Μουσικη

Stephan Micus: Μουσική των Θεών της Βροντής

Ο σπουδαίος γερμανός μουσικός μιλάει στην ATHENS VOICE για μερικά από τα δεκάδες όργανα που γνωρίζει και για τον καινούργιο του δίσκο «Thunder»

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Stephan Micus - Συνέντευξη: Ο γερμανός πολυοργανίστας μιλάει για τη μουσική, το νέο του άλμπουμ «Thunder», τις αναμνήσεις και την έμπνευσή του από την Ελλάδα.
© René Dalpra/ECM Records

Stephan Micus - Συνέντευξη: Ο γερμανός πολυοργανίστας μιλάει για τη μουσική, το νέο του άλμπουμ «Thunder», τις αναμνήσεις και την έμπνευσή του από την Ελλάδα.

Αν και η ECM υπήρχε ήδη από το 1969, στα μέσα -και λίγο πιο μετά- της δεκαετίας του 1970 δεν ήταν καθόλου εύκολο να κατανοήσει κάποιος τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ο ιδρυτής του label, ο Manfred Eicher ως προς το μουσικό είδος των κυκλοφοριών της. Αν και η γενική ροπή ήταν προς μια αλλιώτικη jazz από αυτήν που ξέραμε, όταν το 1977 ο Stephan Micus κυκλοφόρησε το «Implosions» και ένα χρόνο αργότερα το «Till The End Of Time» μπορούσες για αρχή απλώς να μυριστείς ότι επρόκειτο για σπουδαίους δίσκους. Το είδος μουσικής δεν μπορούσες να το καθορίσεις, καθώς είχες να κάνεις με μια παράξενη πειραματική world music, που δύσκολα συγκροτείτο ως ιδίωμα εκείνη την εποχή. Οι δύο αυτοί δίσκοι -που κυκλοφόρησαν ως JAPO/ECM- δεν βοήθησαν καθόλου στο να συλλάβουμε καλύτερα το πνεύμα της εταιρείας, όπως ακριβώς ήταν αδύνατον να βγάλουμε άκρη και με τα ίδια τα ονόματα: ECM σήμαινε Editions Of Contemporary Music και JAPO, Jazz by Post. Η ταυτότητα της ECM αποκαλυπτόταν σιγά-σιγά, κυκλοφορία με την κυκλοφορία -ίσως όχι μόνο σε μας, ίσως ακόμη και στον ίδιο τον Eicher- κι όσο για τον Micus, το μόνο που ήξερες από την πρώτη στιγμή ήταν ότι είναι ξεχωριστός. Παίζει δεκάδες όργανα -κάποια πολύ καλά και κάποια λιγότερο- κι έχει κυκλοφορήσει καμιά τριανταριά δίσκους - κάποιους πολύ καλούς και κάποιους λιγότερο. Το σίγουρο είναι ότι, έτσι όπως σε τίναξε πριν κλείσεις τα 18 το ρεύμα του «As I crossed a bridge of dreams» και του «For Wis And Ramin», είναι μεγάλη τιμή να μιλάς μαζί του.

Stephan Micus - Συνέντευξη: Ο γερμανός πολυοργανίστας μιλάει για τη μουσική, το νέο του άλμπουμ «Thunder», τις αναμνήσεις και την έμπνευσή του από την Ελλάδα.
© René Dalpra/ECM Records

Άρχισες να ηχογραφείς όταν ήσουν 22 ετών. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
Νομίζω ότι ήταν το 1977 όταν πήγα με τον Manfred Eicher στο Ludwigsburg, όπου υπήρχε τότε ένα από τα καλύτερα στούντιο στη Γερμανία. Πριν από αυτό, είχα κάνει μόνο demo με πολύ βασικό εξοπλισμό, δηλαδή ένα πολύ απλό μπομπινόφωνο, οπότε αυτός ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος για μένα. Ήταν πολύ απαιτητικό, γιατί τότε είχαμε μόνο δύο μέρες για ηχογράφηση και μία μέρα για μίξη. Μέχρι τότε ηχογραφούσα τη μουσική μου ολομόναχος κάνοντας αρκετά overdubs, πράγμα που σήμαινε ότι για ένα πεντάλεπτο κομμάτι μουσικής μπορεί να χρειαζόταν να ηχογραφήσω 25 λεπτά μουσικής - μεγάλο άγχος! Έτσι, η νέα συνθήκη ήταν μια πραγματική επανάσταση στη διαδικασία ηχογράφησης, όταν στα 80s μπορούσες να αγοράσεις μια 24κάναλη κονσόλα για περίπου 20.000 μάρκα, όταν πιο παλιά κόστιζε περισσότερο από ένα εκατομμύριο! Μια εντελώς νέα εποχή ξεκίνησε για μένα, καθώς τώρα μπορούσα να αφιερώσω όλον τον χρόνο του κόσμου για να ολοκληρώσω τα άλμπουμ μου - και έβαζα περισσότερα από δύο χρόνια δουλειά σε κάθε ένα από αυτά!

Πώς γνώρισες τον Manfred Eicher;
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία: Το 1973 πέρασα μισό χρόνο στο Μανχάταν - φυσικά λόγω ενός έρωτα! Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου και στεκόμουν στον 30ό όροφο ενός ουρανοξύστη κάθε βράδυ, σκεπτόμενος αν έπρεπε να πηδήξω ή όχι. Υπήρχε ένας μη εμπορικός ραδιοφωνικός σταθμός που λεγόταν WBAI όπου εκείνη την εποχή πολλοί μουσικοί που συνδέονταν με την ECM συνήθιζαν να τζαμάρουν, σχήματα όπως οι Oregon ή μουσικοί όπως ο Don Cherry. Είχα μαζί μου τις πρώτες μου δουλειές, τις οποίες είχα ηχογραφήσει κάπου στην Ισπανία, σόλο φλάουτο. Η διευθύντρια του ραδιοφωνικού σταθμού ενθουσιάστηκε κι έκανε μια ώρα εκπομπής με αυτές τις ηχογραφήσεις. Μου είπε ότι θα ήταν πολύ σημαντικό για μένα να συναντήσω τον Manfred Eicher όταν θα επέστρεφα στην Ευρώπη. Αλλά μου πήρε άλλον ενάμιση χρόνο γιατί στο μεταξύ ταξίδεψα στην Ιαπωνία και την Ινδία. Όταν τελικά γνώρισα τον Manfred, άκουσε κάποιες νέες ηχογραφήσεις που είχα κάνει και έτσι ξεκίνησε η σχέση μας. Είναι κάπως παράξενο που έπρεπε πρώτα να ταξιδέψω στη Νέα Υόρκη για να μάθω την ύπαρξη του Manfred, ενώ εκείνη την εποχή έμενα μόνο 15 λεπτά μακριά από τα γραφεία της ECM στο Μόναχο.

Έχεις μάθει να παίζεις πολλά όργανα μέσα στα χρόνια. Ποια ήταν πιο δύσκολα για σένα;
Το πιο δύσκολο ήταν το σιτάρ, το οποίο άρχισα να μαθαίνω το 1972. Εκείνη την εποχή είχα πολύ έντονο ενδιαφέρον για την ινδική μουσική, έπαιζα οκτώ ώρες κάθε μέρα για περίπου τρία χρόνια. Είναι κάπως ειρωνικό το ότι επένδυσα τόσο πολύ χρόνο και ενέργεια στο όργανο και τελικά το χρησιμοποίησα πολύ λίγο σε πραγματικές ηχογραφήσεις, κυρίως στο «As I cross a bridge of dreams» στο πρώτο μου άλμπουμ για την ECM. Ο λόγος είναι ότι το σιτάρ έχει έναν πολύ ιδιόμορφο ήχο και πάντα προσπαθώ να συνδυάσω όργανα που συνήθως δεν παίζονται μαζί, για να δημιουργήσω έναν νέο κόσμο ήχου. Αλλά κάποια όργανα όπως το σιτάρ ή οι φλογέρες που έχω σπουδάσει στην Ιρλανδία και δεν χρησιμοποίησα ποτέ σε κανένα άλμπουμ, δημιουργούν μέσα σε δύο δευτερόλεπτα γνωστούς ηχητικούς κόσμους στο μυαλό των ακροατών. Και είναι σχεδόν αδύνατο να βγάλουμε αυτά τα όργανα από την παράδοσή τους, επειδή είναι πολύ ισχυρή.

Ποια είναι τα όργανα που αγαπάς περισσότερο, σε ποια επιστρέφεις ξανά και ξανά και γιατί;
Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση, σχεδόν σαν να πρέπει να απαντήσεις ποιο από τα παιδιά σου αγαπάς περισσότερο. Αν μου έβαζες ένα πιστόλι στο κεφάλι και με ανάγκαζες να απαντήσω μέσα σε 25 δευτερόλεπτα, θα έλεγα πιθανότατα το φλάουτο Shakuhachi και μπορεί να είναι ένα από τα όργανα που παίζονται με δοξάρι, το sattar ή το dilruba ας πούμε.

Υπάρχουν όργανα μέσω των οποίων εκφράζεις μια συγκεκριμένη κατάσταση του νου ή ένα συγκεκριμένο συναίσθημα;
Υπάρχει το nohkan, το οποίο χρησιμοποιείται στο ιαπωνικό θέατρο Νο. Οι ιστορίες στο θέατρο Νο σχετίζονται με τον βουδισμό και έχουν να κάνουν κυρίως με φαντάσματα, ιερείς, νεκρούς. Είναι ένας ιδιαίτερος και παράξενος κόσμος. Κάθε φορά που παίζω nohkan με φέρνει σε αυτόν τον ανοίκειο κόσμο.

Στο τελευταίο σου άλμπουμ, «Thunder» παίζεις dung chen. Τι θα έλεγες γι’ αυτό το πολύ ιδιαίτερο όργανο;
Έκανα πολλά ταξίδια στα Ιμαλάια και εκτός από το να θαυμάζω τα ορεινά τοπία, πάντα μου άρεσε να μένω στα μοναστήρια του Θιβέτ και να ακούω την τελετουργική μουσική που παίζεται εκεί. Από όλα τα όργανα που χρησιμοποιούν, το πιο περίεργο είναι το μακρύ αυτό πνευστό. Μετά από πολλά χρόνια ακούγοντας αυτή τη μουσική, αποφάσισα να βρω ένα μοναστήρι όπου θα με μάθαιναν να παίζω το dung chen.

Τι σε έκανε αυτή τη φορά να ηχογραφήσεις κομμάτια που μιλούν για παλιούς θεούς;
Συνήθως ονομάζω τους δίσκους αφού τελειώσει η μουσική, αλλά σε αυτή την περίπτωση ο τίτλος μου ήρθε ήδη στο Κατμαντού όπου μάθαινα dung chen, επειδή με κάποιο τρόπο νιώθω να συνδέεται ο ήχος του οργάνου με τον ήχο της βροντής. Όταν πια είχα έτοιμα τα κομμάτια, μου ήρθε η ιδέα να αφιερώσω κάθε μία από τις συνθέσεις σε διαφορετικούς θεούς που σχετίζονταν με τον κεραυνό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Stephan Micus - Συνέντευξη: Ο γερμανός πολυοργανίστας μιλάει για τη μουσική, το νέο του άλμπουμ «Thunder», τις αναμνήσεις και την έμπνευσή του από την Ελλάδα.
© René Dalpra/ECM Records

Τι σε έκανε να χρησιμοποιήσεις sarangi, zither και nychelharpa για το κομμάτι που σχετίζεται με τον Δία;
Αφιέρωσα αυτή τη συγκεκριμένη σύνθεση στον Δία επειδή νιώθω εδώ κάπως επηρεασμένος από την ελληνική μουσική.

Παίζεις όλα τα όργανα με πολύ προσωπικό τρόπο. Θα μπορούσες να περιγράψεις με λόγια αυτόν τον προσωπικό τρόπο;
Τα περισσότερα από τα όργανα τα έχω σπουδάσει με τοπικούς δασκάλους, αλλά δεν είναι πρόθεσή μου να παίξω παραδοσιακή μουσική. Αυτή είναι το προνόμιο και το βασίλειο των ντόπιων ανθρώπων. Μόλις μελετήσω ένα όργανο, προσπαθώ να ξεχάσω όλα όσα έχω μάθει γι’ αυτό και να το προσεγγίσω με απόλυτη αθωότητα για να ανακαλύψω νέους τρόπους χρήσης του.

Έχεις ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Ποια είναι τα μέρη που σ’ έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο;
Το Αφγανιστάν και η Βιρμανία!

Τι θυμάσαι από τον Άθω;
Στα 80s επισκέφτηκα το Άγιο Όρος πολλές φορές επειδή είχα έναν Έλληνα φίλο που ήταν μοναχός εκεί. Ήταν μια πολύ έντονη και ενδιαφέρουσα περίοδος για μένα. Ήμουν πολύ τυχερός που ανακάλυψα αυτόν τον μοναδικό κόσμο των μοναστηριών, περπατώντας την ημέρα μέσα σε αυτό το φανταστικό μεσογειακό τοπίο και ακούγοντας τη νύχτα τις ψαλμωδίες των μοναχών. Μέσα από αυτήν την αίσθηση δημιούργησα το «Athos».

Υπάρχουν άλλα μέρη στην Ελλάδα που έχεις επισκεφτεί;
Έχω ταξιδέψει σχεδόν σε όλη την Ελλάδα! Ένα άλλο αγαπημένο μου μέρος είναι η Ήπειρος και ειδικά η ορεινή περιοχή του Ζαγορίου.

Πού θα είναι το επόμενο ταξίδι σου;
Αυτή τη στιγμή δεν έχω πάρει απόφαση, ελπίζω όμως να μάθω καινούργια όργανα αν και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρω κάποια που να μου είναι άγνωστα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ