Η διακριτική ιδιοφυΐα του Τζιν Χάκμαν
«The difference between a hero and a coward is one step sideways»


https://www.athensvoice.gr/netvolution/Articles/Index/892508/?LanguageID=1#!MainPanel_Detail=/netvolution/Articles/Edit/892508/?LanguageID=1&$flow=splitview%3AArticleΟ Τζιν Χάκμαν μέσα από τους ρόλους του και η παρακαταθήκη του στο σινεμά
O άνθρωπος που είπε αυτά τα λόγια, ένας από τους τελευταίους «μεγάλους» ηθοποιούς του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Τζιν Χάκμαν έφτασε σε ηλικία 92 ετών σε ένα τέλος τόσο αινιγματικό μέχρι στιγμής όσο και η ζωή του που έζησε εκτός κινηματογραφικών στούντιο.
Ο Τζιν Χάκμαν βρέθηκε νεκρός στις 26 Φεβρουαρίου μαζί με τη σύζυγό του Betsy Arakawa, και το ένα από τα τρία σκυλιά τους, στο σπίτι του στo Νέο Μεξικό, με τα αίτια των θανάτων να παραμένουν μέχρι στιγμής αδιευκρίνιστα, ενώ ήδη από τις πρώτες ώρες τα αναθήματα και οι τιμητικοί αποχαιρετισμοί από την αφρόκρεμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, από τον Francis Ford Coppola μέχρι τον Clint Eastwood και από τον Bill Murray μέχρι τη Viola Davis.
Κοινός παρονομαστής κάθε σχετικής ανάρτησης το μεγαλείο και η κινηματογραφική ιδιοφυία του Τζιν Χάκμαν – ούτε μια φάλτσα νότα πουθενά για τον άνθρωπο «που δεν φάλτσαρε ποτέ» όπως έγραψε στην ανακοίνωσή του ο φίλος του και σκηνοθέτης του στη μεγάλη οσκαρική επιτυχία του “Unforgiven” Cling Eastwood. Και γυρνώντας πίσω με αφορμή αυτήν την είδηση, γυρνώντας πίσω σε όλες τις ταινίες και τους ρόλους του, συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για ένα μεγαλείο με στόφα που δύσκολα θα συναντήσεις ξανά στις εποχές του απόλυτου φαίνεσθαι και του μετα-φαίνεσθαι. Το μεγαλείο με εκείνη τη σπάνια -και είδος προς εξαφάνσιη πια- ιδιότητα να θυμάσαι, να μνημονεύεις και να τιμάς κάποιον για τη μοναδική ποιότητα της δουλειάς και της τέχνης του παρά για οτιδήποτε άλλο αναλώσιμο στα συμπόσια του εφήμερου.

Τζιν Χάκμαν: Από τους Πεζοναύτες στο Hollywood
Γεννημένος στις 30 Ιανουαρίου του 1930 στο San Bernardino της California o Τζιν Χάκμαν μπήκε από νεαρός στα «δύσκολα» καθώς ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Gene ήταν 13 χρονών – ένα γεγονός, που κατά δηλώσεις του ίδιου, τον επηρέασε βαθιά. Επιζητώντας ίσως τη δομημένη σταθερότητα ως αντίβαρο στην οικογενειακή σύγχυση που επέφερε η πατρική εγκατάλειψη ο Τζιν Χάκμαν κατατάχτηκε στο σώμα των Αμερικάνων Πεζοναυτών,, σε ηλικία 16 ετών, υπηρετώντας μάλιστα ως ραδιοασυρματιστής στην Κίνα τα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η όποια προσδοκία ενδεχομένως είχε ο νεαρός Hackman για ένα πρώτο πολυπόθητο αίσθημα του ανήκειν μάλλον διαψεύστηκε κάπου εκεί αφού στον στρατό -όπως ήταν αναμενόμενο- ήρθε σε επαφή με εκείνο το αίσθημα που γεννά συχνά η ωμή εξουσία στα αντικείμενά της και οδηγεί αναπόφευκτα στη ρήξη με αυτή. «Δεν ήμουν καλός Πεζοναύτης», έχει δηλώσει ο ίδιος σχετικά. «Είχα πρόβλημα με το να δέχομαι εντολές γιατί έχω πρόβλημα με την έννοια της εξουσίας».
Μετά την απόλυσή του από τον στρατό το 1951 ο Hackman θα μπλεχτεί σε ένα γαϊτανάκι δουλειών «του ποδαριού» πριν αποφασίσει, τελικά, να στραφεί στην ηθοποιία, λίγο πριν συμπληρώσει την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Αυτή η επιλογή τον οδήγησε στο Pasadena Playhouse για σπουδές, όπου και ξεκίνησε η φιλία του με τον Dustin Hoffman το μεγαλείο του οποίου επίσης κυοφορούνταν κάτω από το ραντάρ εκείνων των άσημων ημερών των ‘50s. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Hackman και ο Hoffman φέρονται να είχαν ψηφιστεί από τους συμφοιτητές τους ως εκείνοι «με τις λιγότερες πιθανότητες να πετύχουν» ενώ ο Hackman εκτός από κακός πεζοναύτης αποδείχτηκε και «κακός» σπουδαστής σκοράροντας την χαμηλότερη βαθμολογία που είχε δοθεί ποτέ στο Pasadena Playhouse. Το γάντι είχε πέσει και ο Τζιν Χάκμαν είχε αποφασίσει να το σηκώσει. Αποφασισμένος να αποδείξει τον εαυτό του μετακομίζει στη Νέα Υόρκη όπου και συνδέεται με τον Dustin Hoffman που έχει ακολουθήσει από κοντά και τον νέο του συγκάτοικο Robert Duvall σε μια ιδιότυπη, ένδοξη τριανδρία – μια συντροφιά που θα αναδιαμόρφωνε προσεχώς το σύγχρονο αμερικανικό σινεμά.
Όχι ότι αυτή η επιτυχία ήρθε εύκολα και απλά καθώς στην αρχή ο Hackman ακολούθησε την πεπατημένη κάθε φερέλπιδος, άσημου ηθοποιού στην αχανή αμερικανική αγορά του θεάματος, αυτή που στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί σε ρόλους κομπάρσου και μικρά περάσματα στην τηλεόραση με έξτρα βάρδιες σε εστιατόρια για να βγαίνει το νοίκι. Κάπως έτσι κύλησαν τα περισσότερα χρόνια της δεκαετίας του 1960 μέχρι την πρώτη μεγάλη ένδειξη ότι ο Τζιν Χάκμανείχε τη στόφα ενός νέου αστεριού, τo breakthrough του “Bonnie and Clyde” το 1967. Η ερμηνεία του στον ρόλο του συμμορίτη Buck Barrow του χάρισε την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα και ξεκλείδωσε για τα καλά την πόρτα προς το Hollywood. Οι πρώτοι σπόροι της ερμηνευτικής φιλοσοφίας του Hackman, της κλασσικής σχολής που θέλει τον ηθοποιό να δίνει σάρκα και οστά στον χαρακτήρα και όχι να τον κρίνει, είχαν ανθίσει οδεύοντας προς την βλάστηση ενός από τους καλύτερους, βαθύτερους και πιο ιδιαίτερους «σκληρούς» ή και «κακούς» του αμερικανικού κινηματογράφου.

The French Connection: Ένα νέο είδος κινηματογραφικού «σκληρού»
Η επιτυχία του Τζιν Χάκμαν στον Β’ Ανδρικό του “Bonnie And Clyde” δεν ήταν απλώς ένα πυροτέχνημα και αυτό αποδείχτηκε πολύ γρήγορα με την επόμενη υποψηφιότητα για Όσκαρ στο φιλμ “Never Sang for My Father” του 1970 και φυσικά με το πρώτο του Όσκαρ για την ερμηνεία του στον εμβληματικό ρόλο του ντετέκτιβ Jimmy “Popeye” Doyle στην ταινία του William Friedkin “The French Connection” το 1971.
Η ασυμβίβαστη ερμηνεία του Hackman, κομμένη και ραμμένη για τον ωμό, κοκκώδη ρεαλισμό του φιλμ, και αιώνια αποτυπωμένη στη θρυλική, σχεδόν υπό πραγματικές συνθήκες γυρισμένη car chase σκηνή που έχει γράψει επάξια στην αμερικανική κινηματογραφική ιστορία του χάρισε εκτός από το χρυσό αγαλματίδιο και ένα εισιτήριο διαρκείας για το stardom του αμερικανικού σινεμά, χάρη σε αυτό το νέο, απόλυτα πειστικό και «καθημερινό» είδος κινηματογραφικού «σκληρού» που φαινόταν ότι θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του νέου αστέρα. Πώς προχωράς μετά από μια τέτοια επιτυχία όταν πριν λίγα χρόνια κανείς δεν πίστευε ότι θα πετύχεις; Αν είσαι ο Τζιν Χάκμαν απλώς προχωράς στην επόμενη.
Όπου η σιωπή ζυγίζει όσο ένας διάλογος: Ένας χαμελαίοντας της μεγάλης οθόνης
Μπορεί ο Τζιν Χάκμαν να έγινε γνωστός λόγω των villains ή των tough guys που υποδύθηκε η ικανότητά του ωστόσο να διασχίζει με χαρακτηριστική άνεση είδη και χαρακτήρες ήταν αδιαπραγμάτευτη και για πολλούς συναδέλφους και ανθρώπους του κινηματογραφικού συναφιού της εποχής αξεπέραστη. Το ρεσιτάλ ενδοσκοπικής ερμηνείας που έδωσε στον ρόλο του ειδικού παρακολουθήσεων Harry Caul, στο neo noir μυστήριο του Francis Ford Coppola, “The Conversation” είναι ίσως η πιο εύγλωττη απόδειξη της χαμελαιοντικής φύσης του κατά τα λοιπά «σεσημασμένου σκληρού» Hackman. O τρόπος που διαχειρίστηκε ερμηνευτικά το θανάσιμο φλερτ του ήρωά του με την παράνοια αποτελεί ύλη για σεμινάριο και μάλλον είναι αυτό το στοιχείο που οδήγησε τον Coppola να δηλώσει ότι «O Gene έχει αυτό το σπάνιο χάρισμα να κάνει τη σιωπή σε μία σκηνή να ανταγωνίζεται στα ίδια τη σημασία και τη βαρύτητα του διαλόγου».
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Hackman θα δοκιμάσει διάφορα πράγματα, σχεδόν πάντα με απόλυτη επιτυχία, από έναν ακόμα διάσημο «κακό» στον ρόλο του Lex Luthor στην ταινία “Superman: The Movie” του 1978 -τον οποίο και πάλι έκανε δικό του εμφυσώντας, before it was cool, ένα απροσδόκητο χιούμορ σε έναν στεροτυπικό villain- μέχρι έναν «προβληματικό» προπονητή μπάσκετ που ψάχνει τη λύτρωση μέσα από τον αγώνα μιας ταπεινής ομάδας μπάσκετ γυμνασίου της Indiana για το καλύτερο. Η ερμηνεία του αυτή στην ταινία “Hoosiers” του 1986 θεωρείται άλλωστε μια από τις κορυφαίες όλων των εποχών στο sub - genre των sport films και έκανε τον συμπρωταγωνιστή του Dennis Hopper να σημειώσει ότι «Ο Gene μπορούσε να σου δώσει να καταλάβεις ένα ολόκληρο από πίσω κείμενο με μόνο μια ματιά». Indeed.

Mississippi Burning: Βουτιά στο σκοτεινό παρελθόν της Αμερικής
Το 1988 ο Hackman αναλαμβάνει έναν από τους περισσότερο κοινωνικά φορτισμένους ρόλους του, αυτόν του πράκτορα Rupert Anderson στην ταινία “Mississippi Burning” του Alan Parker. Με μια ανατριχιαστικά επίκαιρη ιστορία για τον τρόμο της ρατιστικής βίας του αμερικανικού νότου, βασισμένη σε αληθινές υποθέσεις φόνων ακτιβιστών πολιτικών δικαιωμάτων τη δεκαετία του ’60 η ταινία έδωσε πολλά πατήματα για συζητήσεις και αμφιλεγόμενα σχόλια στον δημόσιο κινηματογραφικό διάλογο. Για τον Τζιν Χάκμαν ωστόσο και το την απόδοση των ηθικών κινήτρων που καθοδηγούν έναν κατά τα άλλα τραχύ εκπρόσωπο του ομοσπονδιακού νόμου του Νότου η επιτυχία για άλλη μια φορά δεν σήκωνε αμφισβήτηση και σφραγίστηκε μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ.
«Κάποιοι ρόλοι σε αναγκάζουν να αντιμετωπίσεις τον κόσμο με τρόπους που δεν είχες φανταστεί ποτέ μέχρι τότε» δήλωσε ο Τζιν Χάκμαν για την ερμηνεία που μπορεί να λειτουργήσει μέχρι και σήμερα ως ένα κινηματογραφικό case study για τις διαχρονικές υπαρξιακές μάχες της Αμερικής με το φυλετικό ζήτημα και την παράμετρο της δικαιοσύνης. Quote και ερμηνευτική κοσμοθεωρία που επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια μετά, το 1992, στην επίσης αξέχαστη και συγκλονιστικά ανθρώπινη ερμηνεία του στον ρόλο του σαδιστή σερίφη “Little Bill” Daggett στο “Unforgiven” του Clint Eastwood που του απέφερε και το δεύτερο χρυσό του αγαλματάκι. Όπως άλλωστε είχε δηλώσει και ο ίδιος, «Οι κακοί δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως κακούς. Αντίθετα πιστεύουν ότι είναι οι ήρωες της ιστορίας».
Πρόωρη ( ; ) συνταξιοδότηση και λογοτεχνικές περιπέτειες
Θα περίμενε κανείς ότι ένας ηθοποιός όπως ο Τζιν Χάκμαν θα συνέχιζε να παίζει μέχρι να τον πάρουν από το πλατώ με το καροτσάκι ωστόσο για μια ακόμη φορά ο ίδιος έκανε τα πράγματα με τον τρόπο του και το 2004, σε ηλικία 74 ετών και με αρκετά σημαντικές μελλοντικές κινηματογραφικές προοπτικές, αν αναλογιστούμε μάλιστα τα σύγχρονα όρια συνταξιοδότησης των γερόλυκων του Ηollywood, o Genne Hackman κρέμασε τα παπούτσια του ανακοινώνοντας την συνταξιοδότησή του για λόγους υγείας και επιθυμίας για μια πιο ήσυχη ζωή. Τρία μόλις χρόνια πριν, το 2001, είχε αποδείξει με το “The Royal Tenenbaums” του Wes Anderson το ανεξάντλητο ταλέντο του με μια κωμική διάσταση του οπλοστασίου του στον ρόλο του εκκεντρικού πλην αξιαγάπητου πατριάρχη Royal Tenenbaum, που για πολλούς, περιλαμβανομένου και του ίδιου του σκηνοθέτη, ήταν η ψυχή όλης της ταινίας.
Αντίθετα επίσης με αρκετούς συναδέλφους του δεν πισωγύρισε ποτέ σε αυτήν του την απόφαση. Επεδίωξε και πέτυχε μια πιο «ήσυχη» καριέρα λογοτεχνικού συγγραφέα, γράφοντας πέντε βιβλία, πάντα σε συνεργασία με τον Daniel Lenihan, και επιδεικνύοντας την ίδια λεπτομέρεια στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες με εκείνη που επεδείκνυε στην απόδοση των ρόλων του. «Δεν μου λείπει η ηθοποιία», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. «Μου λείπουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μου λείπει η δουλειά».
Και κάπως έτσι, γράφοντας, ανακαινίζοντας σπίτια, ακονίζοντας το δεύτερο αγαπημένο του hobby, την αρχιτεκτονική και κάνοντας ποδήλατο, άγγιξε τα «βαθιά γεράματα» και την ηλικία των 92 ετών, φτάνοντας σε ένα τέλος που μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να διαθέτει κάποια προφανή εξήγηση.

Ένας θρύλος αλλιώτικος από τους άλλους
Ο τρόπος που ο Τζιν Χάκμαν υπηρέτησε την τέχνη του και έζησε όλη του τη ζωή, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες της, αποδεικνύει ότι διαφέρει σημαντικά από το στερεότυπο του «θρύλου» μιας βιομηχανίας όπως αυτή του κινηματογράφου. Δεν κυνήγησε ποτέ τη δόξα και την φήμη, δεν τον τράβηξαν ποτέ τα εφήμερα φώτα, δεν φαίνεται να υπέκυψε ποτέ στα πηγαδάκια και στο lobbying του Hollywood. Σε χρόνια που το «γυάλισμα» των χαρακτήρων και ιδίως των αρσενικών κινηματογραφικών στερεοτύπων ήταν ο κανόνας πρέσβευσε μια εναλλακτική αυθεντικότητα, με πυρήνα τα πραγματικά, ρεαλιστικά, ανθρώπινα δεδομένα, και θριάμβευσε με αυτήν. Σερίφης και ντετέκτιβ, συμμορίτης, κλέφτης και αστυνόμος, λαϊκός και αστός, διεφθαρμένος και ηθικός φάρος, όποιον ρόλο και αν έπαιξε έκανε την ερμηνευτική του πρόταση να φαντάζει ως μονόδρομος για αυτόν, εξυπηρετώντας στο απόλυτο τις προθέσεις κάθε σκηνοθέτη, όσο διαφορετικός κι αν ήταν από τον προηγούμενο. Ρόλοι που αποκτούν πολλαπλάσια σημασία όταν πατάμε ξανά το play σε μια εποχή που το Hollywood φαίνεται να έχει χάσει ανεπιστρεπτί το τρένο της ουσίας. Ρόλοι ανεπιστρεπτί ταυτισμένοι με τον Τζιν Χάκμαν γιατί άλλωστε μόνο εκείνος ήξερε καλά πώς να κάνει το βήμα που ενώνει τον ήρωα με τον δειλό, χωρίς να στερεί την αίγλη κανενός από τους δύο.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σχόλιο του Αμερικανού προέδρου σε προσωπικό τόνο: «Ο Σον Κόνερι ήταν φίλος μου»
Δύο διάσημοι, μία παρεξήγηση – και η μοναδική συνάντησή τους σε καταφύγιο ζώων στο Τέξας
Ο κινηματογράφος μάς προσκαλεί να καθίσουμε μαζί στο σκοτάδι και να ακούσουμε
Πάτρικ Γουίλσον και Βέρα Φάρμιγκα έρχονται αντιμέτωποι με δαίμονες για ακόμη μία φορά
Aναμένεται να κάνει πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών
H ταινία αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Ιούνιο στο Apple TV+.
Ο ηθοποιός φάνηκε ήρεμος και προσπάθησε να καθησυχάσει τους θαυμαστές του
Το έργο πάσχει σοβαρά σε επίπεδο σεναρίου, καθώς οι ανερμάτιστες ιδέες και η σχηματική δραματουργία δεν μπορούν να δέσουν σε ένα πειστικό σύνολο την ιστορία
Μια ολόκληρη δεκαετία χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια, καθένα ταυτισμένο με κάποιο πρόσωπο καθοριστικό για τη διαδρομή του ήρωα
Τα βάσανα της ερωτευμένης καρδιάς
Η τρίτη ταινία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Τεντί Λουσί-Μοντέστ είναι ένα αγωνιώδες κοινωνικό θρίλερ που βασίζεται σε πραγματικά συμβάντα.
Δείτε το πρώτο τρέιλερ της ταινίας - Πρεμιέρα τον Ιούνιο
Τριάντα χρόνια μετά το «Speed» του 1994 - Το ιστορικό των συνεργασιών τους
Η πρωταγωνίστρια του The Last of Us αυτοπροσδιορίζεται ως non-binary
Παρότι δεν αναφέρθηκε σε κάποιο πρόβλημα υγείας
Το πολυαναμενόμενο φιλμ θα κάνει πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών
Ο 66χρονος σκηνοθέτης έχει υπογράψει τα «Silver Linings Playbook» και «American Hustle»
O Τραμπ ανακοίνωσε 100% επιβάρυνση σε ταινίες του εξωτερικού
Κυκλοφόρησαν οι πρώτες φωτογραφίες της ταινίας - Πρεμιέρα στο φεστιβάλ Καννών
«Δεν θα έχει καθόλου βία, μόνο συναντήσεις και διπλωματία», δήλωσε ο 48χρονος σταρ
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.