Μουσικη

Χρύσα Πανταζή - Ηχητικά Χαϊκού: Μετατρέποντας τον Ήχο της Φύσης σε Τέχνη

«Ανήκω σε μια γενιά που χόρτασε διακηρύξεις, μανιφέστα και τα σχετικά, ώστε να απολαμβάνω πλέον το λίγο»

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Χρύσα Πανταζή μιλάει για τα «Sound Haikus», την κασέτα που κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιλαμβάνει επεξεργασμένες ηχογραφήσεις περιβάλλοντος στη βάση της φιλοσοφίας των χαϊκού.
© Angelina Mendeleva

Η Χρύσα Πανταζή μιλάει για τα «Sound Haikus», την κασέτα που κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιλαμβάνει επεξεργασμένες ηχογραφήσεις περιβάλλοντος στη βάση της φιλοσοφίας των χαϊκού.

Γνώρισα τη Χρύσα Πανταζή ως μέλος των Yeah!, την εποχή που η ανεξάρτητη ελληνική σκηνή ήταν πολύ δυνατή. Είχα παρακολουθήσει μερικές από τις συναυλίες του σχήματος στο οποίο συμμετείχε κι ύστερα την είχα χάσει για πολλά χρόνια. Η ποιητική της συλλογή «Ιοβόλος» που κυκλοφόρησε το 2010 μου είχε ξεφύγει ολοκληρωτικά. Και να τώρα που εμφανίζεται από το πουθενά μια κασέτα που περιλαμβάνει τα δικά της «Sound Haikus», μικρά κομψοτεχνήματα που βασίζονται σε ηχογραφήσεις περιβάλλοντος. Εκείνο όμως που μετράει στη συγκεκριμένη δουλειά είναι η επεξεργασία.

Η Χρύσα Πανταζή επεξεργάζεται το υλικό της με βάση τη μορφή των χαϊκού, όπου το πρώτο μέρος δίνει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στη φύση, το δεύτερο προσφέρει ένα στοιχείο διαφοροποίησης -έναν καταλύτη θα λέγαμε- ώστε στο τρίτο στάδιο να επικρατήσει μια νέα ισορροπία, μια νέα κατάσταση. Εκείνο που διαχωρίζει ένα τυχαίο ευχάριστο ακρόαμα από την τέχνη είναι η οπτική, το όραμα, η στάση του καλλιτέχνη. Και η Χρύσα Πανταζή πέραν του ότι κατέχει σε βάθος τις απαραίτητες τεχνικές, γνωρίζει καλά τα υψηλά σημεία στα οποία θέλει να οδηγήσει την τέχνη της.

Χρύσα Πανταζή: Συνέντευξη για την κυκλοφορία «Sound Haikus», που βασίζονται σε ηχογραφήσεις περιβάλλοντος

Τι σε έκανε να στραφείς στο χαϊκού ως βασική πηγή έμπνευσης;
Αγαπώ το χαϊκού ως είδος ποίησης για τη συντομία και τη βαθιά φιλοσοφική του βάση σχετικά με την ουσία της ζωής, που αποδίδεται μέσω απλών συμβάντων στη φύση. Τα ποιητικά και δομικά χαρακτηριστικά του ταιριάζουν απόλυτα στις δημιουργικές προθέσεις ενός καλλιτέχνη της ηχητικής αφήγησης, που επιδιώκει να διηγηθεί ιστορίες αποκλειστικά με τη χρήση ήχων, δηλαδή χωρίς λόγο ή μουσική. Συγκινήθηκα από τις ηχητικές αφηγήσεις φοιτώντας στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επικεντρώθηκα σε αυτές ως είδος, αφού ταίριαζε και αρκετά με την προηγούμενη εμπειρία μου στην γραπτή αφήγηση, τη μουσική και τη σχετική τεχνολογία παραγωγής ήχου και εικόνας.

Η Χρύσα Πανταζή μιλάει για τα «Sound Haikus», την κασέτα που κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιλαμβάνει επεξεργασμένες ηχογραφήσεις περιβάλλοντος στη βάση της φιλοσοφίας των χαϊκού.
© Μαρία Σαμολαδά

Ποια είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το χαϊκού;
Το βασικό τεχνικό χαρακτηριστικό του κλασικού χαϊκού είναι η συντομότατη και λιτότατη περιγραφή ενός συμβάντος στη φύση, που προκαλεί μία στιγμιαία διαταραχή και μία συνακόλουθη ανεπαίσθητη αλλαγή στο περιβάλλον. Εξ αιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, το χαϊκού εμπεριέχει τον ήχο, καθώς στο φυσικό περιβάλλον ο ήχος δεν απουσιάζει ποτέ. Στον τυπικό κανόνα του χαϊκού αυτή η τριμερής δομή, ισορροπία-συμβάν-νέα κατάσταση, εξελίσσεται σε μόλις τρεις στίχους με συγκεκριμένη ρυθμική μορφή. Μία συγκεκριμένη και απαραίτητη λέξη, που στα ιαπωνικά λέγεται kigo, στον πρώτο στίχο μεταφέρει τον αναγνώστη/ακροατή στην εποχή που λαμβάνει χώρα το περιγραφόμενο γεγονός, για παράδειγμα αν αναφέρεται ένα τζιτζίκι, αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι είναι καλοκαίρι, πιθανότατα μάλιστα ένα πολύ ζεστό μεσημέρι. Στη συνέχεια απαιτείται μία έκφραση -kireji στα ιαπωνικά- ως στοιχείο παύσης, διακοπής ή πρόσκλησης για παρατήρηση και αλλαγή. Το σπάσιμο ενός κλαδιού, το πέταγμα ενός πουλιού, η κλασική βουτιά του βατράχου στη λιμνούλα είναι ήχοι που λειτουργούν άριστα στο ηχητικό ποίημα για να επιστήσουν την προσοχή του ακροατή, ώστε να αναστοχαστεί στη συνέχεια τη σημασία της αλλαγής και της νέας κατάστασης.

Πώς εργάστηκες για να συγκεντρώσεις το ηχητικό σου υλικό για τη δημιουργία των «Ηχητικών Haikus»;
Καθώς εξ αρχής πρόθεσή μου ήταν να χρησιμοποιήσω όσο το δυνατόν περισσότερους αυθεντικά ηχογραφημένους ήχους, ξεκίνησα να εξορμώ στη φύση με το καταγραφικό μηχάνημα ανά χείρας. Η εμπειρία αυτή απέδειξε ότι το εγχείρημα της προγραμματισμένης συγκέντρωσης υλικού για την μετατροπή ενός λεκτικού ποιήματος σε ηχητικό, μπορεί να είναι τεχνικά ενδιαφέρον αλλά από δημιουργική άποψη, μάλλον αρνητικά δυσανάλογο σε συναίσθημα και ουσία. Συνειδητοποιώντας αυτό το γεγονός, συνέχισα τις ηχογραφήσεις επιλέγοντας κυρίως τον χρόνο, τον τόπο και τις συνθήκες, ελπίζοντας ότι το ίδιο το ηχητικό υλικό και το συναίσθημα που αποκόμιζα συγκεντρώνοντάς το θα με καθοδηγούσε στο τελικό αποτέλεσμα. Υπέθεσα δηλαδή, και εν τέλει αποζημιώθηκα, ότι το ποίημα βρίσκεται μέσα στο ηχητικό περιεχόμενο περιμένοντας την ψυχή που θα συγκινηθεί αρκετά ώστε να το ανακαλύψει.

Τι τεχνικές προκλήσεις αντιμετώπισες στις ηχογραφήσεις σου στη φύση;
Η ηχογράφηση στο εξωτερικό περιβάλλον παρουσιάζει κατ’ αρχήν τη δυσκολία του απρόβλεπτου. Για το είδος ηχογραφημάτων που επεδίωκα εγώ, μεγάλο πρόβλημα είναι ο ανθρωπογενής θόρυβος που δυστυχώς είναι παρών ακόμα και σε εξαιρετικά απομακρυσμένες και απρόσιτες περιοχές. Οι καιρικές συνθήκες βάζουν σε δοκιμασία τον ηχολήπτη αλλά και τον εξοπλισμό του, ενώ ζώα, φυτά και έντομα αλλάζουν ηχητική συμπεριφορά με την παρουσία του ανθρώπου. Συχνά έπρεπε να απομακρυνθώ προκειμένου να μην ενοχλούνται πηγές ήχου με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν ηχογραφήσεις εξ αιτίας αλλαγής των συνθηκών. Ο πρόσθετος κόπος πάντως άξιζε καθώς η ακρόαση δια «γυμνού αυτιού», προσέθεσε εμπειρία και συναισθήματα, απαραίτητα για τη μετέπειτα σύνθεση των έργων.

Τι έφερε η διαδικασία της ηχογράφησης όσον αφορά τη σχέση σου με τη φύση;
Παρά τις τεχνικές δυσκολίες η επίμονη και αφιερωμένη παραμονή στη φύση αποζημιώνει το υποκείμενο-παρατηρητή. Σε κάθε προσπάθεια η προσοχή οξύνεται, η γνώση βαθαίνει και το συναίσθημα αποκτά ευρύτερες χροιές και διαστάσεις. Δεν είναι μόνον η ακοή, όπως θα περίμενε κανείς σε μία τέτοια διαδικασία που βελτιώνεται, αλλά και η όραση καθώς το βλέμμα πλανιέται στον χώρο όσο διαρκεί η εγγραφή και μαθαίνει να ανακαλύπτει τις πηγές του ήχου,  την κίνηση και την υφή ζώων, φυτών και φυσικών φαινομένων. Τη συμμετοχή των υπόλοιπων αισθήσεων αρχίζει να τη συνειδητοποιεί κανείς περισσότερο στην προσπάθεια σύνθεσης του ποιήματος σε ηχητική μορφή. Σε κάθε βήμα, ο ήχος συμπληρώνεται από την ανάμνηση της μυρωδιάς ή των απτικών ερεθισμάτων κατά την ηχογράφηση. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ακοή επικουρείται από τις υπόλοιπες αισθήσεις ώστε να βελτιώνεται η ικανότητα διάκρισης εντός του ηχητικού υλικού, όχι μόνο ως προς τα περιεχόμενά του αλλά και ως προς τις συχνοτικές και ρυθμικές ποιότητές και τους συνδυασμούς τους. Η μοναχικότητα που επιβάλλει η ηχογράφηση στο περιβάλλον, εάν το υποκείμενο έχει τις κατάλληλες προθέσεις και τα ψυχικά ερείσματα, βοηθά στην κατανόηση της λειτουργίας της φύσης και την ενσωμάτωση σε αυτήν.

Η Χρύσα Πανταζή μιλάει για τα «Sound Haikus», την κασέτα που κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιλαμβάνει επεξεργασμένες ηχογραφήσεις περιβάλλοντος στη βάση της φιλοσοφίας των χαϊκού.
© Angelina Mendeleva

Πάνω σε ποιες βασικές αρχές επεξεργάστηκες το υλικό;
Η ελεύθερη έκθεση και καταγραφή ήχων στο φυσικό περιβάλλον διαφέρει πολύ από την τυπική διαδικασία στοχευμένης ηχογράφησης βάσει ενός σεναρίου. Το μικρόφωνο και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα, δεν διαθέτουν μηχανισμό διάκρισης και επικέντρωσης σε ήχους όπως ο συνδυασμός ανθρώπινο αυτί/εγκέφαλος. Η έκπληξη σε σχέση με το περιεχόμενο που ακούει κανείς όταν αναπαράγει τα ηχογραφήματα είναι μεγάλη και φυσικά το ίδιο το ηχογραφημένο πρόγραμμα ανοίγει ένα νέο κύκλο έμπνευσης, καθώς είτε αναδεικνύει μεμονωμένους ήχους που για οποιοδήποτε λόγο δεν έτυχαν σοβαρής προσοχής κατά την ηχογράφηση, είτε αποκαλύπτει ολοκληρωμένες δράσεις για τις οποίες ο ηχολήπτης δεν είχε καμία γνώση ή και καμία πρόθεση να εγγράψει. Λαμβάνοντας υπόψη όλους αυτούς τους προβληματισμούς και έχοντας κατά νου ότι το ποίημα χαϊκού, δεν ανταποκρίνεται σε μία «φωτογραφική» αποτύπωση μιας εικόνας στη φύση αλλά είναι μία διανοητική κατασκευή, στην οποία για τους ποιητές της εποχής συμμετείχαν και οι πρακτικές συνθήκες τη στιγμή της δημιουργίας του ποιήματος, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν γίνεται να απαλλαχθεί η δημιουργική διαδικασία από την τεχνική πλευρά της. Αντίθετα, υιοθέτησα θετικά τη θέση ότι η μεσολάβηση των τεχνικών μέσων και η μετάβαση από το φυσικό περιβάλλον στον κλειστό χώρο όπου γίνεται η επεξεργασία και η αναμετάδοση, αποτελούν στάδια της σωματικής και πνευματικής εμπειρίας, η οποία αναπόφευκτα θα επιδράσει στο τελικό καλλιτεχνικό έργο. Το ηχητικό ποίημα δεν είναι μία έτοιμη “φέτα” φύσης αλλά μία κατασκευασμένη σύνθεση, όπου τα γεγονότα και οι σχέσεις τους έχουν επινοηθεί και συνταιριαστεί σύμφωνα με τις προθέσεις της δημιουργού.

Πώς συμμετέχει το συναίσθημα στη διαδικασία της επεξεργασίας του υλικού;
Ο εμβληματικός ποιητής του χαϊκού Matsuo Basho, σύμφωνα με τον μαθητή του Tohō, είχε πει: «Μάθε από το πεύκο για το πεύκο, μάθε από το μπαμπού για το μπαμπού». Ο σοφός ποιητής περιγράφει ακριβώς την εξέλιξη της δημιουργικότητας όταν σιγά-σιγά απομακρύνονται οι προκαταλήψεις. Το αντικείμενο, εν προκειμένω η φύση, προξενεί αυθόρμητα το συναίσθημα και καταργεί τη δυαδικότητα και το διαχωρισμό από τον παρατηρητή.

Στο podcast που αφορά τα «Ηχητικά Χαϊκού» κάνεις μια σημαντική σημείωση πάνω στο ζήτημα της ατμόσφαιρας. Θα ήθελες να αναφέρουμε κάποια επιπλέον πράγματα εδώ;
Το αξιοσημείωτο στοιχείο της δημιουργικής διαδικασίας παραγωγής των «Ηχητικών Ηaikus» υπήρξε η σταδιακή απομάκρυνση από την αναγκαιότητα κάποιας έστω και περιορισμένης λεκτικής σύλληψης του έργου. Το περιβάλλον στη φύση, με την πολυπλοκότητα και το πλήθος των περιεχομένων του, επηρεάζει την ικανότητα εστίασης και επεμβαίνει στις προθέσεις του ακροατή. Μία διατυπωμένη εξήγηση στην υπόθεση αυτή, παρέχει πιθανόν η παρατήρηση του φιλοσόφου Gernot Böhme, πως η έννοια της ατμόσφαιρας βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της παρατήρησης, με το πρώτο να μπορεί να την περιγράψει μόνο όταν εκτίθεται σε αυτήν και την βιώνει ως σωματική αίσθηση. Με τον τρόπο αυτό η ατμόσφαιρα παύει να είναι εντελώς αντικειμενική και αποκτά έναν υποκειμενικό χαρακτήρα που καθοδηγεί την πρόσληψη και κατανόηση του εξωτερικού ερεθίσματος. Η συνθέτης και θεωρητικός του ήχου Sa-lome Voegelin αποκλείει τον ακροατή από μια απομονωμένη θέση ακρόασης και προβλέπει γι’ αυτόν μια θέση συμμετοχής στο ίδιο το ηχητικό περιβάλλον που επηρεάζει με την παρουσία και την ερμηνεία του. Αυτή η προσέγγιση βρίσκεται μάλλον εγγύτερα στην προσπάθεια πρωτότυπης σύλληψης ενός ποιητικού ηχητικού έργου, αντιτιθέμενη στην ιδέα μιας ηχητικής διασκευής.

Σε τι διαφέρει η γλώσσα από τον ήχο και πώς μετασχηματίζεται μια μορφή που αρχικά αναφέρεται στον λόγο σε ήχο;
Ο πολιτισμός μας είναι ένας πολιτισμός της γλώσσας και μάλιστα της γραπτής γλώσσας. Η ποίηση χρησιμοποιεί τη γλώσσα υπονομεύοντας τη δομικότητά της, ενώ η μουσική με την οποία επίσης έχω κάποια ενασχόληση με έπεισε ότι υπάρχουν ευρύτερα περιθώρια για τη δημιουργία ποικίλων αφηγήσεων. Η προσπάθεια για τη σύνθεση των «Ηχητικών Haikus» ξεκίνησε στη βάση των αρχών της μεταφοράς ή διασκευής λεκτικών ποιημάτων, αλλά ο πρωτότυπος ήχος της φύσης, ως προϋπάρχων της γλώσσας και της μουσικής, επικράτησε, αποκαλύπτοντας τη δράση και επιβάλλοντας τα θέματα του ηχητικού ποιήματος. Αυτό φυσικά επιτεύχθηκε αφού κατάφερα να απαλλαγώ από τη συνεχή ανάγκη λεκτικής απόδοσης των εικόνων και των συναισθημάτων που απολάμβανα από τα ηχογραφήματα.

Πόσο σε μετακίνησε εσένα την ίδια αυτή η διαδικασία δημιουργίας και σε ποια κατεύθυνση;
Τα «Ηχητικά Haikus» ήταν το αποτέλεσμα μιας έρευνας σε ακαδημαϊκό επίπεδο για τη δυνατότητα διεύρυνσης των δυνατοτήτων του sound design στις αυτόνομες ηχητικές αφηγήσεις. Για τον λόγο αυτό ακολούθησε μια εκ πρώτης όψεως τυπική μεθοδολογία, που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την ελευθερία που απαιτεί η δημιουργική διαδικασία. Η ίδια η φύση του χαϊκού ωστόσο μου απέδειξε, για μία ακόμη φορά στη ζωή μου, ότι ένας καμβάς αρχών και τεχνικών όχι μόνο δεν περιορίζει τον καλλιτέχνη αλλά ενισχύει την εστίασή του και προσφέρει ένα σταθερό υπόβαθρο για να στηρίξει τις επόμενες κινήσεις του. Η εμβάθυνση στο περιεχόμενο και τις απαιτούμενες ενέργειες που προέκυψαν από τις ειδικές ανάγκες για την κατασκευή των αυτόνομων ηχητικών χαϊκού, μπορεί να γίνει οδηγός μεθοδολογίας για μελλοντικά καλλιτεχνικά έργα πάσης φύσεως και τεχνολογικού υπόβαθρου.

Η Χρύσα Πανταζή μιλάει για τα «Sound Haikus», την κασέτα που κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιλαμβάνει επεξεργασμένες ηχογραφήσεις περιβάλλοντος στη βάση της φιλοσοφίας των χαϊκού.

Πώς συναντήθηκες με το Pikap και πώς αποφάσισες να κυκλοφορήσεις αυτή τη δουλειά σε κασέτα;
Tο Pikap (www.topikap.gr) είναι μια πολυεπίπεδη ομάδα από τη Θεσσαλονίκη με δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τη λειτουργία γκαλερί, βιβλιοπωλείο/record store, χώρο live και προβολών, online ραδιόφωνο, online μηνιαίο fanzine, δισκογραφική και βέβαια μπάρ. Φιλοξενεί πολλών ειδών πολιτιστικές εκδηλώσεις και μου παραχώρησε μία αίθουσα για την παρουσίαση του pod-cast «Ηχητικά Haikus», μετά τη συμμετοχή του στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ακούγοντας το podcast, οι άνθρωποι της ομάδας του Pikap έκριναν ότι ταιριάζει με τη βεντάλια των κυκλοφοριών τους και μου πρότειναν να το εκδώσουν. Καθώς πλέον τα ηχητικά προϊόντα διατίθενται online και τα σχετικά items αφορούν κυρίως τη συλλεκτική πλευρά του θέματος, μεταξύ βινυλίου και κασέτας επιλέξαμε τη δεύτερη. Σε μένα εκτός της σχετικής νοσταλγίας, η κασέτα της εποχής των φορητών συσκευών ήταν ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής ακρόασης του ήχου στο περιβάλλον. Στην περίπτωση της συγκεκριμένης κασέτας το περιεχόμενο είναι μάλλον μία ανοιχτή πρόσκληση για να συντονίσουμε τον δέκτη του αυτιού μας με τους περιβάλλοντες ήχους.

Διαβάζοντας την ποιητική σου συλλογή «Ιοβόλος» που κυκλοφόρησε το 2010, βλέπω κι εκεί μια κλίση προς το πολύ μικρό κείμενο. Ήθελες πάντα να εκφράζεσαι με λιτότητα; Τι σε οδηγεί εκεί;
Μεγαλώνοντας με απασχολεί όλο και περισσότερο το ουσιώδες. Η ανάγκη να αναδυθεί κάτω από τον καταιγισμό λέξεων, ήχων, εικόνων ένα μικρό, ανεπαίσθητο νόημα που μπορεί να συγκινήσει. Ανήκω και σε μια γενιά που χόρτασε διακηρύξεις, μανιφέστα και τα σχετικά, ώστε να απολαμβάνω πλέον το λίγο.

Επίσης, έχεις παίξει για πολλά χρόνια με το συγκρότημα των Yeah!. Τι αναμνήσεις έχεις από αυτή την εποχή;
Τη χαρά να συνεργάζεσαι και να επικοινωνείς με ανθρώπους με τους οποίους μοιράζεσαι ιδέες, εμπειρίες, όνειρα. H πιο δημιουργική και παραγωγική περίοδος των Yeah! συνέβη μέσα σε ένα κλίμα ανοίγματος της ελληνικής ανεξάρτητης rock σκηνής με τη λειτουργία περισσότερων και καταλληλότερων χώρων για live, νέων μικρών εταιρειών παραγωγής και κυκλοφορίας αρκετών δίσκων, αυτό που γενικά ονομάζουμε με τον όρο «σκηνή». Είναι μεγάλη υπόθεση να μπορείς να λες «ήμουν κι εγώ εκεί», γιατί σου μένει κάτι που αργότερα, –όπως στην περίπτωσή μου– μεταλλάσσεται και αναζητά νέους τρόπους έκφρασης. Βέβαια η απόσταση από τη σκηνή του Ρόδον Club στις ακτές μιας λιμνοθάλασσας με ψιλόβροχο και χαλκόκοτες να υπερίπτανται είναι μεγάλη, αλλά η πηγή της απόλαυσης είναι η ίδια.

Θα μπορούσες να μας περιγράψεις μια τυπική ημέρα σου;
Θα ήθελα πραγματικά να έχω μία τυπική μέρα να περιγράψω αλλά ο χαρακτήρας μου δεν το επιτρέπει. Απεχθάνομαι τη ρουτίνα και έτσι συχνά δημιουργώ αφορμές για να σαμποτάρω ακόμα και τις πιο απαραίτητες κανονικότητες. Η δημιουργία είναι μία τέτοια αφορμή και μπορεί να εκτείνεται ανάμεσα στο να στήνω μικρόφωνο μεσάνυχτα στην ακρογιαλιά για κάποια ηχογράφηση μέχρι του να μπω στην κουζίνα και να μαγειρέψω για φίλους. Καθόλου τυπική αλλά παρούσα συνεχώς στη καθημερινότητά μου είναι η δραστήρια συμμετοχή της ακοής, μέσω αλλαγής της ικανότητας εστίασης στους απλούς αλλά τελικά πολύ σημαντικούς ήχους, που υφαίνουν τον ιστό της αντίληψής μας σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Τι άλλα δημιουργικά πράγματα έχεις στα σκαριά;
Αυτή την εποχή ασχολούμαι με τον ηχητικό σχεδιασμό κάποιων κινηματογραφικών εγχειρημάτων που σκηνοθετούν φίλες και συνεργάτιδες. Οι ηχητικές αφηγήσεις άλλωστε όπως τις αντιλαμβάνομαι, είναι προεκτάσεις του sound design στο σινεμά. Με αυτή την προσέγγιση κατά νου, συνεργάζομαι τελευταία με δύο εικαστικές δημιουργούς επιδιώκοντας να επεκτείνω στον χρόνο τα έργα τους, αποκλειστικά με τη χρήση ήχου. Αυτό σημαίνει ότι το στατικό έργο εκτίθεται με τη συνοδεία ενός ηχητικού περιεχομένου που περιγράφει, τονίζει ή υπογραμμίζει τη δράση που έχει προηγηθεί ή ακολουθεί το θέμα της εικόνας. 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY