Κινηματογραφος

Gary Oldman

Δεν το σήκωσε το τιμημένο

59266-137646.jpg
Soul Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20319-50023.jpg

Θέλαμε να το πάρει, γιατί ως Σμάιλι ερμηνεύει θεϊκά. Τελικά όμως η Ακαδημία Κινηματογράφου δεν εκτίμησε την ερμηνεία του όσο εμείς. Ακολουθεί μια συνέντευξή του παρέα με το σκηνοθέτη Τόμας Άλφρεντσον, με όλα τα σχετικά για το “Tinker, Tailor, Soldier, τα… σπάει».

Από το SOUL που κυκλοφορεί.


*Συνέντευξη Τάσος Ρέτζιος

Από τα πρώτα κιόλα πλάνα της ταινίας «Κι ο κλήρος έπεσε στο Σμάιλι» («Tinker, Tailor, Soldier, Spy»), τόσο ο θεατής που έχει εικόνισμα τα βιβλία του Τζον Λε Καρέ, όσο και ο ανυποψίαστος αντίστοιχος, βουτάνε κατευθείαν στα βαθιά νερά ενός κόσμου που μοιάζει να πλάστηκε από καχυποψία, υπολογισμό και μοναξιά. Αυτό το τελευταίο, η μοναξιά, φαίνεται να είναι και το στοιχείο που ενώνει το προηγούμενο pic του σουηδού σκηνοθέτη που τράβηξε την παγκόσμια προσοχή με το «Άσε το κακό να μπει», με αυτό το τόσο χαρακτηριστικά βρετανικό περιβάλλον ενός κατασκοπευτικού μυθιστορήματος.

Ο Τόμας Άλφρεντσον, όμως, όχι μόνο δε φοβήθηκε να αναμετρηθεί με το magnum opus του Λε Καρέ, όσον αφορά τον ήρωα Τζορτζ Σμάιλι, αλλά έκανε και πλεονέκτημα τη ματιά ενός ξένου στο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1974 και σε έναν ήρωα που μοιάζει να είναι ακόμα στοιχειωμένος από την ερμηνεία του Άλεκ Γκίνες και από την εποχή της αντίστοιχης τηλεοπτικής σειράς. «Όπως λέει κι ο ίδιος ο Λε Καρέ», σημειώνει ο Άλφρεντσον, «τότε ο ήρωας είχε κάτι που τον έκανε ανεκτίμητα συμπαθητικό. Θέλω να πω ότι, εντάξει, προερχόταν από έναν σκοτεινό και ιδιαίτερα σκληρό κόσμο, αλλά η μοναξιά του, η διάχυτη νοσταλγία και μια κάποιου είδους οικειότητα, τον έκαναν αξιαγάπητο, όπως άλλωστε και όλους τους χαρακτήρες. Αυτό που προσπαθήσαμε να πετύχουμε στην ταινία, παρόλο που η ιστορία αφορά στην ψυχροπολεμική εποχή, είναι να φέρουμε κάτι από την αύρα του σήμερα: λίγο παραπάνω αμοραλισμός, λίγο περισσότερη τραχύτητα, λίγο μεγαλύτερη απόσταση από τις πράξεις και τα συναισθήματα. Ένας κόσμος του τότε που κυκλοφορεί και στο σήμερα».

Καρέ καρέ

Η ιστορία της ταινίας ακολουθεί τον συνταξιούχο πια πράκτορα Τζορτζ Σμάιλι, που επανέρχεται στη δράση μόνο και μόνο για να ανακαλύψει έναν πιθανό διπλό πράκτορα της βρετανικής ΜΙ-6. Παιχνίδια μυαλού, παιχνίδια λογικής, αλλά και μια διάχυτη μελαγχολία απλωμένη σε κάθε πλάνο. Ειδικά η παρουσία του Σμάιλι μοιάζει να είναι νοτισμένη με αυτήν την παλαιάς κοπής κούραση και με έναν πεσσιμισμό ειδικής φινέτσας. «Μα ο κόσμος των κατασκόπων», σπεύδει να διευκρινίσει ο Άλφρεντσον, «εκτός από το ότι κρύβει μεγάλη μοναξιά -κανείς δεν πρέπει να μαθαίνει τίποτα για σένα-, έχει και μια βαθιά απαισιόδοξη χροιά. Μπορεί για χρόνια ολόκληρα να κάνεις μια πράξη που μοιάζει να μην έχει σημασία, απλώς, για παράδειγμα, να καταγράφεις μερικές κινήσεις, και στο τέλος όλο αυτό να μην ξέρεις αν και σε τι έχει χρησιμεύσει. Υποθέτω ότι σε κρατάει στη… δουλειά το γεγονός ότι κάνεις το χρέος σου στην πατρίδα, αλλά μάλλον κι ένας εθισμός άλλης ιδιαιτερότητας και ιδιοσυγκρασίας».

Ο Σμάιλι, με τη μορφή του Γκάρι Όλντμαν και με στήριξη σε πολλά από τα ερμηνευτικά διδάγματα του Άλεκ Γκίνες, είναι ένας άνθρωπος που έρχεται κατευθείαν από την εποχή όπου καθήκον, τιμή, κώδικες και πίστη είχαν τη σημασία τους, αλλά κι ένας πράκτορας που «μπορεί να μη φαίνεται έτοιμος να κυνηγήσει, να αναμετρηθεί, να ρισκάρει ή και να σκοτώσει», τονίζει ο Όλντμαν, «αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι πολύ εύκολα μπορεί να τα κάνει, αν χρειαστεί». «Είναι μια ταινία γεμάτη ερωτηματικά», προσθέτει ο Άλφρεντσον, «για τη φιλία, την προδοσία, την πίστη, τις αξίες».

Ο Σμάιλι, όμως, αποτραβηγμένος από τη δράση, παρατημένος από τη γυναίκα του, αμίλητος μέσα στη μοναξιά του και το απογοητευμένο του βλέμμα, είναι και μια φιγούρα των καιρών μας. Ένας τσακισμένος άνθρωπος του καθήκοντος, ένα ρετάλι ύπαρξης που ετοιμάζεται για μια τελευταία, όχι ακριβώς θριαμβευτική, αλλά σίγουρα τονωτική για την ολοένα και χαμηλότερη αυτοεκτίμησή του, παράσταση. Είναι έτσι ένας κατάσκοπος; Ναι, απάντησαν οι πραγματικοί κατάσκοποι της βρετανικής υπηρεσίας στους οποίους προβλήθηκε η ταινία, αλλά και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν ο ίδιος ο Λε Καρέ ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος, οπότε ξέρει από πρώτο χέρι ψυχολογίες, χαρακτηριστικά και αντιδράσεις ενός κόσμου τελικά συγκινητικά πολύπλοκου.

Oldman blues

Ο Όλντμαν, με μια ερμηνεία που θα μείνει χαραγμένη, φτιάχνει ένα Σμάιλι έτσι ακριβώς όπως τον ήθελε ο σουηδός σκηνοθέτης: «Ο Σμάιλι είναι ένας άνθρωπος που εύκολα μπορείς να τον προσπεράσεις, να τον ξεχάσεις, ένας από τους πολλούς διαβάτες και περαστικούς. Γι’ αυτό είναι η τέλεια μορφή κατασκόπου. Επίσης η μελαγχολική του χροιά τον κάνει επίσης “απαρατήρητο” - ποιος θέλεις να εστιάζει σε τέτοιες μορφές; Ο Όλντμαν ήρθε στο πλατό και από την αρχή έγινε αυτός ακριβώς ο Σμάιλι. Επιπλέον, τον βλέπεις και σχεδόν μυρίζεις τον πόνο του, μοιράζεσαι τους κινδύνους του και περισσότερο από όλους τον κίνδυνο της ίδιας του της ύπαρξης, να κατανοήσει δηλαδή τη βαθύτερη ουσία του και να τρομάξει».

Από τη δική του σκοπιά ο Όλντμαν λέει πως «αυτοί είναι ρόλοι που κάνουν έναν ηθοποιό να νιώθει υπερήφανος για τη δουλειά του. Ένας ήσυχα μελαγχολικός χαρακτήρας, ένας γκρίζος και αδιάφορος άνθρωπος, τόσο μα τόσο Βρετανός και την ίδια στιγμή ένας βαθιά συναισθηματικός χαρακτήρας, ένας αξιοπρεπής κύριος που βιώνει βουβά τον πόνο του, μια ρομαντική ύπαρξη που ξέρει να κάνει άψογα τη δουλειά του, τελικά ένας πολύπλοκος χαρακτήρας».

Ο ίδιος ερεύνησε αρκετά το παίξιμο των προκατόχων του και είχε πολλές συζητήσεις με τον Λε Καρέ (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, εμφανίζεται σε έναν μικρό ρόλο στην ταινία). «Όχι μόνο οι γνώσεις του γι’ αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο κόσμο, όσο κυρίως η ματιά του και η σχεδόν συναισθηματική του εγγύτητα με αυτόν, με βοήθησαν πολύ να πλησιάσω τις βαθύτερες σημασίες αυτού του ρόλου», λέει ο Όλντμαν. «Είναι περίεργο, αλλά όσο περισσότερο βουτάς σε αυτόν τον κόσμο και μοιάζει να τον ανακαλύπτεις, τόσο περισσότερο νιώθεις να ακουμπάς πάνω σε ένα σωρό αναπάντητα ερωτηματικά γύρω από την ύπαρξη, τη δουλειά, τη συντροφικότητα, τους σκοπούς που κάθε φορά βάζεις ή υπηρετείς. Δε νομίζω να υπερβάλλω αν πω πως με αυτόν τον χαρακτήρα ο καθένας μπορεί να βρει κάτι που να τον ταυτίσει μαζί του και πιστεύω ότι αυτή είναι και η επιτυχία των βιβλίων του Τζον Λε Καρέ· σου επιτρέπουν να κοιτάξεις στην ουσία των πραγμάτων, χωρίς να σε κάνουν να δεις με το ζόρι».

Πίσω από τη μάσκα

Σε μια ταινία σαν αυτή που γύρισε ο Άλφρεντσον, αλλά και σε έναν χαρακτήρα σαν αυτόν που παίζει ο Όλντμαν, τις περισσότερες φορές δεν έχει και τόση σημασία η λύση του αινίγματος, η αποκάλυψη του προδότη, το τέλος της ιστορίας. «Η ίδια η ατμόσφαιρα, τα κουρασμένα βλέμματα, η πανταχού παρούσα μελαγχολία που μοιάζει να δίνει στα πράγματα, τις καταστάσεις και τους ήρωες τον χαρακτήρα του μάταιου, όλα αυτά μεταμορφώνουν και την ίδια την έννοια της ιστορίας», πιστεύει ο Άλφρεντσον. Όπως όλες οι καλές ιστορίες αστυνομικού ή κατασκοπευτικού ενδιαφέροντος, κρύβουν τη γοητεία και το μεδούλι τους περισσότερο σε αυτά που υπονοούνται παρά σε αυτά που διαφαίνονται.

«Είναι και κάτι ακόμα», επιμένει ο Όλντμαν. «Στην ταινία, σχεδόν είμαστε σίγουροι πως ο Σμάιλι ήξερε τη λύση και τον ένοχο από την αρχή, αλλά μια περίεργη αίσθηση αλληλεγγύης, μια ακόμα πιο περίεργη αίσθηση τήρησης των κανόνων του παιχνιδιού και ποιος ξέρει τι άλλο μέσα στη θολή του μοναξιά, δεν του επέτρεπε να αποκαλύψει νωρίς το τέρμα της διαδρομής. Ίσως γιατί, για μια ακόμα φορά, η διαδρομή είναι που έχει σημασία κι όχι ο τερματισμός». Πόσο σαρδόνια εύστοχος ήταν ο Λε Καρέ όταν βάφτιζε τον ήρωα του Σμάιλι, ε;

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ