Πολιτικη & Οικονομια

Οι φρεγάτες, η Ευρώπη και οι «ναυαρχούκοι»

Καλές οι φρεγάτες, καλές οι συμμαχίες, ακόμα καλύτερες όμως οι θετικές διπλωματικές πρωτοβουλίες για να λυθούν τα προβλήματα

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εμανουέλ Μακρόν και Κυριάκος Μητσοτάκης ανταλλάσσουν χειραψία
© Chesnot/Getty Images/Ideal Image

Σχόλιο για την κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα, τη συμφωνία αμυντικής συνδρομής Ελλάδας-Γαλλίας.

Πριν από λίγα χρόνια ο Όλαφ Σολτς, αντικαγκελάριος της Μέρκελ τότε, είχε προτείνει να παραιτηθεί η Γαλλία από τη μόνιμη θέση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να την παραχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως είναι γνωστό, η χώρα που κατ’ εξοχήν προωθεί την ιδέα της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας είναι η Γαλλία. Ιδού η Ρόδος λοιπόν. Ο πρόεδρος Μακρόν όμως απέρριψε την ιδέα του Σολτς χωρίς δεύτερη συζήτηση. Το ίδιο έκανε προ ημερών, αυτή τη φορά όταν μια ανάλογη πληροφορία δημοσιεύτηκε στην αγγλική Daily Telegraph. «Η θέση είναι δική μας και θα παραμείνει δική μας», δήλωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο εκπρόσωπος της γαλλικής προεδρίας. 

Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε την αγορά των φρεγατών ως ένα πρώτο βήμα προς τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης. Πράγματι όλοι αναγνωρίζουν πλέον ότι αυτό αποτελεί αναγκαιότητα. Η γύμνια των Ευρωπαίων στον τομέα αυτό φάνηκε για μια ακόμα φορά με την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν. Αποδείχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση ούτε καν να κρατήσουν ασφαλές το αεροδρόμιο της Καμπούλ, για λίγες ημέρες, ώστε να φυγαδευτούν οι πολίτες τους και οι Αφγανοί συνεργάτες τους που κινδύνευαν. Η πραγματικότητα είναι ότι ο στόχος της αυτονομίας είναι πολύ πιο μακριά από ό,τι κάποιοι νομίζουν. Κατ’ αρχήν επιχειρησιακά. Ακόμα και αν τα κράτη μέλη συμφωνούσαν να πραγματοποιήσουν τις σχετικές δαπάνες, στρατιωτικοί αναλυτές υπολογίζουν ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστον δύο δεκαετίες για να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα των στρατιωτικών δυνάμεων που σήμερα διασφαλίζουν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο είναι πολιτικό. Πρώτον, καμιά χώρα δεν δείχνει διατεθειμένη να αυξήσει τόσο πολύ τον αμυντικό της προϋπολογισμό. Αντιθέτως, ορισμένες διαφωνούν ακόμα και με την ιδέα της μετατροπής της Ένωσης σε υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη διατηρώντας την ουδετερότητά τους. Δεύτερον και πιο σημαντικό όμως, καμιά χώρα δεν είναι διατεθειμένη να εκχωρήσει στην Ένωση την ευθύνη να παίρνει τις αποφάσεις που απαιτούνται στο πλαίσιο μιας κοινής πολιτικής εξωτερικών και άμυνας. Και ο λόγος είναι ότι υπάρχουν πολύ βαθιές διαφωνίες στα περισσότερα ζητήματα. Η εισβολή στο Ιράκ για παράδειγμα, είχε διχάσει τις χώρες της Ένωσης. Μια καλή πρώτη γεύση του πολιτικού μωσαϊκού πήραμε κι εμείς όταν χρειάστηκε να υιοθετηθούν κυρώσεις έναντι της Άγκυρας. Όσο για τη στάση που πρέπει να κρατήσει η Ένωση απέναντι στην επιθετικότητα της Ρωσίας του Πούτιν ή στην επεκτατικότητα της Κίνας, εκεί οι διαφωνίες  είναι ακόμα μεγαλύτερες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία και στις δύο περιπτώσεις προτάσσει το οικονομικό συμφέρον προχωρώντας για παράδειγμα στην κατασκευή του αγωγού που παρακάμπτει  την Ουκρανία, παρά τις αντιδράσεις. Τελείως διαφορετική στάση έχουν οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, για τις οποίες, όπως έλεγε ένας διπλωμάτης, «το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, αυτή είναι η πολιτική μας στην ασφάλεια. Χωρίς αυτές δεν έχουμε εθνική άμυνα». Στις χώρες αυτές οι διακηρύξεις του Μακρόν για αυτονομία προκαλούν έντονη ανησυχία, ακριβώς επειδή θεωρούνται ότι ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ. Η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού όμως δεν έχει και μεγάλο νόημα αν δεν υπάρχει προηγουμένως μια κοινή αντίληψη για τους γεωστρατηγικούς στόχους και τα μέσα υλοποίησης τους. Για το προβλεπτό μέλλον λοιπόν η οικονομική δύναμη και οι συμφωνίες που μπορεί να υπογράψει, θα είναι το πραγματικό «όπλο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η στρατηγική αυτονομία παραμένει ένα μακρινό όνειρο.

Οι γαλλικές φρεγάτες δεν πρόκειται να αλλάξουν ούτε στο ελάχιστο αυτή την κατάσταση. Για την Ελλάδα βέβαια αποτελούν προφανή αναβάθμιση της αμυντικής της ικανότητας. Με δεδομένη τη συνεχή αύξηση των εξοπλισμών της Τουρκίας, ήταν μια αναγκαστική απόφαση. Παρά τα ωραία λόγια, στην εξωτερική πολιτική εξακολουθεί να ισχύει το μακάριοι οι κατέχοντες. Ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου που δεν μπορεί να αμυνθεί, είναι πολύ χαρακτηριστικός. Δεν είχαμε περιθώρια να την βάζουμε στον πειρασμό. Χωρίς να τρέφουμε ψευδαισθήσεις όμως. Η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής είναι πολύ σημαντική. Αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό. Σημαίνει ότι, αν υπάρξει ανάγκη, σε μια θερμή αναμέτρηση, δεν θα σταματήσει ο εφοδιασμός των πλοίων και των αεροπλάνων από τη Γαλλία, δεν θα μείνουμε από ανταλλακτικά και πυρομαχικά. Θα έχουμε και ουσιαστική πολιτική στήριξη στα κοινοτικά όργανα. Το αν θα υπάρξει κάτι παραπάνω, μια άμεση γαλλική εμπλοκή, ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί να το μάθουμε ποτέ. Οι Ισραηλινοί πάντως μας έχουν προειδοποιήσει: «Αν και όταν βρεθείτε στην ανάγκη, θα είστε μόνοι».  

Λένε ότι, αν θέλεις την ειρήνη, προετοιμάσου για τον πόλεμο. Ιστορικά αυτό φυσικά έχει διαψευστεί επανειλημμένως. Ο ανταγωνισμοί στους εξοπλισμούς, όπως και οι στρατιωτικές συμμαχίες, αποτελούν την πιο δοκιμασμένη συνταγή για την καταστροφή. Σίγουρα, για να μείνουμε στα δικά μας, δεν πρόκειται να λύσουν τα προβλήματα με την Τουρκία. Μπορεί και να τα χειροτερέψουν αν συμβάλλουν σε έναν διαγωνισμό ρητορικών αντιπαραθέσεων, όπως αυτόν που παρακολουθούμε σχεδόν καθημερινά στα κανάλια. Τόσο καιρό είχαμε τον Ακάρ να απειλεί με τη «γαλάζια πατρίδα», τώρα όλοι έγιναν ναυαρχούκοι και ανοίγουν χάρτες για να μας δείξουν τις περιοχές αποκλεισμού που διασφαλίζουν τα νέα πλοία. Που πάει να πει, καλές οι φρεγάτες, καλές οι συμμαχίες, ακόμα καλύτερες όμως οι θετικές διπλωματικές πρωτοβουλίες για να λυθούν τα προβλήματα. Μόνο αυτές μπορεί να δικαιώσουν την συμφωνία με την Γαλλία. Άλλωστε, έχουμε μπροστά πολύ σοβαρότερα ζητήματα από τα παιχνίδια πολέμου που τόσο αρέσουν ένθεν κακείθεν του Αιγαίου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ