Ο Ανδρέας Βουτσινάς με την Τζέιν Φόντα
Ο Ανδρέας Βουτσινάς με την Τζέιν Φόντα © Αρχείο Ανδρέα Βουτσινά
More in Culture

«Εγώ, ο Ανδρέας»: Ο Μάριος Βουτσινάς μας ξεναγεί στη ζωή και τα μυστικά του πατέρα του

Τα επτά χρόνια πατρικής απουσίας και οι επτά μήνες που άλλαξαν τα πάντα - Μια θυελλώδης ζωή ξεδιπλώνεται στην έκθεση στην Ελληνοαμερικανική Ένωση
atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 978
19’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η προσωπική και καλλιτεχνική διαδρομή του Ανδρέα Βουτσινά μέσα από 70 χρόνια υλικού 

Με αφορμή την έκθεση «Εγώ, ο Ανδρέας», που εγκαινιάζεται στις 24 Νοεμβρίου 2025 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, συνάντησα τον Μάριο Βουτσινά, γιο του Ανδρέα, ο οποίος, μαζί με τον Σταμάτη Γκίκα και την Ίριδα Κρητικού, υπογράφει την επιμέλεια.

Η συνομιλία μας δεν ήταν απλώς μια ξενάγηση στα εκθέματα – ήταν μια εξομολόγηση, άλλοτε τρυφερή, άλλοτε σκληρή, με χιούμορ, με πίκρα αλλά και ψυχαναλυτική διάθεση. Ο Μάριος Βουτσινάς με οδήγησε βήμα βήμα μέσα από τα πορτρέτα, τις επιστολές, τα προσωπικά αντικείμενα και τα θεατρικά απομεινάρια στη θυελλώδη, μυθική, λαμπερή και θυμωμένη ζωή ενός ανθρώπου μεταξύ Νέας Υόρκης, Παρισιού, Λονδίνου και Αθήνας.

Μίλησε για την πίκρα ενός «ξεχασμένου» γιου και την αγάπη που ακολούθησε –εκείνη των τελευταίων επτά μηνών της ζωής του Ανδρέα–, μα και για την ανάγκη να φυλάξει τη μνήμη του μέσα από τα ρολόγια, τα αρώματα, τα γράμματα, τα βλέμματα αλλά και την απουσία. Ένα αφήγημα που μοιάζει με ταινία: με σκηνές από το Actors Studio, πλάνα με την Τζέιν Φόντα, μια γέννα που σχεδόν συνέβη μέσα στην Γκαλερί Λαφαγιέτ και μια ζωή που δε χωρούσε ποτέ σε ένα μόνο κάδρο.

Αυτή η έκθεση ξεκίνησε την επομένη του θανάτου του πατέρα μου. Έχοντας ζήσει μαζί του όσο καιρό ήταν άρρωστος, 7 μήνες, με έναν τρόπο που δεν είχαμε ξαναζήσει ποτέ μαζί, και έχοντας απελευθερωθεί από αυτά που κρατούσαμε μέσα μας και δε λέγαμε ο ένας στον άλλο, τώρα, έπειτα από τόση επιμονή, είχα την ευκαιρία να του πω ότι αναζητούσα έναν άνθρωπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι και που θα ήταν και πατέρας μου. Αυτό το διάστημα είδα πάρα πολλά πράγματα, αλλά μου έμειναν και πάρα πολλές απορίες, πάρα πολλές ψηφίδες από το παζλ, άγνωστες. Πριν από αυτούς τους 7 μήνες η σχέση μας ήταν ολέθρια.

Η μεγαλύτερη συγγνώμη για έναν εγωιστή

Πάντα εγώ ήμουν που τον κυνηγούσα, πάντα εγώ τον έψαχνα, πάντα εγώ ήθελα να διεκδικήσω μια σχέση. Ο τελευταίος καβγάς έγινε μετά το εγκεφαλικό, όταν ανέβαζε στην Επίδαυρο τις «Εκκλησιάζουσες». Γι’ αυτό το θεατρικό μού παρήγγειλε ένα κόσμημα-γλυπτό για να χαρίσει σε όλους τους ηθοποιούς και στους συντελεστές της παράστασης. Πήγα στην Επίδαυρο με ένα κιβώτιο γεμάτο γλυπτά, καταλαβαίνεις το βάρος, ήταν 100 κομμάτια. Ήταν η εποχή που μιλάγαμε ακόμα. Του δείχνω το γλυπτό, το κοιτάει και μου λέει: «Αριστούργημα, σ’ ευχαριστώ πολύ, θα έρθεις το βράδυ στο Λεωνίδιο να το μοιράσεις στα τραπέζια της ταβέρνας». Και μου ήρθε κόλπος.

Γυρίζω και του λέω πάρα πολύ απλά: «Ανδρέα, με συγχωρείς, αλλά εγώ είμαι ο καλλιτέχνης που σου το έφτιαξε, που σου το παραδίδει, όχι κανένα παιδάκι από την παραγωγή, να κάνω τη λουλουδού το βράδυ». Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Σήκωσε το μπαστούνι του να μου πάρει το κεφάλι. Κι επειδή έσκυψα και πέρασε από πάνω το μπαστούνι, έσπασε η τζαμαρία στο Ξενία, κι εκεί σήκωσα πια το κεφάλι μου και του είπα: «Κοίταξε, Ανδρέα, εδώ τελειώσαμε. Γιατί το μόνο που δε φανταζόμουν ήταν αυτού του είδους ο ανταγωνισμός. Δεν πρόκειται να σε ξαναενοχλήσω ποτέ, κι όταν αποφασίσεις ότι θες να έχεις μια υγιή σχέση μαζί μου, φιλική, τότε να μου τηλεφωνήσεις εσύ».

Πέρασαν 7 χρόνια. Κι ένα πρωινό, 1/1/10, στις 10:15 –ούτε κινηματογραφικό σενάριο να ήταν–χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούω μια φωνή να μου λέει: «Είμαι στο νοσοκομείο, θα έρθεις να με δεις;». Δεν μπορείς να μην πας.

Το ότι το δεν τα πήγα καλά με τον πατέρα μου ή δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε είναι μια πρώτη ανάγνωση. Φεύγοντας, ο πατέρας μου αφήνει πολλά κατάλοιπα και πολλές ερωτήσεις μετέωρες. Εγώ τον θαύμαζα από την πολύ μικρή μου ηλικία. Αρκεί να σκεφτείς ότι είδα τον πατέρα μου, επί της ουσίας να κινείται και να μιλάει, πρώτη φορά στον κινηματογράφο – πέρα από το ραντεβού που είχαμε για πρώτη φορά στο γραφείο της ψυχαναλύτριάς του, όταν ήμουν 9. Το επόμενο βήμα ήταν να τον δω στην ταινία «Οι παραγωγοί» του Μελ Μπρουκς, να ανοίγει εκείνη την πόρτα και να λέει εκείνο το «hello», που ήταν μια αμφισημία, κάτι μεταξύ Ρασπούτιν και Μέριλιν Μονρόε.

Πήγα λοιπόν. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, τον βλέπω να διαβάζει με τα γυαλιά κατεβασμένα. Δε γύρισε το κεφάλι του. Μα τα μάτια του είδα ότι με είδανε μέσα από τον καθρέφτη που υπήρχε απέναντι. Και μου λέει: «Ξέρω εγώ τώρα, εσύ θα θες να σου ζητήσω συγγνώμη, αλλά εγώ συγγνώμη δεν μπορώ να σου ζητήσω, και ξέρεις γιατί. Γιατί η συγγνώμη δεν είναι μια λέξη, είναι μια πράξη, κι εγώ από το κρεβάτι δεν μπορώ να κάνω τίποτα».

Υπάρχει μεγαλύτερη συγγνώμη για έναν εγωιστή; Αυτό λοιπόν με έκανε να είμαι εκεί 7,5 μήνες, μέχρι να φύγει. Ανελλιπώς. Κάθε μέρα στο νοσοκομείο, και όσες φορές χρειάστηκε να είμαι στο Παρίσι, ήμουν εκεί για να τακτοποιήσω τις δουλειές του.

Θέλω να δω τον μπαμπά μου

Η απόμακρη σχέση ξεκίνησε από αυτόν και υπήρχε σε όλη μου τη ζωή. Στα 9 μου, πήγα στη Νέα Υόρκη. Με πήγε η μάνα μου στο Actors Studio, χτύπησα την πόρτα και είπα «θέλω να δω τον μπαμπά μου» κι άρχισαν να κατεβαίνουν όλοι οι ηθοποιοί από πάνω να δούνε ποιον μπαμπά, γιατί δεν ήξερε κανείς ότι ο Ανδρέας είχε γιο. Και ο Ανδρέας το έσκασε από την πίσω πόρτα. Αμέσως μετά μου έστειλε τηλεγράφημα να τον δω στο γραφείο της ψυχαναλύτριάς του, στην τάδε του μηνός, στην τάδε οδό, στις 6 το απόγευμα. Κι εκεί τον είδα για πρώτη φορά. Εκεί είδα για πρώτη φορά και τη μάνα μου και τον πατέρα μου μαζί. Θυμάμαι τη σκηνή: εγώ στη μέση, σε μια συρόμενη πόρτα, στη μία μεριά η μάνα μου, στην άλλη ο πατέρας μου, και κοιτάω μία τον ένα και μία τον άλλο. Συρόμενο βλέμμα. Ο Ανδρέας ήταν πολύ stiff· η μάνα μου ήταν έτοιμη να λιώσει.

Τον λέω πάντα Ανδρέα, γιατί επίσης πρέπει να σου πω ότι, επειδή μεγάλωσα χωρίς πατέρα, με πέντε γυναίκες κι έναν παππού-περιβόλι, με τον ιππόδρομο στόχο της ζωής του, δεν αισθάνθηκα, δεν ξέρω τι θα πει να έχεις μπαμπά. Δεν το ξέρω αυτό το πράγμα και δεν ξέρω αν μου έλειψε. Μου έλειπε όταν ήμουν σχολείο και άκουγα τα άλλα παιδιά που μιλούσαν για τον πατέρα τους… Αλλά επί της ουσίας μεγάλωσα σαν σε γυναικωνίτη, όπου με είχαν στα όπα όπα.

Την απόφαση να κάνω εγώ ένα βήμα για να δω τον Ανδρέα την πήρα όταν είδα μια μεγάλη συνέντευξή του σε κάποια εφημερίδα. Μου είχε πει η γιαγιά μου μετά την Αμερική και τη συνάντηση στην ψυχαναλύτρια: «Εάν εντοπίσεις τον πατέρα σου στην Ευρώπη, θα σου δώσω λεφτά να πας να τον δεις. Αμερική δε σε στέλνω».

Μπαίνω μια μέρα στο σπίτι με την «Ελευθεροτυπία»; «Μεσημβρινή»; «Απογευματινή»; Δε θυμάμαι. Ήταν η Ήρα Φελουκατζή ανταποκρίτρια. Ήταν τότε που οι εφημερίδες ήταν ακόμα τεράστιες. Και είχε ένα ολόκληρο κατεβατό, άρθρο για τη σχολή του Ανδρέα στο Παρίσι. Μπαίνω μέσα και της λέω: «Να το, πότε φεύγω;».

Στο Παρίσι τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ότι είμαι ένας δημοσιογράφος από την Ελλάδα και έχω έρθει να του πάρω συνέντευξη. Και το έκανα γιατί στα εννιά μου, που είχε κανονίσει αυτός το ραντεβού μας, είχα συναντήσει έναν «μπαμπά» που είχε έρθει σαν «μπαμπάς μου». Με γραβάτα, κοστούμι, καλογυαλισμένα παπούτσια, χωρίς δαχτυλίδια, χωρίς κοσμήματα, φρεσκοξυρισμένος μπαμπάς. Στα 9 μου, ήρθε για να δει το παιδί του. Αυτή τη φορά, στα 19 μου, συνάντησα έναν «ηθοποιό», που είχε έρθει για να εντυπωσιάσει έναν Έλληνα δημοσιογράφο – κι αυτήν ακριβώς τη διαφορά ήθελα να δω. Και είδα αυτό που είδατε όλοι σας όταν πρωτοήρθε ο Ανδρέας στην Ελλάδα: με την κοτσίδα, το κασκέτο, τις καδένες τις χρυσές, τα δαχτυλίδια… το σκυλί έλειπε μόνο.

Μόλις με είδε σοκαρίστηκε – με αναγνώρισε, βέβαια, αμέσως. Βάλαμε τα γέλια, γιατί καθίσαμε έτσι απέναντι και άνοιξα την τσάντα μου να πάρω τα τσιγάρα μου και πήγε να πάρει και αυτός τα τσιγάρα του και ήταν σαν να ’βλεπες την άσκηση που κάνουν οι ηθοποιοί μπροστά στον καθρέφτη. Ναι. Διότι το DNA μάς είχε προλάβει. Ήμασταν ολόιδιοι. Αυτό λοιπόν που εγώ νόμιζα ότι ήταν το θετικό στοιχείο για να έχεις τη μαγιά για μια σχέση, γι’ αυτόν ήταν το πιο αρνητικό. Γιατί ένας εγωκεντρικός άνθρωπος, όπως ήταν ο Ανδρέας, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να ακούει ήταν ότι ο γιος του του μοιάζει. Και του μοιάζει σαν να ανοίγεις όλη τη βεντάλια και να το βλέπεις παντού.

Εκεί κατάλαβα πια ότι ήταν τόσο μεγάλο το πρόβλημα της ανάγκης του να νιώθει μοναδικός, που πραγματικά τον ενοχλούσε το ότι του έμοιαζα. Αν είχα την έλλειψη του μπαμπά ανεπτυγμένη μέσα μου, θα με πλήγωνε πάρα πολύ. Δεν την είχα. Και γι’ αυτό και μπορούσα να ξεχωρίσω τον θαυμασμό μου για έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη, ηθοποιό, δάσκαλο και τα αισθήματά μου για έναν μπαμπά, που δεν ήταν. Σχέση την οποία προσπαθούσα όμως να αντικαταστήσω με μια φιλία, και το πέτυχα χάρη στην επιμονή μου το τελευταίο 7μηνο.

Οι παρέες του Ανδρέα

Ήταν πολύ δύσκολο να έχω μια σχέση με τον Ανδρέα όσο είχε τον συγκεκριμένο περίγυρο, γιατί κανείς τους δεν με ήθελε. Γιατί θα ήμουν «το μάτι» που θα μπορούσε να τον προειδοποιήσει για πάρα πολλά πράγματα. Θέλω να πω, θα ήμουν κάτι σαν «κατάσκοπος» και για την Άλκηστη και για τη Λίνα και για τον Σταμάτη (Κραουνάκη). Κανείς δε με ήθελε. Σαν παρέα μιλάω. Και συγχρόνως κάνανε και κάτι περισσότερο. Η Λίνα δηλαδή. Μου μιλούσαν μόνο όταν μου μιλούσε ο Ανδρέας. Το οποίο είναι απαράδεκτο. Απλά επειδή το δικαίωμα αυτό τους το έδινε ο Ανδρέας. Έτσι ήταν. Και ένα σπίρτο να του έκανες δώρο, γι’ αυτόν ήταν ιδιαίτερο. Και γι’ αυτό του χρώσταγε όλη η Αθήνα. Απόδειξη, όταν έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό, του μάζεψα μέσα σε μία εβδομάδα 12 εκατομμύρια δραχμές. Ο Κουτσομύτης μόνο του χρώσταγε 4,5 εκατομμύρια από τα δύο σήριαλ στα οποία είχε παίξει. Όπως καταλαβαίνεις, όταν ο Ανδρέας αρρώστησε, το τελευταίο 7μήνο εξαφανίστηκαν οι πάντες. Όπως συμβαίνει συνήθως. Συγχρόνως είχαν και μια μεγαλύτερη δικαιολογία, ότι ήμουν εγώ στη μέση και πώς θα με αντιμετωπίζανε. Έχω εισπράξει πολύ άσχημες συμπεριφορές.

Παιδί μου, περπατάω στον δρόμο με την κολλητή μου και είμαστε έξω από το σπίτι της Λίνας, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, και ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο Ανδρέας με τη Λίνα και στρίβουν το κεφάλι τους και οι δύο και προχωράνε. Λέει η φίλη μου η Μαριλού: «Καλά, είναι δυνατόν, συναντάει ο πατέρας τον γιο και δε χαιρετιούνται;». Η Λίνα έχει γυρίσει τα μούτρα της στην τζαμαρία, σαν να μην υπάρχω, και ο Ανδρέας λέει στη Μαριλού: «Έτσι, έτσι, καλύτερα ο καθένας με τους δικούς του φίλους». Και πρόσεξε, τον Ανδρέα η Λίνα τον γνώρισε από μένα. Ήταν δική μου φίλη. Αλλά επειδή ακριβώς δε θέλω να χαλάσω τις αναμνήσεις μου από τα κομμάτια της μουσικής τους που έχουν παίξει ρόλο στη ζωή μου, εγώ τους έχω καλέσει όλους στην εκπομπή στην ΕΡΤ1 που προσπαθεί ο Γιώργος Κουβαράς να κάνει για τον Ανδρέα. Και πήρε η κυρία Πρωτοψάλτη και είπε: «Αν έρθει ο Κραουνάκης, εγώ δεν έρχομαι». Ούτε για κάποιο σκοπό δηλαδή, για κάποια εποχή που έζησαν καλά όλοι μαζί δεν κάνουν μια παραχώρηση. Λες, έχω μοιράσει στον κόσμο θλίψη, χαρά, ευτυχία με τη μουσική μου, με τη δουλειά μου, ας το γιορτάσω κι εγώ μια φορά κι ας κάνω στην μπάντα.

Όταν πήγα να κάνω το Σωματείο Φίλων του Ανδρέα Βουτσινά (γιατί είναι απαραίτητο για να μπορέσει να γίνει η έκθεση), ζήτησα υπογραφές και από αυτούς, γιατί χρειάζονται τουλάχιστον 20 άτομα. Ο Κραουνάκης, πήγα σπίτι του και υπέγραψε 14 χαρτιά χωρίς καν να τα ανοίξει να τα διαβάσει. Η Νικολακοπούλου με την Άλκηστη μου ζήτησαν να στείλω το συμβόλαιο στους δικηγόρους να δουν αν τις συμφέρει.

Μια ζωή φυλαγμένη σε κιβώτια

Τους τελευταίους 7 μήνες δεν είχε σημασία πια. Εγώ ήθελα να του κάνω το χατίρι. Μέσα σε όλα αυτά τον ξαναρώτησα αν όντως ήθελε όταν πεθάνει να τον κάψουν –γιατί μου το είχε ζητήσει στη Θεσσαλονίκη, στο πρώτο εγκεφαλικό– και μου λέει «Βεβαίως, και να το ξέρεις, θέλω να με σκορπίσετε στην Επίδαυρο, για να είμαι εκεί όταν οι ηθοποιοί παίζουν άσχημα, να τους μπαίνω στη μύτη». Και όντως έκανα ό,τι ακριβώς μου ζήτησε: από την πώληση του σπιτιού στο Παρίσι μέχρι τη μεταφορά των κιβωτίων και των πραγμάτων του εδώ, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί όλη αυτή τη χαρτούρα έπρεπε να την κουβαλήσω, μέχρι που τα άνοιξα και είδα ότι εκεί μέσα ήταν όλη του η ζωή, αυτή που δεν ήξερα. Αυτό ήταν το ζουμί. Κρατούσε ημερολόγια, δηλαδή άλμπουμ φύρδην μίγδην με αποδελτιώσεις στο Παρίσι, με προγράμματα, με φωτογραφίες και ημερομηνίες από τις παραστάσεις του.

Μιλάμε για 137 παραστάσεις σε μια ζωή ανάμεσα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Σικάγο και Λονδίνο. Εγώ ήξερα το κομμάτι της Ελλάδας και πολύ λίγα από τα κομμάτια του Παρισιού, όπου είχε τύχει να πάω. Ούτε για τη Νέα Υόρκη ήξερα ούτε για το ότι είχε συνεργαστεί με τον Φελίνι ήξερα. Είχε κάνει coaching στον «Καζανόβα». Είχε κάνει coaching και στη Μάρθα Κέλερ, που ήταν μαθήτριά του στο Παρίσι, όταν έπαιζε στη «Φεντόρα» του Μπίλι Γουάιλντερ, που είχε γυριστεί εδώ, στην Κέρκυρα. Τον έπαιρνε κάθε απόγευμα τηλέφωνο στην Κυψέλη, της έκανε μάθημα από το τηλέφωνο και στο τέλος της εβδομάδας ήρθε μια επιταγή ενάμισι εκατομμύριο για τον Ανδρέα. Δραχμές τότε.

Στο διάστημα που έζησα στο Παρίσι γνώρισα τον Σταμάτη τον Γκίκα από τον πατέρα μου, γιατί ήταν μαθητής του. Κι όταν ο Ανδρέας ερχόταν στην Ελλάδα κι ανέβαζε παραστάσεις το καλοκαίρι, όσους μαθητές του ήταν Έλληνες τους έπαιρνε για εξάσκηση μαζί του. Ο Σταμάτης έπαιζε στη «Λυσιστράτη» του Λαζόπουλου. Με τον Σταμάτη ζήσαμε μαζί εφτά χρόνια, μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Εκεί πήγαινα μαζί του στη σχολή του Ανδρέα και παρακολουθούσα τα μαθήματά του χωρίς να μάθει κανένας, παρακαλώ, απ’ όλους εκείνους τους επώνυμους και τους διάσημους ποιος ήμουν. Μου είχε πει: «Σε παρακαλώ, δε θέλω να πεις ότι είσαι γιος μου». Ήταν τότε μια περίοδος που μέχρι στις εφημερίδες διάβαζα τίτλους όπως «Μετά τον Θεό, στο θέατρο, είναι ο Βουτσινάς». Δηλαδή υποκλίνονταν ο κόσμος. Υπήρχαν φορές στα μαθήματα που δίπλα μου καθόταν ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, πίσω μου η Κατρίν Ντενέβ και μπροστά μου η Φανί Αρντάν…

Ρολόγια, πορτρέτα, αρώματα, επιστολές

Έχω ανοίξει λοιπόν όλα αυτά τα κιβώτια, έχω βρει όλη αυτή τη χαρτούρα και τα έχω βάλει σε μια αποθήκη, μαζί και τα ρολόγια (σ.σ. ο Ανδρέας Βουτσινάς ήταν φανατικός συλλέκτης, μεταξύ άλλων, και ρολογιών Swatch. Μετά τον θάνατό του, ο Μάριος Βουτσινάς δημιούργησε ένα καλλιτεχνικό έργο, ένα κρεβάτι, το στρώμα του οποίου είναι «πλεγμένο» με τα 300 από τα 700 ρολόγια Swatch της συλλογής).

Στην έκθεση κάνω μια αναπαράσταση του σπιτιού του, όπου, αντί να βάλω ένα κρεβάτι ή ένα στρώμα, θα βάλω αυτό που έφτιαξα από τα ρολόγια της συλλογής. Μάλιστα θα βάλω και μια κολόνα 2,5 μέτρα ύψος, στρογγυλή, πλεξιγκλάς, που είναι γεμάτη με όλα τα μπουκάλια από τα αρώματα που βρήκα στο σπίτι του. Έχει μέσα μια ταινία led και φωτίζονται τα μπουκάλια μισογεμισμένα με αρώματα. Είχε πολλές μανίες ο Ανδρέας.

Συνειδητοποίησα μαζί με τον Σταμάτη Γκίκα ότι έχουμε 70 highlights από τα θεατρικά του έργα: προγράμματα, αφίσες, κριτικές, φωτογραφίες. Ο Ανδρέας κράταγε κάτι άλμπουμ με σπιράλ και φύλλα από νάιλον, όπου απλώς έχωνε μέσα πράγματα αντί να τα ταξινομεί. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ένας τρόπος να δείξω αυτά τα πράγματα είναι να κάνω μια αναπαράσταση αυτού του ντοσιέ σε μεγέθυνση. Λευκά πάνελ foam 2.30 επί 1.25, σε μαύρους τοίχους γύρω γύρω, σαν να έχεις ξεδιπλώσει ένα τετράδιο. Αυτά θα είναι στη μία αίθουσα της έκθεσης. Στην άλλη θα είναι η αναπαράσταση του σπιτιού.

Από άλλα αντικείμενα έχω κάποια μικροέπιπλα τα οποία έχουν ενδιαφέρον και την πολυθρόνα όπου καθόταν. Έχω πάρα πολλά σενάρια. Έχω το σενάριο από το «Αυτοί οι τρελοί παραγωγοί» με σημειώσεις του επάνω και το μονόκλ που φορούσε στο έργο. Ακόμα την ασημένια ταμπακέρα του Γιώργου Χειμωνά. Του τη χάρισε μετά την παράσταση που του είχε κάνει με το Αναλόγιο για τους «Χτίστες» στην Πάτρα. Ήμουν μπροστά. Ο Ανδρέας είχε βάλει ένα βαρέλι με φωτιά και οι ηθοποιοί διαβάζανε το κείμενο και μετά το έριχναν στη φωτιά. Και έπαθε σοκ ο Χειμωνάς. Πλησίασε μετά τον Ανδρέα και του λέει: «Να σας ρωτήσω κάτι, κύριε Βουτσινά, πού ξέρετε εσείς ότι εγώ καίω ό,τι δε δημοσιεύω;». Είχε εντυπωσιαστεί. Κι έβγαλε την ασημένια του ταμπακέρα και του τη χάρισε. Έχω επίσης ένα καπέλο του από ένα θεατρικό έργο όπου έπαιζε με τη Ζαζά Γκαμπόρ, το «Λούλου», έχω καμιά εικοσαριά κασκέτα, ένα παλτό Hermès που είναι όλο κασμίρι φόδρα.

Όλα αυτά τα πράγματα συνοδεύονται από 38 πορτρέτα του Ανδρέα, τα οποία έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι καμιά δεκαριά αριστουργηματικά της Λίλα ντε Νόμπιλι (σ.σ. σπουδαία Ιταλίδα σκηνογράφος, ενδυματολόγος και illustrator μόδας). Είναι ο Ανδρέας ντυμένος Μαρκήσιος, ο Ανδρέας ντυμένος κανταδόρος με κιθάρα στην Ισπανία, ο πίνακας «Las Meninas» με Βελάθκεθ τον Ανδρέα με το μουστάκι και τη Μίκα, τον σκύλο του, μαζί. Επίσης, έχει ζωγραφίσει τον διάσημο πίνακα του Ζορζ Κλερέν με τη Σάρα Μπερνάρ ξαπλωμένη σε ένα ανάκλιντρο με τον σκύλο μπροστά της και τη σκιά του Ανδρέα μαύρη να της διδάσκει τον ρόλο.

Τυχαία με τον Σταμάτη προχθές βρήκαμε μια επιστολή της Λίλα, όπου γράφει: «Καλώ τον μαρκήσιο Ανδρέα Βουσίν, τη μαρκησία Μίκα ντε Κολκρί και τον Τίτο Ανδρόνικο –αυτά είναι τα σκυλιά του– για να τους κάνω τα πορτρέτα». Όλο αυτό το πηγαινέλα αλληλογραφίας, από τα πιο σπουδαία γράμματα μέχρι τις χυδαίες ανταλλαγές επιστολών με τον Γεωργουσόπουλο.

Αυτές δε θα τις βάλω καθόλου στην έκθεση, απλώς φαίνεται η διαμάχη τους. Είχανε μεγάλη κόντρα. Κάποια στιγμή κάτι του είπε του Ανδρέα κι εκείνος του απαντάει: «Εσύ με την κοιλιά που έχεις, που δεν μπορείς να δεις τα αχαμνά σου, πώς μπορεί να είσαι καλός άνθρωπος;». Και γυρίζει ο άλλος και γράφει τέρατα, ότι θα κάνω σύλλογο και θα σε βάλω πρόεδρο για να μου αερίζεις τα αχαμνά μου και λοιπά.

Η Τζέιν Φόντα κι εγώ

Για όλα αυτά τα αντικείμενα υπάρχουν ιστορίες. Ειδικά για την έκθεση αυτή έχω φτιάξει ένα έντυπο σαν εφημερίδα, που έχει μέσα τα πάντα. Καταρχάς έχει τα ενθυμήματα της Τζέιν Φόντα, τα αυτογράφά της. Η Φόντα, όταν ήρθε στην Ελλάδα, έμεινε στο σπίτι της γιαγιάς μου, δεν πήγε στο ξενοδοχείο. Εκεί τη γνώρισα. Στην Ύδρα, στα γυρίσματα της ταινίας «Διακοπές στην Αθήνα», στη σκηνή που χορεύει μέσα στο φεριμπότ ήμουν εκεί μαζί με τη γιαγιά μου και τον παππού μου. Το μουσικό θέμα της ταινίας, το τραγούδι «In the cool of the day», που είχε γράψει ο Χατζηδάκις, το τραγουδάει ο Νατ Κινγκ Κόουλ. Θυμάμαι τότε που έλεγε η γιαγιά μου πως, αν ο Ανδρέας είχε πάει στρατό, θα μπορούσε να ήταν εδώ. Την εποχή εκείνη η Φόντα ήταν με τον Ανδρέα, ζούσαν μαζί. Έχω αυτόγραφό της για τη γιαγιά μου, που γράφει «To the lady with the loveliest legs», κι ένα άλλο που γράφει στα γκρίκλις «Na me thymaste, Jane».

Η Τζέιν Φόντα για μένα είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές παιδικές αναμνήσεις μου. Πραγματικά, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχα δει ποτέ. Είχε μια αλογουρά μέχρι τον κώλο. Αχυρένια, κατάξανθη. Κουκλάρα. Και τη στιγμή που έβαλε τα κλάματα μόλις με είδε γιατί της θύμισα τον πατέρα μου δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ο Ανδρέας δε μίλαγε για την Τζέιν Φόντα. Θεωρώ ότι βαθιά μέσα του είχε πικραθεί. Υπήρξε μια περίοδος που είχαν μια αλληλογραφία που, αν τη δημοσιεύσω, μπορεί να πάω φυλακή. Δηλαδή ή θα την πάρω μαζί μου ή θα την κάψω. Ή θα την αγοράσει η κυρία Φόντα. Μου λέγανε κάποιοι φίλοι: «Στο Σόθμπις να το στείλεις αυτό».

Παιδιά, είστε τρελοί; Θα πάω φυλακή. Είναι 12 γράμματα σε ροζ φακέλους. Όλα τα γράμματα που της έχει στείλει ο πατέρας μου είναι δακτυλογραφημένα. Όλα τα δικά της χειρόγραφα. Λοιπόν, χωρίσανε με πολύ άσχημες συνθήκες, ξέρανε την αλήθεια. Αυτή που ξεχνάμε όλοι σήμερα: ότι μέχρι το 1953 –και το ξέρω γιατί ήταν η χρονιά που γεννήθηκα– η ομοφυλοφιλία στο Λονδίνο ήταν παράνομη. Το 1953 ψηφίστηκαν οι νόμοι και άλλαξαν τα πράγματα. Που σημαίνει ότι όλοι οι άντρες εκείνη την εποχή έπρεπε να έχουν μια γυναίκα για να βγαίνουν. Λοιπόν αυτή η σχέση ήταν κάτι ανάμεσα στον έρωτα, στη φιλία, στη ζήλια και στη «χρησιμοποίηση». Σε ντύνω, σε στολίζω, σε κυκλοφορώ…

Υπό την αιγίδα της Βουλής

Θεωρώ λοιπόν ότι από όλο αυτό το υλικό κάποια πράγματα άξιζε τον κόπο να τα δει ο κόσμος. Ξεκίνησα να χτυπάω πόρτες, χωρίς να παίρνω απαντήσεις, μέχρι που κάποια στιγμή μού λέει η αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης Ίριδα Κρητικού, που συνεπιμελείται την έκθεση: «Να σου πω κάτι, ο πατέρας σου έχει δουλέψει στην Αμερική, γιατί να μη χτυπήσουμε την πόρτα της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης;». Και δέχτηκαν. Η αιγίδα της Βουλής ήρθε όταν πια είχα δεδομένα την έκθεση και το Σωματείο Φίλων του Ανδρέα Βουτσινά, γιατί ως σωματείο κινήθηκα, αλλιώς θα ήταν σαν προσωπική βοήθεια, και δε γίνονται αυτά. Είχα μια ανταπόκριση από τον κύριο Κακλαμάνη που πραγματικά ήταν συγκινητική. Αυτά τα 30 πάνελ με όλες τις λεπτομέρειες έτοιμες λοιπόν, όταν τελειώσει η έκθεση, θα πάνε όλα στο Καπνεργοστάσιο, που είναι η αρχειοθήκη της Βουλής, για να φωτογραφηθούν, να ψηφιοποιηθούν και να φυλαχτούν.

Από τη Φωκίωνος Νέγρη στο Actors Studio

Ο Ανδρέας γεννήθηκε στο Χαρτούμ τον Αύγουστο του 1932. Ο παππούς μου ήταν έμπορος στην Αβησσυνία. Και ο παππούς και η γιαγιά ήταν από την Κεφαλονιά. Γύρισαν στην Ελλάδα επί Νάσερ. Ο παππούς μου είχε φαληρίσει στην Αίγυπτο. Οπότε σήκωσε τα μανίκια της η γιαγιά μου και, επειδή μιλούσε 7 γλώσσες, έπιασε δουλειά στην American Export Line, μια ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά. Στην αρχή, νομίζω, είχαν κάνει έναν φούρνο στη Φωκίωνος Νέγρη. Και αντεστράφησαν οι όροι. Δηλαδή ήταν ο παππούς μου στο σπίτι και μαγείρευε, καθάριζε, σκούπιζε και η γιαγιά μου δούλευε. Ο Ανδρέας δεν τον χώνευε τον πατέρα του. Δεν τα πήγαινε καθόλου καλά μαζί του. Κι όταν η γιαγιά μου πέθανε ξαφνικά επάνω σε μια μετακόμιση αγοράζοντας ένα σπίτι για τον Ανδρέα, δεν πρόλαβε καν να μπει. Ο παππούς μου έζησε εκεί μόνος του εφτά με οχτώ χρόνια.

Τον Ανδρέα η μάνα του τον προέτρεπε να φύγει από την Ελλάδα, να σπουδάσει στο εξωτερικό. Κι έφυγε στα 19 του για να δώσει εξετάσεις στο Old Vic. Μάλιστα πέρασε με έναν μονόλογο που του είχε συστήσει ο Κουν, χωρίς καν να ξέρει αγγλικά. Τον Κουν τον είχε γνωρίσει μικρός, δεκαοχτάρης. Η μάνα μου, λοιπόν, ερωτευμένη μαζί του, τον ακολούθησε στο Λονδίνο, λέγοντας στη δική της μάνα, τη γιαγιά μου, ότι πήγαινε να κάνει πλαστική στη μύτη της. Και γύρισε μ’ ένα μωρό. Στο Λονδίνο ζούσαν μαζί, έμεινε έγκυος, κάνανε έναν πολιτικό γάμο –βρήκα και το τηλεγράφημα όπου ανακοίνωναν τον γάμο τους στον παππού και στη γιαγιά μου– και κάποια στιγμή τής είπε ο Ανδρέας, γύρνα πίσω να γεννήσεις και θα έρθω. Και δεν ήρθε ποτέ.

Από τον πολιτικό εκείνο γάμο δε βγήκε ποτέ διαζύγιο. Εκείνη την εποχή, ο πολιτικός γάμος δεν ίσχυε στην Ελλάδα. Η μάνα μου ήρθε από το Λονδίνο με ένα μωρό αγνώστου πατρός. Ο Ανδρέας δεν ξαναπαντρεύτηκε, δε χρειαζόταν το διαζύγιο. Αυτή που το χρειαζόταν, όταν έγινε ο πολιτικός γάμος νόμος στην Ελλάδα, ήταν η μάνα μου. Κι έτσι προέκυψε η ιστορία στην Αμερική. Όταν πήγαμε στην Αμερική, το 1964, και πήγα στο Actors Studio, η μάνα μου με δικηγόρους και με τον πατριό μου τον Σακελαρίδη, ζήτησε διατροφή από τον Βουτσινά για τα χρόνια που με είχαν μεγαλώσει. Ο Ανδρέας έκανε μια ντρίπλα κι έβγαλε τη μάνα μου δίγαμη, αφού δεν υπήρχε διαζύγιο του πολιτικού γάμου, κι εξαφανίστηκε.

Εκείνο το «σε ντύνω, σε στολίζω…» ήταν ακριβώς ο λόγος που η μάνα μου δεν ξεπέρασε ποτέ τον πατέρα μου. Μαζί οι δυο τους γύριζαν τα πιο κοσμικά πάρτι στην Αθήνα. Την έντυνε, την έβαφε ο ίδιος και ήταν μια κουκλάρα. Δεν το ξεπέρασε ποτέ της. Έχω επιστολές της – ο Ανδρέας τις είχε φυλάξει όλες. Ανάμεσα στους γάμους της, σε ένα γράμμα τού έλεγε: «Μήπως θες να ξαναβρεθούμε μαζί; Γιατί προσπαθώ να παντρευτώ πάλι».

Αλλά εγώ, στο κομμάτι της ζωής πατίνι που του ’κανε η μάνα μου, είμαι με τον Ανδρέα. Επειδή τη μάνα μου την έζησα. Έζησα τους πατριούς και τους δύο –που παίξανε χαρτιά στην πλάτη μου– και μετά τα 19 μου εξαφανίστηκα γιατί είπα φτάνει, μέχρι εδώ. Ήταν δύσκολη γυναίκα. Και, βλέπεις, και από τη μία και από την άλλη, ο σάκος του μποξ ήμουν εγώ. Εάν δεν υπήρχε το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς μου, μπορεί να ήμουν πίσω από τα σίδερα σε κανένα ψυχιατρείο, δε θα υπήρχε διέξοδος.

Τότε ο Ανδρέας δεν μπορούσε να έρθει εδώ. Ήταν ήδη έξω. Ο Ανδρέας έφυγε από δω το 1951 και δεν ξαναγύρισε μέχρι τα 44 χρόνια του, που πλήρωσε τον στρατό. Συν το γεγονός ότι μέσα στη χούντα δεν μπορούσε να έρθει ούτε στην κηδεία της γιαγιάς μου, διότι είχε κάνει μια ταινία με την Ντελφίν Σερίγκ, τη μεγάλη Γαλλίδα ηθοποιό, η οποία ήταν κομμουνίστρια, και η χούντα τον είχε χαρακτηρισμένο ως κομμουνιστή.

Εγώ θεωρώ ότι οι Έλληνες του εξωτερικού έχουν ένα κάρβουνο μέσα τους που τους καίει να αναγνωριστούν στη χώρα τους. Αυτό δεν ξεπερνιέται. Αυτό τον τράβηξε να έρθει εδώ, με πολύ βαθιά συγκίνηση. Σ’ αυτό συντέλεσαν και η Δέσπω Διαμαντίδου, με την οποία έκανε στη Θεσσαλονίκη, το «Χάρολντ και Μοντ», που χάλασε κόσμο, και η Αλεξάνδρα Λαδικού, με την οποία έκανε την «Ελένη», που ξαφνικά από μια τραγωδία την ανέβασαν ως κωμωδία. Όλα αυτά τον εντυπωσίασαν και τον έκαναν να θέλει να ζήσει στη χώρα του. Για μένα δεν ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στον Ανδρέα. Για ένα διάστημα πολύ μεγάλο, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα ήταν στην Αθήνα και Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη στο Παρίσι για τη σχολή του. Μιλάμε για χρόνια. Και κάποια στιγμή παρέδωσε τα όπλα, άφησε τη σχολή, έβαλε αντικαταστάτες κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά εδώ. Την εποχή που ήρθε εδώ, το θέατρο ήταν χωρισμένο. Στο μπουλβάρ και στην κουλτούρα. Αυτά δεν υπήρχαν για τον Ανδρέα. Και για μένα στην καριέρα του αυτό ήταν το μεγαλείο του. Γι’ αυτό και τον λάτρεψαν οι ηθοποιοί. Κι αυτή την αγάπη την «άλειψε» πάνω του. Έκανε τρομερές φιλίες με κάποιους ανθρώπους και κάποιους ηθοποιούς, άσχετα αν τις πήγαινε στην κόψη του ξυραφιού για να κοπούν. Το έκανε επίτηδες. Όπως το έκανε και μ’ εμένα. Για να δει, θα μείνεις εκεί ή θα τη διαλύσεις τη σχέση. Το οποίο είναι πάρα πολύ βασανιστικό.

Στο σπίτι της κυρίας Γαληνέα

Στην Ελλάδα ήρθε το καλοκαίρι του 1972 ή ’73, που συζητούσε με τη Γαληνέα και τον Αλεξανδράκη για να κάνουν το «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα», το πρώτο έργο που ανέβασε στην Ελλάδα. Τότε ήταν που τον είδα κι εγώ. Έμαθα ότι ήταν εδώ, παίρνω σβάρνα τα τηλέφωνα στα ξενοδοχεία και στο Γκραν Μπρετάνια μου λένε: «Ο κύριος Βουτσινάς για σήμερα θα είναι στο σπίτι της κυρίας Γαληνέα στο Καβούρι». Και πήρα το λεωφορείο και κατέβηκα στο Καβούρι. Χτυπάω την πόρτα, μπαίνω μέσα, είναι η υπηρέτρια. Λέω: «Έρχομαι να δω τον κύριο Βουτσινά». «Ποιος είστε;» «Ο γιος του». Μου λέει: «Καθίστε στο μπαλκόνι να σας βγάλω ένα ποτό να τον περιμένετε». Και σε λίγη ώρα ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Αλεξανδράκης με τις βαλίτσες –επέστεφαν από περιοδεία– κι από πίσω του έρχεται η Νόνικα.

Λέω «Είμαι ο γιος του Ανδρέα και ήρθα να τον περιμένω». «Μμμ, δεν ξέρω αν θα έρθει· να ρωτήσουμε τη Νόνικα», βγάζει την ουρά του απέξω ο Αλεξανδράκης. Η Νόνικα βγάζει το γυαλί το πεταλουδέ, κοιτάω το μάτι της και μου λέει: «Ο Ανδρέας δεν είναι εδώ και δεν πρόκειται να έρθει» και μου δείχνει την πόρτα. Και βέβαια είμαι 19 χρονών και είναι η πρώτη φορά που ντράπηκα τόσο πολύ στη ζωή μου. Και φεύγω. Και την ώρα που μπαίνω στο λεωφορείο βλέπω ένα Mini Cooper να παρκάρει έξω απ’ της Νόνικας. Με το μουσάκι του, τον αναγνωρίζω, κατεβαίνω στην πρώτη στάση, παίρνω τηλέφωνο, το σηκώνει η Νόνικα και της λέω: «Κυρία Γαληνέα, σας παρακαλώ, δώστε μου τον πατέρα μου, και θα σας συμβούλευα να μην ανακατεύεστε σε οικογενειακές υποθέσεις». Την άλλη μέρα είπε στον Ανδρέα ότι το έκανε για να τον προστατέψει από το τέρας, εμένα.

Είναι σίγουρα γιος μου, γιατί έχουμε τα ίδια πόδια

Η μάνα μου με γέννησε στο Παρίσι. Στη διαδρομή για να γυρίσει στην Αθήνα είχε χάσει τις μέρες της και γεννήθηκα εκεί, γιατί της σπάσανε τα νερά στην Γκαλερί Λαφαγιέτ, όπου είχε πάει να ψωνίσει μωρουδιακά. Με πήρε λοιπόν και με πήγε στο Λονδίνο να με δείξει στον Ανδρέα. Ξέρεις, τα δύο δάχτυλα του ποδιού μου μετά το μεγάλο είναι ενωμένα, σαν να είναι δίδυμα. Και μου λέει η μάνα μου ότι σήκωσε την κουβερτούλα να του δείξει τα πέλματά μου, κι εκείνος, μόλις τα είδε, γύρισε και είπε: «Είναι σίγουρα γιος μου, γιατί έχουμε τα ίδια πόδια».

Της είπε λοιπόν γύρνα πίσω και θα έρθω. Όμως έκανε την περιοδεία στον Καναδά, πέρασε κι από τη Νέα Υόρκη, έδωσε εξετάσεις στο Actors Studio, μπήκε πέμπτος ανάμεσα σε, δεν ξέρω, 1.500, και δεν ξαναγύρισε. Γιατί εκτός των άλλων, αν γύριζε τότε, θα έπρεπε να πάει στρατό, δε θα τον άφηναν να ξαναφύγει. Και είναι στην καλύτερη εποχή της Νέας Υόρκης. Στην καλύτερη εποχή του Actors Studio. Ήταν η Μέριλιν, ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέιμς Ντιν, ήταν όλοι. Κι από κει και πέρα, από μαθητής έγινε δάσκαλος εκεί. Κι όταν έφυγε για να πάει να κάνει ένα σεμινάριο στο Παρίσι, τη Μέθοδο του Στράσμπεργκ, δεν ξαναγύρισε, γιατί τον κράτησε η Γαλλία εκεί να κάνει το δικό του Actors Studio.

Στο Παρίσι είχε μια συγκλονιστική γυναίκα μεταφράστρια, η οποία έπαιζε και στην τελευταία ταινία του Γαβρά, ηθοποιός, μεγάλη γυναίκα, η οποία έκανε αυτόματη μετάφραση στους μαθητές, από τα αγγλικά του στα γαλλικά. Τη γυναίκα αυτή τη γνώρισα και θα έρθει και για την έκθεση.

Εκεί ακριβώς επάνω είναι που γίνεται η ανταπόκριση από την Ήρα Φελουκατζή στις εφημερίδες και παίρνω αμπάριζα και πάω να τον βρω. Την πρώτη φορά που πήγα μου φέρθηκε πάρα πολύ ωραία, βγήκαμε, φάγαμε, με πήγε στη Μαρπέσα Ντον, την πρωταγωνίστρια του «Ορφέο νέγκρο», που ήταν η κολλητή του. Τον επόμενο χειμώνα πήρα το τρένο και ξαναπήγα στο Παρίσι. Και ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Έξαλλος! Κι εγώ να επιμένω, γιατί την ήθελα τη σχέση με τον πατέρα. Εγώ προσπαθούσα πάντα. Η μοναδική φορά που προσπάθησε αυτός ήταν όταν είχε παραδώσει τα όπλα. Και δεν προσπάθησε, το ζήτησε, κι εγώ του το έδωσα απλόχερα.

Info: «Εγώ, ο Ανδρέας», Γκαλερί Ελληνοαμερικανικής | Ένωσης, Μασσαλίας 22, Αθήνα | Εγκαίνια: Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025, 19:00 | Διάρκεια: 24 Νοεμβρίου 2025 - 24 Ιανουαρίου 2026

→ Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Ανδρέα Βουτσινά

Théâtre des Cinquante: Ήταν ένα μικρό θέατρο/εργαστήριο υποκριτικής που ίδρυσε ο Ανδρέας Βουτσινάς στο Παρίσι τη δεκαετία του ’70–’80. Το όνομα σημαίνει «Θέατρο των Πενήντα», γιατί δημιουργήθηκε μαζί με μια ομάδα περίπου 50 ηθοποιών/μαθητών του
Théâtre des Cinquante: Ήταν ένα μικρό θέατρο/εργαστήριο υποκριτικής που ίδρυσε ο Ανδρέας Βουτσινάς στο Παρίσι τη δεκαετία του ’70–’80. Το όνομα σημαίνει «Θέατρο των Πενήντα», γιατί δημιουργήθηκε μαζί με μια ομάδα περίπου 50 ηθοποιών/μαθητών του © Αρχείο Ανδρέα Βουτσινά

Théâtre des Cinquante: Ήταν ένα μικρό θέατρο/εργαστήριο υποκριτικής που ίδρυσε ο Ανδρέας Βουτσινάς στο Παρίσι τη δεκαετία του ’70–’80. Το όνομα σημαίνει «Θέατρο των Πενήντα», γιατί δημιουργήθηκε μαζί με μια ομάδα περίπου 50 ηθοποιών/μαθητών του © Αρχείο Ανδρέα Βουτσινά

Δειτε περισσοτερα

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση