Πολιτικη & Οικονομια

Βασιλείς και Συριζαίοι

«Φίλη μου Φίλη μου, βασιλιά μου» (μεσαιωνικό ανάγνωσμα)

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
130092-294476.jpg

Τω καιρώ εκείνω, το Θέμα της Ελλάδος μαστιζόταν από μία τρομερή νόσο, την καλούμενη Μοναρχομανία. Και παντού άκουγες παραμιλητά και καβγάδες για βασιλείς και πρίγκιπες, για τσάρους και πασάδες. Ματαίως οι κομπογιανίται και οι ισοαποστάκηδες πάσχιζαν να συνεφέρουν τους ασθενείς. Τίποτε δεν γινόταν και άπαντες συνέχιζαν να βγάζουν το άχτι τους γράφοντας κατεβατά εις τα Κοινωνικά Μύδια.

Όλα ξεκίνησαν όταν ο Τσάρος Βλαδίμηρος της Μοσχοβίας ήλθε διά επίσημον επίσκεψιν, μα και διά να θαυμάσει τα εκθέματα της Ελλάδος: τις ιερές εικόνες, τα άγια λείψανα και τον Προκόπιο Παυλόπουλο.

Και φτάνοντας ο Βλαδίμηρος στον λιμένα των Σπάτων, είδε να τον καρτερεί ο μίνιστρος των φουσάτων, Πανοκαμένος ο Ημιμαθής. Και συγκινήθηκε, διότι ο Πανοκαμένος του εθύμιζε μιαν αρκούδα με την οποία είχε παλέψει κάποτε εις την στέπα. Και εμπήκαν εις την άμαξαν. Και ώσπου να πει κύμινο στα ρουσικά, είχαν διασχίσει ολάκερη την Αττικήν, και είχαν φτάσει εις το παλάτιον του Μαξίμου. Και ο Βλαδίμηρος θαύμασε τους Έλληνες που είχαν λύσει τόσο όμορφα το πρόβλημα του τράφικου.

Και ακολούθως εσυνάντησε τον μάγιστρο Αλέξιο τον Πρωτηφορά, τον Αγραβάτωτο. Και συνομίλησαν ώρα πολλή. Και κατά τα μεσάνυχτα είπαν να το ρίξουν λίγο έξω και πήγαν να προσκυνήσουν τα ιερά εικονίσματα. Και όπου περνούσαν ήτο ερημιά, λες και είχε πέσει θανατικό. Και μόνον εις τις στέγες ήσαν φυτεμένοι σκοπευταί δια να τοξεύσουν όποιον σίμωνε τον Βλαδίμηρο. Διότι δεν ήτο λίγοι οι ρωσολάγνοι που ήθελαν να του φιλήσουν την χείρα. Μα ο Βλαδίμηρος τους έριξε πόρτα.

Και την επόμενη μέρα ο Τσάρος ταξίδευσε εις το Άγιον Όρος διότι ήθελε να προσκυνήσει και άλλα εικονίσματα και να μαρκάρει το μέρος για δικόν του. Και εκεί εσυνάντησε τον Προκόπιο Παυλόπουλο που είχε φτάσει νωρίτερα. Και ο Παυλόπουλος ομοίαζε με προτομή έτσι απαθής όπως στεκόταν. Και ήτο μέγα θαύμα που δεν τον έκλεψε κανείς, όπως συνέβη με τις άλλες προτομές εις το παρκάκι των Αθηνών. Και ο Βλαδίμηρος σταυροκοπήθηκε με σέβας. Και ζήτησε να δει τον ηγούμενο Εφραίμ του Βατοπεδίου διά να κουβεντιάσουν για θεολογικά θέματα και ρίαλ εστέιτ. Και έπειτα πήρε των ομματιών του και έφυγε.

Έκτοτε, η επιδημία απλώθηκε ταχέως. Διότι εκείνες τις μέρες ο μίνιστρος Φίλης πρόσταξε τους συμβούλους του να βγάλουν έναν μπούσουλα διά να σιάξουν την Παιδείαν, όπου είχε τα χάλια της. Και εκείνοι, ως σοφοί που ήταν, κατέβασαν πολλές σοφές ιδέες. Επί παραδείγματι, οι μαθηταί να δίδουν όρκο πως δεν θα κάμουν αταξίες και μπούλινγκ, μα θα φέρονται ως ιππότες – δίχως όμως να φορούν πανοπλίες διότι θα σκάνε από τη ζέστη μέσα στην τάξη. Και οι γονείς να μην κάμουν ρεβεράντζες στα παιδιά τους ως σαν να είναι βασιλόπουλα και πριγκιποπούλες – να κρατούν τις ρεβεράντζες για τα πραγματικά βασιλόπουλα και τις πριγκιποπούλες.

Και άπαντες οι αντισυριζαίοι έφριξαν, διότι κάποιος τους εσφύριξε πως είχε πέσει απαγορευτικόν διά τις πριγκιπικές λέξεις. Και πως μόνο «σύντροφε» και «συντρόφισσα» θα επιτρεπόταν να αποκαλούν τα παιδιά τους. Και εκείνοι το κατάπιαν αμάσητο. Και βγήκαν εις τα κοινωνικά δίκτυα και έκαμαν αντάρτικο και σκυλόβριζαν τον Φίλην. Και ο πονηρός Μουρούτης έτριβε τας χείρας και έριχνε λάδι στη φωτιά. Εξίσου όμως χαιρόταν και ο Φίλης. Διότι όσο οι άλλοι τον έβριζαν διά ανύπαρκτες ανοησίες, εκείνος μπορούσε να κάμει τις υπαρκτές ανοησίες του ανενόχλητος.

Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, ενεμφανίσθη και οι Κωνσταντίνος, ο παλαιός βασιλεύς των Ελλήνων. Συνομίλησε δημοσίως με την Σίαν και με τον Παπαχελά και εγκρίνιαξε που στα παλαιό παλάτι έφτιαξαν μια σκάλα. Και είπε και άλλες πολλές ασυναρτησίες. Και οι πιστοί της μοναρχίας δάκρυσαν από την συγκίνηση, διότι είδαν πως ο βασιλεύς δεν είχε αλλάξει, μα παρέμενε βλαξ και αμόρφωτος.

Την ίδια δε στιγμή, κάποιοι επιφανείς πριγκιπομανείς στρίμωξαν τον Φίλην και τον ρώτησαν: «Φίλη, εσύ που είσαι εναντίον των πριγκίπων, πώς αποκαλείς το παιδίον σου;» Και ο Φίλης απήντησε: «Το παιδίον μου το αποκαλώ Φως μου!». Και ο Κατρούγκαλος, που παραμόνευε παραδίπλα, το άκουσε και είπε: «Είδατε που είχα δίκιο; Και χαράτσωσα τα καπνά και τα ροφήματα, αντί για το φως; Και σε ολίγους μήνες που τα παιδιά σας θα έχουν μεγαλώσει, το χαρατσώνω και αυτό!»

Και άπαντες του έδωσαν δίκιο. Και έσπευσαν με ζέση να πληρώσουν τους θαυμαστούς νέους φόρους. Και το θέμα των πριγκίπων ξεχάστηκε και η νόσος υποχώρησε. Και καινούριες ανοησίες προέκυψαν για να περνούν την ώρα τους οι Έλληνες.

(συνεχίζεται)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ