Κινηματογραφος

Μέρες σινεμά στο 26o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Ανακαλύπτοντας τον συναρπαστικό κόσμο των ντοκιμαντέρ

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μέρες σινεμά στο 26o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
© Thessaloniki International Film Festival/Facebook

Ανταπόκριση από το 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Είναι Κυριακή νωρίς το απόγευμα, έχει συννεφιά και στις αποβάθρες στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης αισθάνεσαι  μια μελαγχολία – κάτι πολύ ωραίο και πολύ ζωντανό πλησιάζει στο τέλος του. Έχουν μείνει κάποιες τελευταίες από τις πολλές δεκάδες προβολές που για έντεκα μέρες έκαναν ένα πλήθος κόσμου να διασχίζει την παραλία από τον Λευκό Πύργο στις προβλήτες, πάνω-κάτω την Αριστοτέλους, Τσιμισκή, Μητροπόλεως, η καρδιά της πόλης έσφυζε από ζωή. Ταινίες, αφιερώματα, συζητήσεις, εκθέσεις, χάπενινγκ, τέχνη, φαγητό, διασκέδαση, ένα ολόκληρο φιλόξενο σύμπαν έστησαν οι άνθρωποι του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στο οποίο βρεθήκαμε κι εμείς τέσσερις μέρες. Πραγματικά μας αποκαλύφθηκε, και μάλλον είναι ένα τεκμήριο της επιτυχίας του το ότι σε κάνει να αισθάνεσαι μέρος του ακόμα κι όταν το επισκέπτεσαι πρώτη φορά – κάτι που θα χαροποιούσε ιδιαίτερα τον ιδρυτή και οραματιστή του, όπως θα συνειδητοποιούσα αργότερα, όταν έβαζα όλα τα κομμάτια ενός συναρπαστικού παζλ στη θέση τους, έχοντας πια επιστρέψει στην Αθήνα.

Μέρες σινεμά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Απόγευμα της Κυριακής, στο κλείσιμο του Φεστβάλ © Δήμητρα Γκρους

26ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Εκείνο το μελαγχολικό απόγευμα στην Αποθήκη Γ, όπου πριν λίγη ώρα είχαν απονεμηθεί τα βραβεία του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, πετυχαίνουμε τον Γιάννη Παλαβό, αγαπημένο συγγραφέα και φίλο αλλά και βασικό μέλος της ομάδας του Φεστιβάλ, πριν φύγει από το γραφείο του για μια στάση στο ξενοδοχείο και από εκεί στην τελετή λήξης στο «Ολύμπιον». Πίνουμε έναν γρήγορο καφέ συζητώντας για τις ταινίες που είδαμε, οκτώ σε μόλις τέσσερις μέρες. Του λέμε πόσο μας άρεσε η όλη εμπειρία κι εκείνος μας συστήνει συναδέλφους του που χαιρετούν περνώντας – δούλευαν μαζί αυτές τις μέρες σε διάφορα πόστα, όπως στον συντονισμό ή στα Q&A που ακολουθούσαν μετά από κάθε προβολή, όλοι κουρασμένοι και την ίδια στιγμή ευχαριστημένοι με την επιτυχία της διοργάνωσης. Σκέφτομαι πόση δουλειά υπάρχει από πίσω ώστε να λειτουργούν όλα στην εντέλεια τις μέρες του Φεστιβάλ. Αλήθεια, πώς φτιάχνεται το πρόγραμμα που ξεφυλλίζαμε κάθε πρωί για να αποφασίσουμε τις ταινίες της ημέρας;

Είναι μια δουλειά που δεν την έχουμε πολύ στο μυαλό μας, αυτή του προγραμματιστή ταινιών. Ο Γιάννης μού εξηγεί ότι οι συνεργάτες του κι αυτός, ως μέλη της ομάδας του Προγράμματος, κατά τους μήνες της προετοιμασίας του Φεστιβάλ είδαν περισσότερες από 200 ταινίες ο καθένας και όσες ξεχώριζαν τις υπέβαλλαν στον επικεφαλής του Διεθνούς Προγράμματος, τον Γιώργο Κρασσακόπουλο. Κάπως έτσι φτιάχτηκε το πρόγραμμα: άγνωστοι τίτλοι στην αρχή για το κοινό του Φεστιβάλ, που μετά την πρώτη μέρα αρχίζει να εξοικειώνεται: ψάχνεις τι σε ενδιαφέρει, διαβάζεις περιλήψεις, παίρνεις πληροφορίες ή καθοδηγείσαι με το ένστικτο και διαλέγεις τι θα δεις: κάθε ταινία σού αποκαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο.

Μέρες σινεμά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Στην Αποθήκη Γ έγινε η απονομή των βραβείων, εκεί είναι και τα γραφεία των ανθρώπων του Φεστιβάλ © Δήμητρα Γκρους

Θυμάμαι την έκπληξή μου στην Αθήνα, όταν παρακολούθησα το Δάσος (Forest) για να κάνω συνέντευξη με τη σκηνοθέτρια Λίντια Ντούντα (η ταινία τελικά πήρε τον Αργυρό Αλέξανδρο στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ) – η αφήγηση της ιστορίας, ο τρόπος καταγραφής της ζωής της οικογένειας στο Δάσος και η μοίρα των προσφύγων, η σκηνοθεσία, η φωτογραφία, το μοντάζ, θύμιζαν περισσότερο σινεμά μυθοπλασίας παρά ντοκιμαντέρ – δεν είναι ηθοποιοί, υπενθύμιζες στον εαυτό σου.

«Αυτό που λέμε “character driven documentary” είναι μια τάση της τελευταίας δεκαετίας, δηλαδή να κάνεις ντοκιμαντέρ με όρους μυθοπλασίας. Δεν είναι ντοκιμαντέρ όπως αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε, όπου υπήρχε περισσότερο το ντοκιμαντέρ παρατήρησης ή η “αντικειμενική” καταγραφή μιας ιστορίας ή ενός προσώπου, αλλά ντοκιμαντέρ που γυρίζονται πλέον ενσωματώνοντας κανόνες της κλασικής δραματουργίας, μιλώντας μέσα από μια προσωπική ιστορία για το συλλογικό και τη μεγάλη εικόνα», μας εξηγεί ο Γιάννης. «Οι ταινίες αυτές δεν χρειάζονται πολλά χρήματα για να γίνουν, χρειάζονται χρόνο, πάθος, αφοσίωση και βλέμμα. Είναι άνθρωποι που περνάνε τέσσερα και πέντε χρόνια της ζωής τους, χωρίς παραγωγό και συχνά χωρίς καμία χρηματοδότηση, για να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ απλώς επειδή έχουν πάθος για ένα συγκεκριμένο θέμα ή για ένα πρόσωπο που ακολουθούν».

Οι ήρωες είναι αληθινά πρόσωπα με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς

Ένα story telling, δηλαδή, που σου μεταφέρει προσωπικές ιστορίες με υψηλού επιπέδου κινηματογραφική γλώσσα, που σε συγκινεί και σου εντυπώνεται. Οι ήρωες είναι αληθινά πρόσωπα με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς και την ίδια στιγμή μαθαίνεις, προβληματίζεσαι, ανοίγουν οι ορίζοντές σου. «Έτσι ακριβώς. Και επιπλέον υπάρχει ήθος στο ντοκιμαντέρ, γιατί δεν είναι εμπορευματοποιημένο, δεν το κάνεις ούτε για τα χρήματα ούτε για τη δόξα, αλλά επειδή καίγεσαι να πεις μια ιστορία ή να διερευνήσεις μια κατάσταση. Σ’ ένα δοκίμιό του, ο Γιάννης Βαρβέρης έγραφε για κάποιον συγγραφέα ότι «διαβάζει τη ζωή από το πρωτότυπο», κι αυτό ακριβώς κάνει το ντοκιμαντέρ – δεν είναι πολύ ωραίο; Μαθαίνεις πράγματα μ’ έναν τρόπο που δύσκολα θα τα μάθαινες αλλιώς, όπως συμβαίνει με τον Κλεμμένο μου πλανήτη, που αφού δεις την ταινία αισθάνεσαι ότι ξέρεις το Ιράν με έναν τρόπο που δεν το ήξερες πριν».

Ο Κλεμμένος μου πλανήτης (My Stolen Planet) κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ και είναι μια ταινία για τις γυναίκες του Ιράν, που σου σφίγγει το στομάχι και σου αποκαλύπτει τον εφιαλτικό κόσμο όπου ζουν οι Ιρανές σαράντα χρόνια τώρα σε μια στυγνή δικτατορία, με τη Φαραχνάζ Σαριφί να πρωταγωνιστεί, να σκηνοθετεί και να μοντάρει, φιλμάροντας τη ζωή της. Μια συγκλονιστική ταινία τεκμηρίωσης που, μέσα από προσωπικές ιστορίες, σε βυθίζει σε έναν σκληρό και άδικο κόσμο.

"My Stolen Planet" (Sayyareye dozdide shodeye man) | Trailer | Berlinale 2024

Σκέφτομαι πως όλα αυτά τα χρόνια το Φεστιβάλ εκπαιδεύει το κοινό του να βλέπει σινεμά – αλλά πόσο αυτονόητο είναι μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη να έχει καταφέρει να αποτελεί πόλο έλξης για ένα τόσο ιδιαίτερο κινηματογραφόφιλο κοινό;
«Καθόλου αυτονόητο! Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1999, με 68 ταινίες και ένα κοινό 12.000 θεατών για μία εβδομάδα. Και μέσα σε μια εικοσαετία κατάφερε να καθιερωθεί ως ένα από τα κορυφαία φεστιβάλ ντοκιμαντέρ παγκοσμίως και να δημιουργήσει σε μια πόλη του μεγέθους της Θεσσαλονίκης ένα πιστό κοινό που συρρέει κάθε χρόνο για να το παρακολουθήσει, περίπου 40.000 θεατές –σχεδόν οι μισοί από αυτούς του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβρη–, επειδή ακριβώς του αρέσει αυτό το πιο απαιτητικό και την ίδια στιγμή πιο αυθεντικό σινεμά. Στην ουσία, το Φεστιβάλ σήμερα αξιοποιεί και συνεχίζει το καλό όνομα που έφτιαξε για τη διοργάνωση ο Δημήτρης Εϊπίδης, βαδίζοντας στα δικά του βήματα, το ίδιο αυστηρό στην επιλογή των ταινιών και το ίδιο πολιτικό. Με τη μόνη διαφορά ότι προσπαθούμε να έχουμε έναν χαρακτήρα λίγο πιο ανοιχτό, δηλαδή διαλέγουμε ταινίες που συνδυάζουν αρετές μυθοπλασίας ώστε να είναι προσιτές σ’ ένα ευρύτερο κοινό».

Πόσα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ υπάρχουν; Ποιοι είναι οι ανταγωνιστές σας;
«Υπάρχουν πολλά! Της Θεσσαλονίκης, ωστόσο, μαζί με το φεστιβάλ της Κοπεγχάγης, είναι δύο από τα κορυφαία φεστιβάλ, με συγγενή λογική προγράμματος, που συνδυάζουν έναν χαρακτήρα ριζοσπαστικό, ταυτόχρονα όμως κοντά σε έναν μέσο θεατή που ενδιαφέρεται για ένα διαφορετικό σινεμά. Είναι και τα δύο Oscar qualifying – δύο από συνολικά 28 φεστιβάλ παγκοσμίως. Που σημαίνει ότι οι πρεμιέρες που κερδίζουν τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα θα περάσουν από την επιτροπή των Όσκαρ. Είναι ενδεικτικό του κύρους του Φεστιβάλ ότι ταινίες που έκαναν στη Θεσσαλονίκη την Παγκόσμια ή Διεθνή πρεμιέρα τους κέρδισαν στη συνέχεια το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ ή βρέθηκαν στη βραχεία λίστα. Όπως έγινε και πέρσι...

» Είναι όμως και η χρονική συγκυρία κατά την οποία διεξάγεται το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης που έχει σημασία, καθώς είναι το πρώτο μετά το Sundance, το μεγαλύτερο φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου στις ΗΠΑ, και μετά το Φεστιβάλ του Βερολίνου. Οπότε ένα μέρος του προγράμματος είναι πρεμιέρες που έρχονται εξαιτίας της φήμης που έχει το Φεστιβάλ, χάρη στην υπεραξία που του προσέδωσε ο Εϊπίδης και συνεχίζουν οι συνεργάτες του Φεστιβάλ σήμερα, και ένα μέρος είναι ευρωπαϊκές πρεμιέρες που έρχονται από το Sundance».

Μέρες σινεμά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Το ιστορικό Ολύμπιον, στην πλατεία Αριστοτέλους © Δήμητρα Γκρους

Η συζήτηση επιστρέφει στον Δημήτρη Εϊπίδη, ιδρυτή και διευθυντή του για είκοσι χρόνια – η δική του κληρονομιά είναι που το προίκισε. Υπήρξε κορυφαίος προγραμματιστής παγκοσμίως και παθιασμένος οραματιστής του σινεμά, την εποχή που οι προγραμματιστές ταινιών ταξίδευαν σε όλον τον κόσμο αναζητώντας νέα ταλέντα και όχι βλέποντας ταινίες στο Vimeo, όπως ο Γιάννης και οι συνάδελφοί του, και ανακαλύπτοντας ταινίες από τις πιο απομακρυσμένες γωνίες του πλανήτη, που δεν θα έβρισκαν εύκολα το κοινό τους μέσω της βιομηχανίας του σινεμά, τις οποίες παρουσίαζε στο κοινό.  Ο Γιάννης Παλαβός τον γνωρίζει καλά καθώς έχει γράψει τη βιογραφία του –«το εκτενέστερο non fiction κείμενό μου»– στο βιβλίο που έβγαλαν οι άνθρωποι του Φεστιβάλ στη μνήμη του το 2021. Πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 2021 εν μέσω πανδημίας. Τον ρωτάω να μας πει τι εννοούμε όταν λέμε «η κληρονομιά του Εϊπίδη»:

«Ως βασικός προγραμματιστής στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ αρχικά και στο Φεστιβάλ του Τορόντο στη συνέχεια, ο Εϊπίδης σύστησε στη Δύση το ιρανικό σινεμά και ανακάλυψε από τα πολύ πρώτα τους βήματα σκηνοθέτες όπως ο Μπέλα Ταρ, ο Τζιμ Τζάρμους και ο Χιροκάζου Κόρε Έντα, μεταξύ πολλών άλλων. Και αντιλήφθηκε από νωρίς ότι το σινεμά μυθοπλασίας γενικά και ο λεγόμενος ανεξάρτητος κινηματογράφος ειδικά άρχισαν από τη δεκαετία του ’90 να εμπορευματοποιούνται πλήρως και ότι οι πρωτοποριακές φωνές στράφηκαν στον χώρο του ντοκιμαντέρ».

Ο Γιάννης σε λίγες ώρες θα πάει στην τελετή λήξης κι εμείς θα δούμε την τελευταία μας ταινία, το Όλα τα μικρά πράγματα, στην ακριβώς απέναντι Αποθήκη. Είναι η ιστορία της Τέρι Μέσερ, μιας φυσιοδίφη που ζει στο Λος Άντζελες και πασχίζει να σώσει κάθε τραυματισμένο κολιμπρί. «Μια προσωπική και διεισδυτική ιστορία διάσωσης παρουσιάζει αυτό το μοναδικό πτηνό όπως ποτέ άλλοτε, τόσο οπτικά όσο και ως προς την προσωπικότητά του, μέσα από τη ματιά της πιο πολυάσχολης ειδικού στην αποκατάσταση τραυματισμένων πουλιών, που ανάγει το κάθε ένα από αυτά σε ένα αξέχαστο ηρωικό πλάσμα», διαβάζουμε στο πρόγραμμα.

Ο ωραιότερος τρόπος να κλείσουμε το Φεστιβάλ με αυτή την τόσο υπέροχα τρυφερή ταινία για την ευθραυστότητα που υπάρχει μέσα μας και έξω από εμάς – «όσο περισσότερες δυσκολίες έχει περάσει κάποιος, τόσο πιο πολύ έχει έμφυτη την ενσυναίσθηση», κρατάω τα λόγια της. Και: «Κάθε μικρή ζωή που σώζεις, χωρίς να είσαι υποχρεωμένος, είναι μια μεγαλειώδης πράξη».

Μέρες σινεμά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Στο τέλος των προβολών το κοινό χειροκροτάει © Δήμητρα Γκρους

Τις επόμενες μέρες στην Αθήνα έχω στο μυαλό μου πολύ ζωντανές όλες τις ταινίες-ιστορίες που είδα. Σε αυτό το πνεύμα, έχοντας πλέον το βίωμα και όχι ως απλός αναγνώστης, διαβάζω το βιβλίο για τον Δημήτρη Εϊπίδη και ανακαλύπτω αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο μέσα από τα λόγια των συνεχιστών του, αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων του σινεμά, επιβεβαιώνοντας όσα μου είπε ο Γιάννης Παλαβός την τελευταία εκείνη μέρα – όσο για τη βιογραφία του, είναι ιδιαίτερα γλαφυρή, αντάξια του λογοτεχνικού ύφους του Γιάννη.

Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο αποκαλούσε χαϊδευτικά «παιδί του» και ήταν «από όλα του τα εγχειρήματα ίσως το πιο αγαπημένο του», διαπνέεται και σήμερα ακόμα από τη γοητεία και την αλήθεια της δικής του προσωπικότητας. Και καταλαβαίνω ακριβώς αυτό που έλεγε, πως αν ο κινηματογράφος μυθοπλασίας διευρύνει τους ορίζοντές μας και μας φέρνει σε επαφή με ιδέες, βιώματα, ήχους και εικόνες από όλον τον κόσμο, το σινεμά τεκμηρίωσης έχει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη γιατί μεταφέρει αληθινές ιστορίες αδιαμεσολάβητα και ανοίγει τους γνωστικούς και συναισθηματικούς μας ορίζοντες στην κοινωνική και πολιτική πολυπλοκότητα του κόσμου.

Δημήτρη Εϊπίδη
Από το βιβλίο για τον Δημήτρη Εϊπίδη, εκδόσεις Νεφέλη

Όπως γράφει η Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό, στον πρόλογο του βιβλίου, «ο Δημήτρης αντλούσε έμπνευση από τις ταινίες, ήταν λαθρέμπορος ονείρων. Καθώς ανακαλύπτω τη ζωή και το έργο του, με διδάσκει πώς να είμαι ταπεινή. Γιατί δεν είμαι τίποτα άλλο παρά μια κληρονόμος, διαχειρίστρια και φρουρός των ονείρων κάποιων άλλων ανθρώπων».

Ενδεικτική στον επίλογο και η ιστορία του Ορέστη Ανδρεαδάκη, Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και συνεχιστή του έργου του, για  «το πρώτο του μάθημα φεστιβαλικής ηθικής», όπως γράφει, όταν τον είχε δει να κάθεται μόνος του έξω από το «Παλλάς», όπου προβάλλονταν οι ταινίες από τους Νέους Ορίζοντες, και να παρατηρεί τους θεατές να βγαίνουν μια κρύα νύχτα του Νοεμβρίου του 1993. Του είχε πει: «Είναι πολύ σημαντικό να τους βλέπεις να βγαίνουν από την αίθουσα, οι προγραμματιστές οφείλουν να χαιρετούν τους θεατές στην έξοδο. Τότε καταλαβαίνουν αν τους άρεσε η ταινία που προγραμμάτισες. Τους ρωτάς και ακούς αυτά που λένε». Μια μικρή σκηνή που σου δίνει να καταλάβεις το ήθος και την αγάπη του για το σινεμά, μια συνταγή που επιβιώνει στον χρόνο – μια γεύση της πήραμε άλλωστε κι εμείς αυτές τις τέσσερις μέρες στη Θεσσαλονίκη.

Μέρες σινεμά στο 26 Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Η παραλία της Θεσσαλονίκης αποκτάει άλλη ατμόσφαιρα τις μέρες του Φεστιβάλ © Δήμητρα Γκρους

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ