Πολιτικη & Οικονομια

Ο δύσκολος δρόμος προς την Ένταξη

Μια συγκροτημένη πολιτική ένταξης που θα λαμβάνει υπόψη τις δυνατότητες της χώρας μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δώσει σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

32014-72458.jpg
A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δοή προσφύγων στην Ελλάδα
© Julie Ricard / Unsplash

Ο Κώστας Βλαχόπουλος (Πολιτικός Επιστήμονας, Ερευνητής, ΕΛΙΑΜΕΠ) γράφει για τη διαδικασία ένταξης και διαβίωσης μεταναστών στην Ελλάδα

Η Ελλάδα είναι από εκείνες τις χώρες που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη γεωγραφία τους. H θέση της στον χάρτη, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, ακριβώς πάνω στο σταυροδρόμι σημαντικότατων εμπορικών δρόμων, αλλά και στις διόδους της μετανάστευσης προς την Ευρώπη, έχει επηρεάσει την εξέλιξή της ως κράτος, τη σχέση της με τους γείτονες της και έχει συνδιαμορφώσει, από κοινού με άλλους παράγοντες, την ελληνική κοινωνία μέσα στα χρόνια.

Εξετάζοντας το κομμάτι της μετανάστευσης, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, ότι από την στιγμή της πρώτης επιχείρησης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, στις αρχές της νέας χιλιετίας, πληθυσμοί από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Ιράκ και άλλες χώρες της περιοχής, διωγμένοι από τον πόλεμο και αναζητώντας μια καλύτερη ζωή θα μετατοπίζονταν προς την Δύση. Αυτό που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, με κορύφωση τις μαζικές μετακινήσεις ανθρώπων μετά τον Συριακό εμφύλιο, περιγράφεται ως το μεγαλύτερο κύμα μεταναστών και προσφύγων προς την Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως πρώτο σημείο επαφής με την Ευρώπη, η Ελλάδα δέχτηκε μεγάλη πίεση από τις μεταναστευτικές ροές. Θα ανέμενε, λοιπόν, κανείς να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την καλύτερη διαχείριση του φαινομένου, κυρίως αναφορικά με την υποδοχή και την ένταξη.

Η πραγματικότητα είναι ότι από τις αρχές της δεκαετίας του '90, που η Ελλάδα μετατράπηκε από μια χώρα αποστολής μεταναστών σε χώρα υποδοχής και φιλοξενίας, καθώς και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η μεταναστευτική πολιτική της χώρας επικεντρώθηκε, κυρίως, σε μια λογική ασφάλειας. Το μεταναστευτικό ζήτημα πολιτικοποιήθηκε και ασφαλειοποιήθηκε έντονα. Έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων, ο πολιτικός λόγος των οποίων, στην πλειονότητά τους, αντιμετώπισε τους μετανάστες ως υπαρξιακή απειλή για την ασφάλεια, την οικονομία, τη αγορά εργασίας, την δημόσια υγεία κλπ. Μέχρι και τα τέλη του 2015, η χώρα θεωρούσε τον εαυτό της ως διάδρομο, καθώς όποιος έφτανε στα βόρεια σύνορά της, μπορούσε με ευκολία να συνεχίσει το ταξίδι του για την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Έτσι, αντί να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο μοντέλο κοινωνικής ένταξης, κυριάρχησε η πολιτική της αποτροπής και οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους εστιάστηκαν στον έλεγχο και τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, όπως επίσης και στις προσπάθειες για αύξηση των επιστροφών.

Όταν, όμως, το 2016 ο διάδρομος των Βαλκανίων έκλεισε, αυτόματα τέθηκε το ερώτημα, τι θα έκανε η Ελλάδα με αυτούς τους ανθρώπους που είχαν εγκλωβιστεί στο έδαφός της. Ήταν πλέον βέβαιο ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του «γενναιόδωρου τροχονόμου των ανθρώπινων ροών», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Δημήτρης Χριστόπουλος στο πρόσφατο βιβλίο του «Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση» (Εκδόσεις Πόλις). Από την άλλη, τόσο οι επιστροφές προς την Τουρκία όσο και οι μετεγκαταστάσεις σε άλλα κράτη της ΕΕ είναι εξαιρετικά αργές και σύνθετες ενέργειες με πενιχρά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια.

Η κοινωνική ένταξη είναι μια χρονοβόρα και απαιτητική διαδικασία. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις «νέες» χώρες σχετικά με τις πολιτικές ένταξης μεταναστών. Πολύ πρόσφατα, μόλις το 2005 με το νόμο 3386/2005, η Ελλάδα πρωτο-υιοθέτησε ένα πλαίσιο πολιτικών που διευκόλυνε την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών. Ο νόμος αυτός προωθούσε διατάξεις σχετικά με την εκπαίδευση, την πρόσβαση στην αγορά εργασίας και γενικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα.

Έκτοτε, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Ακολούθησαν νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν ως στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και ομαλής ένταξης στην ελληνική κοινωνία όχι μόνο των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στη χώρα, αλλά και των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο. Παρ’ ολ’ αυτά, τα προβλήματα παραμένουν. Οι πρωτοβουλίες με στόχο την υιοθέτηση ενός συνεκτικού πλαισίου πολιτικής για την Ένταξη είναι αποσπασματικές, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζεται συνέχεια στις διαδικασίες. Είναι κρίσιμο να τονιστεί, για παράδειγμα, ότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της διαδικασίας ασύλου και των προγραμμάτων ένταξης, καθώς τα τελευταία δεν επαρκούν για να καλύψουν ικανό αριθμό δικαιούχων. Είναι ενδεικτικό ότι από τον Ιούλιο του 2019 έως τον Νοέμβριο του 2020, περισσότεροι από 21.000 δικαιούχοι έχουν εγγραφεί στο πρόγραμμα HELIOS σε σύνολο 80.000 αναγνωρισμένων προσφύγων που κατοικούν στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό αφήνει πολλούς πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη, ενώ αρκετοί Διεθνείς Οργανισμοί και Οργανώσεις έχουν εκφράσει σοβαρές ανησυχίες για τις περιορισμένες ευκαιρίες ένταξης που προσφέρονται.

Αν και στους τομείς της αγοράς εργασίας, την δημόσιας περίθαλψης, και της εκπαίδευσης έγιναν μερικά ουσιαστικά βήματα τα τελευταία χρόνια, οι προκλήσεις παραμένουν. Στοχευμένες νομοθετικές και πολιτικές παρεμβάσεις των προηγούμενων ετών, επέτρεψαν σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, καθιστώντας υπεύθυνη την ελληνική πολιτεία για την επιτυχή έκβαση της διαδικασίας. Από το καλοκαίρι του 2019, όμως, η νεοεκλεγμένη τότε κυβέρνηση άρχισε σταδιακά να αναθεωρεί, με αποτέλεσμα να τεθούν σοβαρά νομικά εμπόδια που φρέναραν, σε έναν βαθμό, τις διαδικασίες που ακολουθούνταν (χρονικό όριο 6 μηνών προτού επιτραπεί η πρόσβαση στην αγορά εργασίας για τους αιτούντες άσυλο). Στο κομμάτι της αναγνώρισης πτυχίων, δεξιοτήτων και πιστοποιητικών επαγγελματικής κατάρτισης, αν και παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους Έλληνες υπηκόους.

Στην εκπαίδευση, σύμφωνα με νόμο του 2019, τα παιδιά-δικαιούχοι διεθνούς προστασίας εγγράφονται κανονικά σε δημόσιες μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως οι Έλληνες υπήκοοι. Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση καλύπτει και παιδιά αιτούντων άσυλο. Μάλιστα, για την όσο το δυνατόν ομαλότερη προσαρμογή τους, προβλέπεται η συμμετοχή τους σε προπαρασκευαστικά μαθήματα εντός των σχολικών μονάδων. Αναφορικά με την πρόσβαση στην δημόσια υγεία, όλοι οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα έχουν δικαίωμα στην ελεύθερη πρόσβαση στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, ενώ τα προβλήματα που προκλήθηκαν με την απόφαση του καλοκαιριού του 2019 για πάγωμα της χορήγησης ΑΜΚΑ, διορθώθηκαν, εν μέρει, με την υιοθέτηση ενός προσωρινού αριθμού ασφάλισης (ΠΑΑΥΠΑ) για τους αιτούντες άσυλο. Και λέμε, εν μέρει, διότι ο συγκεκριμένος αριθμός δεν ισχύει δια βίου, όπως ο ΑΜΚΑ, αλλά μόνο για όσο διαρκεί η διαδικασία απονομής ασύλου.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις στον τομέα της Ένταξης στην Ελλάδα αποτυπώθηκαν και στην διεθνή έρευνα MIPEX, στην οποία γίνεται καθαρό, ότι η χώρα μας κατέγραψε άνοδο στις επιδόσεις της αναφορικά με τις πολιτικές ένταξης την περίοδο 2014-2019.

Είναι φανερό ότι η πολιτική της συνεχούς ασφαλειοποίησης της μετανάστευσης, όπως επίσης και το δόγμα «να τους κάνουμε την ζωή δύσκολη για να μην έρχονται» δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Απαιτείται να γίνει κατανοητό από όλους -κόμματα, φορείς, κοινωνία- ότι από τους περίπου 80.000 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που βρίσκονται στην Ελλάδα οι περισσότεροι θα παραμείνουν εδώ και το μόνο που επιτυγχάνεται με τέτοιες προσεγγίσεις είναι η διασπορά του φόβου και η εργαλειοποίηση των αντιμεταναστευτικών συναισθημάτων. Αντίθετα, μια συγκροτημένη πολιτική ένταξης που θα λαμβάνει υπόψη τις δυνατότητες της χώρας μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δώσει σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ