Η μόδα, τα υλικά, τα σχέδια η έμπνευση, οι μεγάλοι σχεδιαστές και οι καλλιτέχνες που τα σχεδιάζουν
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
27°

Κωνσταντίνος Ρήγος, τρεις δεκαετίες Τέχνη και πρωτοπορία: Αλλάζοντας το τοπίο του σύγχρονου χορού
Κωνσταντίνος Ρήγος: Ο Διευθυντής του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μιλάει με απολαυστικό τρόπο για τη ζωή του και τη συναρπαστική καριέρα του, λίγο πριν ανέβει στην ΕΛΣ-Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος το νέο του έργο «Χρυσή Εποχή»
Η ειδοποιός διαφορά με τον Κωνσταντίνο Ρήγο είναι το γέλιο του. Μπορεί να δίνει μια πυκνή, νευρική και πλούσια συνέντευξη ως διευθυντής του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και πρόεδρος της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης και ενδιάμεσα, για κάτι που είπε, για κάποια ανάμνηση ή παρομοίωση που έκανε, να πετάξει ένα γαργαριστό, εγκάρδιο γελάκι, από αυτά που μόνο με τους φίλους μας ανταλλάσσουμε τις ώρες που είμαστε χαλαροί και διασκεδάζουμε. Κάπως έτσι είναι και όλη του η διαδρομή στον χορό και τις παραστατικές τέχνες, από τα 90s που ξεκίνησε και μας εξέπληξε όλους ως wiz kid: μια διαδρομή γεμάτη νοήματα, έμπνευση, άποψη, νεωτεριστικές ιδέες και μικρές ή μεγάλες ανατροπές, δημιουργικές συγκρούσεις γεμάτες χιούμορ, ευφυΐα και μοντέρνο σχόλιο (ο ίδιος τις χαρακτηρίζει ως «τρολ»).
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, παιδί της Αθήνας, απόφοιτος της Κρατικής Σχολής Ορχιστικής Τέχνης το ’93, και έχοντας από το ’90 ιδρύσει το Χοροθέατρο Οκτάνα, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη το ’99 για την πρώτη του παράσταση εκεί, ενώ από το 2000 μέχρι το 2005 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Χοροθέατρου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Τώρα, μετά την επιτυχία τού «Brokeback Mountain» τον φετινό χειμώνα στο θέατρο Κνωσός, ανεβάζει το έργο «Χρυσή εποχή», που θα δούμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Σε αυτή την πυρετώδη περίοδο, μου μίλησε «για τα πάντα» με τον απολαυστικό, φιλικό του τρόπο.
Το χορευτικό σύμπαν του Κωνσταντίνου Ρήγου: 35 χρόνια σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα
― Πώς προέκυψε ο χορός και μάλιστα με τέτοια πλούσια δράση από την πρώτη στιγμή;
Ο χορός για μένα ήταν μια φυσική ανάγκη. Ήταν κάτι που το είχα, αλλά δεν καταλάβαινα ότι το είχα, δεν υπήρχε ο κώδικας για να το αποκωδικοποιήσω. Μ’ άρεσε πάρα πολύ, θυμάμαι χόρευα συνέχεια στο σπίτι. Χόρευα ποπ, τα τραγούδια της εποχής. Έχω πάρα πολλούς δίσκους, μάζευα δίσκους μανιωδώς. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη φορά που είδα το «Saturday Night Fever» στον κινηματογράφο Παλλάς, στο Παγκράτι. Το θυμάμαι σαν εμπειρία, δηλαδή ότι βγήκα και μετά ήθελα να περνάω πηδώντας από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Από παιδί μ’ άρεσαν πολύ τα μιούζικαλ, ακόμα μ’ αρέσουν. Χαίρομαι που βγαίνουν καινούργια μιούζικαλ, αναβιώνοντας το είδος.
Είδα πρόσφατα το συγκλονιστικό «Emilia Perez» και το υπέροχο «Better man». Μην ξεχνάμε ότι στη Λυρική σκηνοθέτησα και τα «Φθηνά τσιγάρα» και τον «Ερωτόκριτο» που ήταν μιούζικαλ. Τότε, λοιπόν, χόρευα πάρα πολύ... Χόρευα στις ντισκοτέκ, ιδίως το καλοκαίρι στις διακοπές με μια παρέα συνομήλικων, παιδιά οικογενειακών φίλων. Διασκεδάζαμε πολύ. Το πρώτο βραβείο χορού το κέρδισα σε μια ντισκοτέκ στο Κιάτο. Βρίσκω φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ. Μάλιστα, τώρα τα Χριστούγεννα που είχα πάει στο σπίτι να δω τη μητέρα μου, βρήκα φωτογραφίες που είμαι με γουόκμαν στα αυτιά, στο σαλόνι, και χορεύω, ή άλλες στις οποίες έπαιρνα χορευτικές στάσεις.
― Τι αγαπάς στη μητέρα σου;
Έχω μια υγιή σχέση με τη μητέρα μου. Είναι ένας άνθρωπος κλειστός, αλλά γεμάτος αισθήματα. Ένας άνθρωπος που κατανοεί, αλλά δεν θέλει να επεμβαίνει. Ακούει, αγωνιά, αλλά δεν θέλει να επηρεάζει.
Όταν ξεκίνησα τον χορό υπήρχε μια σχετική αγωνία για το αν κάνω τη σωστή επιλογή, σύντομα όμως κατάλαβε ότι αυτό μ’ ενδιέφερε και έκτοτε δεν αναρωτήθηκε ξανά. Τα πρώτα χρόνια μάλιστα έραβε και τα κοστούμια για τις παραστάσεις.
― Οπότε αυτό υπήρχε. Δεν εξεπλάγη κανείς που το ακολούθησες.
Εξεπλάγησαν στην αρχή, όταν τους ανακοίνωσα ότι μ’ ενδιαφέρει ο χορός και θ’ αφήσω το πανεπιστήμιο για να πάω στην Κρατική Σχολή. Ήταν κάπως περίεργο, δημιούργησε μια αγωνία σε όλη την οικογένεια. Αλλά αυτό κράτησε πολύ λίγο γιατί, κάπως πολύ γρήγορα, στο πρώτο έτος της σχολής χορογράφησα στην Επίδαυρο τις «Νεφέλες» του Γιώργου Λαζάνη, με το Θέατρο Τέχνης. Οπότε αυτομάτως, ενώ υπήρχε η αγωνία, ταυτόχρονα υπήρχε και το ότι, να, ήδη... είναι μια πρώτη καταξίωση, ας πούμε. Ήταν μια πολύ σπουδαία εμπειρία, γιατί, ξέρεις, όταν είσαι στην πολύ αρχή, είσαι δημιουργικός αλλά ταυτόχρονα είσαι και λίγο σαν μέσα σ’ ένα πέλαγος δημιουργίας. Νομίζεις ότι γνωρίζεις πράγματα. Οπότε η εμπειρία με το Θέατρο Τέχνης, αφού έκανα πάρα πολλές δουλειές μαζί τους, ήταν πολύ ουσιαστική για να καταλάβω τη λειτουργία του θεάτρου.
Στην Επίδαυρο, στην παράσταση «Νεφέλες», είχα φτιάξει έτσι τον Χορό ώστε να συμμετέχω και εγώ σε ένα χορικό. Να αισθανθώ πώς είναι να βρίσκεσαι στο θέατρο της Επιδαύρου. Να έχω την εμπειρία της σκηνής, όχι μόνο του να είσαι εκτός σκηνής. Ήταν μια εμπειρία αποκαλυπτική για μένα.
― Αυτό όμως ήταν σαν να πέφτεις κατευθείαν στα βαθιά, όχι;
Έτσι είναι. Ουσιαστικά, μπήκα κατευθείαν σε όλες τις περιπέτειες. Ενώ παράλληλα σπούδαζα, είχα ιδρύσει την ομάδα, όπου έπρεπε να κάνω τα οικονομικά –με βοήθησε, βέβαια, το ότι πριν ήμουν στο Οικονομικό της Νομικής–, να διαχειρίζομαι την ομάδα, να διαχειρίζομαι χορευτές, να προσλαμβάνω, να κάνω αιτήσεις… Όλα αυτά ήρθανε μαζί και παράλληλα. Με τα τρία χρόνια της σχολής, είχα ταυτόχρονα συμπυκνωμένη την εμπειρία της παραγωγής, το να διευθύνεις μ’ έναν τρόπο μια ομάδα, και η αλήθεια είναι ότι η σπουδή μου στη σχολή ήταν μια πολύ σημαντική εμπειρία που με βοήθησε.
― Αυτή την ευελιξία ή και χιούμορ που έχεις στη δουλειά σου και κυρίως στην γκάμα της δουλειάς σου, την είχες από τότε; Μπήκες δηλαδή στην Επίδαυρο με ταμπεραμέντο;
Όχι, όχι, το χιούμορ το είχα. Μάλιστα είχα και μια περίεργη αποφασιστικότητα. Δηλαδή αν δεν γινόταν κάτι όπως το ήθελα, έκανα φασαρία. Θυμάμαι σε εκείνη την παράσταση (σ.σ. «Νεφέλες»), έπαιζε ο Μίμης ο Κουγιουμτζής και επέμενε να μην κάνει κάτι. Έκανα τόση φασαρία για να το κάνει, που ξαναμιλήσαμε πολύ καιρό αργότερα. Μετά βέβαια συνεργαστήκαμε υπέροχα, είχαμε πάρα πολύ καλή σχέση, καταλάβαμε ο ένας τον άλλο. Είχα πολλή επιμονή. Διεκδικούσα αυτό που ήθελα να γίνει. Γιατί αν δεν γινόταν καλά στο τέλος, ήθελα να έχω εγώ την ευθύνη. Είχα ένα θράσος εδώ που τα λέμε... Να λες «όχι θα γίνει έτσι», όταν είσαι στο πρώτο έτος μιας σχολής και είναι η πρώτη σου δουλειά στην Επίδαυρο. Δεν είναι ότι είχα και καμιά τεράστια εμπειρία.
― Σήμερα συναντάς αντιρρήσεις;
Αντιρρήσεις, πάντα. Με την έννοια ότι συνεργάζεσαι με ανθρώπους, έχουν και εκείνοι κάτι στο μυαλό τους. Τώρα όμως είμαι πιο εύκολος στις αντιρρήσεις, πιο εύκολα κάνω πίσω, ακούω, συζητάω, εξελίσσω. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι στη δουλειά υπάρχει συνεργασία και η αίσθηση της αλληλοεπίδρασης. Το αποτέλεσμα στο τέλος είναι κάτι που βγαίνει από όλους. Γιατί οι ηθοποιοί, οι χορευτές, οι τραγουδιστές είναι καλλιτέχνες κι εκείνοι και αντιλαμβάνονται τι θέλουν κάθε στιγμή, οπότε πρέπει να συνδυαστεί αυτό που επιθυμείς εσύ με τη δική τους ανάγκη, ώστε να έρθει στην επιφάνεια το καλύτερο αποτέλεσμα. Για την κάθε τέχνη είναι διαφορετικό, όπως και για τον κάθε άνθρωπο. Οπότε για μένα τελικά, η επικοινωνία είναι αυτή που εξελίσσει μια σχέση και κατ’ επέκταση μια παράσταση. Έχω σκεφτεί έργα στο παρελθόν, που τα ξεκίνησα μ’ έναν τρόπο, η επικοινωνία όμως με τους συντελεστές και τους ίδιους τους ερμηνευτές τα οδήγησαν σε τελείως διαφορετικό δρόμο. Που ήταν και ο σωστός.
― Ο χορός είναι μια πολύ σωματική εργασία.
Ακριβώς. Το σώμα έχει όρια τα οποία όμως, με τη δουλειά, μετακινούνται διαρκώς. Άρα έχει σημασία το πού θα φτάσει το σώμα κάθε φόρα, έχει σημασία πόσο βαθιά θα ψάξει ο κάθε χορευτής στην ψυχή του, πόση από την προσωπικότητά του θα αποκαλύψει σε μια παράσταση. Βέβαια υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον χορό και στο θέατρο: ο ηθοποιός ερμηνεύει έναν ρόλο, οπότε πρέπει να μπει στην ψυχολογία του ρόλου. Είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Πρέπει να ψάξει και να βρει τον εαυτό του μέσα από κάποιον άλλον. Στον χορό όμως ο εαυτός σου είναι πάντα εκεί, δεν θα ψάξεις ποτέ για κάτι άλλο, ιδίως στον σύγχρονο χορό δεν θα υποδυθείς κάποιον άλλο.
Στο μπαλέτο υπάρχει αυτό το στοιχείο, θα κάνεις τον πρίγκιπα, τη νεράιδα, έναν ρόλο που πρέπει να προσπαθήσεις για να τον βρεις. Ενώ στον σύγχρονο χορό είσαι εσύ. Και αυτό είναι πολύ απελευθερωτικό, γιατί στην πραγματικότητα αυτό εξελίσσει την προσωπικότητά σου. Θεωρώ ότι η προσωπικότητά μου, η σκέψη μου και η ζωή μου η ίδια εξελίχθηκαν λόγω του χορού, λόγω του ότι έπρεπε να ψάχνω μόνο σε μένα, σ’ αυτά που με επηρεάζουν, σε αυτά που βλέπω και αντιλαμβάνομαι. Αλλά όλο αυτό έπρεπε να βγει από τη δική μου προσωπικότητα. Δεν έπρεπε να μπω στην προσωπικότητα κάποιου άλλου, να μοιραστώ κάτι άλλο.
― Παίρνω την αίσθηση από τις δουλειές σου ότι λειτουργείτε λίγο ως συλλογικότητα, ως ένα είδος κομούνας ας πούμε, ισχύει αυτό;
Ισχύει, με την έννοια ότι δεν θέλω, ακόμα και όταν κάνω θεατρικές παραστάσεις, να έχω προαποφασίσει τίποτα. Μπορεί να έχω σκεφτεί πώς θα είναι ο χώρος ή ο κόσμος ή το σκηνικό –γι’ αυτό υπογράφω τις περισσότερες φορές και τα σκηνικά μου πια–, να σκέφτομαι το περιβάλλον στο οποίο θα δημιουργηθεί αυτός ο κόσμος. Σίγουρα το σκοτεινό στοιχείο που υπάρχει στα έργα μου είναι κάτι που μάλλον το επιβάλλω εγώ με έναν τρόπο. Όσο για το χιούμορ, μάλλον κι αυτό έρχεται από τη δική μου ανάγκη να μετακινήσω τα πράγματα. Στην πραγματικότητα ναι, προσπαθώ να είμαι συλλογικός.
― Αυτό που λες, το λίγο dark στοιχείο και το χιούμορ, είναι κάτι που χαρακτηρίζει όλα σου τα έργα αλλά και όλες σου τις επιλογές, θα έλεγα. Και αυτό είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο αυτής της συζήτησης. Θα ήθελα να καταλάβω τον τρόπο που προσεγγίζεις καθετί καινούργιο που σου προσφέρεται ως πρόταση συνεργασίας. Τι είναι αυτό που σε κινεί να επιλέγεις από τη Eurovision τη Λυρική και από τη Λυρική μια θεατρική ομάδα;
Το βασικό είναι η ανάγκη μου να κάνω διαφορετικά πράγματα και να εκφράζομαι με διαφορετικούς τρόπους. Όταν δεν το έκανα αυτό, όταν δηλαδή ασχολούμουν μόνο με τον χορό, αισθανόμουν πάντα μια πίεση ότι δεν μπορώ να εξωτερικεύσω και κάποια άλλα στοιχεία, κάποιες άλλες ανάγκες – σαν να μην μπορώ να συμβιβάσω τον Διόνυσο με τον Απόλλωνα μέσα μου. Δηλαδή, απ’ τη μία ήθελα να είμαι εγκεφαλικός, απ’ την άλλη ήθελα να είμαι διασκεδαστικός, για να το πούμε έτσι πολύ απλοϊκά. Είναι νομίζω δύο τρόποι έκφρασης που τους έχουμε ανάγκη όλοι. Ο καθένας το βρίσκει με τον δικό του τρόπο.
― Αυτό ισχύει και στην προσωπική σου ζωή;
Ναι, απ’ τη μία θέλω να είμαι πολύ σκοτεινός και απ’ την άλλη θέλω να είμαι πολύ ευχάριστος… όχι ευχάριστος…
― Κατάλαβα τι λες. Φωτεινός.
Φωτεινός, μπράβο αυτό! Αυτό λοιπόν το στοιχείο, στα πρώτα μου έργα ήταν σε μια σύγκρουση. Ήθελα να πηγαίνω σε σκοτεινά μέρη, αλλά ήθελα να μετατρέπονται σε φωτεινά. Έκανα έργα σκοτεινά, αλλά τα ρούχα π.χ. ήταν εμπνευσμένα από τη μόδα. Όλο αυτό είχε ενδιαφέρον, ήταν κάπως υβριδικό, ήταν το στιλ μου. Αργότερα αυτό άλλαξε, ήθελα να διαχωριστεί αυτό. Όταν κατάλαβα ότι αυτός ο διαχωρισμός είναι εφικτός –και ευτυχώς αυτό έγινε όταν πια είχα κάνει πολλά έργα, είχα ταυτοποιηθεί ως μια προσωπικότητα στην τέχνη μου–, όταν όλα αυτά είχαν πάρει τη μορφή τους, τότε ήταν πιο εύκολο για μένα να κάνω αυτόν τον διαχωρισμό, να δουλέψω σε τελείως διαφορετικούς χώρους, με τελείως διαφορετικούς ανθρώπους.
Πιστεύω στην ποπ κουλτούρα. Μας έχει καθορίσει, έχει καθορίσει όλο τον 20ό και 21ο αιώνα με έναν τρόπο, τουλάχιστον τη δική μου γενιά. Η κουλτούρα της Δύσης είναι η κουλτούρα μου. Η μουσική της, η ποπ κουλτούρα, όλο αυτό είναι που μ’ έχει καθορίσει. Οπότε ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτές τις αναφορές και μέσω αυτού να δημιουργήσω. Αυτό καταλάβαινα, αυτό αντιλαμβανόμουν και μ’ αυτό μεγάλωσα. Όταν ήμουν στη σχολή, εργαζόμουν σε μια μεγάλη εφημερίδα όπου έκανα παρουσίαση ταινιών, οπότε πήγαινα κι έβλεπα όλες τις ταινίες με τους κριτικούς. Εκεί γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους του σινεμά. Το έκανα αυτό γιατί είχα ανάγκη να δουλέψω, αλλά αισθανόμουν ότι είχα χάσει πολύ χρόνο, ήθελα να μαζέψω γνώση από όλα. Είδα όλο τον ιταλικό νεορεαλισμό, είδα τους Ρώσους, είδα ευρωπαϊκό σινεμά, όλα τα διαφορετικά ρεύματα του κινηματογράφου. Ίσως γι’ αυτό ο κινηματογράφος να έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω και τον χορό και το θέατρο.
― Έχεις πολλούς φίλους; Τους διατηρείς από τα παιδικά σου χρόνια;
Οι φίλοι μου δεν είναι πολλοί και με τους περισσότερους κατά καιρούς χανόμαστε, αλλά όσοι είναι φίλοι είναι για πάντα.
― Έκανες φιλίες μέσα από τη δουλειά σου;
Ναι, έχω κάνει και θέλω να τους βλέπω συχνά και να μοιραζόμαστε ό,τι ζούμε.
― Ποιος/ποια χορογράφος ήταν η έμπνευση της ζωής σου και γιατί;
Θα έλεγα ότι η Πίνα Μπάους με επηρέασε στα πρώτα μου βήματα, με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο. Όταν είδα την πρώτη δουλειά της στο Ηρώδειο, νομίζω ήταν ή το «Kontakthof» ή το «Nelken», τελείωσε η παράσταση και δεν καταλάβαινα γιατί ο κόσμος χειροκροτούσε, 6 μήνες αργότερα κατάλαβα ότι αυτός ο κόσμος μ’ ενδιέφερε. Κατάλαβα για πρώτη φορά ότι ο χορός δεν είναι μόνο κίνηση. Δημιουργεί αισθήσεις, έχει πολιτική διάσταση, χιούμορ, ειρωνεία, πόνο. Είναι η ζωή.
― Υπάρχει κάποια παράσταση που ονειρεύεσαι κάποτε να κάνεις;
Η «Χρυσή εποχή» είναι μια παράσταση που ονειρευόμουν να κάνω, και είμαι χαρούμενος που γίνεται υπό αυτές τις συνθήκες στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Η επόμενη που θα ονειρευτώ δεν έχει έρθει ακόμα.
― Πώς έζησες τα άγρια νιάτα σου; Πού πήγαινες και πώς διασκέδαζες;
Τα νιάτα μου δεν ήταν πολύ άγρια. Στο σχολείο ήμουν πολύ ήρεμος, αργότερα άλλαξα, έγινα πιο επικοινωνιακός, πιο ανοιχτός, πιο της παρέας. Αλλά δεν έκανα ποτέ ακρότητες, μου άρεσε πάντα να υπάρχει μια ισορροπία. Αλλά διασκέδασα, πήρα εμπειρίες από διαφορετικά πράγματα. Έχω δει τον Ζαμπέτα σ’ ένα υπόγειο στη Συγγρού πίσω από ένα βουνό σπασμένα πιάτα, ήταν τόσο σουρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα και ποιητικό. Ήταν το δικό μας μαγικό βουνό.
― Έχεις καταγωγή από τη Σύρο και επιστρέφεις συχνά. Τι έχει η Σύρος που δεν έχουν οι άλλες Κυκλάδες;
Η Σύρος είναι ένα νησί που με μαγνήτισε 25 χρόνια πριν, όταν με κάλεσε για πρώτη φορά στο εξοχικό της η φίλη μου η Κάτια η Δημοπούλου, ξαφνικά ένιωσα ότι το νησί μού ταιριάζει. Μου ταιριάζει η ζωή του, η φύση του. Θυμάμαι ατέλειωτες ώρες να κολυμπάμε σε άγνωστες τότε παραλίες, να προσέχω τη μικρή Μελία (Κρέιλινγκ), να διαβάζουμε κάτω από τον ήλιο, να διασκεδάζουμε τα βράδια. Το νησί σταδιακά έγινε μέρος της ζωής μου. Αργότερα εκεί γνώρισα την Έλενα Σκουλά, άλλος ένας δικός μου άνθρωπος.
Πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψα τυχαία στον δρόμο, από μια ξαδέλφη του πατέρα μου, ότι η συνονόματη γιαγιά μου είχε καταγωγή από εκεί, μάλιστα είδα και το πατρικό της. Τότε κατάλαβα γιατί η Σύρος ήταν μέσα μου. Είναι ένα μέρος που με κάνει να ηρεμώ, να σκέφτομαι, να ξεκουράζομαι και που, όσο περνάνε τα χρόνια, θέλω να βρίσκομαι όλο και πιο συχνά εκεί. Οι Κυκλάδες είναι υπέροχες, έχουν αυτό τον μαγικό αέρα που σ’ ανανεώνει, αλλά η Σύρος είναι η Κυκλάδα της καρδιάς μου.
― Η περίοδος του Οκτάνα τι σου έχει αφήσει; Πώς ήσουνα τότε και πώς τώρα; Επειδή χαρακτηρίζουν το χοροθέατρο Οκτάνα ως το breakthrough που ακούστηκε τ’ όνομά σου.
Αυτό είναι, ουσιαστικά. Η περίοδος του Οκτάνα ήταν μαγική. Ήμασταν μια ομάδα ανθρώπων, δουλεύαμε συνέχεια μαζί, για πάρα πολλά χρόνια. Ήταν και η εφηβεία, αυτό που λέμε το πρώτο στάδιο δημιουργίας, εκεί που προβληματίζεις, συγκρούεσαι, παίρνεις τις καλές και τις κακές κριτικές. Πάντα παίρνεις τις καλές και τις κακές κριτικές –εννοείται–, απλώς αυτό είναι το πρώτο στάδιο που σοκάρεσαι. Οι κριτικές έχουν άλλο βάρος όταν ξεκινάς και άλλο όταν έχεις ήδη φτάσει κάπου, είναι πολύ διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο τις αντιλαμβάνεσαι. Στη μία κρίνεσαι εσύ, στην άλλη κρίνεται και ο κριτικός. Πάντα κρίνονται και οι δύο.
Η στάση σου απέναντι στα πράγματα αρχίζει με τον χρόνο ν’ αλλάζει. Ως καλλιτέχνης πάντα έχεις την αγωνία της δημιουργίας, αλλά ταυτόχρονα, από ένα σημείο και μετά, νομίζω, κλείνει ένας κόσμος στον οποίο εσύ είσαι ευτυχισμένος με τον εαυτό σου και με αυτό που κάνεις, από κει και ύστερα το γύρω γύρω σ’ επηρεάζει και δεν σ’ επηρεάζει. Και τώρα σίγουρα μια κακή κριτική με κάνει να σταθώ λίγο παραπάνω. Το καλό είναι πάντα πιο εύκολα προσπεράσιμο, σε όλα στη ζωή. Στο καλό δεν στεκόμαστε τόσο. Οπότε το κακό μπορεί να σ’ επηρεάσει, να σου δώσει μια μικρή βελονιά. Τώρα λέω όχι, διαφωνώ με αυτήν την κριτική. Καταλαβαίνω τι μπορεί να με επηρεάσει.
― Η περίοδος των 90s ευνοούσε αυτή την ανοιχτόμυαλη στάση; Γιατί ήτανε περίοδος ευδαιμονίας, σωστά;
Νομίζω ότι δεν θα ξαναπεράσει ο πλανήτης καλύτερη περίοδο από τα 90s, γιατί ήταν σε όλα τα επίπεδα απελευθερωμένη από τα πάντα. Στη μουσική, στη μόδα – που αυτά χαρακτηρίζουν έτσι κι αλλιώς και τη ζωή μας με έναν τρόπο, δηλαδή στο πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος, στις φυλές που υπήρχαν στην πόλη. Ήταν μια περίοδος πιο ανοιχτή, παρότι ερχόταν μετά από μια πολύ δύσκολη εποχή, λόγω του AIDS που έφερε μεγάλη κρίση στις σχέσεις και δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην κοινωνία. Αλλά ταυτόχρονα είναι μια περίοδος στην οποία υπάρχει μια φωτεινή μπάλα από πάνω μας, η οποία μας απελευθερώνει για πολλά πράγματα. Ήμασταν όλοι πιο ανοικτοί πιο προοδευτικοί.
― Ήταν η περίοδος που η pop-culture, που λες, έγινε καθεστώς, γιατί τότε έσκασαν τα περιοδικά, το MTV, όλα. Πιο πριν η ποπ ήταν ένα κοινωνικό νεανικό κίνημα, αλλά μετά έγινε χοντρό χρήμα με καλλιτεχνική έκφραση.
Θυμάσαι, εκείνη την περίοδο το ίντερνετ δεν υπήρχε, με την έννοια που τώρα είναι δεδομένο. Τις αναζητούσαμε εμείς τις πληροφορίες τότε, έπρεπε να ψάξεις, να ρωτήσεις, να ακούσεις. Εμείς εκείνη την περίοδο, δημιουργούμε ταυτόχρονα και παράλληλα με όλους τους υπόλοιπους δημιουργούς του κόσμου, χωρίς όμως να υπάρχει η σημερινή άμεση σύνδεση. Τώρα εγώ ξέρω, σχεδόν τη στιγμή της γέννησής της, τη δημιουργία του καθενός, τι κινήσεις κάνει, ποιο είναι το στιλ του, μπορώ να το καταλάβω, να το δω, αν θέλω να το αποδομήσω. Ό,τι γίνεται αυτή τη στιγμή το ξέρουμε, κι αυτό κάνει πολύ πιο δύσκολη τη δημιουργία. Διότι δεν είσαι πια ελεύθερος μέσα στον δικό σου κόσμο. Δέχεσαι, άθελά σου, επιρροές.
Τότε ήταν σαν να βρήκαμε ένα οικόπεδο και να είπαμε πάμε να χτίσουμε εκεί. Και χτίσαμε ο καθένας το δικό του οίκημα, μια πολυκατοικία ή μια μονοκατοικία, αλλά με τον δικό του τρόπο. Eγώ θα ’χτιζα πολυκατοικία, δεν θα μπορούσα να μείνω σε μονοκατοικία, θέλω να έχω κόσμο γύρω μου (γέλια). Ο καθένας «έχτισε» λοιπόν τον τρόπο του απ’ την αρχή, γιατί μιλάμε για τα 90s που ο χορός στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Υπάρχουν προσωπικότητες οι οποίες έχουν δημιουργήσει, αλλά δεν υπάρχει το μπαμ που έγινε τότε με τον χορό στην Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο φτιάχνω το Χοροθέατρο Οκτάνα και δημιουργούμε συνεχώς και αδιαλείπτως. Όλη τη μέρα σκεφτόμασταν μόνο αυτό. Είναι σαν να μην υπάρχει άλλη ζωή, η ζωή είναι μέσα σ’ αυτή την μπάλα που λέγεται χορός.
― Πώς την αναζητούσες την πληροφορία τότε; Ταξίδευες ας πούμε;
Προσπαθούσα να ταξιδεύω, όχι τόσο πολύ όμως. Προσπαθούσα να βρίσκω βίντεο, εφημερίδες, ήμουν συνδρομητής σε όλα τα περιοδικά χορού, προσπαθούσα να βλέπω ταινίες, οτιδήποτε μπορούσε να μου δημιουργήσει εικόνες αναφοράς.
Ακόμα και όταν έκανα το πρώτο μου βίντεο κλιπ, δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να το κάνω. Ήταν αναγκαίο «κακό», έγινε γιατί δεν μπορούσε κάποιος άλλος να το κάνει. Όταν ξεκίνησα να συνεργάζομαι με την Πέγκυ (σ.σ. Ζήνα) ήταν μια πολύ σημαντική απόφαση, μου άρεσε που την πήρα και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Τότε, λοιπόν, είχα πάει στην εταιρεία, είχα πει τι σκεφτόμουν και είχα φτιάξει το σενάριο. Όταν το είδε ο σκηνοθέτης που θα το έκανε, μου είπε ότι δεν έχει κοντινά. Γιατί τότε ήταν τα κοντινά στη μόδα. «Δεν μπορώ να το αναλάβω, δεν θα πετύχει αυτό το βίντεο κλιπ», είχε πει.
Οπότε παίρνω έναν φίλο μου σκηνοθέτη, με τον οποίο συνεργαζόμασταν στο Χοροθέατρο και είχαμε κάνει πολλά πειραματικά βίντεο, μάλιστα εκείνη την περίοδο είχε κάνει κι εκείνος κάποια κλιπ, και του λέω: «Γιώργο, θέλω να κάνεις αυτό το βίντεο κλιπ». Μου λέει: «Χαζός είσαι; Θα το κάνεις εσύ. Θα έρθω να σε βοηθήσω με την κάμερα και θα το κάνεις, για να το υπογράψεις. Γιατί μπορείς να το κάνεις και θα το κάνεις όπως ξέρεις». Και πράγματι, ήρθε και κάναμε μαζί το γύρισμα. Το «νόημα» ήταν μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο γίνονταν τα βίντεο κλιπ τότε. Πείστηκε και η εταιρεία... Οπότε μετά μπήκαν όλα στη σειρά. Γιατί είχα καταλάβει πια τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να γίνεται. Η αλήθεια είναι πως τότε, τα βίντεο κλιπ ήταν τελείως διαφορετικά απ’ αυτό που έκανα εγώ. Μπέρδεψα τόσο πολύ τις εικόνες, τις πληροφορίες και τις αναφορές, που ήταν σαν να δημιουργώ έναν άλλο κόσμο στον οποίο ο τραγουδιστής έπρεπε να μπει. Είχα μια άλλη αντίληψη για τα πράγματα.
Τώρα πια κάνω «βίντεο πορτρέτα», ουσιαστικά κρατάω τον τραγουδιστή και προσπαθώ να μη φτιάχνω σενάρια – θέλω να δώσω κάτι άλλο. Όταν μου είχε έρθει η πρώτη εκείνη πρόταση, έκανα κάτι σαν γκάλοπ σε διαφορετικό κόσμο, από πανεπιστημιακούς μέχρι φίλους, και όλοι είχαν πει: «ναι, να το κάνεις, θα σου δώσει κάτι όλο αυτό».
― Και σου έδωσε;
Ναι, μου έδωσε πάρα πολλά. Μου έδωσε πολλή απελευθέρωση στο να κάνω πράγματα τελείως διαφορετικά. Γνώρισα τελείως διαφορετικούς ανθρώπους, έγινα ακόμα πιο δημιουργικός, πιστεύω, στα δικά μου πράγματα. Νομίζω ότι από τότε και μετά, η δημιουργία μου είναι πιο ουσιαστική.
Δεν είναι τυχαίο ότι από τότε και μετά έχω κάνει την «Bossa Nova», τον «Τιτανικό» στο Εθνικό, τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του ΚΘΒΕ, τον «Χορό με τη σκιά μου» στη Λυρική . Έχω κάνει έργα τα οποία ήταν πιο βαθιά, πιο ουσιαστικά. Τελικά, έμαθα και διαφορετικά πράγματα από αυτούς τους διαφορετικούς χώρους.
― Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, πέρα από τους μάνατζερ και τις δισκογραφικές, σε άκουγαν; Δηλαδή το έβλεπαν με κάποιο ενδιαφέρον αυτό που τους πρότεινες;
Πάντα υπήρχε αυτό. Όσοι ήρθαν σε μένα για να δουλέψουμε μαζί, ήρθαν για να δουλέψουν με μένα. Δεν ήταν δηλαδή του στιλ «να πάρουμε έναν σκηνοθέτη ο οποίος κάνει αυτό». Γιατί αυτό που με ενδιέφερε εμένα ήταν να καταλάβω τον άλλον και να βγάλω κάτι γι’ αυτόν. Να αντιληφθώ τι είναι. Γι’ αυτό και με όλους όσους έχω δουλέψει έχω κρατήσει πάρα πολύ καλή σχέση. Αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Ακόμα κι όταν δεν συνεργαζόμαστε πια με όλους αυτούς τους ανθρώπους, έχω μια σχέση μεγάλης αγάπης μαζί τους. Διότι σ’ αυτή τη δουλειά πρέπει να καταλάβεις ότι στην πραγματικότητα παίρνουν και οι δυο πλευρές. Και εγώ έχω πάρει πάρα πολλά από τους ανθρώπους με τους οποίους έχω συνεργαστεί, κι εκείνοι έχουν πάρει από εμένα. Γνώσεις, επικοινωνία, επαφή, τρόπο σκέψης.
― Φαίνεται αυτό στα βίντεο κλιπ σου. Προσεγγίζεις το είδος με τρυφερότητα, όχι με κανιβαλιστική διάθεση.
Δεν το ήθελα ποτέ αυτό. Ακόμα κι όταν έκανα τα πιο τρελά πράγματα, σεβόμουν αυτό που έκανα. Είχα πάντα την ίδια αγωνία που έχω όταν ανεβάζω ένα έργο.
― Εκείνη περίπου την εποχή, είχε αρχίσει το γυμνό να είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των παραστάσεών σου. Σε είχαν συνδέσει πολύ μ’ αυτό. Πώς ήταν τότε, πριν 20 χρόνια, το γυμνό και πώς είναι τώρα; Γιατί έχει ανέβει πια στη θεατρική σκηνή κανονικά.
Το να εκτεθείς γυμνός ήταν μια σωματική εμπειρία. Πιστεύω ότι το σώμα έχει την απόλυτη δύναμη να περνάει πληροφορίες. Το σοκ που προκαλεί το γυμνό και στον ίδιο τον ερμηνευτή αλλά και στον θεατή, δημιουργεί μια σχέση αιώνια. Πάντα θυμάμαι την πρώτη φορά που βγήκα γυμνός στη σκηνή και το αίσθημα αυτής της πράξης. Αλλά πιστεύω ότι και για τους θεατές ισχύει κάτι τέτοιο. Αυτή η συνθήκη κατάλαβα από την αρχή ότι με ενδιέφερε. Βγήκε πολύ φυσικά η πρώτη φορά. Ήταν σαν να το αναζήτησα.
Το ’93, ήρθε το «Δάφνις και Χλόη», που είχε μια μεγάλη σεκάνς με γυμνούς χορευτές. Ήταν, πιστεύω, η πρώτη φορά ουσιαστικά που εμφανίστηκε κάτι τόσο έντονο στην ελληνική χορευτική σκηνή. Ένα ρομαντικό έργο με μουσική Ραβέλ, δουλεμένο τελείως αλλιώς. Έκανε μεγάλη εντύπωση. Υπήρχε μια τρομακτική χημεία ανάμεσα στο κοινό και στους χορευτές. Μετά ακολούθησαν πολλά έργα που περιείχαν τέτοιες σκηνές, αλλά για μένα υπήρχε πάντα μια οργανική ανάγκη να δεις τα πράγματα αλλιώς, το σώμα στην ουσία του, στην αλήθεια του. Υπήρχε μια αναζήτηση στο να νιώσουμε αυτή την εμπειρία. Θυμάμαι όταν κάναμε την «Bossa Nova», η Θέμις η Μπαζάκα μου λέει στις πρόβες: «Μα καλά, δεν θα γδυθούμε;» και της λέω: «Όχι, εσύ συγκεκριμένα δεν θα γδυθείς» (γέλια). Κάπως έτσι ήρθε το γυμνό στα έργα μου. Και στη φωτογραφία που έκανα και στις παραστάσεις.
― Το γυμνό υπάρχει στην προσωπική σου ζωή ως τρόπος; Το απολαμβάνεις;
Ναι. Παλιά δεν μπορούσα να κάνω μπάνιο στη θάλασσα αν δεν ήμουν γυμνός, έτσι αισθανόμουν απελευθερωμένος.
― Βοήθησε σ’ αυτή την άνεση, ας το πω έτσι, η χρήση του γυμνού στις παραστάσεις;
Στο να μην αισθάνομαι με το σώμα μου ενοχές ας πούμε; Στο να είμαι συμφιλιωμένος μ’ αυτό; Ναι, νομίζω πως βοήθησε. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που βγαίνουν γυμνοί στη σκηνή ή στη φύση είναι γιατί το θέλουν. Δεν αναγκάζεις κανέναν να το κάνει.
― Ο χορός, έτσι κι αλλιώς, απελευθερώνει τη σχέση με το σώμα των χορευτών και του χορογράφου.
Κυρίως ο σύγχρονος χορός. Ο κλασικός χορός το εγκλωβίζει σε πιο συγκεκριμένη φόρμα. Περιέχει πολύ πιο έντονα το στοιχείο του ναρκισσισμού. Και το στοιχείο του ανταγωνισμού με έναν τρόπο. Ο κλασικός χορός είναι πιο αθλητική τέχνη. Ο σύγχρονος χορός είναι πιο πολύ της ψυχοσύνθεσης. Φυσικά και το σώμα πρέπει να επιτύχει πάρα πολλά, να ξεπεράσει κι εκεί τα όρια του, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο σύγχρονος χορός έχει εξελιχθεί, σε σημείο που αυτά που κάνουν σωματικά πάρα πολλοί χορευτές είναι πάρα πολύ δύσκολα. Μην ξεχνάμε ότι ο street χορός έφερε μια τεράστια αλλαγή στις δυνατότητες του σύγχρονου χορού συνολικά. Δηλαδή αυτό που συνέβη με το μπρέικ ντανς, το χιπ χοπ, το popping άλλαξε τελείως τη φόρμα και την αισθητική του χορού.
― Αυτό σημαίνει ότι μπαίνουν και άλλοι σωματότυποι στον σύγχρονο χορό;
Ναι, βέβαια. Κοίταξε, στη δική μου δουλειά μπαίνουν – αλλά εξαρτάται από το τι θέλεις να κάνεις. Αν κάνεις το «Rocky Horror» ή το «Cabaret», που είναι μιούζικαλ, ή ένα σόου, λειτουργείς τελείως διαφορετικά και μπορείς να κάνεις κι άλλες επιλογές. Στον κλασικό χορό είναι λίγο πιο κλασική η φιγούρα, και παραμένει κλασική. Θεωρώ ότι υπάρχει ένα μεγαλύτερο πλαίσιο στο οποίο μπορείς να κινηθείς στα άλλα είδη χορού απ’ ότι στον κλασικό.
― Τον street χορό και τη street κουλτούρα την έχεις παρακολουθήσει και την έχεις φωτογραφίσει μάλιστα, ας πούμε στο Shoot Me, τη σελίδα που έκανες για χρόνια στην Athens Voice. Έκανες κάτι σαν happenings.
Τη street κουλτούρα του χορού, τη γνώριζα και την κατάλαβα περισσότερο όταν ήμουν στην επιτροπή «So You Think You Can Dance». Γιατί εκεί ήρθαν διαφορετικά παιδιά, που αγαπούσαν τον χορό μ’ έναν φυσικό τρόπο, ως τρόπο ζωής, που χόρευαν μπρέικ ντανς, χιπ χοπ και βλέπανε τον χορό αλλιώς. Και πραγματικά είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι έβλεπες μεγάλο ταλέντο σε παιδιά που δεν είχαν κάνει χορό και που όλα τους μετά απ’ αυτή την εμπειρία μπήκανε στον χορό, σπούδασαν. Και τώρα είναι χορευτές παντού, δηλαδή και εδώ στη Λυρική, αλλά και στο θέατρο, σε σόου, σε μουσικά βίντεο. Η Νεφέλη για παράδειγμα που ήταν εκεί, είναι τώρα η χορογράφος της Φουρέιρα. Η Αρετή είναι στο μπαλέτο. Όλα τα παιδιά αυτά, βρήκαν τον δρόμο τους μέσα από την εκπομπή εκείνη.
― Απενοχοποιήθηκε και ο χορός, λόγω της ποπ κουλτούρας, από τους γονείς απέναντι στα παιδιά. Δεν είναι τόσο τραγικό πια.
Ακριβώς. Θυμάμαι ότι τότε, που ήταν η περίοδος της μεγάλης αναγνωρισμότητάς μου, διότι και στη θάλασσα να πήγαινα μου ζητούσαν αυτόγραφο, πήγαινα ας πούμε να βγάλω φωτοτυπίες και μου έλεγε ο υπάλληλος: «Αυτό το παιδάκι από την Κύπρο που χόρευε έτσι, τι καταπληκτικό που είναι». Ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας, ο οποίος έβλεπε την ψυχή ενός μικρού παιδιού που λατρεύει τον χορό. Και πραγματικά τότε αναγνώρισα όλη αυτή την κουλτούρα, την κωδικοποίησα, και κατάλαβα και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που είναι μέρος της.
Γιατί είναι άλλο να βλέπεις κάποιους να χορεύουν μπρέικ ντανς, αλλά να μην τους έχεις κατανοήσει, και να προσπαθείς να εντάξεις κάτι τέτοιο στη δουλειά σου κι άλλο να τους γνωρίσεις και να καταλάβεις τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται, τον τρόπο με τον οποίο κινούν το σώμα τους, τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται και ότι αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το μιμηθείς. Πρέπει να το βιώσεις για να μπορέσεις να το βγάλεις. Στην καινούργια μου δουλειά, τη «Χρυσή εποχή», στη Λυρική, θα καλέσω ως γκεστ κάποιον τέτοιο χορευτή.
― Οπότε στην ουσία, μ’ αυτό τον τρόπο άρχισες να χορογραφείς σκηνές στον δρόμο και να τις φωτογραφίζεις για το Shoot Me. Παιδιά στον δρόμο ας πούμε. Αλλά είχε και γυμνό. Θυμάμαι τα δύο γυμνά αγόρια να κυκλοφορούν στη Θεσσαλονίκη τη νύχτα, ήταν happening κανονικό.
Αυτό που κάναμε με το Shoot Me, και που ήταν πολύ ενδιαφέρον, ήταν ότι έμπαινα μέσα στο θέατρο, στον χορό, συναντούσα διάφορες προσωπικότητες, ηθοποιούς, αθλητές κ.λπ. και δημιουργούσαμε μια κατάσταση που δεν ήταν απλώς ότι «σε φωτογραφίζω για κάτι», αλλά δημιουργούμε ένα happening. Χαίρομαι πάρα πολύ γιατί δημιουργήθηκε πολύ υλικό, μπορώ να βγάλω ολόκληρο βιβλίο, κάτι που σκέφτομαι να κάνω μελλοντικά. Αλλά στην πραγματικότητα και αυτό μου άνοιξε έναν καινούργιο κόσμο. Να γνωρίσω διαφορετικούς ανθρώπους. Θυμάμαι πέρυσι το καλοκαίρι, είδα ένα παιδί, που το είχα φωτογραφίσει 20 χρόνια πριν, όταν ήταν 18 χρονών, να κάνει παρκούρ.
Βρήκαμε τις φωτογραφίες από μια δημοσίευση στο Facebook. Aυτά τα χρόνια περνάνε εικόνες, περνάνε άνθρωποι, αλλά για όλους μ’ έναν τρόπο σημαδεύονται οι σχέσεις. Aυτό που θεωρώ πιο σημαντικό είναι ότι με όποιους έχω δουλέψει, μετά από χρόνια θέλουν να με ξαναδούν και να μου μιλήσουν, να μου θυμίσουν τη στιγμή που βρεθήκαμε. Αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο, σημαίνει ότι χαράζονται οι στιγμές, δεν είναι απλώς κάτι που πέρασε.
― Αυτές οι στιγμές είχαν και εικαστικό ενδιαφέρον. Αυτές οι φωτογραφίες ήταν ένα freeze frame που ξέφευγε από τη συνολική κίνηση.
Ναι, γιατί η φωτογραφία είναι μια κίνηση που έχει σταματήσει. Εμένα μ’ ενδιαφέρει αυτό στη φωτογραφία: να πιάσω τη στιγμή που συναντιόμαστε. Δηλαδή τι θα κάνεις εσύ για μένα, πώς θα εμφανιστείς εσύ για μένα και τι θα κάνω εγώ μ’ αυτό που είσαι εσύ. Οπότε είναι μια διαδικασία που δεν έχει τα στοιχεία της ρουτίνας.
― Αυτό σου έδωσε και μια νέα ιδιότητα πιστεύεις, του εικαστικού καλλιτέχνη; Που έτσι κι αλλιώς υπήρχε δηλαδή.
Νομίζω ότι ναι, ουσιαστικά την κατοχύρωσα μ’ έναν τρόπο. Γιατί πάντα με ενδιαφέρει εικαστικά το σύνολο της δουλειάς μου. Δεν αισθάνθηκα ποτέ πραγματικά ότι είμαι ένας χορογράφος με την κλασική έννοια του όρου, παρότι αρχικά δούλεψα με κλασικό τρόπο, δηλαδή χορογραφούσα όλα τα βήματα. Στη Λυρική το ίδιο κάνω, χορογραφώ όλο το υλικό. Η πρώτη φορά που δεν θα το κάνω είναι με τη «Χρυσή εποχή», που θα χρησιμοποιήσω και υλικό των ίδιων των χορευτών από αυτοσχεδιασμούς τους. Ξεκίνησα ως χορογράφος, αλλά στην πραγματικότητα αισθανόμουν πάντα ως δημιουργός, ως σκηνοθέτης που δημιουργεί ένα περιβάλλον, διαλέγει τις κινήσεις και θέλει να πει μια ιστορία. Πιστεύω ότι η σφραγίδα μου είναι στη συνολική άποψη του έργου και όχι στη χορογραφία, γι’ αυτό και με φυσικό τρόπο μεταπήδησα στο θέατρο, στα μουσικά βίντεο, στο μιούζικαλ.
― Ακόμα και σε παραστάσεις –παίρνω το παράδειγμα το «Brokeback Mountain»–, υπάρχει χορογραφία και μάλιστα πολύ εμφανώς. Όπως λες, δημιουργείς ένα περιβάλλον γιατί έτσι ακριβώς είναι η σκηνή κι οι προβολές που κάνεις επάνω της. Έχεις μια κινηματογραφική διάθεση στο να σκηνοθετείς έργα. Έχει ανέβει διεθνώς αυτό το έργο;
Έχει ανέβει στο West End πέρυσι, και σε άλλες χώρες. Τη διασκευή αυτή την έχει κάνει ο Άλαν Ρόμπινσον, από το διήγημα και την ταινία. Είναι πολύ συγκινητικό για μένα ότι ο Άλαν Ρόμπινσον ήρθε και είδε την παράσταση – μάλιστα, την είδε τρεις φορές, διότι του άρεσε πολύ. Μίλησε με την Άννι Πρου, που έχει γράψει το διήγημα, και της είπε ότι πρέπει να τη δει ή να της τη στείλουμε σε βίντεο. Μου είπε ότι ήταν η καλύτερη παράσταση που έχει δει απ’ όλες τις εκδοχές που είχαν γίνει κι ότι ήταν περήφανος. Στην εκδοχή μου, αφαίρεσα έναν ήρωα που υπήρχε στο έργο: τον Ένις, σε ηλικία 64 χρονών, ο οποίος θυμάται και αφηγείται τα γεγονότα.
Μου είχε φανεί πολύ περίεργο να έχω τον αφηγητή στη σκηνή, κι έτσι τον αφαίρεσα. Τον ενημέρωσα γι’ αυτό πριν μπει στην παράσταση. Και μου είπε «Interesting, διότι αυτή είναι η εκδοχή του έργου που δουλεύω τώρα». Όταν τελείωσε η παράσταση μου λέει: «Όχι μόνο έκανες καλά που τον αφαίρεσες, αλλά ουσιαστικά άνοιξες, με τη χρήση της ντουλάπας στο σκηνικό, μια άλλου είδους ερμηνεία του έργου». Εννοούσε την αφήγηση των δύο ηθοποιών μέσα στην ντουλάπα. Αυτό δεν υπήρχε στο έργο. Αλλά ουσιαστικά, όπως μου είπε, αποκαλύπτει όλο το έργο. Όλο το σκηνικό μου ήταν μια ντουλάπα απ’ όπου έβγαιναν οι ιστορίες.
― Κι εγώ ενθουσιάστηκα. Έβλεπα την ντουλάπα κι όλο ήταν πολύ έντονο. Ακόμα και το γεγονός ότι αυτά τα δυο παιδιά ήταν γυμνά, χωρίς ούτε στιγμή να θεωρήσεις ότι γίνεται κάτι πορνογραφικά ή να θελήσεις, ασυναίσθητα έστω, να κοιτάξεις. Ήταν όλο τόσο τέλεια χορογραφημένο.
Είναι οι δύο ηθοποιοί του έργου, οι οποίοι δεν είχαν καμία ενοχή πάνω σ’ αυτό. Ο Δημήτρης Καπουράνης και ο Μιχαήλ Ταμπακάκης θέλανε πάρα πολύ να γίνει αυτό, θέλανε να λειτουργήσει σχεδόν ακτιβιστικά. Αυτό ήταν και το νόημα, ένα τέτοιο έργο περιθωρίου να μπει σε μια κεντρική σκηνή και να παρουσιαστεί ως mainstream. Δεν είναι mainstream η παράσταση, οι ηθοποιοί είναι αγνοί σ’ αυτό το έργο. Φέρνουν τον εαυτό τους χωρίς τίποτα άλλο, χωρίς παρελθόν. Λειτούργησαν τέλεια μαζί, με την έννοια ότι είχαν πολλή επαφή, πολλή αγάπη γι’ αυτό που έκαναν. Πήγαν μαζί στο Ουαϊόμινγκ, έκαναν ροντέο, πήγαν στα βουνά, έκαναν έρευνα – όλη τη διαδικασία. Οπότε ήρθαν κι είχαμε και το έργο και την εξοικείωση. Στην παράσταση ήθελα να είναι όλα κρατημένα, στην πραγματικότητα έτσι είναι αυτοί οι ήρωες.
― Το κράτημα, ναι. Αν σκεφτείς ότι είναι δυο παιδιά που τότε ανακαλύπτουν αυτό που είναι…
Και που φοβούνται απόλυτα γι’ αυτό που είναι. Ο Τζακ είναι πιο έντονος, αλλά στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον ενοχής.
― Μου άρεσε ο τρόπος που έδειξες το βίαιο τέλος του ενός, που πέρασε μόνο σε πλάνα κινηματογραφικά, ενώ η ταινία του δίνει πολύ μεγάλο βάρος, το κάνει σαν θρίλερ. Εδώ παραμένει η αγάπη και η νοσταλγία.
Στην ταινία οι ερωτικές σκηνές ανάμεσα στους δύο είναι πολύ αφαιρετικές και διακριτικές. Το πάθος της επαφής τους, μ’ έναν τρόπο, είναι πιο εικαστικό. Ενώ στο θέατρο αναγκαστικά γίνεται πιο ωμό. Δεν γινόταν κι αλλιώς όμως.
― Θα έλεγες ότι έχεις κάνει και queer art;
Νομίζω ότι έκανα queer art πριν καν εφευρεθεί ο όρος (γέλια) ή τουλάχιστον πριν καταλάβω εγώ τον όρο. Όπως έκανα και τρολ πριν εφευρεθεί ο όρος. Ένας χορευτής μού είχε πει κάποια στιγμή: «Όταν εμείς κάναμε queer art, οι άλλοι ήταν ανεβασμένοι στα δέντρα» (γέλια). Νομίζω ότι έχω κάνει πολύ έντονα πράγματα, από πολύ νωρίς, χωρίς καν εγώ να τ’ αντιλαμβάνομαι. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτό βοήθησε πολλούς στο να αντιληφθούν τα πράγματα αλλιώς, να δουν έναν άλλο κόσμο.
Από τα πρώτα έργα που κάναμε με το Χοροθέατρο του ΚΘΒΕ, θυμάμαι ότι φαινόντουσαν όλα τόσο παράξενα και ταυτόχρονα τόσο φυσιολογικά που ερχόντουσαν παιδιά και λέγανε: «Καταλαβαίνουμε τι θέλουμε ή καταλαβαίνουμε τι είμαστε μέσα απ’ αυτό». Ιδίως σε κάποια έργα. Η «Μνήμη των κύκνων» π.χ. στο ΚΘΒΕ, είχε έντονα στοιχεία τρολαρίσματος. Δίπλα στη λίμνη ζούσε μια παρέα ετερόκλητων ανθρώπων, ένας μετανάστης, ένας μπόντιγκαρντ, ένας κυνηγός, μία σταρ Κύκνος, υπήρχαν κι οι κονσέρβες Κύκνος που είχα βάλει στη σκηνή για να φτιάχνουν τοίχο και να πέφτουν, ένας αλευρωμένος «κύκνος» έτοιμος για τον φούρνο… Ενώ στο τέλος της παράστασης, ο Τσαϊκόφσκι πέταγε φυλλάδια διαμαρτυρίας και ζητούσε να κατέβει το έργο, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε. Μ’ όλα αυτά που έκαναν την παράσταση να μοιάζει με μαύρη κωμωδία, είχα τη διάθεση να τρολάρουμε ακόμα και την ιδέα του κλασικού μπαλέτου. Αυτό αποσυμπίεζε τις καταστάσεις και επανάφερε λίγο τα πράγματα σε μια πιο γειωμένη κατάσταση. Ήταν κάτι σαν κάθαρση.
― Πάμε λίγο στη σχέση σου με τη Λυρική.
Στη Λυρική έρχομαι όταν ο Γιώργος Κουμεντάκης, διευθυντής τότε της Εναλλακτικής Σκηνής, μου κάνει την πρόταση να σκηνοθετήσω ένα μιούζικαλ, τον «Ερωτόκριτο», για τα εγκαίνια της Εναλλακτικής. Αυτό πήγε πάρα πολύ καλά. Αργότερα, όταν έγινε διευθυντής της Λυρικής, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω την «Τραβιάτα». Κάπου εκεί ενδιάμεσα, πολύ πριν γίνει η «Τραβιάτα», μου προτείνει να έρθω ως διευθυντής του Μπαλέτου εδώ. Ήταν κάτι που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Παλιότερα μια δημοσιογράφος μου είχε πει: «Γιατί δεν κάνεις πρόταση να πας εσύ;» Τότε είχα πει ότι αν θεωρήσουν ότι πρέπει να είμαι εκεί, θα βρεθώ όταν πρέπει. Η αλήθεια είναι πως το πρέπει ήρθε επειδή ο Γιώργος μού έκανε την πρόταση, γιατί και εγώ ήξερα τον Γιώργο, κι εκείνος ήξερε τη δουλειά μου, τον χαρακτήρα μου, άρα ήξερε ποιος είναι αυτός που καλούσε για να συνεργαστεί. Οπότε δεν ένιωσα ότι έπρεπε να αποδείξω ή να απολογηθώ για κάτι. Και αυτό θα έκανε εύκολη τη συνεργασία μας. Και πράγματι, από το ’18 είμαστε 7 χρόνια εδώ και έχουμε μια καταπληκτική συνεργασία, που γίνεται όλο και καλύτερη…
― Και με τρομερές επιτυχίες.
Και με τρομερές επιτυχίες και με τρομερές δυσκολίες, γιατί μιλάμε για μια ομάδα που έχει πάρα πολλές δυσκολίες και παθογένειες. Μια ομάδα που το μεγαλύτερο μέρος των χορευτών είναι σε μεγάλη ηλικία, με ένα συνταξιοδοτικό που δεν έχει λυθεί. Οι χορευτές παίρνουν σύνταξη στα 67.
― Οπότε λογικά δεν μπορεί να αξιοποιηθεί σ’ αυτή την ηλικία ένας χορευτής.
Στις περισσότερες χώρες, οι κλασικοί χορευτές όπερας στα 40-42 τους παίρνουν σύνταξη ή φεύγουν. Στην Ελλάδα, το όριο σύνταξης είναι στα 67, κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα πάρα πολλοί χορευτές να μην μπορούν να μπουν στην ομάδα, αφού κρατάνε τις θέσεις οι προηγούμενοι. Το σύνολο των χορευτών είναι 60. Πρέπει να φύγει κάποιος για να μπει άλλος. Αυτό σημαίνει ότι γενιές χορευτών δεν μπορούν να μπουν στην ομάδα και κάποιοι από αυτο΄ύς που την απαρτίζουν δεν μπορούν ν’ ανταπεξέλθουν. Όχι γιατί φταίνε, αλλά γιατί έτσι είναι εκ των πραγμάτων.
Μέχρι τα 35-36 μπορείς να κάνεις έναν κλασικό ρόλο. Τα κλασικό μπαλέτο είναι σαν τον αθλητισμό, χρειάζεται δύναμη και αντοχή. Γι’ αυτό και αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να κάνουμε εύκολα ένα αμιγώς κλασικό έργο. Όταν κάνουμε κλασικές παραστάσεις, κάθε μέρα ξυπνάω με την αγωνία αν θα μπορεί να γίνει η παράσταση, τρεις χορευτές να αρρωστήσουν, τελείωσε, δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Γι’ αυτό και πλέον σε όλες τις παραστάσεις φέρνουμε γκεστ χορευτές και σε πρώτους αλλά και σε μικρότερους ρόλους, χρησιμοποιούμε σπουδαστές από τη σχολή μας, ώστε να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε και στις προσδοκίες μας και στις απαιτήσεις του κοινού. Είναι μια πολύ δύσκολη συνθήκη που αν δεν λυθεί, πιστεύω ότι με πολύ μεγάλη δυσκολία θα μπορεί να υπάρχει το Μπαλέτο της Λυρικής σε λίγα χρόνια. Κάθε παράσταση στο μπαλέτο είναι σε μια ισορροπία τρόμου – πρέπει να τελειώσει η παράσταση για να πεις ότι έγινε. Από την άλλη, βλέποντας την ανταπόκριση και την ευχαρίστηση του κοινού, λες αξίζει τον κόπο όλη αυτή η αγωνία.
― Αυτό για να λυθεί είναι θέμα συνδικαλιστικό;
Και είναι και δεν είναι. Με τον διευθυντή προσπαθούμε να συναντηθούμε με τα αντίστοιχα υπουργεία για να δούμε τι λύση θα βρεθεί. Να δούμε τι θα γίνει τουλάχιστον με το τμήμα του Μπαλέτου της Λυρικής, γιατί δεν μπορείς να πάρεις μια απόφαση για όλον τον κλάδο.
― Η «Χρυσή εποχή» θα ανέβει στη Λυρική πρώτα;
Η «Χρυσή εποχή» προέκυψε από μια συζήτηση που είχα με την Άγια Γιουνκ, διευθύντρια του διεθνούς Φεστιβάλ Χορού του Βελιγραδίου, με αφορμή την πρόσκληση που μου είχε κάνει να εγκαινιάσω πέρσι την 20ή χρονιά του φεστιβάλ. Ξέρεις, η πρώτη παράσταση αυτού του φεστιβάλ στα εγκαίνιά του, πριν 20 χρόνια, ήταν με τον «Ταξιδιώτη του χειμώνα» που είχα κάνει στο ΚΘΒΕ.
Μου λέει λοιπόν: γιατί δεν ξανακάνεις ένα έργο σαν εκείνα που έκανες τότε, τα πιο παράξενα και διαλυμένα; Ακόμα, λέει, συζητάνε εδώ για τις πάπιες που είχες στη σκηνή, αυτές που φέρναμε από τον Ζωολογικό Κήπο κ.λπ.
Έτσι μου μπήκε η ιδέα να κάνω και εδώ ένα διαφορετικό έργο, πιο προσωπικό. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 19 Απριλίου στο Φεστιβάλ Βελιγραδίου και παρουσιάζεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στις 9 Μαΐου.
― Τι είναι η «Χρυσή εποχή»;
Είναι μια ρετροσπεκτίβα, χωρίς να είναι. Ουσιαστικά χρησιμοποιώ στοιχεία, ιδέες από παραστάσεις που έχω κάνει, μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Αλλά και μουσικές που μ’ αρέσει να ακούω καθημερινά. Είναι ένα πάρτι με τους ερμηνευτές και το κοινό. Και όπου βγει. Το ξημέρωμα θα δείξει.
― Το «Golden Years» του Μπόουι το βάζεις;
(Γελώντας) Όχι, αλλά βάζω το «House of the Rising Sun», το «The Sound of Silence», το «Hotel California», βάζω το «Δεν θα ξαναγαπήσω», και κάποια άλλα κομμάτια. Είναι μια performance ουσιαστικά με χορευτές, αλλά και με κάποιους γκεστς. Φίλοι μου, παλιοί συνεργάτες, ηθοποιοί και τραγουδιστές θα συμμετέχουν ζωντανά ή μέσω βίντεο σε κάθε παράσταση. Και στην Ελλάδα που θα το κάνουμε, και όπου αλλού στο εξωτερικό, θα έχει μια ανοιχτή φόρμα: θα μπορεί κάποιος εικαστικός, ηθοποιός, τραγουδιστής, χορευτής να παρεμβαίνει στην παράσταση. Είναι ένα έργο που έχω στο μυαλό μου. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτή την αγωνία, για το τι είναι το αύριο. Γιατί η «Χρυσή εποχή» που λέμε, είναι ένα ειρωνικό σχόλιο για μια δυστοπία που έρχεται και που μάλλον θα είναι πιο δύσκολη από ποτέ. Ουσιαστικά το έργο μάς καλεί στα εγκαίνια της χρυσής εποχής. Στο πάρτι της. Έρχονται αυτοί οι καλεσμένοι και εγκλωβίζονται σε αυτό τον χώρο, μέχρι που μεταμορφώνονται σε πλάσματα τα οποία στο τέλος δεν κατανοείς.
― Αυτό είναι κάτι σαν ανακεφαλαίωση της καριέρας σου και ξεκίνημα σε κάτι καινούργιο;
Μετά από 7 χρόνια που είμαι στη Λυρική και που όλα τα έργα που έχω δημιουργήσει είναι για την ομάδα, με βάση τις δυνατότητές της, ήθελα να φτιάξω ένα έργο που να ξεφεύγει από τα δεδομένα – να δείξω ένα έργο όπως θα το έκανα για το Χοροθέατρο Οκτάνα, που είχαμε μια εντελώς διαφορετική θεώρηση, μια άλλη αντιμετώπιση στη δημιουργία. Είναι η στιγμή να γίνει, γιατί θεωρώ ότι έχουμε δείξει τόσες διαφορετικές αισθητικά παραστάσεις, που κι οι χορευτές οι ίδιοι είναι έτοιμοι να κάνουν κάτι τέτοιο.
Η αρχική μας απόφαση με τον Γιώργο Κουμεντάκη ήταν να μην κρατήσουμε μία μόνο γραμμή, να λειτουργήσουμε σε διαφορετικούς άξονες, να φέρουμε πολλούς νέους χορογράφους να κάνουν δουλειές, να κάνουμε διαδικτυακές δουλειές, ν’ ανοίξουμε τις πόρτες στους Έλληνες χορογράφους. Ταυτόχρονα όμως, να φέρουμε και πρωτοπόρους του χορού όπως τον Οχάντ Ναχαρίν, τον Γκίρι Κίλιαν, τον Νάτσο Ντουάτο, πολλούς και διαφορετικούς, νέους και ξένους χορογράφους, όπως τον Γιόαν Ίνγκερ, τον Έντουαρτ Κλουγκ, τον Μάρκο Γκέκε και τώρα τον Καγιετάνο Σότο, αλλά να ανέβουν και μεγάλα κλασικά έργα.
Το έργο «Τσαϊκόφσκι», που έκανε πρεμιέρα τον Φεβρουάριο, ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον έργο για τη ζωή του Τσαϊκόφσκι, τον οποίο γνωρίζουμε ως έναν πολύ σημαντικό συνθέτη διάσημων έργων μπαλέτου όπως π.χ. η «Λίμνη των κύκνων» κ.ά., αλλά για τον ίδιο ξέρουμε λίγα πράγματα. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος έζησε σε μια πολύ κλειστή κοινωνία, κρυμμένος σ’ αυτό που ήθελε ο ίδιος να είναι και στο πώς έπρεπε να ζει. Το έργο ήταν πολύ ενδιαφέρον γιατί ήταν μια αφήγηση για τη ζωή του Τσαϊκόφσκι και ταυτόχρονα μια σπουδή πάνω στον νεοκλασικό χορό και στα όριά του. Χρησιμοποιώντας υπέροχα μουσικά αποσπάσματα από το έργο του, όχι όμως από τα μπαλέτα του. Ένα πολύ σκοτεινό έργο. Ο Καγιετάνο είναι ένας πολύ ωραίος χορογράφος, ιδίως τα ντουέτα του στην παράσταση ήταν εξαιρετικά.
→ Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν για το αφιέρωμα, ανήκουν στο προσωπικό αρχείο του Κωνσταντίνου Ρήγου
Δειτε περισσοτερα
Στην Ελλάδα οι καταναλωτές δεν έχουν θέση στο «τραπέζι συνομιλιών» και επομένως η τιμή χονδρεμπορικής δεν θα έπρεπε να αφορά τον καταναλωτή, γιατί δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τον κίνδυνο
Από τη διεθνή εμπειρία προκύπτει ότι η στρατηγική για την ηλεκτροκίνηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερις κύριους πυλώνες. Δεν είναι απαραίτητο να ανακαλυφθεί ο τροχός στην Ελλάδα
Ένα μεγάλο μέρος των πολιτών επισήμανε την έλλειψη εξοικείωσης με τον τρόπο που τιμολογείται πλέον η ηλεκτρική ενέργεια και τους παράγοντες που επηρεάζουν τη λιανική τιμή του ρεύματος.
Το Clima21 βρέθηκε στο Masterclass του Ευρωπαϊκού Οργανισμού ManagEnergy και μεταφέρει την υφιστάμενη κατάσταση σχετικά με τις Ενεργειακές Κοινότητες και το smartmetering σε τοπικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η ψηφιοποίηση των δικτύων, με τη χρήση έξυπνων συστημάτων και μετρητών, θα επιτρέψει τη βέλτιστη κατανομή πόρων τόσο σε τεχνικό όσο και οικονομικό επίπεδο