Πολιτικη & Οικονομια

Τέλος στην υποδοχή του Αγίου «αρχηγού κράτους»;

Η ουσιαστική, και διαρκώς αναβαλλόμενη, με διάφορα προσχήματα, συζήτηση που πρέπει άμεσα να γίνει, αφορά τον πυρήνα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας

giannis-meimaroglou.jpg
Γιάννης Μεϊμάρογλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Άφιξη του Άγιου Φωτός στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος
© EUROKINISSI/ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ

Άγιο Φως: Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου σχολιάζει την επανεξέταση της υποδοχής του «με τιμές αρχηγού κράτους».

Συμπληρώνονται 33 χρόνια, όσα και τα χρόνια του Χριστού, από τότε που ξεκίνησε η προσβλητική για τη χώρα, για τη θρησκεία και, κυρίως, για τη νοημοσύνη μας εικόνα υποδοχής του Αγίου φωτός, το Μ. Σάββατο. Να ανοίγει η πόρτα του κυβερνητικού αεροσκάφους και να προβάλει ένα φανάρι με το «Άγιο φως» στα χέρια ενός αξιωματούχου της εκκλησίας υπό τους παιάνες τιμητικού αγήματος και με στρωμένο το κόκκινο χαλί στην πίστα του αεροδρομίου. Φέτος η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι λόγω της πανδημίας η υποδοχή θα γίνει «με την προσήκουσα ευλάβεια, ταπεινότητα και κατάνυξη και χωρίς τιμές αρχηγού κράτους». Είναι, ίσως, μια καλή ευκαιρία να επανεξεταστεί συνολικά μια τελετή που δεν αρμόζει στους κανόνες λειτουργίας ενός κοσμικού κράτους.

Η καθιέρωση της υποδοχής του Αγίου φωτός «με τιμές αρχηγού κράτους» έγινε το 1988 ως αποτέλεσμα συνδυασμού δύο άτυχων αποφάσεων του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Η πρώτη ήταν η αποδοχή της επιχειρηματικής πρότασης ενός τουριστικού πράκτορα να γίνεται η μεταφορά του φωτός την ημέρα του Μ. Σαββάτου με αεροπλάνο, ενώ μέχρι τότε η μεταφορά γινόταν δια θαλάσσης με ευθύνη της Εκκλησίας. Η δεύτερη ήταν η αποδοχή της πρότασης του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη, της πλέον ακατάλληλης επιλογής που έγινε στη μεταπολίτευση για τη θέση αυτή, να τιμάται το Άγιο φως ως αρχηγός κράτους. Έκτοτε, καμιά κυβέρνηση, ανεξαρτήτως πολιτικής και ιδεολογικής προέλευσης, δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει την «ανάδελφη» εκείνη απόφαση. Σε μια χώρα που, με ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα, κανένας κυβερνήτης δεν φάνηκε  διατεθειμένος να αναλάβει το πολιτικό κόστος των πεπραγμένων του, ποιος θα τολμούσε να αναλάβει το θρησκευτικό;

Η υποδοχή του Αγίου φωτός δεν αφορά σε καμιά περίπτωση το προσωπικό και απολύτως σεβαστό θέμα της θρησκευτικής πίστης των πολιτών. Άλλωστε, όπως είπε και σε μια πρόσφατη τηλεοπτική του παρουσία ο σπουδαίος σύγχρονος φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος, τα ευαγγέλια δεν αναζητούν επιβεβαίωση των γεγονότων που αναφέρουν, την πίστη των ανθρώπων επιζητούν. Δεν έχει επομένως καμιά αξία και είναι μάλλον παραπλανητική η συζήτηση για το κατά πόσον, για παράδειγμα, το αναστάσιμο φως είναι άγιο ή όχι. Όταν πιστεύεις, «ξέρεις» ότι το φως ανάβει χάρη σε ένα θεϊκό θαύμα, όταν δεν πιστεύεις, τι σημασία έχει πως ανάβει;

Η ουσιαστική, και διαρκώς αναβαλλόμενη, με διάφορα προσχήματα, συζήτηση που πρέπει άμεσα να γίνει, αφορά τον πυρήνα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας. Ο διαιωνιζόμενος θεσμικός και λειτουργικός εναγκαλισμός δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τις προοπτικές ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Δεν είναι απλά θέμα «αλληλοσεβασμού» και «διακριτών ρόλων». Η δύσκολη περίοδος της πανδημίας απέδειξε, με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι τα επιστημονικά επιτεύγματα δεν μπορεί να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με δογματικές αντιλήψεις. Ας ελπίσουμε ότι η φετινή «σεμνή» υποδοχή του Αγίου φωτός θα αποτελέσει ταυτόχρονα και μια ευκαιρία για έναν βαθύτερο και πιο ορθολογικότερο προβληματισμό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ