Μουσικη

Sinead O’ Connor: Μια αιθέρια troublemaker

Στιγμές, τραγούδια και ιστορίες από τη ζωή της Ιρλανδής τραγουδίστριας που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 56 χρονών
Τάνια Σκραπαλιώρη
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Sinead O’ Connor, 1966 - 2023: Τα τραγούδια της, οι τραγωδίες της ζωής της, η μάχη με την ψυχική ασθένεια και η αυτοκτονία

Ένα ξυρισμένο κεφάλι με ένα ζευγάρι εντυπωσιακά μάτια και μια αιθέρια φωνή να τραγουδάει ένα σπαρακτικό ερωτικό τραγούδι: αυτή είναι η πρώτη ανάμνηση από τη Sinead O’ Connor, στριμωγμένη κάπου εκεί στις ατελείωτες απροσδιόριστες παιδικές αναμνήσεις από τα ατελείωτα παιδικά απογεύματα μπροστά στην τηλεόραση και στα διαθέσιμα μουσικά της κανάλια. Η ερμηνεία της Sinead O’ Connor στο «Nothing Compares 2 U» –ένα τραγούδι που έγραψε ο Prince για το side project του των The Family τη δεκαετία του ’80– είναι αδιαμφισβήτητα τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με την περσόνα της και την καριέρα της στο σημείο που να επισκιάζει σχεδόν καθολικά με τη λάμψη της και τη σαρωτική επιτυχία και διαχρονικότητά της δέκα albums και είκοσι πέντε χρόνια καλλιτεχνικής πορείας, ωστόσο είναι μόλις ένα κλάσμα της σημασίας και της επίδρασης της Sinead O’ Connor στη μουσική και στην ποπ κουλτούρα ευρύτερα. Γιατί μπορεί η μοναδική χημική αντίδραση του μεγάλου ταλέντου της με τη βαθιά και ουσιαστικά ασυμβίβαστη ψυχή της να της στέρησε σε μεγάλο βαθμό την τεράστια σταθερή καριέρα που υπό άλλες συνθήκες θα είχε βιώσει δικαιωματικά αλλά ο τρόπος που πάτησε το πόδι της από την πρώτη ημέρα στο τερέν της μουσικής βιομηχανικής και το θάρρος με το οποίο πάντα έκανε κομμάτια τα θέματα ταμπού –σε εποχές που πολλοί επιτυχημένοι καλλιτέχνες δεν τολμούσαν ούτε να διανοηθούν να βγουν από τις ντουλάπες τους– σφράγισε τελικά την υστεροφημία της με όλη τη δόξα ενός punk ταπεραμέντου που παρόλα τα βάσανα, τις προσωπικές τραγωδίες, τον μιντιακό πόλεμο, τις επικρίσεις, την πάλη της με και για την ψυχική της υγεία, κατάφερε να ζήσει τη ζωή της διατηρώντας την ικανοποίηση ότι έμεινε πιστή στον εαυτό της.

Sinead O’ Connor - The Lion and The Cobra: Μια punk ψυχή τα βάζει με τη μουσική βιομηχανία

Η γεννημένη στο Δουβλίνο, στις 8 Δεκεμβρίου του 1966, Sinead O’ Connor ξεκίνησε κατά κάποιον οξύμωρο τρόπο το μουσικό της ταξίδι από τον τόπο που πέρασε και μερικές από τις πιο δύσκολες στιγμές της παιδικής της ηλικίας: το κατ’ ευφημισμόν Κέντρο Εκπαίδευσης Grianan που στην ουσία ήταν ένα από τα παιδικά άσυλα γνωστά και ως πλυντήρια της Μαγδαληνής που λειτουργούσαν σε όλη την Ιρλανδία υπό την αιγίδα της προτεσταντικής αλλά και της καθολικής Εκκλησίας με πολλές «βρόμικες» ιστορίες παιδικής κακοποίησης στο ενεργητικό τους.

Η Sinead O’ Connor βρέθηκε εκεί στα 15 της μετά από μια αλληλουχία δύσκολων παιδικών χρόνων ως παιδί χωρισμένων γονιών, παιδικής κακοποίησης από τη μητέρα της (οι σοκαριστικές περιγραφές της στην αυτοβιογραφία της με τίτλο «Rememberings» μιλάνε από μόνες τους) και περιπετειών με τον νόμο και την τάξη που εκδηλώθηκαν με διάφορες «αλητείες» και μικροκλοπές.

Στο κέντρο αυτό, ωστόσο, φάνηκαν τα πρώτα σημάδια του μουσικού της ταλέντου. Απέκτησε την πρώτη της κιθάρα και μέσω μιας εθελόντριας του ιδρύματος ήρθε σε επαφή με τον drummer του συγκροτήματος In Tua Nua, Paul Byrne, ηχογραφώντας μαζί τους το τραγούδι «Take My Hand». Ήταν ακόμα αρκετά μικρή για να εισαχθεί οργανικά σε ένα συγκρότημα, το έκανε όμως λίγο καιρό μετά με την μπάντα Ton-Ton Macoute, με τους οποίους ξεκίνησε να παίζει σε διάφορες σκηνές του Δουβλίνου, αποσπώντας τις πρώτες θετικές κριτικές για τη φωνή και τη σκηνική παρουσία τους. 

Τα βλέμματα που τράβηξε με αυτές τις εμφανίσεις την οδήγησαν στην πρώτη της σημαντική συνεργασία με τον κιθαρίσρτα των U2 David Howell Evans a.k.a. Τhe Edge και λίγο καιρό μετά στο δισκογραφικό deal για το πρώτο της album. Τo «The Lion and The Cobra» που κυκλοφόρησε το 1987 από την Chrysallis Records δεν είναι μόνο ένα από τα πιο όμορφα ντεμπούτο της σύγχρονης μουσικής –κι ας παραγκωνίστηκε η σημασία του μέσα στη διαμαντένια βροχή του «Nothing Compares 2 U»– κι ένας πανέμορφος δίσκος αναδυόμενης ενηλικίωσης –τραγούδια όπως το «Mandinka» και το «I Want Your Hands On Me» έγιναν αμέσως μεγάλες επιτυχίες στα νεανικά ραδιόφωνα–, αλλά και το πρώτο επεισόδιο, από τα πολλά που θα ακολουθούσαν, που η Sinead O’ Connor έδειξε τα ασυμβίβαστα δόντια της στην πανίσχυρη τότε μουσική βιομηχανία. Όπως αφηγείται η ίδια στο «Rememberings» ένα στέλεχος της δισκογραφικής τής ζήτησε να ντύνεται «πιο θηλυκά» και να μακρύνει τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, ενώ όταν έμεινε έγκυος κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων της ζητήθηκε, σύμφωνα πάντα με την ίδια, να προχωρήσει σε έκτρωση. Οι αντιδράσεις της O’ Connor σαφείς και αποστομωτικές. Αφενός μπήκε σε ένα μπαρμπέρικο και ξύρισε μονομιάς το κεφάλι της «μοιάζοντας με εξωγήινο», όπως λέει η ίδια, αφετέρου γέννησε τον πρώτο της γιο, Jake, χωρίς να σκεφτεί ούτε στιγμή το επικείμενο launch της καριέρας της. Ένα νέο μουσικό icon, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, είχε μόλις γεννηθεί.

Nothing Compares 2 U: Ένα hit πέρα από κάθε σύγκριση

Με την επιτυχία του ντεμπούτου της που φλέρταρε με τις πωλήσεις χρυσού δίσκου και της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Grammy στην κατηγορία «Best Female Rock Vocal Performance» η Sinead O’ Connor ήταν σε ιδανική θέση για καλλιτεχνική απογείωση. Ούτε οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις όμως δεν θα μπορούσαν να προδιαγράψουν την σαρωτική απήχηση που θα έβρισκε η εκδοχή της στο «Nothing Compares 2 U» που έμελλε να γίνει ο αιώνιος ύμνος των απανταχού εγκαταλελειμμένων, πληγωμένων, απελπισμένων ερωτευμένων.

Το τεράστιο αυτό, πέρα από κάθε σύγκριση, hit, υπεραρκετό για να χτίσει έναν ολόκληρο μύθο και να τον συντηρήσει ακόμα και στις mainistream μουσικές συνειδήσεις για ολόκληρες δεκαετίες, περιλαμβάνεται στο δεύτερο album της O’ Connor με τίτλο «I Do Not Want What I Haven’t Got» με το οποίο η O’ Connor απέσπασε ευρεία αποδοχή και αναγνώριση και πολλαπλές υποψηφιότητες για κορυφαία μουσικά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τέσσερις υποψηφιότητες για Grammy. Βρισκόταν πια –έστω και άθελά της– σε τροχιά ποπ σταρ και οι δρόμοι για τις μεγάλες συνεργασίες και τις μεγάλες πίστες ήταν ανοιχτοί. Κάποιους από αυτούς τους εκμεταλλεύτηκε στα 90s με συνεργασίες όπως με τον Roger Waters στην ιστορική performance του The Wall το 1990 στο Βερολίνο και τον Peter Garbiel το 1993 στον δίσκο του τελευταίου «Us» και στη Secret World Tour εκείνης της χρονιάς.

Ταυτόχρονα όμως είχαν ξεκινήσει να ανοίγουν για τα καλά οι ασκοί του Αιόλου για το επερχόμενο roller coaster της δημόσιας εικόνας της με τις πρώτες μεγάλες κόντρες της O’ Connor με τον μιντιακό καθωσπρεπισμό της εποχής (χαρακτηριστική ήταν η απόφασή της να αποσύρει το όνομά της από τις υποψηφιότητες των βραβείων Grammy καταγγέλοντας τη διοργάνωση για «εμπορικοποίηση της τέχνης»), αλλά και τη φερόμενη από τα media απόπειρα αυτοκτονίας της το 1993 με υπνωτικά χάπια. H μεγαλύτερη όμως και πλέον μνημειώδης γροθιά της Sinead O’ Connor στο κατεστημένο –εν προκειμένω στο θρησκευτικό– γράφτηκε το 1992 στον αέρα του Saturday Night Live.

Saturday Night Live: Κάνοντας κομμάτια τον Πάππα

Στις 3 Οκτωβρίου του 1992 η Sinead O’ Connor εμφανίζεται ως καλεσμένη στο Saturday Night Live και τραγουδάει, όπως ήταν προγραμματισμένο, το «War» του Bob Marley. Προς το τέλος του τραγουδιού βγαίνει εντελώς εκτός στίχων και σκαλέτας, καταγγέλλει παιδική κακοποίηση στους κόλπους της εκκλησίας και καλεί τον κόσμο να πολεμήσει τον «πραγματικό εχθρό» σκίζοντας σε live εθνική μετάδοση μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’. Στο αμέσως επόμενο καρέ το NBC απαγορεύει οποιαδήποτε εμφάνιση της O’ Connor στο δίκτυό του ισοβίως, και η τραγουδίστρια ξεκινάει να δέχεται σε μεγάλες δόσεις την κατακραυγή και τις κοροϊδευτικές μπηχτές κοινού αλλά και μερίδας του καλλιτεχνικού κόσμου (βλέπε Madonna). Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στους New York Times το 2021 η O’ Connor κάπως έτσι ξεκίνησε η περίοδος κατά την οποία όλοι την αποκαλούσαν «μια τρελή σκύλα» («crazy bitch»).

Η πιο εντυπωσιακή όμως σημειολογία αυτού του διάσημου περιστατικού ξεπερνάει τα όσα η Αμερική, και μετέπειτα όλος ο κόσμος, είδε στο τηλεοπτικό γυαλί εκείνο το βράδυ και εκτείνεται στο ενδότερο κίνητρο που εκπορεύτηκε από τον ψυχισμό της O’ Connor, ένα κίνητρο που σύμφωνα με τα λεγόμενα και τα απομνημονεύματά της, παρά τα τραυματικά του αποτελέσματα, δεν μετάνιωσε ποτέ. Κουρασμένη έως και αηδιασμένη από την ποπ σταρ ταμπέλα που προσπαθούσαν να της φορέσουν χωρίς να της ταιριάζει, η O’ Connor ήθελε να εκφράσει αυτό που ένιωθε πως πραγματικά ήταν, τη φωνή μιας τραγουδίστριας διαμαρτυρίας – και η on air καταγγελία εθνικής εμβέλειας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της έδωσε την απελευθερωτική δίοδο για να το κάνει. Όπως έγραψε η ίδια η O’ Connor στο memoir της «Rememberings», «Όλοι θέλουν έναν ποπ σταρ, έτσι δεν είναι; Αλλά εγώ είμαι τραγουδίστρια διαμαρτυρίας. Είχα πράγματα να βγάλω από μέσα μου και δεν είχα καμία επιθυμία για φήμη.[…] Νιώθω ότι το να έχω έναν νούμερο 1 δίσκο ήταν αυτό που εκτροχίασε την καριέρα μου. Και το να σκίσω εκείνη τη φωτογραφία την έβαλε πάλι στη σωστή τροχιά».

Από την ιρλανδέζικη folk στη reggae: Μια ιστορία συνταξιοδότησης από την ποπ μουσική

Παρά τις δύσκολες στιγμές που αναντίρρητα έφερε στη ζωή της Ο’ Connor η εμφάνισή της στο Saturday Night Live λειτούργησε για την ίδια –και σύμφωνα με την ίδια– απελευθερωτικά, επιτρέποντάς της να διερευνήσει όποιο genre, όποιον καλλιτεχνικό δρόμο της έκανε κέφι κι ας μην της έφερνε ξανά τη μαζική επιτυχία των προηγούμενων δίσκων. Μετά τα κάπως πιο συμβατικά albums «Universal Mother» και «Faith and Courage», το 1994 και το 2000 αντίστοιχα, από τα οποία και πάλι δεν έλειψε το ενδιαφέρον σε αισθητικό επίπεδο, η Sinead O’ Connor διεύρυνε τις δισκογραφικές της αναζητήσεις με πρώτο σταθμό το album Sean-Nós Nua το 2002 με το οποίο επιχείρησε ένα δημιουργικό twist σε έναν κατάλογο παραδοσιακών ιρλανδέζικων τραγουδιών, για να συνεχίσει με covers της Dolly Parton, συμμετοχές στο Album των Massive Attack «100th Window» και να καταλήξει το 2007 να ασχοληθεί με τη reggae και την κουλτούρα των ρασταφάρι στο album «Theology». Όπως το έθεσε και η ίδια, είχε πια την ελευθερία να συνταξιοδοτηθεί από την ποπ μουσική και να ασχοληθεί με τη μουσική με τον δικό της τρόπο, από τον οποίο δεν συνταξιοδοτήθηκε ουσιαστικά ποτέ.

Η Sinead O’ Connor και το στίγμα της ψυχικής ασθένειας

Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας ακολούθησε τη Sinead O’ Connor για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της. Η ίδια αν και κουρασμένη από τη ρετσινιά της «τρελής» που της είχε αποδοθεί από πολύ κόσμο, δεν αρνήθηκε ποτέ τα προβλήματά της και προσπάθησε με πολλές αφορμές να τα κάνει εργαλείο για αυτοβελτίωση, αλλά και ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με την ψυχική υγεία.

Υπήρξε από τις πρώτες μουσικούς και καλλιτέχνιδες που μίλησαν ανοιχτά για την ψυχική ασθένειά τους, επικοινωνώντας δημοσίως ήδη από το 2003 τη διάγνωσή της με διπολική διαταραχή, δεν δίστασε να προχωρήσει σε εκ βαθέων εξομολογήσεις για την παιδική της ηλικία και τον τρόπο που η σωματική και ψυχολογική κακοποίηση από τη μητέρα της επηρέασε την ψυχική της σταθερότητα, και τις καθημερινές μάχες που έδωσε έκτοτε με τον εαυτό της. Στο βιβλίο της «Rememberings» ρίχνει τα βέλη της και στη σύγχρονη συνεργασία δημοσιογραφίας και γιατρών - τηλεοπτικών αστέρων που μετατρέπει τις ιατρικές και ψυχιατρικές σε εμπορικό περιεχόμενο.

«Λένε ότι η Britney Spears είναι τρελή επειδή ξύρισε το κεφάλι της», αναφέρει χαρακτηριστικά η O’ Connor. «Γιατί το λένε αυτό; Έχω κι εγώ ξυρισμένο κεφάλι και δεν είμαι τρελή»

My Special Child

Οι δημόσιες επιθέσεις και τα χρόνια μέσα κι έξω από τα ψυχιατρικά ιδρύματα και τις υποδομές αποκατάστασης και απεξάρτησης δεν στάθηκαν ικανά να λυγίσουν τη Sinead O’ Connor, ωστόσο το μεγάλο χτύπημα ήρθε τον Ιανουάριο του 2022 με τον θάνατο του τρίτου κατά σειρά δεκαεπτάχρονου γιου της Shane ο οποίος αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού. Το περιστατικό αυτό σηματοδότησε την τελευταία περίοδο της ζωής της με την ίδια να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία με αυτοκτονικές τάσεις. Το τέλος ήταν πια κοντά.

Sinead O’ Connor: Μια αιθέρια troublemaker

«Μπορούσα απλώς να είμαι και πάλι ο εαυτός μου, να κάνω αυτό που αγαπώ. Να μην είμαι τέλεια πια, να είμαι ακόμα ίσως και τρελή. Δεν είμαι ποπ σταρ. Είμαι απλά μια βασανισμένη ψυχή που έχει ανάγκη να φωνάζει πότε πότε σε ένα μικρόφωνο». Αυτά γράφει η Sinead O’ Connor στην αυτοβιογραφία της, «Rememberings», για το πώς βίωσε τον απόηχο της επεισοδιακής Saturday Night Live εμφάνισής της, και τώρα που αυτό το εξαιρετικό memoir θα λειτουργήσει δικαίως στην πλήρη του δυναμική ως το τελευταίο και πλέον έγκυρο και παραστατικό ντοκουμέντο για τη ζωή της αντιλαμβανόμαστε ότι τελικά η ίδια ήξερε τον εαυτό της καλύτερα από κάθε άλλον.

Γενναία και αυτόνομη, φαινομενικά εύθραυστη, αλλά κατά βάθος ιδιαίτερα ανθεκτική, άγρια και ευαίσθητη, γεμάτη αιχμές αλλά και κοίλα, η Sinead O’ Connor δεν φοβήθηκε ποτέ να πει ή να τραγουδήσει αυτό ακριβώς που πίστευε. Ήδη από τις αρχές του ’90 μιλούσε για την παιδική κακοποίηση και έκανε εκκλήσεις για τη θωράκιση της ψυχικής της υγείας, ενώ τριάντα χρόνια μετά από εκείνη την εμφάνιση στο Saturday Night Live που καταδίκασε σε μεγάλο βαθμό την καριέρα της, η στάση της έχει αναδειχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες πηγές έμπνευσης για τον new age καλλιτεχνικό ακτιβισμό. 

Ποτέ δεν δίστασε να θίξει και να σπάσει τα μεγαλύτερα ταμπού: θρησκεία, πολιτική, ιρλανδικό ζήτημα, ψυχική υγεία, σεξουαλικότητα. Όπως επίσης δεν δίστασε ποτέ να πάρει πίσω δηλώσεις της ή να τις ανασκευάσει. Αυτό που δεν ανασκεύασε ποτέ ήταν ο τρόπος που υπήρχε. Ο τρόπος μιας αιθέριας troublemaker, μιας ασυμβίβαστης καλλιτεχνικής προσωπικότητας όχι στα χαρτιά και στα λόγια, αλλά στην ουσία και στη ζωή. Για πολύ κόσμο εκεί έξω η Sinead O’ Connor απλώς δεν συγκρίνεται με τίποτα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου