτυπώνει τον πόνο και τη δύναμη της προσωπικής εξομολόγησης».
Η Άννα Βίσση συνεργάστηκε με μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας, αποδεικνύοντας την ευελιξία και το εύρος του ρεπερτορίου της. Από τη συνεργασία της με τον Γιάννη Πάριο προέκυψε το ντουέτο «Μαρτύριο». Η ιστορία λέει ότι η ηχογράφηση έγινε αργά τη νύχτα, με τους δύο καλλιτέχνες να γελούν και να αυτοσχεδιάζουν. Ο Πάριος έχει πει: «H Άννα τραγουδά με όλο της το είναι, κι αυτό σε παρασύρει».
Οι κοινές της εμφανίσεις με τον Γιώργο Νταλάρα, τη δεκαετία του ’70, ήταν από τα πρώτα μεγάλα event της εποχής. Σε μια συναυλία με τον Νταλάρα, η Βίσση αφηγήθηκε αργότερα ότι η συγκίνηση ήταν τόσο έντονη που δυσκολευόταν να τραγουδήσει τις πρώτες νότες. Σε ένα από τα κοινά τους live με τον Δημήτρη Μητροπάνο, η Άννα θυμάται ότι ο εκείνος της είπε: «Tραγουδάς λαϊκά σαν να τα ’χεις ζήσει όλα». Η εκτίμηση ήταν αμοιβαία και η συνεργασία τους άφησε έντονο αποτύπωμα στο κοινό.
Αν ήμουν τραγουδίστρια, θα θελα να 'μουν η Βίσση. Δεν νομίζω ότι καταφέρνει καμιά άλλη να ξεσηκώνει όλες τις ηλικίες. Είναι θέμα ταλέντου, σταρηλικιού, ταμπεραμέντου, αλλά και τσαμπουκά. Τη ζηλεύω.
— Μελίνα Μερκούρη
Οι παραστάσεις με τη Μαρινέλλα θεωρούνται ιστορικές. Άνθρωποι των παρασκηνίων έχουν δηλώσει ότι οι δύο σταρ, πριν από κάθε εμφάνιση, μοιράζονταν στιγμές γέλιου στα καμαρίνια, με την Άννα να την αποκαλεί «μαμά» και να τη συμβουλεύεται για κάθε της κίνηση. Οι συζητήσεις της Βίσση με τον Σταμάτη Κραουνάκη στο στούντιο γίνονταν συχνά θεατρικά δρώμενα. Ο Κραουνάκης αποκάλυψε ότι πολλά από τα τραγούδια τους γεννήθηκαν από μια αυθόρμητη ατάκα της Βίσση.
Με την Ελένη Βιτάλη εμφανίστηκαν σε συναυλίες που ένωσαν διαφορετικά μουσικά κοινά. Η Βίσση έχει πει: «Mε την Ελένη είχα πάντα θαυμασμό. Η φωνή της είναι ποτάμι, κι εγώ ένιωθα τιμή να τραγουδώ δίπλα της». Η Βίσση δεν δίστασε να αναζητήσει και διεθνείς συνεργασίες. Συνεργάστηκε με συνθέτες και παραγωγούς του εξωτερικού, όπως για το άλμπουμ «Everything I Am», επιχειρώντας να μεταφέρει την ελληνική ποπ μουσική σε διεθνές ακροατήριο.
Οι συνεργασίες αυτές, γεμάτες ιστορίες και αυθεντικές στιγμές, συνέβαλαν ώστε η Άννα Βίσση να εξελιχθεί σε μια καλλιτέχνιδα που δεν φοβάται να μοιράζεται τη σκηνή και να μαθαίνει από άλλους.
Οι συνεργασίες είναι σχολείο. Κάθε φορά που τραγουδώ με έναν άλλον καλλιτέχνη, αισθάνομαι ότι μαθαίνω κάτι νέο για τη μουσική αλλά και για μένα την ίδια.
Η δεκαετία του ’00 ξεκινά με την «Κραυγή», το πιο εμπορικό άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας. Επτά φορές πλατινένιο, με 13 τραγούδια, όπως το «Αγάπη υπερβολική», που έγιναν επιτυχίες. Το άλμπουμ αποτέλεσε μια καλλιτεχνική δήλωση, με έντονα συναισθηματικό χαρακτήρα που καθόρισε την εποχή. Το Billboard έγραψε: «H Άννα Βίσση με την "Κραυγή" αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί σε διεθνές επίπεδο, με ήχο που ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα».
Μια ερμηνεία τόσο χαρισματική, γεμάτη από αγνό, ελκυστικό ταλέντο... να περιμένετε μεγάλα πράγματα απ' αυτή τη νέα διεθνή σταρ.
— Los Angeles Times
Η σχέση της με το αμερικανικό κοινό έγινε ακόμη πιο στενή το 2004, όταν το αγγλόφωνο single «Call Me» ανέβηκε στο Billboard Dance Charts, φτάνοντας στο Νο1, κάτι σπάνιο για Έλληνα καλλιτέχνη. Στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το καλοκαίρι του 2004, η Άννα Βίσση ανέβηκε στη σκηνή του Ολυμπιακού Σταδίου, χαρίζοντας μια από τις πιο δυναμικές εμφανίσεις της καριέρας της. Ερμήνευσε το τραγούδι «Μισιρλού», μπροστά σε δισεκατομμύρια τηλεθεατές ξεσηκώνοντας το κόσμο με την εκρηκτική της παρουσία και τη χαρακτηριστική φωνή της. Με εντυπωσιακό σκηνικό και έντονα φώτα να συνοδεύουν την ερμηνεία της, η Βίσση έδωσε στη βραδιά έναν μοναδικό παλμό, συμβάλλοντας ώστε η αποχαιρετιστήρια γιορτή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας να μείνει αξέχαστη στο ελληνικό και διεθνές κοινό.
Το 2005 παρουσίασε το άλμπουμ «Everything I Am», μια απόπειρα να συστηθεί στο διεθνές κοινό, συνεργαζόμενη με καταξιωμένους παραγωγούς της ποπ σκηνής. Τραγούδησε στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών του κόσμου – δύο φορές στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ στο Λονδίνο και μία στο Madison Square Garden στη Νέα Υόρκη. Εκεί την άκουσε η Αρίθα Φράνκλιν και δήλωσε: «Διάβασα πως είναι φαν μου, όμως τώρα που είδα και γνώρισα την Άννα Βίσση είμαι η μεγαλύτερη θαυμάστριά της». Όπως έχει πει η ίδια: «Στην Αμερική ένιωσα ότι έπρεπε να συστηθώ από την αρχή. Και αυτό ήταν συναρπαστικό».
Με τα χέρια απλωμένα και με βηματισμό γεμάτο χάρη, δεν ήταν καθόλου απρόσιτη ή πακεταρισμένη ποπ ντίβα, αλλά μια ακαταμάχητη καλλιτέχνιδα.
— New York Times
Το 2006, η Βίσση ξαναβρέθηκε στη σκηνή της Eurovision, αυτή τη φορά στην Αθήνα, μπροστά στο ελληνικό κοινό. Με την εντυπωσιακή ερμηνεία της και την προσωπική της λάμψη, το τραγούδι «Everything» κατέκτησε την 9η θέση, με την εμφάνιση της να μένει αξέχαστη και να θεωρείται μια από τις πιο δυνατές στιγμές της καριέρας της.
Όταν ανέβηκα στη σκηνή της Eurovision, το 2006, ένιωσα ότι δεν εκπροσωπώ μόνο εμένα, αλλά όλη την Ελλάδα.
— Δηλώσεις στην ΕΡΤ
Το 2011, η Άννα Βίσση άνοιξε ένα διαφορετικό κεφάλαιο στη δημόσια παρουσία της με το ντοκιμαντέρ «Όσο έχω φωνή», που προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA. Οι τηλεθεατές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την καθημερινότητά της, τις πρόβες, τα ταξίδια αλλά και προσωπικές στιγμές με την οικογένεια και τους συνεργάτες της. Η εκπομπή προσέφερε μια πιο ανθρώπινη εικόνα της τραγουδίστριας, αποκαλύπτοντας τον αυθορμητισμό και την αμεσότητά της, στοιχεία που ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τον δεσμό της με το κοινό.
Όταν είδα για πρώτη φορά την Άννα στη σκηνή, ήθελα να ανέβω πάνω και να χορέψω μαζί της. Αυτό κάνει η Άννα, σε κερδίζει, σε παίρνει μαζί της, σε κρατάει. Είναι ανεξάντλητη, ακούραστη σαν μικρό παιδί. Δυνατή σαν γνήσιο αρσενικό και τρυφερή σαν απόλυτο θηλυκό.
— Ζαν Πολ Γκοτιέ
Δύο συνθήματα που έχουν συνδεθεί άρρηκτα με την πορεία της Άννας Βίσση συνοψίζουν με απλό τρόπο τη σχέση της με το κοινό της. «Ό,τι έχω ζήσει το έχει πει η Βίσση» και «Άννα ζούμε για να σ' ακούμε». Το πρώτο αναδεικνύει την ταύτιση των θαυμαστών με τη θεματολογία των τραγουδιών της, τα οποία συχνά καθρεφτίζουν προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα μιας ολόκληρης γενιάς. Το δεύτερο εκφράζει τη σχεδόν λατρευτική αφοσίωση που συνοδεύει την πορεία της ερμηνεύτριας, επιβεβαιώνοντας τη θέση της ως μίας από τις πιο αγαπητές και διαχρονικές καλλιτέχνιδες της ελληνικής μουσικής σκηνής.
Το «Ό,τι έχω ζήσει το έχει πει η Βίσση» δεν είναι απλώς μια εύστοχη φράση, αλλά μια άτυπη «σφραγίδα» της σχέσης του κοινού με την καλλιτέχνιδα. Η προέλευσή του χρονολογείται στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν θαυμαστές της άρχισαν να το φωνάζουν σε συναυλίες και νυχτερινά κέντρα, θέλοντας να τονίσουν ότι οι στίχοι της τραγουδίστριας αγγίζουν κάθε πτυχή της προσωπικής τους ζωής – από τον έρωτα και τον χωρισμό, μέχρι τη μοναξιά και την αναγέννηση. Το σύνθημα γρήγορα ξεπέρασε τα όρια των μουσικών σκηνών, έγινε σύνθημα σε γήπεδα και συναυλιακούς χώρους και σήμερα αποτελεί κομμάτι της ευρύτερης ποπ κουλτούρας στην Ελλάδα. Η φράση «Άννα ζούμε για να σ' ακούμε» ήρθε να συμπληρώσει αυτό το φαινόμενο, υπογραμμίζοντας ότι τα τραγούδια της Βίσση για πολλούς δεν είναι απλώς ψυχαγωγία, αλλά καθημερινή ανάγκη και πηγή έμπνευσης.
Η Βίσση συνεχίζει ακούραστα με νέα άλμπουμ και εμφανίσεις που συνδυάζουν το παλιό με το νέο. Συνεργάζεται με καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς, ενώ διατηρεί αναλλοίωτη τη σχέση της με το κοινό. Οι εμφανίσεις της στο Hotel Ermou καθιερώνονται ως κορυφαίο καλλιτεχνικό γεγονός κάθε χρονιάς. Η Άννα Βίσση μπαίνει στη νέα δεκαετία με την ίδια ενέργεια. Με sold out συναυλίες, τηλεοπτικές εμφανίσεις και νέα δισκογραφική δουλειά δείχνει ότι η καριέρα της παραμένει ζωντανή. Η σχέση της με το κοινό της, τόσο ζωντανά όσο και μέσω των social media, αποδεικνύει την αμεσότητα και τη διαχρονικότητά της.
Το Hotel Ermou είναι το σπίτι μου. Εκεί βρίσκομαι πιο κοντά από ποτέ με το κοινό μου.
— Συνέντευξη στο DownTown
Με πάνω από 48 βραβεία και περισσότερες από 70 υποψηφιότητες, η Άννα Βίσση είναι η πιο πολυβραβευμένη Ελληνίδα τραγουδίστρια. Έχει αποσπάσει δεκάδες Ποπ Κορν Music Awards, βραβεία Arion και MAD Video Music Awards, ενώ έχει τιμηθεί και διεθνώς. Παράλληλα, έχει πουλήσει πάνω από 30 εκατομμύρια δίσκους, κατακτώντας πλατινένιες και χρυσές διακρίσεις σε Ελλάδα και Κύπρο.
Η σκηνική παρουσία της Άννας Βίσση, η φωνή και η καριέρα της έχουν αποτελέσει αντικείμενο διδακτορικής διατριβής στο τμήμα Μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Από τα πολυθεάματα στο Αθηνών Αρένα μέχρι τις μεγάλες συναυλίες στο εξωτερικό, η ενέργεια και η επικοινωνία της με το κοινό είναι θρυλικές. Οι συναυλίες της συγκεντρώνουν χιλιάδες θεατές, ενώ οι εμφανίσεις της σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Μελβούρνη δείχνουν την απήχησή της στους Έλληνες της διασποράς. Το περιοδικό Rolling Stone Greece έγραψε: «Η Άννα Βίσση είναι από τις λίγες τραγουδίστριες που μεταμορφώνουν μια συναυλία σε εμπειρία ζωής».
Δεν με νοιάζει η ηλικία. Με νοιάζει να συνεχίζω να αγαπώ αυτό που κάνω και να δίνω χαρά στον κόσμο.
— Συνέντευξη στο Protothema
Κορυφαία της στιγμή ήταν η μεγαλειώδης συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, στις 5 Οκτωβρίου 2024, γιορτάζοντας τα 51 χρόνια της καριέρας της. Περισσότεροι από 66.000 θεατές πλημμύρισαν το Στάδιο, σε μια βραδιά που θύμιζε γιορτή. Η Βίσση παρουσίασε ένα ταξίδι μέσα από τις μεγάλες της επιτυχίες, με εντυπωσιακά σκηνικά και θεατρικά στοιχεία, προσφέροντας ένα ανεπανάληπτο υπερθέαμα. Το κοινό τραγουδούσε μαζί της κάθε στίχο, σε μια συναυλία που χαρακτηρίστηκε από τα ΜΜΕ ως «ιστορική» και από το κοινό ως «εμπειρία ζωής». Το Greek City Times έγραψε: «Η Άννα Βίσση μάγεψε περισσότερους από 60.000 θεατές στο Καλλιμάρμαρο, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά γιατί παραμένει η απόλυτη σταρ της Ελλάδας».
Η Άννα Βίσση είναι από τις λίγες Ελληνίδες καλλιτέχνιδες που έχουν συνδέσει τη δισκογραφία τους με εμπορικά ρεκόρ που παραμένουν ακατάρριπτα. Συγκεκριμένα, το άλμπουμ «Κραυγή» (2000) είναι μέχρι σήμερα το πιο εμπορικό άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, με πάνω από 700.000 πωλήσεις. Το ρεκόρ αυτό δεν έχει ξεπεραστεί, ακόμα και σε εποχές που η δισκογραφία γνώρισε μεγάλες επιτυχίες. Επιπλέον, έχει κατακτήσει τον τίτλο της «τραγουδίστριας με τα περισσότερα πλατινένια και χρυσά άλμπουμ στην Ελλάδα», με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα συνολικά σε Ελλάδα και Κύπρο. Αυτές οι επιτυχίες αποτελούν την απόδειξη της διαχρονικής σχέσης της με το κοινό.
Λατρεύω την Άννα Βίσση. Είναι υπέροχη τραγουδίστρια. Την έχω συναντήσει και έχω όλα τα τραγούδια της στο κινητό μου. Μου αρέσει πολύ.
— Σάρα Τζέσικα Πάρκερ
Πέρα από τις πωλήσεις και τα βραβεία, η Άννα Βίσση έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια ανεπανάληπτη σχέση με το κοινό της. Από τα μεγάλα λαϊκά κέντρα της δεκαετίας του ’80 μέχρι τις sold out εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο, η παρουσία της παραμένει αξεπέραστη. Η μουσική της πορεία, γεμάτη τόλμη, πειραματισμούς και εμπορικές αλλά και καλλιτεχνικές κορυφές, αποτελεί πηγή έμπνευσης για νέες γενιές καλλιτεχνών.
Η Άννα Βίσση συνεχίζει ακούραστα να δημιουργεί, να ανανεώνεται και να συγκινεί το κοινό. Από την Πύλα της Λάρνακας μέχρι τις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, η πορεία της αποδεικνύει ότι ο τίτλος της «Απόλυτης Ελληνίδας σταρ» δεν της δόθηκε τυχαία, τον κέρδισε με δουλειά, ταλέντο και πάθος.
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας