Διονύσης Σαββόπουλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσικη

Διονύσης Σαββόπουλος: Η δεκαετία του ’80 - Δύο εμβληματικοί δίσκοι, οι επιθέσεις

Ανακαλύπτοντας τον Διονύση Σαββόπουλο – Μέρος 3ο
34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Διονύσης Σαββόπουλος: Το τρίτο μέρος μιας μεγάλης συζήτησης για τη ζωή και το έργο του Διονύση Σαββόπουλου – Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»

Στα δύο προηγούμενα μέρη παρακολουθήσαμε τον Διονύση Σαββόπουλο στα χρόνια της πρώτης του νεανικής ορμής με την οποία εμφανίστηκε στα πολιτιστικά πράγματα της Ελλάδας, τραβώντας αποφασιστικά μια γραμμή. Αφού έκοψε προσωρινά τους δεσμούς του με τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας και την επαρχιακή Θεσσαλονίκη (αλλά ποτέ με τους πνευματικούς της ανθρώπους, τους οποίους είχε πάντα μαζί του), κατέβηκε με το Φορτηγό για να εγκατασταθεί στην Αθήνα με σκοπό, όπως συχνά έλεγε ο ίδιος, «να πραγματοποιήσει τον εαυτό του».

Είδαμε τον νέο ροκ ήχο που έφερε με τα ακούσματα και τις εμπειρίες του εξωτερικού, τους τρεις δίσκους που έβγαλε τα χρόνια της δικτατορίας παίζοντας τα τραγούδια στο Κύτταρο και το Ροντέο σε φοβερά πρωτοποριακές παραστάσεις που υπήρξαν καταφύγιο και επιρροή για τους ανήσυχους νέους –και όχι μόνο– της εποχής, αλλά και τη σχέση του με την παράδοση, μέσα από την οποία βρήκε την ταυτότητά του ως τραγουδοποιός. Και φτάσαμε μέχρι τη «Ρεζέρβα» (1979), όπου διαπιστώσαμε μια απογοήτευση και μια περιχαράκωση στο εσωτερικό, ένα αποτράβηγμα.

Στο τρίτο αυτό μέρος θα μιλήσουμε κυρίως για τη δεκαετία του 1980, που ήταν κομβική: ακούγοντας τα τραγούδια του, διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του («Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», εκδ. Πατάκη) και αποσπάσματα από παλιές συνεντεύξεις του (που δείχνουν την πνευματική του ωριμότητα και ανεξαρτησία, και τη διαυγή ματιά του). Mε οδηγό μια μεγάλη συζήτηση με δύο ειδικούς της γενιάς μου: τον Δημήτρη Καράμπελα (συγγραφέα του δοκιμίου «Διονύσης Σαββόπουλος», εκδ. Μεταίχμιο) και τον Γιάννη Παλαβό, οι οποίοι ξέρουν το έργο του απέξω κι ανακατωτά αλλά και τις συγκυρίες που το διαμόρφωσαν.

Όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες, αλλά σ’ εκείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει
(«Για τα παιδιά που είναι στο κόμμα», από το δίσκο («Ρεζέρβα», 1979)

Τη δεκαετία του ’80, σε ένα κλίμα ευφορίας και εκδημοκρατισμού με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τον αριστερό Έλληνα πλήρως αποκατεστημένο πια, αλλά και ένα κύμα λαϊκισμού που εισχωρούσε σταδιακά στην κοινωνία, ο Διονύσης Σαββόπουλος αποκτά καθολική αποδοχή. Πλέον τα τραγούδια του ακούγονται σχεδόν σε κάθε σπίτι, στο ραδιόφωνο, σε δίσκους και κασέτες.

«Αν μεγάλωνες στην Αθήνα του ’80, ο Σαββόπουλος ήταν πανταχού παρών: στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, στα περιοδικά, στίχοι του εμφανίζονταν στους μεγάλους τίτλους των εφημερίδων: «ΣΚΗΝΕΣ ΡΟΚ», «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΖΕΙΣ», «ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ», «Μ’ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΚΑΙ ΒΑΠΟΡΙΑ» (στην έξοδο των εκδρομέων), και παραφρασμένοι στα γήπεδα οι στίχοι του ΑΣ ΚΡΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΧΟΡΟΙ. Είχα ακούσει εκατοντάδες φορές στο ραδιόφωνο και στους τίτλους τέλους μιας παιδικής μουσικής εκπομπής το “Ας κρατήσουν οι χοροί”, ενώ τα Σαββατόβραδα του 1986-1987 στην οθόνη της τηλεόρασης εμφανιζόταν ως μια αινιγματική φιγούρα, κάτι ανάμεσα σε γυμνασιάρχη, κωμικό του βωβού κινηματογράφου και αναρχικό ποιητή, και αφηγούνταν ή τραγουδούσε για διαφορετικές εκδοχές της πραγματικότητας για τις οποίες σπάνια ακούγαμε στο σπίτι ή στο σχολείο (η εκπομπή του «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» στην ΕΡΤ1 ήταν κάτι σαν το «Μουσικό κουτί» του Νίκου Πορτοκάλογλου, πέρασαν όλοι, από τον Πάριο και τον Νταλάρα, μέχρι τον Χάρρυ Κλυν, αλλά δεν είχε μόνο μουσική, είχε και πολλά σκετς, αστεία, μουσικές ειδήσεις της χρονιάς και συνολικές τοποθετήσεις του). Στα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια το ίδιο επώνυμο ξεσήκωνε, από τότε, κύματα ενθουσιασμού και μορφασμούς αποδοκιμασίας» λέει ο Δημήτρης Καράμπελας.

Διονύσης Σαββόπουλος | Τραπεζάκια έξω
Διονύσης Σαββόπουλος | Τραπεζάκια έξω

Από τα «Τραπεζάκια έξω» έχει πια πάρα πολύ μεγάλη διείσδυση στον κόσμο – «παρότι άλλο ο Σαββόπουλος τη στιγμή που γράφει, κι άλλο όταν βγαίνει στην τηλεόραση και στις δημόσιες εμφανίσεις του».

Στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς κειμένων είχαμε κάνει μια διάκριση ανάμεσα σε τους τρεις διαφορετικούς Σαββόπουλους, την οποία φέρνει στην κουβέντα μας ο Δημήτρης. «Aπό εδώ και πέρα, υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στον Σαββόπουλο περσόνα και τον Σαββόπουλο δημιουργό, καθώς πλέον εμπλέκεται πολύ πιο άμεσα στην πολιτική και πολιτιστική ζωή. Συνεπώς, μέσω της δημόσιας παρέμβασης θα κριθεί και θα επικριθεί – και μάλιστα σε ένα πεδίο διαφορετικό από αυτό της τέχνης». 

Διονύσης Σαββόπουλος | Τραπεζάκια έξω
Διονύσης Σαββόπουλος | Τραπεζάκια έξω

Διονύσης Σαββόπουλος | Τραπεζάκια έξω

Τον Απρίλιο του 1983 ο Σαββόπουλος κυκλοφορεί τα «Τραπεζάκια έξω», τον τελευταίο του δίσκο στη Λύρα και τον πιο δημοφιλή της καριέρας του, και στις 19 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου εμφανίζεται στη θρυλική συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο, που ήταν τότε ολοκαίνουργιο και που οι μεγαλύτεροι σίγουρα θυμούνται, με πρωτοφανή προσέλευση κοινού: πάνω από 70.000 θεατές.

Παρότι πολλά πράγματα δεν πήγαν καλά σε αυτήν τη –μεγαλεπίβολης παραγωγής– συναυλία στο τεχνικό κυρίως κομμάτι (φώτα, ήχος, σκηνοθεσία), που τα αφηγείται στην αυτοβιογραφία του («εκείνη η γιγαντοσυναυλία στο Ολυμπιακό μπορεί να ήταν τεράστια επιτυχία, αλλά εγώ δεν την ευχαριστήθηκα. Αντιθέτως. Διότι καλλοτεχνικά δεν έγινε αυτό που είχα σχεδιάσει...»), ο ίδιος περιγράφει σε άλλο σημείο το κλίμα της εποχής: «Ποτέ δεν αισθανθήκαμε τόσο ασφαλείς, τόσο αισιόδοξοι, όσο εκείνα τα χρόνια. Σαν να δόθηκε το σύνθημα στους πολίτες β’ κατηγορίας να βγουν από τις υπόγειες στοές και να παίξουν κεντρικό παιχνίδι έξω. Έτσι έφτιαξα τα “Τραπεζάκια έξω”. Είναι ο πιο χαρούμενος δίσκος μου. Έτσι έκανα το Ολυμπιακό Στάδιο».

Διονύσης Σαββόπουλος

«Κάποιος κόσμος, όμως, στις κερκίδες το έβλεπε λίγο διαφορετικά (…) H ρήξη που εμφανίστηκε το ’89 με το “Kούρεμα” έχει τις απαρχές της στο Ολυμπιακό του ’83, σε κείνη τη βουβή κόντρα», λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1989. (από το βιβλίο του Δ. Καράμπελα, «Διονύσης Σαββόπουλος») 

Έτσι λοιπόν, ενώ τα «Τραπεζάκια έξω» τα ακούγαμε σχεδόν όλοι, και ο δίσκος αυτός μαζί με τις συναυλίες διαμόρφωσαν τη δημόσια εικόνα του –αυτό που ξέρουμε σήμερα ως «Διονύσης Σαββόπουλος»–, ένα μέρος του αριστερού κόσμου που μέχρι τότε τον ακολουθούσε ήδη τότε τον εγκαταλείπει, καθώς κατηγορείται ότι από αριστερός καλλιτέχνης έγινε «χριστιανός» και ελληνοκεντρικός, εκφραστής ενός υποτιθέμενου νεορθόδοξου ρεύματος.

Όλο αυτό είναι όμως μια ακόμα παρεξήγηση, τονίζει ο Δημήτρης.

Διονύσης Σαββόπουλος

«Ξεκινώντας από την εξέγερση στο ροκ, ο Σαββόπουλος από τα τέλη του ’70 στρέφεται όντως στη χαμένη ορθόδοξη παράδοση και τη χριστιανική πίστη. Αν πάμε στο παρελθόν του, ωστόσο, βλέπουμε ότι είναι Θεσσαλονικιός, με πατέρα Κωνσταντινουπολίτη και μητέρα από τη Φιλιππούπολη, και φέρει όλη αυτή τη βαλκανική κληρονομιά. (η οποία άλλωστε εμφανίζεται και στα τραγούδια του). Δάσκαλοι του είναι ο Πεντζίκης, η Καρέλλη, ο Βαφόπουλος, ο Ασλάνογλου και ο Αναγνωστάκης, μεγαλώνει δηλαδή σε ένα κλίμα πολύ διαφορετικό από αυτό της Αθήνας. Και επιπλέον, κάτι που δεν ξέρουν πολλοί, δάσκαλός του στη Νομική, έστω και λίγο, είναι ο Νικόλαος Πανταζόπουλος, ο μεγάλος ιστορικός του Δικαίου, που διαμόρφωσε τη ρομαντικής φύσεως θεωρία περί ελληνικών κοινοτήτων που διεσώθησαν στην Τουρκοκρατία.

Συνεπώς υπάρχει μια επιρροή τέτοιων ρευμάτων σκέψης στον Σαββόπουλο πολύ πριν εμφανιστούν οι νεοορθόδοξοι και οι πολέμιοί τους. Με κάποιους απ’ αυτούς, όπως με τον Μοσκώφ και τον Ράμφο, είναι συνοδοιπόροι από τα φοιτητικά κινήματα, αλλά η πνευματική του καταγωγή προηγείται. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε τη σχέση του με τη μουσική παράδοση με την οποία αναμετρήθηκε την προηγούμενη περίοδο 1970-1975».

→ Μεγάλωσα μέσα στην πνευματική ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, διαβάζοντας και συναναστρεφόμενος τον Αλέξη Ασλάνογλου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη. Είμαι μαθητής αυτής της σχολής, σ’ αυτήν θέλω να ανήκω και σαν μαθητής αυτής της σχολής άσκησα την όποια επιρροή μου στο ελληνικό τραγούδι και στους νεότερους.

Διονύσης Σαββόπουλος - Λαλαλά - Official Audio Release

Διονύσης Σαββόπουλος | Η πιο σημαντική μοναξιά

Όσο μπαίνεις πιο βαθιά στο έργο του, καταλαβαίνεις γιατί όλες αυτές οι ταμπέλες που του βάζουν κατά καιρούς είναι χωρίς αντίκρισμα. Γιατί βλέπεις, όλο και πιο καθαρά, πως τα τραγούδια του είναι καρπός μιας αγωνίας προσωπικής, να καταλάβει τον εαυτό του, και πνευματικής, να τοποθετηθεί απέναντι στον κόσμο. Είναι τα βιώματά του, σχολιάζω στους δύο μου συνομιλητές, αλλά τον ενδιαφέρει πάρα πολύ και η εποχή του.

«Δεν την βλέπει ωστόσο επικαιρικά», συμπληρώνει ο Γιάννης. «Με το έργο και τη ματιά του απευθύνει στην εποχή του πολύ βαθύτερα ερωτήματα. Υπάρχει πάντα κάτι το επιτακτικό στον τρόπο που συνθέτει τους κύκλους τραγουδιών του. Κάποτε, σε μια συνέντευξή του, χρησιμοποίησε το ουσιαστικό “θανατούλης”. Υπάρχουν πολλοί “θανατούληδες”: από δίσκο σε δίσκο μεσολαβεί ένας θάνατος κι ένα πένθος –τα λέει ωραία ο Δημήτρης στο βιβλίο του–, που γεννά έναν καινούργιο εαυτό με τρόπο αναστάσιμο και ελπιδοφόρο. Και όταν πια τελειώνει αυτό με κάποιον τρόπο και δεν τον εξυπηρετεί το νέο σχήμα ως τρόπος επικοινωνίας με το έξω, πάει παρακάτω. Πρόκειται για ένα μεγάλο μάθημα ελευθερίας και χειραφέτησης για τον ακροατή, αλλά και για τον δημιουργό. Όχι μάθημα φόρμας, γιατί η φόρμα μπορεί εύκολα να εκπέσει σε κούφιο κέλυφος: μιλώ για μια στάση πνευματική».

→ Δεν θέλω να κατακτώ το άγνωστο. Θέλω να ξεπερνώ τον θάνατό μου. Πού βρίσκεται τώρα εκείνο το παιδάκι που έγραψε τη “Συννεφούλα; Εκείνος ο νέος με τα γυαλιά και το μουστάκι που έγραψε το “Φορτηγό; Εκείνος ο άλλος με τα μαλλιά που τραγουδούσε τον “Μπάλλο; Ο θάνατός τους υπήρξε νέα πηγή ζωής και νέων κάθε φορά τραγουδιών. Μόνο που οι θανατούληδες, όπως και τα αληθινά τραγουδάκια, θέλουν χρόνο. (Αύγουστος του '87, Ταχυδρόμος, από το δοκίμιο του Δ.Κ. «Διονύσης Σαββόπουλος»)

«Σε μια άλλη συνέντευξή του, πάλι, λέει “να είμαστε καλά να αποτυγχάνουμε”. Ασφαλώς, αυτές οι αποτυχίες δεν είναι αποτυχίες, αλλά μια διαφορετική μορφή της προσπάθειας να βρει παρηγοριά. Το ίδιο που υπονοούν οι στίχοι “Θέλω να κατέβω, θέλω να ενωθώ / μόνο να σε βλέπω, μόνο αυτό μπορώ”. Η μοναξιά που υπάρχει πίσω από το έργο του Σαββόπουλου είναι κεφαλαιώδης».

Διονύσης Σαββόπουλος

→ Είχα ζαλιστεί πια από το να αποτυγχάνω συνεχώς. Ίσως σας φαίνεται παραδοξολογία, αλλά ξέρετε, όταν κάθομαι να γράψω, έχω κάτι πολύ πλούσιο μέσα στο κεφάλι μου και στο τέλος ό,τι βγαίνει από το χέρι μου είναι ένας χλωμός απόηχος του αρχικού ερεθίσματος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να ακούω τους παλιούς μου δίσκους. Όταν απογοητεύτηκα με το “Φορτηγό”, μετά από λίγο κατάφερα να ψήσω τον εαυτό μου σε στυλ “δεν πειράζει, πρώτος δίσκος είναι – μετά θα τα καταφέρεις καλύτερα”. Έτσι έγιναν σιγά-σιγά εννιά δίσκοι και εγώ εξακολουθούσα πάντα να έχω αυτό το αίσθημα της αποτυχίας, σε σχέση δηλαδή με αυτό που ήθελα να πω και με αυτό που η αδεξιότητα μου τελικά παρήγαγε.

Διονύσης Σαββόπουλος

Μπαίνουμε στο αγαπημένο μου κομμάτι της συζήτησής μας. Καθώς ακούς τα τραγούδια του και συνδέεσαι με το έργο του, αυτή τη μοναξιά του δημιουργού που λέει ο Γιάννης, την αισθάνεσαι.

Ο Δημήτρης συμφωνεί και επαυξάνει: «Είναι από τις πιο σημαντικές στιγμές μοναξιάς που έχουμε και στο τραγούδι και στην ποίηση. Και έχει ενδιαφέρον το πώς αυτή η διαδρομή ολοκληρώνεται δισκογραφικά με τον “Χρονοποιό”, το 1999, όπου, αφού έχει περάσει από την εφηβική επανάσταση, από την Αριστερά, την παράδοση, τους εθνικούς και θρησκευτικούς μύθους, κλείνει πολύ φυσικά με αυτό το έργο του, όταν είναι πια 56-57 χρονών – να θυμίσω ότι είναι η ηλικία στην οποία ολοκληρώθηκε το πιο μεστό κομμάτι του έργου όλων των μεγάλων μουσικών, συνθετών, τραγουδοποιών, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, αλλά και στη δυτική τραγουδοποιία τότε μας έδωσαν τα τελευταία σημαντικά τραγούδια τους ο Κοέν (με το The Future) και ο Ντίλαν. Στο “Φως στις 10 το πρωί”, ένα από τα καλύτερα τραγούδια του ομολογουμένως, περιγράφει αυτές τις λύσεις με τις οποίες προσπάθησε να παρηγορήσει αυτή τη μοναξιά».

Διονύσης Σαββόπουλος - Το φώς στις 10 π.μ. - Official Audio Release

Ο Γιάννης θυμίζει κάτι που λέει συχνά στις συνεντεύξεις του, ότι εγώ πάντα έγραφα από αυτά που δεν ήξερα, όχι από αυτά που ήξερα. Και τώρα ξέρω, μπορώ να γράψω τραγούδια, αλλά θα είναι κάτι κενό, επιφανειακό. «Το θέμα είναι να έχεις την τόλμη να πας εκεί όπου δεν ξέρεις τι βρίσκεται. Την τόλμη να διερευνήσεις ό,τι δεν ξέρεις. Όμως αυτό απαιτεί να δοκιμάσεις ένα άλμα στο κενό. Αυτό έκανε πάντοτε ο Σαββόπουλος κι αυτό μας κληροδοτεί».

Αυτό το άλμα στο κενό θα τον οδηγήσει όχι μόνο σε στιγμές δόξας και καθολικής αποδοχής, αλλά και στην αποκαθήλωσή του από ένα κοινό που λίγο πριν τον αποθέωνε, με κορυφώσεις, από τη μία τη συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο το '83, και από την άλλη τις φοβερές αντιδράσεις για την παράσταση «Με γεια το κούρεμα» το '89 στο Zoom στην Πλάκα, αλλά και πολύ πιο πρόσφατα τη χυδαία κατασυκοφάντησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από την κρίση του 2009 και μετά.

Διονύσης Σαββόπουλος | «20 χρόνια δρόμος»
Διονύσης Σαββόπουλος | «20 χρόνια δρόμος», εξώφυλλο Αλέξης Κυριτσόπουλος, Lyra, 1983

Είμαι καλλιτέχνης και θέλω να μ’ αγαπάνε, λέω στον εαυτό μου «την άλλη φορά να προσέχεις, να τα λες πιο μαλακά», αλλά όταν έρχεται η ώρα να γράψω, το ξεχνάω. Φαίνεται αυτή είναι η φύση του τροβαδούρου· τραγουδάει αυτό που αισθάνεται, χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο. Και όταν το σκεφτεί, είναι αργά.

Διονύσης Σαββόπουλος | «20 χρόνια δρόμος»
Διονύσης Σαββόπουλος | «20 χρόνια δρόμος», εξώφυλλο Αλέξης Κυριτσόπουλος, Lyra, 1983

Είμαι καλλιτέχνης και θέλω να μ’ αγαπάνε, λέω στον εαυτό μου «την άλλη φορά να προσέχεις, να τα λες πιο μαλακά», αλλά όταν έρχεται η ώρα να γράψω, το ξεχνάω. Φαίνεται αυτή είναι η φύση του τροβαδούρου· τραγουδάει αυτό που αισθάνεται, χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο. Και όταν το σκεφτεί, είναι αργά.

Διονύσης Σαββόπουλος | Το «Κούρεμα» και οι επιθέσεις

Κι όταν καλή ώρα φεύγουν φίλοι και κοινό
και μονάχος μένω στο κενό
(Μην πετάξεις τίποτα)

Το σοκ έρχεται με τον πιο τολμηρό του δίσκο που κυκλοφορεί έξι χρόνια μετά τα «Τραπεζάκια έξω» την άνοιξη του ’89, και τον λιγότερο δημοφιλή, το «Κούρεμα», με κομμάτια όπως οι «Κωλοέλληνες», η «Αποτυχία της Αριστεράς» και το «Μητσοτάκ», που συνοδεύτηκε από μια επίσης σοκαριστική αλλαγή στην εμφάνισή του. Με τα τραγούδια αυτά ξαναβγαίνει στη σκηνή, μετά από πολύ καιρό χωρίς live, όπως λέει ο ίδιος «ξυρισμένος και κουρεμένος με τη ψιλή, σαν τιμωρημένος, σαν προετοιμασμένος για διαπόμπευση, μπαϊλντισμένος από τον ψευδοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του».

Όπως τον βλέπουμε και στο εξώφυλλο αυτού του δίσκου, σαν μια συμβολική θυσία του παλιού του εαυτού, κόβει τα μαλλιά του, ξυρίζει τα γένια του, to σήμα κατατεθέν του όλων των προηγούμενων χρόνων. Κυρίως αφήνει, προς στιγμήν, την ποιητική γλώσσα προς χάριν ενός ωμού ρεαλισμού που θέλει να ταράξει τα νερά. Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Διονύσης Σαββόπουλος | «Το κούρεμα»
Διονύσης Σαββόπουλος | «Το κούρεμα»

Αυτός που κόβει τα μαλλιά του και τα γένια του (…) απομακρύνει στην ουσία από πάνω του ένα σύμβολο, στερείται το εξωτερικό κομμάτι μιας ιδιαιτερότητας που τον καθιστά ισχυρό. (Δ.Σαββόπουλος, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1989)

Διονύσης Σαββόπουλος | «Το κούρεμα»
Διονύσης Σαββόπουλος | «Το κούρεμα»

Αυτός που κόβει τα μαλλιά του και τα γένια του (…) απομακρύνει στην ουσία από πάνω του ένα σύμβολο, στερείται το εξωτερικό κομμάτι μιας ιδιαιτερότητας που τον καθιστά ισχυρό. (Δ.Σαββόπουλος, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1989)

Ο Δημήτρης θυμίζει το πολιτικό κλίμα της εποχής. «Με το “Κούρεμα” ο Σαββόπουλος πίστευε ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ο πασοκικός λαϊκισμός επιχειρεί να διαστρεβλώσει τις προοδευτικές αξίες στις οποίες είχε πιστέψει η γενιά του, γύρω του κυριαρχούν ο κιτρινισμός της “Αυριανής”, το σκάνδαλο Κοσκωτά και η παντοκρατορία του Μένιου Κουτσόγιωργα. Το “Κούρεμα” είναι και μια κίνηση συμπαράστασης στον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος εκείνη την εποχή δεχόταν αδιανόητες επιθέσεις που υποστήριζαν με την ανοχή τους ή και εμπράκτως πάρα πολλοί από τον προοδευτικό κόσμο – από τον Μανώλη Γλέζο και τη Μελίνα Μερκούρη, μέχρι τον Νίκο Κωνσταντόπουλο και τον Φώτη Κουβέλη οι οποίοι έβγαιναν επώνυμα και έπαιρναν το μέρος της “Αυριανής” και όχι του Χατζιδάκι.

» Ο Σαββόπουλος, σε συνδυασμό με μια προσωπική κρίση ανανοηματοδότησης, έκρινε ότι σε αυτή τη φάση έπρεπε να τραγουδήσει κυριολεκτικά και όχι υπαινικτικά και ποιητικά όπως στο παρελθόν. Για αυτό εγκαταλείπει για λίγο την ποίηση –αν και όχι σε όλα τα τραγούδια (σ.σ. εξαίρεση αποτελούν τα εμβληματικά “Εμείς του ’60 οι εκδρομείς” που μιλάει για τη γενιά του και το “Καλοκαίρι”, που τελειώνει τον δίσκο με ένα άλλο φως)– και μιλάει κυριολεκτικά. Θεωρώντας ότι ακόμα ανήκει στην ανανεωτική αριστερά. Όπως λέει στις συνεντεύξεις του, ο όρος Αριστερά στο “Κούρεμα” αναφέρεται κυρίως στο πώς ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ καπηλεύονται την κληρονομιά αυτή» απαντάει στην ερώτησή μου γιατί στον δίσκο αυτό εγκαταλείπει την ποίηση».

Διονυσης Σαββόπουλος - Μην περιμένετε αστειάκια

«Δηλαδή», προσθέτει ο Γιάννης Παλαβός, «είναι σκόπιμη η εγκατάλειψη μιας κρυπτικής ποιητικής, που μέσα στη χούντα, βέβαια, ήταν αναγκαία. Σημειώνεται ότι και η “Ρεζέρβα” και τα “Τραπεζάκια έξω” είναι κρυπτικοί δίσκοι, όπως και οι δίσκοι μετά το Κούρεμα. Αλλά εκείνη τη στιγμή, αυτή είναι η στρατηγική του, σαν μια απάντηση που πρέπει να δοθεί, ως ανάχωμα στον αυριανισμό».

Η κριτική στην Αριστερά υπάρχει από πολύ πιο πριν, αλλά επειδή είναι κρυμμένη στην ποιητική γλώσσα δεν την αντιλαμβάνονται; ρωτάω.

«Το διατυπώνει ωραία ο Αρανίτσης σε ένα άρθρο του στην “Ελευθεροτυπία”, υπερασπιζόμενος τον Σαββόπουλο», απαντά ο Γιάννης. «Καθώς έχει περάσει πια η εποχή που η Αριστερά αποτελούσε ουσιαστικό κοινωνικό αίτημα, το κοινό καθρέφτιζε τον εαυτό του στον Σαββόπουλο επιδερμικά. Το πλατύ πλέον ακροατήριο των τραγουδιών του ήθελε πνευματικά αποφάγια και όχι πραγματικό διάλογο. Δεν ζητούσε να αναμετρηθεί με ένα όντως έργο, με την αγωνία δηλαδή ενός δημιουργού να βρει ένα καινούργιο σχήμα ώστε να απευθύνει απαιτητικά ερωτήματα».

Και ποιοι τελικά μένουν μαζί του; «Στην πραγματικότητα, το ακροατήριο του Σαββόπουλου, ιδίως από τη Ρεζέρβα και μετά, είναι οι εκκρεμείς και οι αδέσποτοι, όσοι δυσκολεύονται να ανήκουν κάπου και έμειναν και μένουν με την αίσθηση της εκκρεμότητας, που είναι βασική στον Σαββόπουλο. Αυτό, νομίζω, είναι το αληθινό κοινό του».

Tο πρώτο μαζικό cancel 

Τα τραγούδια αυτά παρουσιάζονται στο εμβληματικό Zoom της οδού Κυδαθηναίων, πριν βγει ο δίσκος –πάντα συνήθιζε να παίζει τα καινούργια κομμάτια στο κοινό για να τα δοκιμάζει–, όπου πρώην ακόλουθοί του τον γιουχάρουν φεύγοντας στη μέση του προγράμματος.

 Έφτασα να παίζω στο άδειο Zoom με καμιά εικοσαριά όλους κι όλους πελάτες, που επιπλέον δε με άντεχαν, με προπηλάκιζαν, σηκωνόντουσαν και φεύγανε. Ήταν άγριες μέρες, αλλά εκείνο το εξαίσιο πλάσμα, η Ελευθερία μου (σ.σ. Αρβανιτάκη), δεν έφυγε από κοντά μου, στάθηκε δίπλα μου συμπαραστάτρια ως το τέλος. Και ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος. Όπως και οι μουσικοί της ορχήστρας που τους είχε διδάξει ο Παναγιώτης. Κι άλλοι μουσικοί ήθελαν να με υπερασπιστούν, αλλά σιώπησαν. Φοβόντουσαν. Αντιθέτως μια δυο μετριότητες ξεμύτισαν σε στυλ βαράνε όλοι, βάλαμε κι εμείς και μου σούρνανε διάφορα στα Νέα. Αλλά με υπερασπίστηκαν δημόσια ο Χατζηδάκις, ο Πορτοκάλογλου, ο Νταλάρας και ο ποιητής Γιώργος Χρονάς. (Ο τραγουδισμένος χρόνος)

Συζητάμε ότι ήταν το πρώτο μαζικό και πολύ ζόρικο cancel της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας, σε συνθήκες live, πολύ πριν μάθουμε τον όρο. Το περίμενε; «Σε όλο αυτό το κλίμα που ο Χατζιδάκις υβρίζεται αισχρά από την “Αυριανή”, με το σκάνδαλο Κοσκωτά και όλη η σήψη της εποχής, ήξερε ότι θα προκαλούσε κι ότι προφανώς θα είχε κάποιο κόστος, ότι κάποιοι θα δυσαρεστηθούν, αλλά όχι σε αυτόν τον βαθμό. Στο μαγαζί τον λοιδορούσαν... Ο Χατζιδάκις πήγαινε συνέχεια με την παρέα του και ήταν κι άλλα είκοσι άτομα, πολλοί όμως πήγαιναν μόνο για να του πετάνε στραγάλια, δεκάρικα, κι αυτός συνέχισε να παίζει» απαντάει ο Δημήτρης.

→ Τον κωλο-ελληνισμό, που είναι η βαριά κληρονομιά όλων μας, τον κρατούμε λίγο-πολύ υπό έλεγχο. Αλλά όταν ξεσπάει συλλογικά, δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Παύει να έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί, και γινόμαστε ένα συρφετός από ανθρώπους φθονερούς και λυσσασμένους για εξουσία. Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή, φώναζαν “αίσχος”, αποχωρούσαν από την αίθουσα. Με πλεύριζαν έξαλλοι οδηγοί στα φανάρια και με ψέλνανε με αγριεμένο μάτι, με ξεφώνιζαν διαβάτες από το απέναντι πεζοδρόμιο. Άλλοι γράφανε βρισιές στους τοίχους του σπιτιού μας, ότι είμαι προδότης, ότι πουλήθηκα. Τα παιδιά μου είχαν τρομάξει.

Τέτοιες επιθέσεις και λιντσαρίσματα είχα κι άλλες φορές, σε μικρότερο βαθμό όμως. Στους “Αχαρνής” τότε, το ’77. Στεναχωριόμουνα. Είμαι καλλιτέχνης, και θέλω να μ’ αγαπάνε, λέω στον εαυτό μου “την άλλη φορά να προσέχεις να τα λες πιο μαλακά”, αλλά όταν έρχεται η ώρα να γράψω το ξεχνάω.

(Ο Τραγουδισμένος Χρόνος, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»)

Η ισοπεδωτική υποδοχή που είχε το «Κούρεμα» ήταν μάλλον ο καθοριστικός λόγος που οι επόμενοι δίσκοι του δεν πέρασαν στις νεότερες γενιές.

Σκέφτομαι ότι αν η Ελλάδα, εκείνη την εποχή, ήταν πιο ώριμη για να πάει κοντά στον Σαββόπουλο, το αντίπαλο δέος του αυριανισμού, θα ήμασταν τώρα μια άλλη χώρα – δεν είμαστε. Αν διαβάσεις παλιές συνεντεύξεις ξαφνιάζεσαι με τη διαύγεια της σκέψης του.

→ Σαν καλλιτέχνης, το μόνο που ήθελα και θέλω είναι να έχουν όλα τα πράγματα το ίδιο δικαίωμα να εκφραστούν και ό,τι ήθελε προκύψει [...] Παλιά νόμιζα ότι η άθλια δεξιά ήταν που το εμπόδιζε. Μετά κατάλαβα ότι και η Αριστερά το ίδιο έκανε. Δυστυχώς η μόδα άλλαξε [...] Τα πράγματα εξελίσσονται χομεϊνικά. Τώρα ο κόσμος δεν ακούει πάρα όποιον υπόσχεται τη νίκη. Τη νίκη του Ισλάμ, του ΠΑΣΟΚ, του κομμουνισμού ή της ΝΔ. Και όλα κατά βάθος σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Τη βαρβαρότητα του είμαστε πολλοί και όποιος δεν είναι μαζί μας είναι σκουλήκι. (Νέα, Οκτώβριος 1979)

Είναι από τους λίγους διανοούμενους της εποχής του που είδαν ξεκάθαρα το κύμα του λαϊκισμού να απλώνεται, μεταπολιτευτικά, σαν μικρόβιο και να διαποτίζει όλα τα κόμματα και την κοινωνία, ένα μικρόβιο που έγινε δεύτερη φύση μας και μας ταλαιπωρεί ακόμα. Το είδε και το έκανε τραγούδια, χωρίς να φοβηθεί.

Κι αναρωτιέται κανείς, λέω στους συνομιλητές μου, γιατί δεν επιτέθηκαν σε άλλους, όπως για παράδειγμα στον Μίκη Θεοδωράκη, που έγινε και υπουργός της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη;

«Ναι, έχει ενδιαφέρον επίσης το ότι την εποχή εκείνη δεν επιτέθηκε κανείς στον Χατζιδάκι, στον Θεοδωράκη ή στον Ξαρχάκο που τραγούδησαν στο Ολυμπιακό στάδιο σε 70.000 κόσμο στη συναυλία της προεκλογικής εκστρατείας της ΝΔ το φθινόπωρο του ’89 στην οποία ο Σαββόπουλος δεν συμφώνησε να συμμετάσχει. Λίγο αργότερα, ο Θεοδωράκης έγινε υπουργός της ΝΔ το 1990, όπως εξάλλου και ο Θάνος Μικρούτσικος λίγο αργότερα υπουργός Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ».

«Δεν του το συγχώρησαν, γιατί στην ουσία αυτό που έλεγε ήταν μη σκέφτεσαι με όρους άσπρου-μαύρου, σκέψου με τις ρωγμές, μέσα από τις τρύπες από τις οποίες περνάει το φως», συμπληρώνει ο Γιάννης.

«Ο Σαββόπουλος διεκδίκησε το δικαίωμα στην αμφισβήτηση, την αμφιβολία, την αμφισημία, την ειρωνεία, την υπονόμευση. Όχι επειδή έτσι επίτασσε η εποχή, αλλά γιατί σχετιζόταν απορηματικά με τα πράγματα, όπως είπαμε και νωρίτερα. Δεν κολάκευσε το ακροατήριό του, που μετά το ’74 και μέχρι τις αρχές του ’80 στεγάστηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και στην Ανανεωτική Αριστερά. Σ’ αυτόν τον χώρο, μέσες άκρες, ανήκε κι ο ίδιος, όμως δεν δέχτηκε να αυτοπεριοριστεί εκεί και να ακρωτηριαστεί έτσι πνευματικά, γιατί πίστευε ότι ο καθένας οφείλει, όπου βρίσκεται, να βρίσκεται ελεύθερα. Και, τελικά, μόνο έτσι μπαίνεις στο σαββοπουλικό έργο και μπορείς να μετέχεις γόνιμα σε κάτι κοινό: ελεύθερα, διατηρώντας την ιδιοπροσωπία σου».

Ο καθένας οφείλει, όπου βρίσκεται, να βρίσκεται ελεύθερα

Διονύσης Σαββόπουλος | «Μη Πετάξεις Τίποτα»
Διονύσης Σαββόπουλος | «Μη Πετάξεις Τίποτα»

Το «Μη Πετάξεις Τίποτα» (1994, Polydor) είναι το άλμπουμ που σφράγισε τη μουσική ωριμότητα του Διονύση Σαββόπουλου και αποκατέστησε εν μέρει τη ρήξη με ένα αριστερό κοινό που του είχε γυρίσει την πλάτη στον προηγούμενο δίσκο

Διονύσης Σαββόπουλος | «Μη Πετάξεις Τίποτα»
Διονύσης Σαββόπουλος | «Μη Πετάξεις Τίποτα»

Το «Μη Πετάξεις Τίποτα» (1994, Polydor) είναι το άλμπουμ που σφράγισε τη μουσική ωριμότητα του Διονύση Σαββόπουλου και αποκατέστησε εν μέρει τη ρήξη με ένα αριστερό κοινό που του είχε γυρίσει την πλάτη στον προηγούμενο δίσκο

«Μέρες καλύτερες θα ’ρθούν»

Ακολούθησαν κάποιες κινήσεις του για τις οποίες πάλι κατηγορήθηκε, πάλι αδίκως, το 1991, καθώς επρόκειτο για μια σειρά συναυλιών σε ακριτικά σημεία της Ελλάδας, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε αναθέσει στον Χατζιδάκι, στον Σαββόπουλο και σε άλλους καλλιτέχνες. Επί ένα μήνα τότε γραφόταν στον Τύπο ότι πληρώθηκε για αυτές τις συναυλίες με αμύθητα ποσά, ενώ, όπως λέει και στο βιβλίο του, δεν πήρε φράγκο.

→ Όταν μετά από χρόνια το ΥΠΕΘΑ οργάνωσε συναυλίες στη μεθόριο για την ψυχαγωγία στρατιωτών και κατοίκων εκεί, ο Μάνος Χατζιδάκις διάλεξε με τη Νάνα Μούσχουρη να παίξουν στο Καστελόριζο. Δε θυμάμαι και πού αλλού. Εγώ διάλεξα να παίξω σε τέσσερα σημεία: στη Λήμνο, στον Έβρο ψηλά, στα Ρίζια, στους Τοξότες στον Νέστο και στο παραλίμνιο χωριό Ψαράδες, στη μεγάλη Πρέσπα.

Σ’ αυτά τα μέρη, όχι καλλιτέχνης, μηδέ πουλί πεταμένο περνούσε. Είχα μαζί μου τον Ευγενίου Σπαθάρη, την Ειρήνη Κονιτοπούλου - Λεγάκη, τον Νίκο Πορτοκάλογλου, την Οπισθοδρομική Κομπανία. Το σκηνικό το είχε φτιάξει ο Άγγελος Ραζής. Είχαμε μεγάλη ορχήστρα μαζί μας και το χαρήκαμε και το χάρηκε και ο κόσμος και τα φαντάρια που επιτέλους η Αθήνα τους θυμήθηκε και τους έστειλε κάτι από την καλλιτεχνική της ζωή.

Αλλά η ναυαρχίδα του αντιπολιτευόμενου Τύπου και όλοι τους σχεδόν με κατηγορούσαν επί ένα μήνα ότι “συμβιβάστηκα” που πήγα με την εξουσία και ότι πήρα σκανδαλώδη λεφτά! Δεν πήρα φράγκο, ούτε ζήτησα…
(Η Δίψα, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»)

Μια ακόμα συκοφαντία

«Ήταν μια ακόμα συκοφαντία. Βέβαια, επειδή θυμάμαι τις εικόνες από την τηλεόραση», διευκρινίζει ο Δημήτρης, «και ο Σαββόπουλος είχε υπερβεί τότε και τα αισθητικά και τα πνευματικά όρια: είχε πάρει μια ελληνική σημαία και τυλίχτηκε με αυτήν, και άλλα αφελή και κακόγουστα. Στον επόμενο προτελευταίο δίσκο του, στο “Μην πετάξεις τίποτα”, έγραψε ένα τραγούδι συμφιλίωσης για τη σχέση του με την Αριστερά, το “Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη”, που μίλαγε για το πένθος και την απογοήτευση, αλλά δεν είναι τόσο επιθετικός πια».

Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά
που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης
με τελειωμένα και αθάνατα φτερά.

Και σε ένα δεύτερο κομμάτι του ίδιου δίσκου «Μέρες καλύτερες θα ’ρθούν»

Κι εμείς που αριστερίσαμε
ποιο τάχα ήταν το λάθος;
Εφιάλτης ήταν το είδωλο
αλήθεια όμως το πάθος.

Διονύσης Σαββόπουλος - Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν - Official Audio Release

→ Πολλές φορές με ρωτάνε: Μα σε αυτό το τραγούδι σου για τη Σούλα και τον Δεσποτίδη, ποια είναι αυτή... η άλλη Αριστερά; Η ευαισθησία μας είναι η άλλη Αριστερά. Δεν έχει κόμμα η ευαισθησία μας. Μόνο αθάνατα φτερά. Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Όχι μάταια. Έφηβοι ήμασταν, και αυτά ακριβώς τα χρόνια ήταν που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε.

Οι σχέσεις του με το κοινό και την Αριστερά ουσιαστικά αποκαθίστανται το ’95-96. «Θυμάμαι το 1995 στη συναυλία του στο Φεστιβάλ Νεολαίας του Συνασπισμού, με τη Μελίνα Κανά, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα πια. Και εκεί αρχίζει μια σειρά εξαιρετικών παραστάσεων του Σαββόπουλου, όπως το 1996 στη Σφεντόνα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με τον Φοίβο Δεληβοριά, στις Γραμμές, στην Κωνσταντινουπόλεως και αλλού» λέει ο Δημήτρης. Το κοινό του έχει επιστρέψει.

Η γκρίνια επανέρχεται σε πρότζεκτ τύπου Ολυμπιακοί 2004, ή όταν έβγαλε την Καλομοίρα μέσα από την τούρτα των γενεθλίων του στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 2004, γιορτάζοντας τα 40 του χρόνια στο τραγούδι και τα 60 στη ζωή. «Τις δύο τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια πλευρά του Σαββόπουλου η οποία ενέδωσε στην ευκολία πολλές φορές ή σε μια γλυκερότητα, που έδωσε “πατήματα”» συμπληρώνει ο Δημήτρης.

Mπορεί να σκεφτεί κανείς ότι, πολύ ρεαλιστικά, ο Σαββόπουλος έπρεπε να ζήσει και να μεριμνήσει για το καλό της οικογένειάς του. 

Διονύσης Σαββόπουλος | «Ο Χρονοποιός»
Διονύσης Σαββόπουλος | «Ο Χρονοποιός»

Ο τελευταίος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου, το 1999, είναι ο πρώτος που κοιτάζει πια τη ζωή κατάματα, απογυμνωμένη από τις μεγάλες ιδέες, όπως επανάσταση, αριστερά, πατρίδα, πίστη, όλα όσα τον απασχολούσαν στους προηγούμενους δίσκους

Διονύσης Σαββόπουλος | «Ο Χρονοποιός»
Διονύσης Σαββόπουλος | «Ο Χρονοποιός»

Ο τελευταίος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου, το 1999, είναι ο πρώτος που κοιτάζει πια τη ζωή κατάματα, απογυμνωμένη από τις μεγάλες ιδέες, όπως επανάσταση, αριστερά, πατρίδα, πίστη, όλα όσα τον απασχολούσαν στους προηγούμενους δίσκους

Πάντως, η εχθρότητα απέναντί του αναζωπυρώθηκε μαζικά εκ νέου με την οικονομική κρίση, στα σόσιαλ μίντια. «Παρότι ο ίδιος κράτησε μία πάρα πολύ επιφυλακτική θέση. Ακόμα και στο δημοψήφισμα, όμως, το 2015, είπε και με το Ναι και με το Όχι, και ότι στο δίλημμα Ευρώ ή Δραχμή το ζήτημα είναι να μη διαρραγεί η κοινωνία, να μην πάει σε εμφύλιο. Ήταν πολύ προσεκτικός» λέει ο Δημήτρης και ρωτάω, επειδή ήθελε να προστατευτεί και να μη κατασπαραχθεί; «Δεν έχει δώσει ποτέ δείγματα ότι πρόσεχε τι έλεγε για να μην κατασπαραχθεί, πιστεύω πως ένιωσε πραγματικά αυτό τον διχασμό. Υπάρχει, άλλωστε, και ένας “εθνικός” Σαββόπουλος ο οποίος καλώς ή κακώς έχει κάτι το συμφιλιωτικό. Όμως στα ΜΚΔ εκείνη την εποχή εκφράστηκε φθόνος, μίσος, συκοφαντίες, διαστρεβλώνονταν οι δηλώσεις του»

Ήταν κι αυτό μια παρένθεση που έκλεισε.

Ακολουθεί το 4ο και τελευταίο μέρος, εν αναμονή και της εμφάνισής του στο Rockwave Festival, στη Μαλακάσα, το Σάββατο 14 Ιουνίου.

→ Διαβάστε εδώ το Πρώτο μέρος: «Ανακαλύπτοντας τον Διονύση Σαββόπουλο»

→ Διαβάστε εδώ το Δεύτερο μέρος: «Διονύσης Σαββόπουλος: Βάζοντας τους δίσκους στη σειρά»

→ Διαβάστε εδώ το Τέταρτο μέρος: «Η μουσική, οι συναυλίες, το Rockwave και μια ωραία ιστορία για το τέλος»

Δειτε περισσοτερα

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση