Βιβλιο

Γιάννης Παλαβός: Ο θάνατος είναι ο μέγας φόβος και το μέγα ερωτηματικό

Με την ευκαιρία της επανέκδοσης από τον Ίκαρο της πρώτης του συλλογής διηγημάτων, «Το Αστείο», μιλήσαμε για το Βελβεντό, την ελληνική επαρχία, τη μεγαλούπολη, τη μουσική και τη γραφή.

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιάννης Παλαβός: Συνέντευξη με τον συγγραφέα για τις συλλογές διηγημάτων του, τη ζωή, τη λογοτεχνία και τη μουσική.
© Νίκος Τσιτσιώκας

Γιάννης Παλαβός: Συνέντευξη με τον συγγραφέα για τις συλλογές διηγημάτων του, τη ζωή, τη λογοτεχνία και τη μουσική.

Το «Αστείο» το αγόρασα με το που βγήκε, πίσω στο 2012. Και θυμάμαι που διάβαζα ένα-ένα τα διηγήματά που το αποτελούσαν. Να τους δώσω τον χρόνο που χρειάζονταν για να δουλέψουν μέσα μου. Άμεση γλώσσα, άμεσα κείμενα. Σκληρότητα. Μεγάλη! Την ίδια στιγμή, τρυφερότητα. Επίσης μεγάλη! Λοιπόν, αυτά τα κείμενα δεν διαβάζονται το ένα πίσω από το άλλο. Χρειάζεται χρόνο η γοητεία που σου ασκούν για να ριζώσει. Διαβάζονται περίπου με τον τρόπο που γράφονται: «με το σταγονόμετρο». Όπως λέει και ο Γιάννης Παλαβός, «δεν χρειάζεται να βιάζεται κανείς»….

Θέλω πριν απ’ όλα να μου μιλήσεις λίγο για το Βελβεντό και τη φύση γύρω του…
Το Βελβεντό ζουν τρεις χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειονότητά τους ροδακινοπαραγωγοί. Παρά τον πληθυσμό του που το κάνει να λογίζεται ως κωμόπολη, οι σχέσεις και η νοοτροπία που διαμορφώνει η αγροτική οικονομία και το γεγονός ότι ο τόπος είναι απομονωμένος κάνουν το Βελβεντό ένα μεγάλο χωριό. Η φύση που το περιβάλλει είναι πλούσια: διακόσια μέτρα από τα τελευταία σπίτια υψώνεται σχεδόν κάθετα η οροσειρά των Πιερίων, γύρω από το χωριό εκτείνεται μια μικρή πεδιάδα όλο οπωρώνες και αμπελώνες, ενώ ένα χιλιόμετρο προς τα δυτικά βρίσκεται η λίμνη Πολυφύτου. Στο ίδιο το χωριό σώζονται αρκετά μακεδονίτικα αρχοντικά και νεοκλασικά και δεν υπάρχει ούτε μία πολυκατοικία

Είναι άγρια η ελληνική επαρχία, δεν είναι έτσι;
Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω πως δεν είναι πιο άγρια από την πόλη. Ίσως είναι άγρια με διαφορετικό τρόπο, ανοίκειο για κάποιον μεγαλωμένο σε αστικό περιβάλλον, και το ανοίκειο μας τρομάζει. Αλλά, πάνω κάτω, οι άνθρωποι είναι παντού και πάντα ίδιοι.

Ποια καλά στοιχεία θα έβρισκες σ’ αυτήν;
Το καλό με έναν μικρό τόπο είναι ότι σου επιτρέπει να παρατηρήσεις σε μικροκλίμακα ανθρωπότυπους που συναντάς παντού στον κόσμο. Κι επιπλέον, επειδή στην επαρχία τα μυστικά δεν μένουν για καιρό μυστικά, εκών άκων αποκτάς πρόσβαση σε μύχιες πλευρές των γύρω σου. Ένας μικρός τόπος είναι το σύμπαν σε μικρογραφία. Κι αυτό, αν έχεις την περιέργεια να καταλάβεις πώς λειτουργεί ο κόσμος και πώς και γιατί οι άνθρωποι φέρονται όπως φέρονται, είναι πλούτος.

Εσύ ήρθες στην Αθήνα από νωρίς. Τι όμορφο έχει η πόλη;
Ήρθα στην Αθήνα στα είκοσι τέσσερά μου. Δεν ξέρω τι όμορφο έχει. Είναι άναρχη, βρόμικη, αφιλόξενη για έναν γονιό που βγάζει το παιδί του βόλτα με το καρότσι ή για έναν ηλικιωμένο ή έναν άνθρωπο σε αμαξίδιο, ακριβή, με κακές συγκοινωνίες… Γνωρίζω ότι πολλοί επισκέπτες γοητεύονται από την έλλειψη τάξης, την οποία εκλαμβάνουν ως κάτι το χαριτωμένο, και ξέρω ότι αρκετοί νέοι Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί, ιδίως άνθρωποι που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τις τέχνες, αγοράζουν διαμερίσματα ή περνούν εδώ αρκετούς μήνες τον χρόνο, αλλά υποψιάζομαι ότι βλέπουν την Αθήνα ως κάτι το εξωτικό. Το όμορφο που έχει η πόλη είναι η δυνατότητα –ή η φαντασίωση της δυνατότητας– να συναντηθείς με ενδιαφέροντες ανθρώπους. Και, βέβαια, η πολιτιστική ζωή της και το γεγονός ότι εδώ είναι πιθανότερο να βρεις δουλειά απ’ ό,τι στην Πρέβεζα ή στην Καστοριά.

Θα επέστρεφες ποτέ στην επαρχία;
Κάνω πότε πότε αυτή τη σκέψη. Αλλά εδώ δουλεύω κι εδώ έχω φτιάξει τη ζωή που έχω φτιάξει. Παρότι παραμένω επαρχιώτης στην Ομόνοια, δεν βλέπω να φεύγω σύντομα.

Υπάρχει στ’ αλήθεια ένας πρώτος θάνατος πριν από τον «ύστατο, τον πραγματικό», όπως λέει ο παπάς στο «Για αλλαγή»;
Έχω την αίσθηση ότι ο θάνατος είναι ένας και οριστικός, συνεπώς ο παπάς μπορεί να λέει ό,τι θέλει, θα δίσταζα όμως να συμφωνήσω μαζί του. Άλλωστε, ο Θάνος το συρραπτικό, ο ήρωας του διηγήματος, ηττημένος καταφεύγει –αφήνεται κι ενδίδει– στα παραμυθητικά λόγια του ιερέα κάτω απ’ το καπάκι του εκτυπωτή.

Γιάννης Παλαβός: Συνέντευξη με τον συγγραφέα για τις συλλογές διηγημάτων του, τη ζωή, τη λογοτεχνία και τη μουσική.
© Oliwia Twardowska

Παίζει μεγάλο ρόλο στα κείμενά σου ο θάνατος, έτσι δεν είναι;
Ναι, γιατί είναι, μαζί με τη γέννηση, το καθοριστικό γεγονός για όλους μας. Μαζί με τη γέννηση οριοθετεί και πλαισιώνει την ιδιωτική μας ιλαροτραγωδία. Είναι ο μέγας φόβος και το μέγα ερωτηματικό. Δεν μπορεί να λείπει από τα κείμενα, όπως δεν μπορεί να λείπει η σκιά από το σώμα.

Και η παιδική ηλικία. Πόσο σημαντική πιστεύεις ότι είναι η ανάμνηση για να γράψει κάποιος;
«Η μνήμη γνωρίζει προτού η γνώση θυμηθεί», γράφει ο Φώκνερ. Η παιδική ηλικία είναι η εποχή της διαμόρφωσης, κατά την οποία ο πηλός που είμαστε μορφοποιείται από τα χέρια των γονιών μας, του περιβάλλοντός μας, της συγκυρίας. Υγρός καθώς είναι, η παραμικρή πίεση εγγράφεται πάνω μας, μας χαρακώνει διά παντός. Η παιδική ηλικία είναι κάτι σαν ο παρονομαστής του κλάσματος που είμαστε. Όμως άλλο αυτό και άλλο να γράφει κανείς αντλώντας από τις μνήμες του δίχως επεξεργασία –επεξεργασία καλλιτεχνική– της πρώτης ύλης. Ως αναγνώστες, δεν ενδιαφερόμαστε για τις αναμνήσεις κανενός: μας απασχολεί η μετάπλασή τους στην κατασκευή που είναι το κείμενο. Εκείνο που μετράει δεν είναι η εγγύτητα με την ανάμνηση, αλλά η απόσταση, ακόμα κι αν η απόσταση είναι μόνο ένα εκατοστό. Όλη η τέχνη, αν υπάρχει τέχνη, έγκειται σ’ αυτό το εκατοστό.

Έχεις μεγάλη σχέση με τη μουσική. Τι ακούς;
Ακούω τους τραγουδοποιούς: τον Leonard Cohen, τον Phil Ochs, τον Bruce Springsteen, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Άκη Πάνου, τον Μιχάλη Σιγανίδη. Όμως οι καθοριστικές αναφορές παραμένουν οι εφηβικές: ο Morrissey κι ο Billy Corgan. Στον βαθμό που έχει κάποια σημασία, ορισμένα διηγήματα γράφτηκαν ακούγοντας σε επανάληψη, εμμονικά, το ίδιο τραγούδι, για να κρατιέται ο ρυθμός: π.χ., ο «Νίκος Τσούμπας» γράφτηκε ακούγοντας το “Atlantic City” του Springsteen και το «Όπισθεν» ακούγοντας το «Η αλεπού κι ο μπούφος» του Μιχάλη Ρακιντζή.

Με το metal τι σχέσεις έχεις; Περνάνε κάτι μεταλάδες εδώ κι εκεί και όχι πάντα θετικά. Εκείνος ο Bestial Destiny World Tour δεν ήταν και τόσο συμπαθής…
Την εποχή που μεγάλωνα, το metal ήταν μια από τις βασικές οδούς ρήξης των εφήβων, ιδίως των αγοριών, με τους γονείς τους. Αλλά δεν το έπαιρνα στα σοβαρά, μου φαινόταν μάλλον κωμικό. Ίσως γιατί οι μεταλάδες συμμαθητές μου ήταν τα καλά παιδιά που παρίσταναν για λίγο εκ του ασφαλούς τους έκκεντρους. Αργότερα αναθεώρησα λιγάκι, αλλά ακόμα δυσκολεύομαι να πειστώ. Το όνομα του συγκροτήματος «Bestial Destiny» –η μπάντα που είναι γραμμένη στο μπλουζάκι του οδηγού που παρασέρνει τον Θάνο– το βρήκα στο Metal Band Name Generator. Μου φάνηκε ταιριαστό με τη μοίρα του ήρωα.

«Μπου Ντουνιά Τσαρκ Φιλέκ», το είχα μάντρα μια εποχή. Τι σημαίνει; Κατάλαβες στ’ αλήθεια κάτι από αυτό;
Είναι το πρώτο μέρος μιας τούρκικης παροιμίας που αποτελεί κάτι σαν τον πυρήνα, την ουσία του «Ξεπεσμένου Δερβίση» του Παπαδιαμάντη. Η παροιμία λέει: «Αυτός ο κόσμος είναι ρόδα και γυρίζει, και χαρά σ’ αυτόν που ξέρει να τη γυρίζει». Κοινώς: οδός άνω κάτω μία, τα πάντα ρει και τα σχετικά. Με το μυαλό καταλαβαίνω το νόημα της παροιμίας, όταν ένας φίλος αντιμετωπίζει δυσκολίες θα την επικαλεστώ, θα την επικαλεστώ και για τον εαυτό μου. Αλλά δυσκολεύομαι να την εφαρμόσω στην πράξη, να τη μετατρέψω σε φιλοσοφία μου, κι εγώ όπως οι περισσότεροι.

Με τον πατέρα σου πώς ήταν η σχέση; Δεν ξέρω αν είναι τα δικά μου βιώματα, αλλά το κλείσιμο του «Γιώργου που βγαίνει στη σύνταξη» είναι από τις πιο συγκινητικές στιγμές σου…
Ο πατέρας μου είναι άνθρωπος διαφορετικός από μένα, αλλά ήταν και παραμένει καλοπροαίρετος και, με τον τρόπο του, υποστηρικτικός. Το διήγημα ενσωματώνει πολλά ίχνη της δικής του διαδρομής, εξού και το όνομα «Γιώργος» στον τίτλο (Γιώργος είναι κι ο πατέρας μου), περισσότερο όμως αρδεύεται από αυτό που δύσκολα αρθρώνεις και συνήθως στρίβεις διά του αρραβώνος, εν προκειμένω της συγγραφής, για να του ξεφύγεις. Δηλαδή την ομολογία της αγάπης.

Στο «Παιδί» έγραψες αποκλειστικά διηγήματα της επαρχίας ενώ το «Αστείο» είναι ας πούμε πιο πλουραλιστικό. Από τώρα και πέρα η γραφή σου πηγαίνει προς την επαρχιακή γραφή ή θα επιστρέψεις σε θέματα που αφορούν και τη μεγαλούπολη;
Δεν ξέρω. Ό,τι έχει γραφτεί ως τώρα μετά το «Παιδί» έχει κι από την επαρχία κι από το αστικό περιβάλλον. Το Παιδί από νωρίς το οργάνωσα ως μια συλλογή με κεντρικό άξονα και ως προς τη θεματική και ως προς το ύφος και ως προς τη σκηνογραφία. Το Αστείο γράφτηκε πιο πηγαία, εξού και ο πλουραλισμός στον οποίον αναφέρεται. Σκέφτομαι την επόμενη συλλογή να την αφήσω να κυλήσει όπως βγει. Βλέπουμε.

Γιάννης Παλαβός: Ο θάνατος είναι ο μέγας φόβος και το μέγα ερωτηματικό

Θα ήθελες να μου πεις δυο λόγια για τον Τάκη Γιαννούσα; Τα εξώφυλλα στο «Αστείο» και το «Παιδί» είναι εντυπωσιακά.
Ο Τάκης Γιαννούσας ήταν ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος από το Βελβεντό, ένας από τους σαλούς του χωριού. Δεν μπορούσε να εκφραστεί με τον λόγο και ζωγράφιζε, έπαιζε φλογέρα και ακορντεόν, μεταμφιεζόταν. Ήταν μια φιγούρα του χωριού που, παρότι ενίοτε γινόταν στόχος ειρωνείας, ήταν αγαπητή. Ήταν ένα αθώο, μεγάλο παιδί. Την εποχή που μεγάλωνα στο χωριό, δεν είχα ιδέα ότι ζωγράφιζε και ομολογώ ότι τον πείραζα μαζί με τους συμμαθητές μου. Ο Γιαννούσας ζωγράφιζε με ό,τι υλικό έβρισκε, όπου έβρισκε. Τα έργα τα χάριζε ή τα κρατούσε στο σπίτι του. Κανένας ποτέ δεν θεώρησε ότι είχαν αξία. Το 2008 ο Μορφωτικός Όμιλος Βελβεντού διοργάνωσε μια μικρή έκθεση με περίπου 20-25 έργα του, όσα είχαν σωθεί, κι εξέδωσε ένα λεύκωμα. Στο λεύκωμα είδα για πρώτη φορά ζωγραφική του και εντυπωσιάστηκα – και ντράπηκα που όσο ζούσε όχι μόνο δεν είχα ιδέα για το ταλέντο του αλλά τον κορόιδευα κιόλας. Και είπα ότι πάει και τελείωσε, τα βιβλία μου θα έχουν για εξώφυλλό τους έργα του.

Γιατί διάλεξες το διήγημα ως βασικό σου κόσμο;
Το διήγημα μου ταιριάζει. Είναι το είδος όπου συναντιούνται η πεζογραφία με την ποίηση. Συνδυάζει τις αρετές της αφήγησης, τη γοητεία και τη δύναμη του μύθου, με τις αρετές της ποίησης – φροντίδα για τη γλώσσα και τον ρυθμό, προσοχή στη λεπτομέρεια και στον τόνο, πυκνότητα, αιφνιδιασμό, ρίγος και συγκίνηση.

Θα σε δούμε ποτέ να γράφεις μυθιστόρημα; Ή ποίημα; Το λέω γιατί ως μεταφραστής δουλεύεις και με τα δύο.
Ποιήματα έχω γράψει και είναι κακά. Δεν έχω ταλέντο, παρότι ακόμα και τώρα πού και πού μπαίνω στον πειρασμό να γράψω. Πριν γράψω την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων, η οποία εκδόθηκε το 2007, είχα έτοιμη μια ποιητική συλλογή. Την οποία ευτυχώς είχα τη σύνεση να μη στείλω στους εκδότες. Όσο για μυθιστόρημα, δεν έχω ούτε τη στόφα του μυθιστοριογράφου ούτε την υπομονή που χρειάζεται.

Το κόμικ; Πώς μπήκες σ’ αυτό;
Συμπωματικά. Ο κομίστας Τάσος Ζαφειριάδης, παλιός και καλός φίλος, μου ζήτησε να τον βοηθήσω στο σενάριο ενός κόμικς που έγραφε. Ήταν το «Πτώμα», που κυκλοφόρησε το 2011. Χαρήκαμε τη συνεργασία, και μεταξύ μας και με τον Θανάση Πέτρου που το σχεδίασε, κι έτσι κάναμε οι τρεις μας ένα ακόμα κόμικς, το Γρα-Γρου. Διαβάζω κόμικς, μου αρέσουν, αλλά αν δεν ήταν η φιλία με τον Τάσο και τον Θανάση δεν θα έμπαινα στη διαδικασία.

Πώς έγινε και πήρες μεταγραφή από τη Νεφέλη στον Ίκαρο;
Όπως όλες οι μακροχρόνιες σχέσεις, έτσι και η σχέση ενός συγγραφέα με έναν εκδότη με τον οποίον έχει υπερδεκαετή συνεργασία έχει και αγάπη και αρρυθμίες. Και, όπως συμβαίνει σε πολλές μακροχρόνιες σχέσεις, κάποια στιγμή αποφασίσαμε από κοινού να αποδεσμεύσουμε ο ένας τον άλλον. Ο Ίκαρος είναι ένας εκδότης που νιώθω πως μου ταιριάζει – άλλωστε, από κει κυκλοφορούν και το Γρα-Γρου και η ανθολογία διηγημάτων του Τομπάιας Γουλφ που έχω μεταφράσει, η «Χαρά του πολεμιστή». Ξέρω και την ιδιοσυχνότητα στην οποία εκπέμπει ο Ίκαρος και τους ανθρώπους στους πομπούς του. Χτύπησα, λοιπόν, την πόρτα τους και μου άνοιξαν.

Τι περιμένουμε στο επόμενο διάστημα; Πότε θα διαβάσουμε καινούργια διηγήματά σου;
Γράφω αργά, με το σταγονόμετρο, οπότε έχουμε καιρό μέχρι να βγει νέα συλλογή. Δεν χρειάζεται να βιάζεται κανείς.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ