Πώς δημιούργησε τον κόσμο του «Protergia Magic Lights», το λαμπερό μονοπάτι στο χριστουγεννιάτικο χωριό
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ: Η Ελλάδα του ’50 όπως δεν την ξαναείδαμε ποτέ
Ο Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ και η Ελλάδα του ’50 μέσα από τον φακό ενός Αμερικανού: Μια κάμερα, ένα όνειρο, μια χώρα
Οι φωτογραφίες του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ από την Ελλάδα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 είναι θρυλικές: η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Σέριφος, η Κάσος, η Πάτμος, η Αστυπάλαια, η Σύρος, η Νάξος, η Ίος, η Αμοργός, η Κως, η Ρόδος, αλλά και η ηπειρωτική χώρα: η Πελοπόννησος, οι Μυκήνες, η Αττική, το Σούνιο, η Αρχαία Αγορά, οι Δελφοί· τα παλιά καΐκια, τα ατμόπλοια και τα Λίμπερτι· οι βαρκάρηδες και τα γαϊδουράκια, οι γερανοί στα λιμάνια με τις λάντζες και τα πλοία αρόδο, οι μαυροφορεμένες γυναίκες στα νησιά και τα πιτσιρίκια που κάνουν μπάνιο με τα εσώρουχα· άνθρωποι φτωχοί μα χαμογελαστοί, σε τόπους ξερούς και σε πανηγύρια, πάνω σε αρχαίες κολόνες μη αναστηλωμένες και σε σπίτια που έχουν καταρρεύσει από τους σεισμούς.
Η ουτοπική αίσθηση αυτής της ιδανικής και παρελθούσας, ηλιόλουστης, αθώας χώρας, που τόσο γέμισε μυαλά Ελλήνων και ξένων και αφίσες σε μουσεία ανά τον κόσμο: όλα αυτά είναι δημιούργημα αυτού του Αμερικανού φωτογράφου, που πρωτοήρθε στη χώρα μας το 1954, την ερωτεύτηκε και την έκανε πατρίδα του.
Τον Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ τον γνώρισα μερικά χρόνια πριν, μέσω κοινών γνωστών, και κλήθηκα να μεταφράσω αρκετά από τα βιβλία του. Βρέθηκα λοιπόν κοντά σ’ έναν άνθρωπο ευπροσήγορο, φωτεινό όσο οι φωτογραφίες του, έναν γνήσιο παραμυθά με την παλιά έννοια της λέξης: τον άνθρωπο που παίρνει πραγματικές ιστορίες και τις κάνει αξιομνημόνευτες, προφορικές διηγήσεις. Η σύντομη εξιστόρηση της ζωής του, στο πλαίσιο αυτής εδώ της συνέντευξης, δεν θα μπορούσε παρά να αποτυπώνει αυτό του το χάρισμα.
Ελάτε μαζί μου, λοιπόν, σ’ ένα σύντομο αλλά μαγικό ταξίδι σε μια άλλη Ελλάδα, μια Ελλάδα που παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις συγκρούσεις της υπήρξε λουσμένη στο φως. Ίσως αυτό να είναι και το μάθημα από την αφήγηση του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ: ότι μπορούμε να ξαναβρούμε το φως σ’ αυτόν τον τόπο φτάνει να το αποζητήσουμε, αλλάζοντας τον φακό μέσα από τον οποίο κοιτάζουμε τα πράγματα.
Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ: Ο άνθρωπος που έκανε την Ελλάδα εικόνα
Ξεκίνησα να ταξιδεύω στα νησιά την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα, το 1954. Από τα πρώτα νησιά που επισκέφθηκα ήταν η Σαντορίνη. Εκείνα τα χρόνια έπαιρνες ατμόπλοιο από την Αθήνα κι έκανες ενδιάμεσες στάσεις στην Κύθνο, τη Σέριφο, τη Σίφνο. Ο λόγος που πήγαμε στη Σαντορίνη ήταν επειδή ο Πέτρος Νομικός, φίλος του αδερφού μου, Τσαρλς, από το πανεπιστήμιο, ήταν από το νησί και τον είχε καλέσει για δύο εβδομάδες στην Ελλάδα.
Κι εγώ, ως μικρότερος αδερφός, τον ακολούθησα. Με τον αδερφό μου είχαμε δυο χρόνια διαφορά, ήμασταν πολύ δεμένοι. Πήγα σε όλα τα σχολεία που πήγε κι έζησα πολλές από τις ίδιες εμπειρίες με εκείνον. Αυτός ήταν που για πρώτη φορά μου έστησε σκοτεινό θάλαμο για τις φωτογραφίες μου. Σχεδίαζε και κατασκεύαζε τηλεκατευθυνόμενα μοντέλα αεροπλάνων τότε, τους προδρόμους των σημερινών ντρόουν. Ο Πέτρος, λοιπόν, τον προσκάλεσε στη Σαντορίνη κι εγώ τους ακολούθησα.
Τη Σαντορίνη εκείνη την εποχή τη ζούσες, φυσικά, ως μια εντελώς διαφορετική εμπειρία συγκριτικά με σήμερα. Ξέρω ότι θα σας φανεί δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά ήμασταν οι μόνοι επισκέπτες στο νησί. Υπήρχε ένα λεωφορείο – ίσως να υπήρχαν και περισσότερα, αλλά εγώ ήξερα μόνο το λεωφορείο που πήγαινε από τα Φηρά στην Περίσσα, στο μοναστήρι. Υπήρχε κι ένα τζιπ· και ο μόνος λόγος που υπήρχε αυτό το τζιπ ήταν επειδή τρεις μήνες νωρίτερα ο Κόνραντ Αντενάουερ (1876-1967, πρώτος μεταπολεμικός Καγκελάριος της Γερμανίας) είχε επισκεφθεί το νησί θέλοντας να δει τις ανασκαφές στο Μέσα Βουνό, στην Αρχαία Θήρα, και λόγω της ηλικίας του η οικογένεια Νομικού του δάνεισε ένα τζιπ κι άνοιξε δρόμο για να μπορέσει να φτάσει στον αρχαιολογικό χώρο (γέλια). Χωρίς δρόμο θα ήταν όντως μια πολύ πολύ δύσκολη ανάβαση με τα πόδια.
Την είχα κάνει κι εγώ κάποτε, από τη νότια πλευρά όπου δεν υπήρχε δρόμος, ένα καταμεσήμερο με κάτι φίλους, κι ήταν φοβερά κοπιαστική. Ήταν κάτι ξεκάθαρα αδύνατο για τον Αντενάουερ. Ο δρόμος ανοίχτηκε φυσικά με μπουλντόζες, στην πλαγιά ανάμεσα στον Προφήτη Ηλία και την Αρχαία Θήρα. Και κατά τη διάρκεια των εκσκαφών έπεσαν πάνω σε διάφορους πλουσιότατους τάφους γεμάτους υπέροχα αττικά αγγεία του 5ου αιώνα, ευρήματα εντελώς αναπάντεχα.
Αρκετά χρόνια πιο πριν, στην αρχαία Θήρα είχαν ανακαλύψει και μια μοναδική αρχαιοελληνική επιγραφή –που μεταφέρθηκε κατόπιν σε μουσείο στη Βερόνα κι ίσως γι’ αυτό να μην του έχει αποδοθεί η πρέπουσα προσοχή–, μια τεράστια επιγραφή, τρία μέτρα περίπου, που περιγράφει ουσιαστικά τη δημιουργία ενός κληροδοτήματος. Το κληροδότημα είχε δημιουργηθεί μάλιστα από μια γυναίκα. Ο κατάλογος για τις «Κυκλαδίτισσες», την πρόσφατη έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και τώρα στη Σαντορίνη, έχει ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο γι’ αυτή την επιγραφή και είναι κρίμα που η Ελλάδα δεν έχει ζητήσει την επιστροφή της. Θεωρώ ότι είναι κάτι μοναδικό και ως προς την ιστορία της οικονομίας και σχετικά με τον ρόλο της γυναίκας στην αρχαία κοινωνία, πολύτιμο τόσο για την ιστορία των Κυκλάδων όσο και της Ελλάδας.
Τέλος πάντων, έχοντας πρόσβαση στο τζιπ σ’ εκείνη την πρώτη επίσκεψη, μπορέσαμε να δούμε μεγάλο μέρος του νησιού. Η Σαντορίνη ήταν φυσικά ένα πολύ φτωχό νησί τότε, άρα η μετανάστευση των κατοίκων του ήταν μαζική. Πολλά σπίτια ήταν εγκαταλειμμένα ή ερειπωμένα. Και σας μιλώ για πριν τον σεισμό του 1956. Έτσι είχα την ευκαιρία να φωτογραφίσω το νησί όπως ήταν, με τους λίγους κατοίκους του. Και η καλντέρα ήταν φυσικά εντυπωσιακή – είχα σπουδάσει γεωλογία, οπότε με ενδιέφερε ιδιαίτερα.
Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ: Ο Αμερικανός που αγάπησε την Ελλάδα το ’50 και την φωτογράφισε για πάντα
Τα επόμενα χρόνια είχα την ευκαιρία, πάλι χάρη στον Πέτρο Νομικό, να εμπλακώ στα Συνέδρια της Θήρας με τον καθηγητή Σπύρο Μαρινάτο, αυτές τις εξαιρετικές συγκεντρώσεις επιστημόνων που οργάνωνε ο Πέτρος κι αποτέλεσαν πραγματική συνεισφορά στην κατανόηση της ιστορίας του νησιού. Το Ακρωτήρι δεν είχε ανασκαφεί, όπως το ξέρουμε τώρα, όταν πρωτοεπισκέφτηκα τη Σαντορίνη – κι ενώ ήταν γνωστό ότι στη Θήρα υπήρχε αρχαίος Μινωικός πολιτισμός, κανείς δεν είχε ιδέα ότι υπήρχε μια ολόκληρη, ακέραια πόλη θαμμένη εκεί, περιμένοντας κάποιον να την ανασκάψει.
Υπήρχε γνώση όμως για την παρουσία Μινωικού πολιτισμού στο νησί, κι ένας από τους λόγους ήταν οι ανασκαφές που είχε κάνει η οικογένεια Αλαφούζου και η οικογένεια Νομικού σε λατομεία στη Θηρασιά το 1866-7, αλλά και οι έρευνες της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, που συνέχισε αυτές τις ανασκαφές, καταγράφοντας λεπτομερώς τα ευρήματά τους.
Θυμάμαι αργότερα, όταν ανακαινίζαμε το σπίτι μας στην Πάτμο, θυμήθηκα ένα απόσπασμα από τη μελέτη ενός αρχαιολόγου ο οποίος αποσυναρμολογούσε κομμάτι στέγης που είχε διατηρηθεί από την τέφρα της έκρηξης στη Θηρασιά, κι ο οποίος περιέγραφε τον τρόπο που ήταν φτιαγμένη η μινωική αυτή στέγη. Και προς έκπληξή μου ήταν ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο φτιάχνονταν ακόμα οι στέγες πριν τη χρήση σκυροδέματος – συμπεριλαμβανομένης της στέγης του σπιτιού μας στην Πάτμο. Αυτό για μένα ήταν μια αποκάλυψη.
― Και μετά τη Σαντορίνη;
Ταξιδέψαμε πολύ στις Κυκλάδες, ακόμη και στα Δωδεκάνησα. Πήγαμε, π.χ., στην Κω, όπου καθίσαμε για λίγο καιρό κι απ’ όπου πήραμε ένα καΐκι για το Γυαλί – μεγάλη περιπέτεια τότε. Στο Γυαλί βρήκα κάτι που δεν είχα φανταστεί ποτέ: ένα νησί φτιαγμένο εξολοκλήρου από ελαφρόπετρα. Και η ελαφρόπετρα που εξορυσσόταν εκεί φορτωνόταν, μέσω μιας κρεμαστής προβλήτας, σε πλοία και μεταφερόταν στη Νέα Υόρκη για να φτιαχτεί ελαφρύ σκυρόδεμα για τσιμεντόλιθους. Το φωτογράφισα όλο αυτό. Ενώ, δυστυχώς, από την Κω έχω ελάχιστες φωτογραφίες. Δεν ξέρω, καμιά φορά τα αρνητικά εξαφανίζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα κι έχω την αίσθηση ότι μου λείπει ένα ή και περισσότερα αρνητικά από εκείνο το ταξίδι στην Κω.
Στο ίδιο ταξίδι είδα και την Κάσο για πρώτη φορά: μια σύντομη επίσκεψη αρόδο στο λιμάνι. Ο αδερφός μου, εγώ κι ένας φίλος ήμασταν στη Ρόδο κι αφού επισκεφτήκαμε τη Λίνδο, την Κάμειρο και την ίδια την πόλη της Ρόδου, κάναμε αυτό που πολλοί συνήθιζαν να κάνουν τότε: είδαμε στο λιμάνι αραγμένο ένα μικρό πλοίο που λεγόταν «Δωδεκάνησος» και ρωτήσαμε πού πήγαινε. Μας είπαν ότι πήγαινε στην Κρήτη. Οπότε ο αδερφός μου κι εγώ αποφασίσαμε να πάμε στην Κρήτη. Αγοράσαμε προμήθειες και σαλπάραμε. Ξεχνώ τον πρώτο σταθμό, αλλά ο δεύτερος ήταν η Κάρπαθος κι ο τρίτος η Κάσος.
Τράβηξα μία και μοναδική φωτογραφία του λιμανιού από το καράβι και μετά συνεχίσαμε για την Κρήτη. Αλλά η Κάσος μού καρφώθηκε στο μυαλό. Κι όταν, δέκα χρόνια και βάλε αργότερα, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Ηλία Κουλουκουντή, τον συγγραφέα, που με ρώτησε αν θα ήθελα να συνεργαστούμε σε ένα βιβλίο με κείμενά του και τις φωτογραφίες μου από την Κάσο, είπα ναι.
Για να μην τα πολυλογώ, βρισκόμαστε λοιπόν τώρα στο 1965 στην Κάσο, όπου έχω πάει με τον Ηλία Κουλουκουντή και τον θείο του, τον Γιώργο. Είχα μαζί μου μια ασπρόμαυρη Rolleiflex και μια έγχρωμη Nikon 35 χιλιοστών και φωτογράφισα εκτενώς το νησί. Μετά τύπωσα κάποιες φωτογραφίες και τις έστειλα στον Ηλία, που τις παρουσίασε στον εκδότη του κι εκείνος του είπε: «Οι φωτογραφίες είναι πολύ ωραίες, αλλά δεν ταιριάζουν καθόλου με το κείμενο» (γέλια). Βλέπεις, ο Ηλίας, στο βιβλίο του «Feasts of Memory», είχε περιγράψει μια πολύ διαφορετική εικόνα του νησιού από αυτήν που έδειχναν οι φωτογραφίες μου, με τα παιδιά όλο χαμόγελο και τα πανηγύρια γεμάτα ζωή.
Έτσι το βιβλίο του Ηλία εκδόθηκε χωρίς φωτογραφίες και δεκαετίες αργότερα εκδόθηκε και το δικό μου βιβλίο με τις φωτογραφίες – χάρη στη Μαριλέν Κέδρος, που είχε δει τις φωτογραφίες, και στον Νίκο Μαστροπαύλο, μαζί με τους οποίους καταφέραμε επιτέλους να ταυτοποιήσουμε τα πρόσωπα στις φωτογραφίες, γιατί είχα υπάρξει πολύ κακός ρεπόρτερ. Παρόλο που είχα μεγαλώσει στον χώρο των εφημερίδων και θα έπρεπε να ξέρω ότι χρειαζόταν να κρατάω υλικό για τις λεζάντες μετά από κάθε φωτογραφία, έχοντας μαζί μου μολύβι και μπλοκάκι, δεν το έκανα, απλώς απολάμβανα τη στιγμή. Αλλά η Μαριλέν και ο Νίκος κατάφεραν να ταυτοποιήσουν πρόσωπα από το 1965 και να δημιουργήσουν τις λεζάντες.
Υπάρχει κι ένα άλλο στοιχείο σ’ αυτή την ιστορία που θα ήθελα να αναφέρω, γιατί δείχνει τους κινδύνους του Αιγαίου το καλοκαίρι: έχοντας φύγει από τη Ρόδο με το «Δωδεκάνησος», ενώ πηγαίναμε από νησί σε νησί, πολλοί επιβάτες παρακαλούσαν τον καπετάνιο να περιμένει να περάσει η καταιγίδα πριν ξαναξεκινήσει. Αλλά αυτός επέμενε να συνεχίσει. Στο καράβι υπήρχε ένας και μοναδικός εσωτερικός χώρος για να καθίσει κανείς, το πρώην αμπάρι που είχε γίνει σαλόνι – γιατί το «Δωδεκάνησος» ήταν παλιό φορτηγό που έγινε επιβατηγό. Οπότε κατέβαινες σκαλιά προς το παλιό αμπάρι.
Επειδή όμως όλοι εκεί μέσα ήταν άρρωστοι λόγω της καταιγίδας, προσπάθησα κάποια στιγμή να ανέβω στη γέφυρα – υπήρχε και μια πίσω σκάλα για εκεί. Όταν άνοιξα την πόρτα στην κορυφή της σκάλας, κυριολεκτικά εκτοξεύτηκα προς τα πίσω κάτω από ένα τεράστιο κύμα. Δυστυχώς, λίγους μήνες αργότερα, το πλοίο βυθίστηκε σε μιαν άλλη καταιγίδα, αύτανδρο: κανένας επιζών, ούτε από επιβάτες ούτε από το πλήρωμα. Ούτε τις σωσίβιες λέμβους δεν πρόλαβαν να ρίξουν. Οπότε οι συνεπιβάτες μου είχαν απόλυτο δίκιο που παρακαλούσαν τον καπετάνιο να σταματήσει σε κάποιο λιμάνι ώσπου να περάσει η μπόρα.
Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ: Ένας Αμερικάνος που είδε την Ελλάδα όπως οι Έλληνες δεν μπόρεσαν
Ξαναγύρισα στην Ελλάδα το 1955. Δεν είχα λεφτά για να έρθω με κανονικό καράβι. Ήξερα όμως τον γιο ενός Έλληνα εφοπλιστή και τον ρώτησα αν υπήρχε τρόπος να βρω δουλειά σε κάποιο από τα φορτηγά πλοία τους που πήγαιναν στην Ελλάδα: είχαν τακτική γραμμή από το Μπρούκλιν στον Πειραιά. Γράφτηκα λοιπόν ως μέλος του πληρώματος στο «Hellenic Star». Η δουλειά μου δεν ήταν σοβαρή, όπως ενός κανονικού μέλους πληρώματος, γιατί ήμουν φίλος του ιδιοκτήτη, αλλά πέρασα πολλές από τις 26 μέρες του ταξιδιού ξύνοντας τη σκουριά από το κύτος.
Ακόμα θυμάμαι τον ήχο από τα ματσακόνια στα σκουριασμένο σίδερα ενός Λίμπερτι (γέλια). Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι είχα μαζί μου τη Rolleiflex μου και τράβηξα πολλές φωτογραφίες από τη ζωή πάνω στο πλοίο. Συμπεριλαμβανομένων των στάσεών μας στη Γένοβα και στη Νάπολη. Είναι μια ενδιαφέρουσα σειρά φωτογραφιών και δεν νομίζω ότι πολλοί επιβάτες ή μέλη πληρώματος όλα αυτά τα χρόνια έχουν φωτογραφίσει τόσο εκτεταμένα κάποιο Λίμπερτι εκ των έσω.
― Να ανοίξω μια παρένθεση εδώ; Επειδή το ανέφερες ήδη και θα είχε ενδιαφέρον να δώσουμε λίγες πληροφορίες στους αναγνώστες, θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο για το πώς μεγάλωσες στη Νέα Υόρκη, την ενασχόληση του πατέρα σου με τις εφημερίδες και τα λοιπά;
Γεννήθηκα στο Σικάγο το 1934. Λίγα χρόνια αργότερα μετακομίσαμε στο Ντένβερ γιατί ο πατέρας μου είχε κληθεί να αναλάβει εκδότης της εφημερίδας «Rocky Mountain News». Και πολύ σύντομα πάλι, ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, ο Μέρντοχ της εποχής του σαν να λέμε, επικοινώνησε με τον πατέρα μου και τον ρώτησε αν ήθελε να γίνει εκδότης της «New York Daily Mirror». Ο Χερστ είχε ιδρύσει την εφημερίδα λίγα χρόνια νωρίτερα, ως ανταγωνιστή της «Daily News», που τότε είχε τη μεγαλύτερη κυκλοφορία από κάθε άλλη εφημερίδα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Έπειτα από λίγα χρόνια, η «Mirror» είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη κυκλοφορία, φτάνοντας μερικές ημέρες ακόμα και το ένα εκατομμύριο συνδρομητές. Τέλος πάντων, τόσο η «Daily Mirror» όσο και η «Daily News» ήταν «εικονογραφημένες» εφημερίδες, δηλαδή βασίζονταν πολύ στη φωτογραφία και τους φωτογράφους. Έτσι λοιπόν, όταν ο πατέρας μου μου χάρισε στα πέντε μου μια φωτογραφική μηχανή –μια Kodak Baby Brownie, κάμερα σταθερής εστίασης, σταθερού διαφράγματος και σταθερού κλείστρου, με την οποία δεν μπορούσα να κάνω λάθος στον χειρισμό– κλήθηκα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, να βγω έξω και να βρω θέματα που θα μπορούσαν να δημοσιευτούν στην εφημερίδα.
Αργότερα οι γονείς μου μου χάρισαν μια Ciroflex, που ήταν η αμερικανική, φτηνή απομίμηση της Rolleiflex – και αργότερα, σε μια κίνηση καθοριστικής σημασίας, μια κανονική Rolleiflex, λίγο πριν φύγω για το ταξίδι στη Γαλλία και την Ελλάδα με τον αδελφό μου, το 1954. Η Rolleiflex ήταν, κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη μηχανή της εποχής. Το γεγονός ότι μπορέσαμε να τυπώσουμε φωτογραφίες τρία επί τρία μέτρα από ένα φιλμ τεσσάρων εκατοστών είναι φόρος τιμής στους φακούς Zeiss που είχε.
Η Ελλάδα του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ, 70 χρόνια πριν
Εν πάση περιπτώσει, για να επιστρέψω στην αφήγηση, εγώ είχα πρόσβαση στο φωτογραφικό αρχισυντάκτη της «Daily Mirror», τον Τζο Κόστα, και ουσιαστικά από εκείνον έμαθα τη φωτογραφία. Πού και πού μ’ έστελνε να γυρίζω στην πόλη με τα λεγόμενα «ραδιοαυτοκίνητα» που είχε η εφημερίδα: είχαν μέσα ρεπόρτερ κι έναν φωτογράφο και τριγυρνούσαν την πόλη συντονισμένα στις ραδιοφωνικές συχνότητες της αστυνομίας. Όταν συνέβαινε κάποιο δραματικό περιστατικό, τρέχαμε αμέσως εκεί, καμιά φορά φτάνοντας πριν από την αστυνομία (γέλια).
Ήμουν λοιπόν πολύ «κουρδισμένος» στο να παίρνω φωτογραφίες που θα ταίριαζαν στη «Mirror». Μάλιστα, δύο από αυτές δημοσιεύτηκαν: θυμάμαι έναν κακομοίρη που τον χτύπησε το τρένο στο οποίο επέβαινα και βγήκα έξω και τον φωτογράφισα. Η άλλη ήταν μια τραγική περίπτωση με δύο μικρά αγόρια που έκαναν πατινάζ σε πολύ λεπτό πάγο, ο οποίος έσπασε, κι έπεσαν στο νερό – το ένα πνίγηκε. Βρέθηκα εκεί τυχαία και φωτογράφισα τη σκηνή.
Υποθέτω πως η αστυνομία ήθελε να το κουκουλώσει, γιατί με συνέλαβαν επειδή με είδαν να βγάζω φωτογραφίες. Ήμουν ακόμη παιδί, πολύ μικρός. Με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, αλλά εγώ ήξερα την έννοια της ελευθερίας του Τύπου από τις οικογενειακές μας συζητήσεις και την επικαλέστηκα (γέλια). Τελικά με άφησαν ελεύθερο και ευτυχώς δεν προσπάθησαν να μου πάρουν τη μηχανή ή το φιλμ. Την επόμενη μέρα, προς μεγάλη τους έκπληξη είμαι σίγουρος, δημοσιεύτηκε η φωτογραφία μου μαζί με ρεπορτάζ στη «Daily Mirror» για το περιστατικό.
Μετά έφυγα να σπουδάσω στη Δυτική Μασαχουσέτη και τότε άρχισα να ψάχνω άλλου τύπου θέματα για να φωτογραφίσω: συμμαθητές, τοπία… Θυμάμαι πως ήμουν ιδιαιτέρως περήφανος για μια σειρά φωτογραφιών που έβγαλα με το ίδιο ακριβώς κάδρο μια ηλιόλουστη μέρα, μια μέρα με ομίχλη και μια μέρα με βροχή. Δημοσιεύτηκαν μάλιστα στο βιβλιαράκι μου «On the Road with the Rollei in the ’50s». Απέκτησα έτσι άλλη νοοτροπία για τη φωτογραφία κι έπαψα να κυνηγάω το αστυνομικό ρεπορτάζ.
― Ξέρω ότι επέστρεψες για τα καλά στην Ελλάδα με τη σύζυγό σου Ντίνα· αγοράσατε μάλιστα κι ένα σπίτι στην Πάτμο. Θα ήθελες να μου πεις σύντομα πώς γνωριστήκατε και πώς βρεθήκατε στο νησί;
Η Ντίνα είχε βγάλει το Αρσάκειο εδώ στην Αθήνα και, προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών της, αποφάσισε να σπουδάσει στο εξωτερικό. Έτσι έγινε δεκτή στη Σορβόννη, όπου έκανε πολλούς φίλους, ανάμεσά τους και κάτι Αμερικανούς, που της είπαν ότι πρέπει να κάνει αίτηση για υποτροφία στο Κολέγιο Γουέλσλι, πράγμα που όντως έκανε. Έγινε υπότροφος Φούλμπραϊτ, ήρθε στην Αμερική, και κάπως έτσι γνώρισε και τα μέλη της οικογένειας Σκούρα.
Τα αδέρφια Σκούρα –οι τρεις από τους τέσσερις, ο Τσάρλι, ο Σπύρος και ο Τζορτζ, ο Θάνος έμεινε στην Ελλάδα– είχαν έρθει στις ΗΠΑ, μπήκαν στον χώρο του σινεμά ξεκινώντας με την αγορά ενός κινηματογράφου και καταλήγοντας να διευθύνουν την 20th Century Fox. Ήταν γείτονές μας στο Ράι της Νέας Υόρκης. Ήταν η μόνη ελληνική οικογένεια που ξέραμε· οι γονείς μου ήταν στενοί φίλοι με τον Τζορτζ και τον Σπύρο ειδικά, και θυμάμαι που μας καλούσαν στην πλήρως εξοπλισμένη αίθουσα προβολών που είχαν στη σοφίτα τους για να δούμε κάποια πρεμιέρα (γέλια).
Έτσι, όταν η Ντίνα έψαχνε δουλειά το καλοκαίρι μεταξύ τρίτου και τέταρτου έτους, η κυρία Σκούρα, η σύζυγος του Τζορτζ, της πρότεινε να κάνει αίτηση στη «Mirror». Σκέψου ότι αυτό ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Κανόνισε λοιπόν να τη δει ο πατέρας μου για να της πάρει συνέντευξη. Συναντήθηκαν, τα είπαν ωραία, και κάποια στιγμή σηκώνει το τηλέφωνο και λέει: «Έχω έναν γιο που πηγαίνει στην Ελλάδα και ισχυρίζεται ότι μιλάει λίγα ελληνικά. Λέει αλήθεια;» και την έβαλε να μου μιλήσει. Είπαμε μερικές λέξεις στα ελληνικά και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας.
Παρεμπιπτόντως, η οικογένεια Σαμούρκα είχε δεξιωθεί και τον Κόνραντ Αντενάουερ, όταν εκείνος επισκέφθηκε τη Σαντορίνη, κι είμαι σίγουρος ότι του είχαν σερβίρει εκείνο το φανταστικό pommes soufflées που είχα φάει στο σπίτι τους στα Φηρά το 1954 και την πολυπλοκότητα του οποίου δεν είχα καταλάβει τότε. Χρόνια αργότερα, όταν κάποια στιγμή ζήτησα από την Ντίνα να φτιάξουμε pommes soufflées και μου είπε «έχεις ιδέα πόσο δύσκολο είναι να πετύχει αυτή η συνταγή;», μόνο τότε σκέφτηκα «Θεέ μου, το 1954 σε ένα ελληνικό νησί σέρβιραν pommes soufflées!» (γέλια). Ακόμη και σήμερα σπάνια το μαγειρεύει κανείς και δεν έχω γνωρίσει κανέναν στην Αθήνα που να ξέρει να το φτιάχνει.
Τέλος πάντων, με τα παιδιά αρχίσαμε να ψάχνουμε σοβαρά για ένα σπίτι στα νησιά. Κάθε νησί που επισκεπτόμασταν, το φανταζόμασταν ως βάση. Τελικά αγοράσαμε το σπίτι μας στην Πάτμο για λόγους αναπάντεχους, άσχετους με την αρχική μας αναζήτηση.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 ταξιδεύαμε με ένα γιοτ στο Αιγαίο με κάτι Ελβετούς. Επισκεφθήκαμε την Αστυπάλαια, πήγαμε στη Χώρα, κι εκεί η Ελβετίδα ήθελε να δει πώς ήταν το εσωτερικό των σπιτιών. Οπότε η Ντίνα ρώτησε μια κυρία που καθόταν έξω απ’ το σπίτι της και η κυρία, που ήταν πολύ φιλόξενη και κολακευμένη που κάποιος ήθελε να δει το σπίτι της, μας έβαλε μέσα, το πρώτο πράγμα που αντικρίσαμε ήταν μια τεράστια βενετσιάνικη κασέλα για προίκα από τον 16ο-17ο αιώνα, με υπέροχα σκαλίσματα από καράβια και καβαλάρηδες. Καθώς τη θαυμάζαμε, εκείνη είπε: «Είχα κι άλλη μία, αλλά την πούλησα σε κάτι Γερμανούς εχθές».
Τη ρωτήσαμε αν ήταν διατεθειμένη να μας πουλήσει κι αυτήν, κι εκείνη είπε ναι! Κι έτσι μάζεψα ό,τι λεφτά είχαμε στις τσέπες μας κι αγοράσαμε την κασέλα. Τη μεταφέραμε στο λιμάνι. Αλλά στο λιμάνι δεν υπήρχε λάντζα για το πλοίο, έπρεπε να περιμένουμε να έρθει για να μας παραλάβει, κι όσο περιμέναμε εμφανίστηκε ένας κύριος και μας ρώτησε: «Τι είναι αυτό;». Στην αρχή απαντήσαμε «δεν σας αφορά», αλλά μετά μας συστήθηκε ως συνδεδεμένος με την αρχαιολογική υπηρεσία και του το δείξαμε. «Αυτό δεν φεύγει από το νησί», είπε. Του εξηγήσαμε ότι δεν θέλαμε να το πάμε στη Νέα Υόρκη, μόνο στην Αθήνα. «Όχι, δεν μπορεί να φύγει», επέμενε.
Μας φάνηκε πολύ περίεργο, οπότε ζητήσαμε να απευθυνθούμε στον τοπικό έφορο, που ήταν στο σπίτι του, άρρωστος στο κρεβάτι, στην άλλη μεριά του νησιού. Έτσι η κασέλα μεταφέρθηκε με βάρκα –γιατί δεν υπήρχαν αμαξιτοί δρόμοι– και μετά με τα χέρια, από τους ναύτες, ως την κρεβατοκάμαρά του. Της ρίχνει μια ματιά ο έφορος και λέει «δεν φεύγει απ’ το νησί». Αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε το γιατί, διότι η κασέλα ήταν βενετσιάνικη, όχι ελληνική. Έτσι κατέληξε στο μουσείο. Μάθαμε αργότερα πως και η κασέλα των Γερμανών ήταν τότε ήδη στο μουσείο – είχαν την ίδια εμπειρία. Υπάρχει μάλιστα μεγάλη πιθανότητα των Γερμανών να βρίσκεται ακόμα στο μουσείο της Αστυπάλαιας (γέλια).
Αργότερα ανακαλύψαμε πως υπήρχε ένας νόμος περί προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς από τότε που τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα, που απαγόρευε την εξαγωγή ιστορικών αντικειμένων οπουδήποτε εκτός Δωδεκανήσων. Και έτσι μπήκαμε σε συζητήσεις με το Υπουργείο Πολιτισμού και μας είπαν: «Αν αγοράσετε σπίτι στην Αστυπάλαια, θα σας επιστρέψουμε την κασέλα από το μουσείο». Η Ντίνα λοιπόν πήγε καταχείμωνο να βρει σπίτι και βρήκε ένα, αλλά, πριν προλάβει να μου δείξει φωτογραφίες, το αγόρασε μια κυρία από τη Ρόδο.
Ήταν το μόνο σπίτι προς πώληση στο νησί και κανείς δεν ήξερε άλλο. Ξαναμιλήσαμε λοιπόν στο Υπουργείο Πολιτισμού και συμφώνησαν πολύ ευγενικά ότι, αν αγοράζαμε σπίτι οπουδήποτε στα Δωδεκάνησα, θα μας άφηναν να πάρουμε πίσω και τη βενετσιάνικη κασέλα. Και κάποια στιγμή αρκετά αργότερα, μας παίρνει τηλέφωνο μια φίλη από την Αθήνα και μας λέει ότι επικοινώνησαν μαζί της για ένα σπίτι προς πώληση στην Πάτμο, στη Χώρα· ένα ερειπωμένο σπίτι, που χρειαζόταν πάρα πολλή δουλειά. Η Ντίνα κι εγώ είχαμε επισκεφθεί την Πάτμο το 1967 και είχαμε εξαιρετικά θετικές εντυπώσεις από το νησί, κι έτσι, παρόλο που βρισκόμασταν στη Νέα Υόρκη, αγοράσαμε το σπίτι χωρίς καν να το έχουμε δει, χωρίς δισταγμό.
Αποδείχθηκε ότι ήταν πραγματικά τα ερείπια ενός πολύ παλιού σπιτιού, πιθανότατα του 17ου ή του 18ου αιώνα, το οποίο τώρα έχει εξελιχθεί σε ένα πολύ ωραίο σπίτι που αγαπάμε πάρα πολύ. Και φυσικά, όσο περισσότερο γνωρίζαμε την Πάτμο, τόσο συνειδητοποιούσαμε ότι οι πρώτες θετικές μας εντυπώσεις όχι μόνο επιβεβαιώνονταν, αλλά ενισχύονταν κιόλας. Διότι, μεταξύ άλλων, η Πάτμος υπόκειται σε νόμους (24151/1971&28457/1972) που προστατεύουν το νησί ως ιστορικό και διατηρητέο τόπο, συμπεριλαμβανομένου του πευκοδάσους ανάμεσα στο μοναστήρι, τη σχολή και το σπήλαιο, ως νήσος «ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους».
Μας άρεσε δε πάρα πολύ το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει κανείς ως εκεί: είχαμε την αίσθηση ότι πηγαίναμε στην Πάτμο για να προσκυνήσουμε το ίδιο το νησί. Εν μέρει λόγω του μοναστηριού και των εκκλησιών που είναι διάσπαρτες στο νησί, οι άνθρωποι έπαιρναν πολύ σοβαρά τις παραδόσεις τους – κι αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρά τους τουρίστες, τα κρουαζιερόπλοια και τα αυτοκίνητα. Το ότι δεν υπάρχει αεροδρόμιο συμβάλλει στη διατήρηση ορισμένων παραδοσιακών στοιχείων. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Ευτυχώς η Πάτμος δεν έχει γίνει προορισμός για Σαββατοκύριακα.
― Έχει λοιπόν η Πάτμος διατηρήσει μεγάλο μέρος του χαρακτήρα που είχε όταν πρωτοπατήσατε το πόδι σας στο νησί;
Απολύτως. Έχει σίγουρα απειληθεί, και μας στενοχώρησε πάρα πολύ το γεγονός ότι ορισμένα από τα μονοπάτια της έχουν καταστραφεί. Εγώ έχω έρωτα με τα μονοπάτια, όπως τα πετρόχτιστα μονοπάτια που συνδέουν τα χωριά της Τήνου. Έχω χρόνια να τα περπατήσω, αλλά ήταν πραγματικά ένα υπέροχο κομμάτι της παράδοσης του νησιού και πολλά νησιά μετέτρεψαν τα μονοπάτια τους σε λόγο για να ταξιδέψεις εκεί εκτός σεζόν. Και στην Πάτμο υπήρχε ένα σχέδιο να αριθμηθούν τα μονοπάτια της και να τοποθετηθούν πινακίδες προσανατολισμού, αλλά αυτό ναυάγησε. Στεναχωρήθηκα τόσο πολύ όταν είδα τις μπουλντόζες να καταστρέφουν το μονοπάτι που οδηγούσε κάποτε στο Λιβάδι, που δεν ξαναπήγα στην Πάτμο για δεκαπέντε χρόνια.
Έφτιαξαν χωματόδρομο για αυτοκίνητα και τοποθέτησαν μια καντίνα, αυθαίρετη, που φυσικά εξελίχθηκε σε εστιατόριο με πάρκινγκ στην πλαγιά… Το Λιβάδι ήταν ένα μαγικό, απομονωμένο μέρος· όλη η κοιλάδα ήταν σκεπασμένη με αμπέλια και οι νησιώτες στέλνανε μούστο από εκεί στην Αίγυπτο. Είχαμε αγοράσει ένα παλιό αγρόκτημα, που χρονολογείται από τον 17ο αιώνα στο Λιμάνι, κι είχαμε μύλο, πατητήρι για τα σταφύλια και έναν τεράστιο φούρνο.
Διατηρούσαμε κι εμείς έναν πολύ παραδοσιακό τρόπο ζωής εκεί, παίρναμε νερό από το πηγάδι μας, καλλιεργούσαμε τα δικά μας λαχανικά, ψαρεύαμε, ήμασταν αυτάρκεις. Επειδή ζούσαμε πολύ κοντά στη φύση, μάθαμε να σεβόμαστε και να ζούμε σε αρμονία με το λιτό τοπίο και τους περιορισμούς του. Και νομίζω πως τα παιδιά, παρόλο που ήταν κάπως απομονωμένα, μεγάλωσαν με την αίσθηση του πώς ήταν η ζωή για τους ανθρώπους στα νησιά χιλιάδες χρόνια τώρα. Περάσαμε υπέροχα χρόνια εκεί.
Κάποια στιγμή εγκαταστήσαμε ένα ηλιακό σύστημα παραγωγής ενέργειας, οπότε είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα για άντληση νερού, αντί να τραβάμε νερό με κουβάδες κατευθείαν από το πηγάδι: δεν ήθελα τη φασαρία και τους καπνούς μιας πετρελαιογεννήτριας. Πιστεύω πως ήταν το πρώτο φωτοβολταϊκό σύστημα παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι το είχαν κρατήσει για μήνες στο τελωνείο, γιατί δεν υπήρχε στη λίστα εισαγώγιμων προϊόντων και δεν ήξεραν πώς να το φορολογήσουν. Περιμέναμε πέντε ή έξι μήνες μέχρι να καθορίσουν δασμολογικό συντελεστή. Μετά το εγκαταστήσαμε. Ήταν φτιαγμένο με πλεονάζουσες μπαταρίες ελληνικών υποβρυχίων, που ήταν θαυμάσιες – δεν χρειαζόταν να τις συμπληρώνεις συχνά με υγρά ή κάτι τέτοιο. Κράτησε σίγουρα πάνω από είκοσι χρόνια. Τώρα έχει χαλάσει πια και πρέπει να το αντικαταστήσουμε.
Μετανιώνω για τα χρόνια που δεν πηγαίναμε στην Πάτμο... ήταν μεγάλη ξεροκεφαλιά εκ μέρους μου. Αλλά τώρα γυρίσαμε εκεί. Το αγρόκτημα λειτουργεί με φουλ ρυθμούς, χάρη στον υπέροχο γείτονά μας, που είναι αγρότης και μεγάλωσε δίπλα μας, ο οποίος καλλιεργεί ακόμα τη γη με τον παραδοσιακό τρόπο. Μόλις είδα τις φυτεύσεις που κάναμε πριν από λίγες μέρες: έχουμε πολλά λαχανικά, οι ντομάτες αρχίζουν να ωριμάζουν και πρέπει να διώχνουμε τις καρακάξες για να μη μας τις φάνε (γέλια). Είναι ένα υπέροχο, υπέροχο μέρος και κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε να το διατηρήσουμε ως έχει.
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών